-Γκρινιάζει απόψε η λούτρινη τεράστια αρκούδα.
Σιγομουρμούρισε η σκεπή στάζοντας δυο σταγόνες.
Τοκ-τοκ!
-Αυτή η υγρασία θα με φάει…
Κρυάδα είχε στην πλάτη της, η καφετιά αρκούδα
δείγμα πως έξω έβρεχε.
-Βρέχει απόψε τρίζοντας είπε η κουτσή καρέκλα,
που πάνω της χουζούρευε το λούτρινο γατάκι.
Υφάντρες και νοικοκυρές οι αράχνες στο κατώγι,
στόλιζαν τα κεντίδια τους σε όλες τις γωνίες
και η μούχλα ευωδίαζε σαν σπέσιαλ άρωμα χώρου.
Τοκ-τοκ!
-Αυτό είναι μαρτύριο, πότε θα κλείσω μάτι;
Τοκ-τοκ!
-Αναισθησία το γατί δες το πώς γουργουρίζει…
Τοκ-τοκ!
Την πήρε ο ύπνος και έγειρε σε ένα τραπεζάκι,
που βόγκηξε το έρημο απ’ το τεράστιο βάρος.
Πνιγμένα όλα τα αζήτητα μες στο βαθύ σκοτάδι,
μοναδική παρηγοριά είχαν μία αχτίδα.
Τη δέσμη εκείνη του φωτός που τρύπωνε σαν κλέφτρα
από την κλειδαρότρυπα, να πει μια ΚΑΛΗΜΕΡΑ
**Εύη**
Θερμά ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή