Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Βιρτζίνια Γουλφ ( 25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941 )



Η Βιρτζίνια Γουλφ (Virginia Woolf, πλήρες όνομα: Adeline Virginia Stephen, Αντελίν Βιρτζίνια Στίβεν, 25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941) ήταν Αγγλίδαμυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, που θεωρήθηκε πρωτοπόρος και νεοτερίστρια λογοτέχνις στον 20ό αιώνα και μια από τους μεγαλύτερους καινοτόμους στην αγγλική γλώσσα.

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου υπήρξε σημαντική μορφή στη λογοτεχνική κοινωνία του Λονδίνου και μέλος της Ομάδας Μπλούμσμπερυ. Τα διασημότερα έργα της είναι τα μυθιστορήματα Η κυρία Ντάλογουεϊ (1925), Στο Φάρο (1927), το Ορλάντο: Μια Βιογραφία (1928) και το δοκίμιο Ένα Δωμάτιο Ολοδικό Σου (1929) με την παροιμιώδη φράση της: «Μια γυναίκα πρέπει να έχει τα χρήματα και ένα δωμάτιο κατάδικό της, εάν πρόκειται να γράψει μυθιστοριογραφία». Τα μυθιστορήματά της διακρίνονται για το ψυχολογικό τους βάθος και το εκφραστικό τους ύφος. Άλλα γνωστά έργα της είναι τα Νύχτα και Μέρα, Τα Κύματα, Τα Χρόνια, Τρεις Γκινέες, κ.ά.

Ο Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής των έργων της Άρης Μπερλής έχει γράψει ότι: «Η Βιρτζίνια Γουλφ βρίσκεται μέσα στη μεγάλη παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας και συναριθμείται με τον Προυστ και τον Τζόυς στην τριάδα των μεγάλων καινοτόμων πεζογράφων που άνοιξαν νέους δρόμους στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.»

Παιδική και εφηβική ηλικία

Η Βιρτζίνια Στίβεν γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 25 Ιανουαρίου του 1882 από τους Σερ Λέσλι Στίβεν και Τζούλια Πρίνσεπ Τζάκσον (πρώην Ντάκγουορθ). Οι γονείς της, οι οποίοι παντρεύτηκαν στις 28 Μαρτίου του 1878, είχαν και οι δυο παιδιά από τους προηγούμενους γάμους τους. Ο πατέρας της Γουλφ ανήκε σε οικογένεια αριστοκρατών με μακρά παράδοση στα γράμματα, ήταν εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Cornhill Magazine και συντάκτης του Λεξικού Εθνικής Βιογραφίας(Dictionary of National Biography). Η μητέρα της, γνωστή για την ομορφιά της, εργαζόταν ως μοντέλο για γνωστούς ζωγράφους της εποχής, ενώ τον καιρό της γέννησης της Βιρτζίνια ήταν νοσοκόμα κατ' οίκον.Εκτός από τη Βιρτζίνια, το ζευγάρι είχε αποκτήσει την πρωτότοκη κόρη Βανέσα (μετέπειτα Μπελ, γενν. 1879), τον δευτερότοκο Τόμπυ (γενν. 1880) και τον υστερότοκο Άντριαν (γενν. 1883).

Εκτός από αυτά τα παιδιά από τον κοινό τους γάμο, στο μέγαρο της οδού Hyde Park Gate, 22 ζούσαν και τα παιδιά από τους προηγούμενους γάμους τους: η κόρη του σερ Λέσλι, Λώρα (Laura Makepeace Stephen), ένα προβληματικό παιδί που σε λίγα χρόνια κλείστηκε μόνιμα σε ψυχιατρικό άσυλο και τα τρία παιδιά της Τζούλια, Τζορτζ, Στέλλα και Τζέραλντ Ντάκγουορθ.

Αν και σαν βρέφος ήταν χαρωπή και τρυφερή, η Γουλφ με το πέρασμα των χρόνων έγινε νευρική, φοβόταν το σκοτάδι (κοιμόταν πάντα με τη λάμπα αναμμένη) καθώς και το θορυβώδες εξωτερικό περιβάλλον. Η ίδια, όταν θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, θεωρούσε ότι ο φόβος αποτελούσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της. Ειδικότερα, στις ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές στο Σέιντ Άιβς (St. Ives) στην Κορνουάλη ένιωθε θλιβερά, τρομαχτικά συναισθήματα και κυρίως ένα αίσθημα απομόνωσης και απεγνωσμένης λύπης, με την αναπτυγμένη φαντασία της να ενισχύει όλα αυτά τα συναισθήματα.

Η Βιρτζίνια ενθαρρύνει
την Βανέσα στο κρίκετ
H Βιρτζίνια μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, με επιρροές από τη βικτωριανή λογοτεχνική κοινωνία: Χένρι Τζέιμς, Τζορτζ Έλιοτ, Τζορτζ Χένρι Λιούις, Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον και Τζέιμς Ράσελ Λόουελ (νονός της Βιρτζίνια), ήταν μεταξύ των επισκεπτών του σπιτιού της οικογένειας. Συμπλήρωμα αυτών των επιρροών ήταν η τεράστια βιβλιοθήκη του σπιτιού, απ' όπου οι αδελφές Βιρτζίνια και Βανέσα διδάχτηκαν τους κλασικούς συγγραφείς και την αγγλική λογοτεχνία, σε αντίθεση με τους αδελφούς τους, Τόμπυ και Άντριαν, που ακολούθησαν την τυπική εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Το 1896 και μετά την εκπαίδευση που έλαβε κατ' οίκον κυρίως από τον πατέρα της σπούδασε ιστορία, αρχαία ελληνικά και λατινικά στο παράρτημα για γυναίκες του King's College. Την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών συνέχισε κατά τα έτη 1902 και 1903.

Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της από γρίπη το 1895 όταν ήταν 13 χρόνων, της προκάλεσε την πρώτη της νευρική κατάρρευση. Δύο χρόνια αργότερα, πέθανε ξαφνικά η ετεροθαλής αδερφή της Στέλλα από περιτονίτιδα, ενώ ο πατέρας της πέθανε το 1904 από καρκίνο του στομάχου. Αυτό πυροδότησε τη δεύτερη μεγάλη νευρική κατάρρευση και την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της Γουλφ, η οποία πήδηξε από το παράθυρο του σπιτιού της οικογένειας.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της επηρεάστηκε από αυτή τη δραστική ταλάντευση διάθεσης. Αν κι αυτές οι επαναλαμβανόμενες διανοητικές διαταραχές είχαν πολλές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή της, οι λογοτεχνικές δυνατότητές της παρέμειναν άθικτες. Συνηθισμένα συμπτώματα της αρρώστιας της , ήταν οι βαριές ημικρανίες, οι αυπνίες και η έλλειψη όρεξης. Η ανορεξία (ασθένεια που τα συμπώματά της άρχισαν να αναγνωρίζονται ήδη από το 1870) ήταν το κυριότερο σύμπτωμα που κουβαλούσε από την παιδική της ηλικία. Η μητέρα της, Τζούλια είχε αποδεχτεί το γεγονός οτι η μικρή Τζίνια θα ήταν για πάντα ευάλωτη ψυχικά.

Η οικογένεια από την πλευρά του πατέρα της εξάλλου, είχε ιστορικό ψυχικών ασθενειών, από σχιζοφρένεια μέχρι και βαριά κατάθλιψη. Ο ίδιος ο πατέρας της, ο Λέσλι Στίβεν είχε υποστεί κάποιου είδους νευρική κατάρρευση, καθώς προετοίμαζε το βιβλίο του Dictionary of National Biography. Το 1945, η ετεροθαλής της αδερφή, Λώρα, απεβίωσε στην ψυχιατρική κλινική όπου την έκλεισαν και ο ανιψιός του σερ Λέσλι, Τζεμ Στίβεν, ήταν επίσης ψυχικά διαταραγμένος.

Νεανική ηλικία

Ο θάνατός του πατέρα τους, έκανε τα τέσσερα τελευταία παιδιά του, να φύγουν από το πατρικό σπίτι, και να εγκατασταθούν, από το 1904 ως το 1907, στην καρδιά του Λονδίνου, στην πλατεία Gordon (Gordon Square), στο Μπλούμσμπερι. Εκείνη την εποχή, η Βιρτζίνια έγραφε και δημοσίευε βιβλιοκριτικές στο λογοτεχνικό ένθετο των Times του Λονδίνου και παράλληλα δίδασκε ιστορία και έκθεση στο "Morley College for working men and women", όπως ονομαζόταν τότε.

Εκείνη την περίοδο, το ενδιαφέρον της για τη λογοτεχνία μεγάλωσε. Η Γουλφ σχετίστηκε με την πρωτοεμφανιζόμενη, τότε, ομάδα λόγιων φοιτητών, που έμεινε γνωστή ως Ομάδα Μπλούμσμπερι. Οι νεαροί αυτοί καλλιτέχνες (ποιητές, ζωγράφοι, συγγραφείς, φιλόσοφοι) αποτέλεσαν έναν κύκλο διανοούμενων που ανανέωσε τις τέχνες στη Μεγάλη Βρετανία, προάγοντας τον μοντερνισμό στη χώρα. Μεταξύ αυτών ήταν ο μυθιστοριογράφος Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ, ο ζωγράφος και κριτικός τέχνης Ρότζερ Φράι, ο οικονομολόγος Τζων Μέυναρντ Κέυνς και ο συγγραφέας Λίτον Στράτχι. Με αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν τα αδέρφια της και ο μελλοντικός της σύζυγος, θα συναναστραφεί η Βιρτζίνια και θα πάρει την επιβεβαίωση που χρειαζόταν για να αρχίσει να γράφει. Με αυτούς εξάλλου θα συμμετάσχει στην περίφημη πια, Φάρσα του Ντρέτνωτ, (Dreadnought hoax) που έστησαν μέλη του κύκλου αυτού, στο Αγγλικό Βασιλικό Ναυτικό και συγκεκριμένα στο πολεμικό Ντρέντνωτ, υποδυόμενοι Αιθίοπες βασιλικούς αξιωματούχους.

Τον Ιούνιο του 1906 θα γράψει το πρώτο της διήγημα, Phyllis and Rosamund, το οποίο ωστόσο δεν εκδόθηκε παρά μετά τον θάνατό της. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου θα κάνει το πρώτο της -και μοιραίο όπως εξελίχτηκε- ταξίδι της στο εξωτερικό. Τον Σεπτέμβριο και ton Οκτώβριο του 1906 επιστέφτηκε μαζί με τα αδέρφια της την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και έπειτα την Εύβοια. Σε αυτό το ταξίδι, η Βανέσα και ο Τόμπυ έπαθαν τυφοειδή πυρετό και ενώ η Βανέσα θα αναρρώσει, ο Τόμπυ θα πεθάνει τελικά στο Λονδίνο, στις 20 Νοεμβρίου του 1906.
Οι εντυπώσεις της από το ταξίδι με τη μορφή αλληλογραφίας και ημερολογιακών εγγραφών θα κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα, σε βιβλίο με τίτλο Ελλάδα και Μάης Μαζί, σε μετάφραση Μαρίας Τσάτσου από τον εκδοτικό οίκο Ύψιλον, το 1996.

Το 1907, η αγαπημένη αδερφή της Βανέσα παντρεύτηκε τον διανοούμενο και κριτικό τέχνης Κλάιβ Μπελ, ενώ η Βιρτζίνια άρχισε τα προσχέδια για τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός της, που αργότερα ονομάστηκε The Voyage Out.

Προσωπική ζωή

Το ζεύγος Γουλφ έξω από το Δημαρχείο,
λίγα λεπτά μετά το γάμο του
Στις 10 Αυγούστου του 1912 παντρεύεται τον Λέοναρντ Γουλφ, μέλος και αυτός της Ομάδας του Μπλουμσπμέρι και φίλος του Τόμπυ από τα φοιτητικά του χρόνια. Αμέσως μετά το γάμο θα φύγουν για ένα μεγάλο ταξίδι του μέλιτος σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.

Ο Λέναρντ αν και η Βιρτζίνια του είχε εξομολογηθεί την ανικατότητά της να ανταποκριθεί στο σεξουαλικό του πάθος, καθώς επίσης και την πραγματική κατάσταση της υγείας της, ωστόσο ήταν απόλυτα σίγουρος ότι παρόλα αυτά ήθελε να την παντρευτεί. Και όπως αποδείχτηκε συν τω χρόνω, υπήρξε απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτήν, τη φρόντιζε και την προστάτευε αγόγγυστα και με τη μεγαλύτερη προθυμία.

Ένα χρόνο αργότερα όμως θα ξεσπάσει ακόμα μια θανάσιμη νευρική κατάρρευση της Γουλφ, κατά τη διάρκεια της οποίας θα επιχειρήσει και πάλι να αυτοκτονήσει καταπίνοντας υπερβολική δόση χαπιών Βερονάλ. Η κρίση αυτή που κράτησε από το καλοκαίρι του 1913 έως το φθινόπωρο του 1915 και κατά τη διάρκεια της οποίας η Γουλφ είχε φτάσει τα 28 κιλά ήταν τόσο βίαιη που σύμφωνα με την βιογράφο της Julia Briggs "την έφερε κοντά στο θάνατο ή στην καλύτερη περίπτωση σε μόνιμη διαμονή στο ψυχιατρείο".

Τα χρόνια της δημιουργίας

Το 1914 το ζευγάρι αποφασίζει ότι θα έκανε καλό στη Βιρτζίνια να απομακρυνθεί από το θορυβώδες Λονδίνο, και γι' αυτό εγκαταστάθηκαν στο Ρίτσμοντ, μια πόλη που απέχει περίπου 13 χλμ. από το Λονδίνο, και τον Μάρτιο του 1915 αγόρασαν πλέον και εγκαταστάθηκαν στο Hogarth House.

Στα πλαίσια της ανάρρωσης της συγγραφέως, θεωρήθηκε ότι θα βοηθούσε στην αποκατάσταση της υγείας της, η ενασχόληση με την τυπογραφία (μάλιστα νεαρή όντας είχε πάρει μαθήματα βιβλιοδεσίας) και έτσι το ζευγάρι αγόρασε τα απαραίτητα για να λειτουργήσει ένα τυπογραφικό πιεστήριο. Το πρώτο τους βιβλίο, από τον δικό τους εκδοτικό οίκο, τον Hogarth House Press κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1915, και ήταν ένα κομψό βιβλιαράκι 32 σελίδων που περιλάμβανε το διήγημα της Βιρτζίνια Σημάδι στον Τοίχο (Mark on the Wall) και το διήγημα του Λέναρντ, Τρεις Εβραίοι (Three Jews).

Ωστόσο πριν από αυτό, είχε προηγηθεί η κυκλοφορία στις 26 Μαρτίου του 1915 του βιβλίου της «Το Ταξίδι» από τον εκδοτικό οίκο του αδερφού της, Τζωρτζ Ντάκγουορθ.

Αυτή τη χρονιά, το 1914 θα αρχίσει να γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά της, το Μέρα και Νύχτα. Η Γουλφ εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα ότι ήταν τόσο τρομοκρατημένη από την ασθένειά της που έγραψε το Μέρα και Νύχτα, περισσότερο για να αποδείξει στον εαυτό της ότι ήταν διανοητικά υγιής. «Το έγραψα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ασχολιόμουν με αυτό μόνο μισή ώρα την ημέρα.» Το μυθιστόρημα θα εκδοθεί και πάλι από τον εκδοτικό οίκο του ετεροθαλούς αδερφού της, το 1919, χρονιά που το ζευγάρι θα αγοράσει και το περίφημο εξοχικό σπίτι, το Monk's House(D/R) στο Ρόντμελ του Σάσσεξ, τόπος της οριστικής διαμονής τους.

Το 1920 θα αρχίσει να συγγράφει το μυθιστόρημα Το δωμάτιο του Ιακώβου (Jacob's Room) -ένα σημαντικό έργο στην εργογραφία της- τομή στην λογοτεχνία της εποχής, αφού το μυθιστόρημα συντίθεται από τις αναμνήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της για τον πρόωρα χαμένο αγαπημένο αδερφό της Τόμπυ. Το έργο τελειώνει στις 4 Νοεμβρίου του 1921 και θα εκδοθεί από τον δικό της εκδοτικό οίκο το 1922.

Εν τω μεταξύ, ο εκδοτικό οίκος Hogarth Press, αναπτύσσεται χρόνο με το χρόνο. Παρόλο που δεν θα αποφύγουν τις λάθος επιλογές (χαρακτηριστικά, απορρίπτουν το χειρόγραφο του Οδυσσέα του Τζόυς που τότε έψαχνε εκδότη) θα πρωτοεκδώσουν τελικά, σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής και της χώρας τους. Το 1923 εκδίδουν την Έρημη Χώρα του Τόμας Στερνς Έλιοτ (το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε από την ίδια την Γουλφ) και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν με την Κάθριν Μάνσφιλντ (προσωπική φίλη της Γουλφ), τον Ε. Μ. Φορστερ, τη Βίτα Σάκβιλ Γουέστ, τον Ρόμπερτ Γκρέιβς, τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς, καθώς και έργα του Σίγκμουντ Φρόυντ.

Το σπίτι και ο εκδοτικός οίκος σήμερα

Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ

Τον χειμώνα του 1922 θα κάνει μια καθοριστική για τη ζωή της γνωριμία. Θα γνωρίσει σε ένα φιλικό δείπνο την κόρη του βαρώνου Λάιονελ Σάκβιλ Γουέστ, Βίτα Σάκβιλ Γουέστ με την οποία εκτός από τα λογοτεχνικά τους ενδιαφέροντα θα μοιραστεί και μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Η γνωριμία που σηματοδοτεί και τα πιο παραγωγικά χρόνια της Γουλφ θα μετατραπεί σε ερωτική σχέση γύρω στο 1925. Το 1927, έγραψε την βιογραφία της Σάκβιλ με τίτλο Ορλάντο, την οποία ο γιος της Βίτα, Νάιτζελ Νίκολσον, χαρακτήρισε ως την πιο μακροσκελέστατη και γοητευτική ερωτική επιστολή στην ιστορία της λογοτεχνίας.

Το 1928 καινούριοι έρωτες θα τραβήξουν τη Σάκβιλ μακριά από τη Γουλφ, και ύστερα από την περίοδο του πόνου για τον χωρισμό η σχέση τους θα μετατραπεί σε φιλική αλλά ουσιαστική και θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της Γουλφ.

Τα χρόνια αυτά θα δώσει τα καλύτερα έργα της: το 1925 θα κυκλοφορήσει το διασημότερο έργο της Η κυρία Ντάλογουεϊ (Mrs Dalloway), η οποία και θα την καθιερώσει στη συνείδηση κοινού και κριτικών, το 1927 εκδίδεται το αυτοβιογραφικό Μέχρι το Φάρο (To the Lighthouse), και το 1928 το Ορλάντο: Μια Βιογραφία.

Η πρώτη έκδοση του Ορλάντο
Τον Οκτώβριο του 1928 έλαβε την πρόσκληση να μιλήσει στο κολέγιο Νιούμαν του Κέιμπριτζ ενώπιον της "Arts Society" με θέμα «Γυναίκες και μυθιστοριογραφία». Από αυτή τη διάλεξη προέκυψε το διάσημο δοκίμιο Ένα Δικό Σου Δωμάτιο (A Room of One’s Own), το οποιο θα εκδοθεί το 1929 - βιβλίο αναφοράς σήμερα στις φεμινιστικές σπουδές. 

Το 1930 πάλι τελειώνει τη πρώτη μορφή του μυθιστορήματος της, Τα Κύματα (The Waves), το οποίο αποτελεί το ακραίο όριο των λογοτεχνικών πειραματισμών της, αφού το έργο καταγράφει τις σκέψεις έξι χαρακτήρων και μόνο αυτό.

Η τελευταία δεκαετία

Κουρασμένη από το γράψιμο των Κυμάτων και σαν αστείο για να χαλαρώνει (όπως συνήθιζε να κάνει) άρχισε να γράφει το καλοκαίρι του 1931, το Φλας, τη βιογραφία του σκύλου της ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ,την οποία εξέδωσε σε βιβλίο το 1933. Σε αυτό το διάστημα θα ταξιδέψει για δεύτερη φορά στην Ελλάδα μαζί με τον άντρα της και τον Ρότζερ Φράι, του οποίου ο ξαφνικός θάνατος το 1934 θα την καταβάλλει πολύ. Το 1935 έχοντας αγοράσει αυτοκίνητο θα κάνουν ένα μεγάλο οδικό ταξίδι στη Γαλλία, στην Ιταλία, επιστρέφοντας μέσω της Γερμανίας του Χίτλερ και της Ολλανδίας.

Το 1937 θα εκδώσει το μυθιστόρημα Τα Χρόνια - ένα βιβλίο που είχε αρχίσει να δουλεύει από το τέλος του 1932 και το οποίο εξελίχθηκε στο ογκωδέστερο των μυθιστορημάτων της αλλά και ένα από τα προσφιλέστερα στους λογοτεχνικούς κριτικούς.

Όταν ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η διάθεση της Γουλφ αρχίσει να χειροτερεύει και το 1940 ύστερα από την σφοδρή αεροπορική επιδρομή των Γερμανών εναντίον του Λονδίνου (The Blitz(D/R)) - καταστρέφονται το σπίτι και τα γραφεία του εκδοτικού οίκου στο Λονδίνο, και το ζευγάρι μετακομίζει στο Μονκς Χάουζ. Η πιθανότητα οι Γερμανοί να καταλάβουν την Αγγλία και το τι θα σήμαινε αυτό όχι μόνο για τη χώρα αλλά και για τη ζωή του Εβραίου Λέοναρντ, κάνουν τη Γουλφ να ζει σε μια διαρκή ανησυχία και αγωνία.

Τον χειμώνα του 1941 θα ολοκληρώσει το τελευταίο μυθιστόρημά της, το Ανάμεσα στις Πράξεις και θα περάσει την τρίτη και μοιραία νευρική κατάρρευση της ζωής της. Η κατάθλιψη, η ανορεξία, οι παραισθήσεις θα επιστρέψουν δυνατότερες από κάθε άλλη φορά. Ο Λέναρντ Γουλφ παραδέχεται στην αυτοβιογραφία του ότι το να μην την εμπιστευτεί σε 24ωρη επίβλεψη από νοσοκόμες ήταν μεγάλο λάθος που έφερε την καταστροφή.

Στις 28 Μαρτίου 1941 η Γουλφ εγκατέλειψε το σπίτι της προς άγνωστη κατεύθυνση αφήνοντας δυο σημειώματα, ένα για την αδερφή της και ένα για τον σύζυγό της. Αν και στο σημείωμα έγραφε ότι είχε σκοπό να αυτοκτονήσει, ωστόσο αγνοούνταν για 3 εβδομάδες, μέχρι να βρεθεί πρώτα το καπέλο της και το μπαστούνι της σε μια όχθη του ποταμού Ουζ (Ouse) και αργότερα τρία μικρά παιδιά να ανακαλύψουν το πτώμα της στις 19 Απριλίου του 1941.

Το πτώμα της αποτεφρώνεται την επόμενη μέρα και τα υπολείματα θάβονται στο σπίτι στο Μονκς, κάτω απο μια φτελιά.

Τον Ιούλιο του 1941 ο Γουλφ θα εκδώσει το τελευταίο μυθιστόρημά της, ενώ το 1953 θα εκδώσει και αποσπάσματα από τα ημερολόγια της με τίτλο A Writer's Diary.

Μία από τις τελευταίες φωτογραφίες της Γουλφ

Σημείωμα αυτοκτονίας προς τον σύζυγό της

Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκ τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν' ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου 'χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ' αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να 'ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλεψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω... ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ' απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ' το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ' είχε σώσει, αυτός θα 'σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να 'ναι ευτυχέστεροι απ' όσο ήμασταν εμείς.




H Γουλφ (δεύτερη στη φωτογραφία) στον Παρθενώνα/Harvard University

Η Βιρτζίνια Γουλφ για την Ελλάδα 

"Γιατί δεν μου είπες ποτέ ότι η Ελλάδα είναι όμορφη;" γράφει λίγες μέρες αργότερα στην ηλικιωμένη φίλη της Έθελ Σμιθ. "Γιατί δεν ανέφερες ποτέ τη θάλασσα και τους λόφους, τις κοιλάδες και τα λουλούδια; Μόνο εγώ έχω μάτια και βλέπω; Έθελ, σου το αναγγέλλω επισήμως: η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Ο Μάης είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Ελλάδα και Μάης μαζί!". Ακολουθούν αποσπάσματα από την περιήγηση της στην Ελλάδα του ήλιου που φώτησε, έστω και παροδικά, το βικτωριανό σκότος της ζωής της.

"19 Απριλίου 1932. Να 'μαστε λοιπόν παραπλέοντες τας ελληνικάς νήσους. Η θάλασσα είναι λάδι, τόση ζέστη που μπορείς να κάτσεις γυμνός στο κατάστρωμα - πότε πότε ένα πουλί κάθεται στο κατάρτι - ο Ρότζερ τρέχει να μας πει "να η Κόρκυρα", αλλά δεν είναι - ένας Έλληνας κύριος τον διορθώνει..." Όταν η Βιρτζίνια Γουλφ γράφει αυτό το γράμμα στην αδελφή της, Βανέσα Μπελ, βρίσκεται πάνω στο πλοίο Τέβερε και συνταξιδεύει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο που επιστρέφει από την Ελβετία έχοντας δώσει τη μάχη του στην Κοινωνία των Εθνών για να επιτύχει άρση του εξωτερικού χρέους και δανειοδότηση 50 εκ. δολλαρίων. Αυτό είναι το δεύτερο ταξίδι της στην Ελλάδα και έχει συντροφιά της τον σύζυγό της Λέναρντ Γουλφ, και τα αδέλφια Ρότζερ και Μάρτζερυ Φράι.

Τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα — ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του' αυτό' κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής καί μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ' ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες — πώς να το πω; όλοι μαζί, σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη.

Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες (πρόκειται για ελληνόπουλα που τα 'φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ' ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ίσως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά.

Τώρα που είμαι πενήντα (το 'γραψα με θάρρος στο βιβλίο του ξενοδοχείου — το καλό μας Γιάκ το απέφυγε, άλλη μια απόδειξη του συμπλέγματος κατωτερότητας), έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τέλειωσε, μ' αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδισμα μπροστά στο θάνατο. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά.

Η Αθήνα μ' αρέσει γύρω στίς 7, όταν οι δρόμοι γεμίζουν από ένα βιαστικό και πολύβουο πλήθος, μαυροφόρες γυναίκες με λευκά πρόσωπα και γυναίκες με σάλια, και κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι άντρες, που βγαίνουν το βράδυ με τις νυχτερίδες και τα δειλινά στις πολιτείες του Νότου, αρί λάλαγες*. Η Μάρτζερυ, ακούγοντάς τους να μιλάνε απόψε στου Αβέρωφ, είπε ότι ο τόνος είναι όπως στ' αγγλικά.

Η άλλη παρατήρηση έγινε στη βυζαντινή εκκλησία του Δαφνιού: "Σπουδαίο — ξεπερνάει κάθε φαντασία" είπε ο Ρότζερ, και απόθεσε καπέλο, μπαστούνι, σχέδια, δυο-τρείς οδηγούς και λεξικά πάνω σε μια κολόνα.

Ύστερα κοιτάξαμε όλοι μαζί ψηλά τον Χριστό τιμωρό, μεγαλύτερο κι από εφιάλτη, σε μπλε και λευκό ψηφιδωτό. Αυτή η εκκλησία μάς άρεσε πολύ. Είναι ψηλή και τραχιά και αψιδωτή, και τα ψηφιδωτά είναι πολύ φθαρμένα. Και κοιτάζεις έξω απ' την πόρτα εκείνα τα πράσινα φουντωτά δέντρα, που το καθένα μοιάζει να 'χει μια τούφα από ήλιο και σύννεφο που κυματίζει — έτσι λαμπερά, έτσι σκοτεινά είναι τα πράσινα κύματα στο δάσος που περπατήσαμε.

Μια ελληνική οικογένεια φροντίζει την εκκλησία — μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) με πανωφόρια και δαχτυλίδια χρυσά και διαβάζουνε την εφημερίδα τους στις 3.30 το απόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία.

Τέλος η πιο νέα, μια γυναίκα με σάλι, παντόφλες και φόρεμα βαμβακερό, απομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σ' έναν γκρεμισμένο τοίχο κι αρχίζει να κόβει κίτρινα λουλούδια — τι άλλο να κάνει. Από κεί κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στη θάλασσα — και πόσο όμορφα είναι τ' ανέγγιχτα χείλη της θάλασσας όταν αγγίζουνε μιαν άγρια παραλία' πίσω μας λόφοι καί πράσινες πεδιάδες, στο βάθος η Ελευσίνα, πράσινα και κόκκινα βράχια, ένα ατμόπλοιο ξεκινά.

Έκανε κρύο τσουχτερό. Αυτό πάντα το ξεχνάει κανείς. Ο αέρας σφύριζε μέσ' απ' τα ακάλυπτα πλευρά του κόνβερτιμπλ του Γκιόλμαν. Ο Λέναρντ φτερνιζότανε. Εγώ είχα ρίγη. Το δάπεδο του αυτοκινήτου γεμάτο με κουτιά ζωγραφικής. Γευματίσαμε σ' ένα τραπέζι στον ήλιο στο Σούνιο — οι κολόνες άσπρες σαν κιμωλία, ψηλές σαν φάροι. Μινιατούρες λουλουδιών έφτιαχναν ένα λαμπερό ταπέτο — η Μάρτζερυ ξερίζωνε κρινάκια.

Μετά την πρώτη βδομάδα μιλάς μόνο στο βραδινό φαγητό. Και μετά γυρίσαμε πίσω, εννοείται περνώντας φουντωτά δέντρα, κόκκινα τετραγωνισμένα χωράφια, αφήνοντας πίσω μας τσιγγάνικα τσαντίρια, σαν ινδιάνικα καλύβια από κλαριά φτέρης' μια κοπέλα σεργιανούσε γνέθοντας μαλλί' και γυναίκες ήταν καθισμένες στο κατώφλι — σκέφτηκα το ΠικαντίλΙ τέτοια ώρα.

Τι παράξενη αυτή η επίπεδη γη, καρτερική και υπάκουη, με βιβλικά δέντρα εδώ κι εκεί, πρόβατα με μακρύ μαλλί που βόσκανε, κι ούτε ένα σπίτι στον ορίζοντα. Η Αγγλία την εποχή του Τσώσερ. Στο Σούνιο η θάλασσα σπάει πάνω σε πράσινη και κόκκινη πέτρα, και σκουρογάλαζα καράβια αρμενίζουνε — όλα όπως τον καιρό του Τσώσερ ή του Ομήρου, ούτε προβλήτα ή προκυμαία, ούτε μάτι ανθρώπου.

Ω η βροχή, η βροχή! Αυτό την άλλη μέρα στην Αίγινα. Αυτό το όμορφο μαλακό νησί, με το ηλιοψημένο μονοπάτι, τη θάλασσα και την ακρογιαλιά, τα μικρά ροζ και κίτρινα σπίτια, το θυμάρι, την απότομη λοφοπλαγιά, το Ναό, σκελετώδη, κυρίαρχο, τους κόλπους ξέχειλους από θάλασσα — όλα αυτά δεν ήταν παρά ψύχρα, ομίχλη, βροχή, Αμερικάνοι μαζεμένοι γύρω από έναν κοκαλιάρη καθηγητή' και μεις ζαρωμένοι κάτω από ένα πεύκο που άφηνε τη βροχή να περνάει. Αλλά ακόμη κι έτσι, ο Ρότζερ έλεγε «Σπουδαίο, σπουδαίο», ένας ναός από ψαμμόλιθο καλύτερος απ' το Σούνιο.

Καταπληκτικό το τι μπορεί να κάνει μια μεγαλοφυΐα σ' έναν τόσο μικρό χώρο — ιδού οι τέλειες αναλογίες — και η βροχή μάς ανάγκασε να κατηφορίσουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν για το πλοίο μας. Είχανε πιάσει κόκκινα ψάρια και χταπόδια. Πώς; Λοιπόν, ρίχνουνε κρεμμύδια, ψωμί και τα λοιπά στο βυθό και τα ψάρια μαζεύονται, ύστερα μαζεύονται ρίχνουνε δυναμίτη και μπαμ! — γίνεται μια έκρηξη, τα ψάρια ανεβαίνουνε στην επιφάνεια ψόφια, και τα καμακώνουνε. Αυτό απαγορεύεται. Αλλά δεν σε βλέπει κανείς εδώ γύρω. Αυτά μάς τα είπε ο θερμαστής με το όμορφο ελληνικό χαμόγελο — το χαμόγελο που έχουν οι μουλαράδες και οι ταξιτζήδες.

Σήμερα —τι όμορφα ήταν σήμερα— στη μικρή στρογγυλή βυζαντινή εκκλησία στους πρόποδες του Υμηττού. Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; αναρωτήθηκα — όχι πως ο καιρός είχε ζεστάνει αρκετά, αλλά η βροχή κι ο αέρας είχανε σταματήσει' κι η ζωή έμοιαζε τόσο ελεύθερη, γεμάτη απ' όλα τα καλά — φύση άγρια, θυμάρι, κυπαρίσσια, η μικρή αυλή όπου ο Ρότζερ κι η Μάρτζερυ κάθονταν αφοσιωμένοι στη ζωγραφική τους' ο μεγάλος, άσπρος σαν μάρμαρο, σκύλος, κοιμισμένος σε μια γωνιά' κι όπως πάντα λεπτοκαμωμένες γυναίκες με παντόφλες να πηγαινοέρχονται αθόρυβα σε κάμαρες χτισμένες ψηλά σαν χελιδονοφωλιές, με κομμάτια παλιό σκαλισμένο μάρμαρο στις παραστάδες. Ένα ματσάκι άγριες ανεμώνες και ορχιδέες.


H ώρα είναι δέκα παρά πέντε. Και πού βρίσκομαι και γράφω με πένα και μελάνι; Όχι στο γραφείο μου. Στο φαράγγι, στην κοιλάδα, στους Δελφούς, κάτω από μια ελιά, σε γη στεγνή, στρωμένη με άσπρες μαργαρίτες. Ο Λέναρντ διαβάζει την ελληνική του Γραμματική δίπλα μου' μια χελιδονοουρά, αν δεν κάνω λάθος, πέρασε ξυστά.

Γκρίζοι βράχοι απέναντι μου, με ελαιόδεντρα και θάμνους, κι αν τους ανέβω έναν έναν, να το μεγάλο φαλακρό γκριζόμαυρο βουνό, κι έπειτα ουρανός απόλυτα λείος. Πίσω λοιπόν στη ζεστή γη με τις μαργαρίτες και τα έντομα στις κίτρινες καρδιές τους. Ακούγονται κουδούνια κατσικιών' ένας γέρος ξεπέζεψε από το μουλάρι του — είμαστε ακριβώς στη βάση του λόφου που στην κορφή του είναι οι Δελφοί, και ο Ρότζερ κι η Μάρτζερυ σχεδιάζουν. Και μια ακρίδα μόλις έκατσε πάνω στην ελιά.

Έτσι προσπαθώ να κάνω ορατή αυτή τη σκηνή που σύντομα θα χαθεί για πάντα. Κι ίσως ακόμη προσπαθώ να αποφύγω αυτόν το δαίμονα που λέει, ίσως χωρίς λόγο, ότι θα 'πρεπε να καταγράψει κανείς το πώς πήγαμε στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, το Μυστρά, την Τριπολιτσά, κι από κει πίσω ξανά στην Αθήνα, ενώ ο ήλιος τσουρούφλιζε, κι εγώ φορούσα ένα μεταξωτό φόρεμα, και πήγαμε στον Κήπο, κι υστέρα ξεκινήσαμε το Σάββατο το πρωί στις 7 για τους Δελφούς.

Θα έπρεπε να γράψω για όλ' αυτά τα μέρη, και να προσπαθήσω ίσως να φιξάρω μερικές απ' τις σκηνές που τρέχουνε μες στο μυαλό μου καθώς τρέχουμε με τ' αυτοκίνητο. Γιατί κάναμε πολύ μακρινές διαδρομές. Κι ο αέρας κι ο ήλιος — α πώς πρήζονταν τα χείλη μας και μαυρίζανε καί σκάγανε κι η μύτη μας ξεφλούδιζε και τα μάγουλά μας κοκκινίζανε σαν να καθόμασταν μπροστά σε πολύ δυνατή φωτιά. Η κοκεταρία έκανε φτερά. 
Γίνεσαι τελικά χωριάτης. Αυτό μου θυμίζει πώς πήδηξα απ' τη χαρά μου όταν είδα μια αρκετά καλοντυμένη γυναίκα στο σαλόνι του ξενοδοχείου Ματζέστικ να πίνει το ποτό της μ' έναν ευφραδέστατο ηλικιωμένο κύριο το απόγευμα που γυρίσαμε, σκονισμένοι, στεγνοί, κόκκινοι, χρυσωποί, μαυριδεροί, καφετιοί, τσαλακωμένοι (οι ρυτίδες της Μάρτζερυ είναι σαν τις ραβδώσεις στο πετσί άγριου ζώου). Όταν περάσεις τέσσερις-πέντε μέρες με τους χωρικούς και τη στερεή, αφρόντιστη ομορφιά τους, αισθάνεσαι να δονούνται από τη σπιρτάδα και το ραφινάρισμα του πολιτισμού οι πιο υψηλές κλίμακες των νεύρων σου — οι νότες του βιολιού.

Η Ελλάδα λοιπόν, για να γυρίσουμε στην Ελλάδα, είναι μια χώρα τόσο παλιά που είναι σαν να περιφέρεσαι σε σεληνιακά τοπία.

Χτες βράδυ, στο ύψωμα πάνω απ' τους Δελφούς, στο φως του δειλινού, ενώ η Ιτέα άρχιζε να τρεμοσβήνει δίπλα στη θάλασσα, στον κόλπο ένα καράβι, στο βάθος τα χιονισμένα βουνά, μπροστά μας απλωσιές καταπράσινες και κοκκινωπές, όπου κατσίκια και πρόβατα έβοσκαν, και τ' αυτοκίνητα περνούσαν αργά στο δρόμο που ξετυλιγόταν κάτω απ' τα πόδια μας, χτες βράδυ που καθόμασταν εκεί, ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας το κορίτσι που βόσκει τις γίδες, σαν για να μαζέψει το κοπάδι της, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να μας μιλήσει.

Ούτε φόβος ούτε αμήχανα γελάκια ούτε ντροπές. Στάθηκε μπροστά μας σαν να 'ταν κάτι το φυσικό. Η Μάρτζερυ τής έδωσε τα κιάλια για να κοιτάξει, πρώτα απ' την καλή, ύστερα απ' την ανάποδη. Ύστερα μας είπε πώς λέγονται διάφορα πράγματα. Skotos {σκουτί} λέγεται το τραχύ χοντρό πανωφόρι της, ouranos o ουρανός, lullulin {λουλούδι} το λουλούδι, το ρολόι μου λέγεται orologe, το αυτοκίνητο — δε θυμάμαι.

Φτάσαμε λοιπόν στο τελευταίο βράδυ, πολλή ζέστη, πολλή σκόνη. Το μεγάφωνο βρυχάται' o Λέναρντ διαβάζει, χωρίς συμπάθεια, το βιβλίο της Έθελ Σμίθ' είναι επτά παρά δύο λεπτά και άρα μου μένει μισή περίπου ώρα για να γεμίσω τούτο το τετράδιο. Χρησιμοποίησα μόνο δέκα από τις εκατό πένες μου' μελάνι έχω ακόμη άφθονο' πόσες άγραφες σελίδες μού μένουν. Ιδού το αποτέλεσμα των καλύτερων διακοπών μας εδώ και χρόνια.

Καθώς λοιπόν στοχάζομαι αυτά τα σπουδαία πράγματα, που τρέχουν και γλιστράνε και σκαλώνουν στην επιφάνεια του νου μου, είμαι υπόγεια βυθισμένη σε σκηνές για το βιβλίο μου: φτιάχνω διάλογους, βλέπω εικόνες, όλο και ρίχνω κάτι καινούργιο μέσα στο καζάνι, που πρέπει να κοχλάσει όσο πιο πολύ γίνεται, μέχρι να χυθεί και να κρυώσει και να σκληρύνει — ενώ λοιπόν ασχολούμαι μ' αυτά, και δέχομαι ό,τι έχει να μου προσφέρει το θρόισμα του κυπαρισσιού και της λεύκας, το άρωμα των λουλουδιών, της πορτοκαλιάς, ο μικροπωλητής που πουλάει πιθηκάκια πάνω σε ξυλαράκια — ο καιρός περνά. Δεν είμαι βέβαιη αν είμαι στην Ελλάδα ή στο Λονδίνο. Αλλά νομίζω ότι μάλλον στην Ελλάδα είμαι, ευτυχισμένη, ήρεμη, φιλική προς όλα, χαλαρή.

Μετά είχα το δράμα, στην Αίγινα, μιας απολίτιστης, θερμής, νέας εποχής, που θα μπει στη ζωή μας — και θα 'ρχόμαστε εδώ κάθε χρόνο, με μια σκηνή' θα το σκάμε απ' την Αγγλία, θ' αποβάλλουμε αυτό το φιδοπουκάμισο της ευπρέπειας' και το σφίξιμο, και τη συμβατικότητα του Λονδίνου' και τη φήμη, και τον πλούτο.

H Bιρτζίνια Γουλφ στο Σούνιο/ Harvard University

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


Μέχρι το φάρο – (απόσπασμα)

Μετάφραση: Έλλη Μαρμαρά

….τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’ αυτό έχει τόση σημασία τι λες και τι κάνεις, κι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανέναν. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα την ένιωθε συχνά – να σκεφτεί· κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει· να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση· κι αυτός της ο εαυτός έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε· ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας, εκείνα από τα οποία μας αναγνωρίζετε, δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα· μα πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε.Ο ορίζοντας της της φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει· οι ινδικές πεδιάδες· έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ δερμάτινο παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ‘ξερε από δική της εμπειρία (κατάφερε εδώ κάτι επιδέξιο με τις βελόνες της), μα όταν γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση· κι εκεί της ανέβαινε στα χείλη πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτή τη γαλήνη, αυτή την ανάπαυση, αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας· και σταματώντας εκεί γύρεψε με τα μάτια να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα, την τελευταία απ’τις τρεις, που ήταν δική της ακτίνα, γιατί, όταν κοιτούσες με αυτή τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μην δεθείς ιδιαίτερα μ’ένα απ’τα πράγματα που έβλεπες· κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της ακτίνα.Συχνά έπιανε τον εαυτό της να κάθεται και να κοιτάζει, με τη δουλειά της στο χέρι ώσπου η ίδια γινόταν το πράγμα που κοιτούσε – εκείνο το φως ας πούμε. Κι έφερνε μαζί του μια κάποια φρασούλα που τύχαινε να την έχει στο μυαλό της – » Τα παιδιά δεν ξεχνούν, τα παιδιά δεν ξεχνούν»-

Η Κυρία Ντάλογουεϊ - Αποσπάσματα 

Προς το παρόν της έδινε στα νεύρα αυτό το απαίσιο τέρας που ενέδρευε στα σπλάχνα της. Μέσα από τα πυκνά φυλλώματα, στο παρθένο δάσος της ψυχής, άκουγε αίφνης κλαδιά να σπάζουν και τις οπλές του να βουλιάζουν βαριές στη γη. Της χαλούσε τη χαρά της, τη γέμιζε ανασφάλεια, ανά πάσα στιγμή υπήρχε η πιθανότητα να σαλέψει το τέρας, να βγει στην επιφάνεια εκείνο το μίσος που είχε τη δύναμη, ιδιαίτερα απ’ την αρρώστια της και μετά, να της γδέρνει τη ραχοκοκαλιά. Της προξενούσε πόνο σωματικό, κατέστρεφε όλη την ικανοποίηση που της έδιναν τα όμορφα πράγματα, η φιλία, η αίσθηση πως είναι υγιής, η αγάπη. Το όμορφο σπιτικό της κλυδωνιζόταν κι έτρεμε έτοιμο να καταρρεύσει σαν να του έσκαβε αληθινά τις ρίζες ένα θηρίο, κι ολόκληρη η πανοπλία της ευτυχίας της καταντούσε απλή φιλαυτία! Αχ, αυτό το μίσος!
Γίνηκε προς στιγμήν το κοριτσάκι που έριχνε ψίχουλα στις πάπιες, ανάμεσα στη μαμά και τον μπαμπά, και ταυτόχρονα η ώριμη γυναίκα που ερχόταν να συναντήσει τους γονείς της δίπλα στη λίμνη, κρατώντας στα δυο της χέρια τα κομμάτια της ζωής της. Καθώς πλησίαζε, γινόντουσαν ολοένα και πιο μεγάλα μέσα στα χέρια της, ώσπου ήρθαν και γίνηκαν μια ζωή ολόκληρη, πλήρης, και την απίθωσε εκεί, μπροστά τους, λέγοντας «Να τι έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!» Αλλά τι την είχε κάνει, αλήθεια; Τι;
Η Κυρία Ντάλογουεϊ πάντα κάνει δεξιώσεις για να σκεπάσει τη σιωπή.
Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία
Τα κύματα - Απόσπασμα 

Κι όπως στέκομαι με το κλαδευτήρι ανάμεσα στα λουλούδια μου, αναρωτιέμαι, Από που μπορεί να μπει η σκιά; Τι μπορεί να απειλήσει τη ζωή μου, που φτιάχτηκε με τόσο μόχθο, περιμαντρώθηκε τόσο αμείλικτα; Κι ωστόσο, υπάρχουν φορές που μπουχτίζω από τη φυσική ευτυχία, και τους καρπούς που ωριμάζουν, και τα παιδιά που έχουν γεμίσει το σπίτι με κουπιά και όπλα και κρανία και βιβλία, βραβεία που τους απονεμήθηκαν και άλλα τρόπαια. Βαρέθηκα να ‘μαι χρυσοχέρα και προκομμένη και καπάτσα, βαρέθηκα όλα όσα σκαρφίζεται η μάνα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για να προστατέψει, να μαζέψει γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα της, τα παιδιά της, τα δικά της παιδιά πάντα.
Ορλάντο - Απόσπασμα 

Εκτός απ’ αυτό (το λέμε και πάλι ψιθυριστά, μήπως και μας ακούσουν οι γυναίκες), υπάρχει κι ένα μικρό μυστικό που οι άντρες μοιράζονται μεταξύ τους∙ o λόρδος Τσέστερφηλντ το είπε ψιθυριστά στο γιο του με τη ρητή εντολή να το κρατήσει μυστικό «oι γυναίκες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μεγάλα παιδιά… Ένας άντρας που ξέρει τι κάνει παίζει μόνο μαζί τους, περνάει την ώρα του, αστειεύεται και τις κολακεύει». Καθώς όμως τα παιδιά ακούνε πάντα αυτά που δεν πρέπει (μερικές φορές και τα μεγάλα παιδιά ακόμη) το μυστικό διέρρευσε με κάποιον τρόπο, έτσι που όλη η ιεροτελεστία του σερβιρίσματος του τσαγιού γίνεται κάτι το περίεργο. Μια γυναίκα ξέρει καλά ότι, ακόμα κι αν κάποιος πνευματώδης άντρας της στέλνει τα ποιήματά του, επαινεί την κρίση της, ζητάει την κριτική της και πίνει το τσάι της, αυτό με κανέναν τρόπο δεν δείχνει ότι σέβεται τις απόψεις της, θαυμάζει την αντίληψή της, ή ότι θα διστάσει, επειδή το σπαθί δεν αρμόζει σ’ αυτόν, να τρυπήσει το σώμα της με την πένα του. Όλα αυτά, όσο ψιθυριστά κι αν τα λέμε, πρέπει να έχουν διαρρεύσει τώρα πια∙ έτσι που, ακόμα και όταν κρατούν το μπολ με την κρέμα κι είναι έτοιμες να σερβίρουν τη ζάχαρη με την τσιμπίδα, οι κυρίες μπορεί να νευριάσουν λίγο, να κοιτάξουν έξω απ’ το παράθυρο λίγο, να χασμουρηθούν λίγο, και στο τέλος ν’ αφήσουν τη ζάχαρη να πέσει από ψηλά –όπως έκανε τώρα η Ορλάντο– μέσα στο τσάι του κυρίου Πόουπ. Δεν υπάρχει κανένας θνητός στον κόσμο, πιο έτοιμος να προσβληθεί ή πιο γρήγορος να εκδικηθεί, όπως ο κύριος Πόουπ. Γύρισε προς την Ορλάντο και της πέταξε αμέσως μ’ ένα απότομο τίναγμα μια γνωστή φράση από τους «Χαρακτήρες των Γυναικών». Αργότερα προσπάθησε να μαλακώσει τη φράση του, αλλά στην αρχική της διατύπωση υπήρξε αρκετά τσουχτερή. Η Ορλάντο τη δέχτηκε με μια υπόκλιση. Ο κύριος Πόουπ υποκλίθηκε κι αυτός, κι έφυγε. Η Ορλάντο, για να δροσίσει τα μάγουλά της, γιατί πραγματικά ένιωθε σαν αυτός ο μικρόσωμος άντρας να την είχε χτυπήσει, βγήκε μια βόλτα στο δάσος με τις καρυδιές, στην άκρη του κήπου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου