O Ιωάννης Αβραμίδης (23 Σεπτεμβρίου 1922 – 16 Ιανουαρίου 2016) ήταν Έλληνας γλύπτης με σημαντική καριέρα στο εξωτερικό.
Γεννήθηκε στο Βατούμ (ή Μπατούμι) της Γεωργίας το 1922 από Πόντιους πρόσφυγες που κατάγονταν από τα Σούρμενα της Τραπεζούντας. Από το 1937 ως το 1939 σπούδασε στην Κρατική Σχολή Τέχνης του Βατούμ, εξαιτίας όμως των διώξεων που υπέστη η οικογένειά του από το κομμουνιστικό καθεστώς (ο πατέρας του στάλθηκε το 1937 στη Σιβηρία από όπου δεν επέστρεψε) το 1939 εγκαταστάθηκε μαζί με την μητέρα του στην Αθήνα.Κατά τη διάρκεια της Κατοχής βρήκε καταφύγιο στην Πτολεμαΐδα. Το 1943 μεταφέρθηκε με τραίνο στη Βιέννη, όπου αρχικά δούλεψε σε στρατόπεδο εργασίας, παρέμεινε όμως και μετά τον πόλεμο.
Σπούδασε ζωγραφική (1945-1949) και γλυπτική (1953-1956) στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης με τον Ρόμπιν Κρίστιαν Άντερσεν (Robin Christian Andersen) και τον Φριτς Βοτρούμπα (Fritz Wotruba). Το 1956 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης,στην οποία διετέλεσε από το 1968 ως το 1972 διευθυντής. Την περίοδο 1966-1967 είχε διδάξει στην αντίστοιχη ακαδημία του Αμβούργου.
Από το 1956 άρχισε να παρουσιάζει το έργο του σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, κερδίζοντας επανειλημμένως διακρίσεις. Εκπροσώπησε την Αυστρία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1956 και το 1962, ενώ συμμετείχε στην Ντοκουμέντα (Documenta) του Κάσσελ το 1964 και το 1977. Το 1957 οργάνωσε στη Βιέννη την πρώτη του ατομική, ενώ το 1997 παρουσιάστηκε αναδρομική έκθεση γλυπτικής, ζωγραφικής και σχεδίων του στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, μετά το τέλος της οποίας ο καλλιτέχνης δώρισε τα έργα του στο μουσείο.
Το 1973 τιμήθηκε με το
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας και έγινε μέλος της Αυστριακής Συγκλήτου Τέχνης.
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας και έγινε μέλος της Αυστριακής Συγκλήτου Τέχνης.
Το έργο του
Στη δημιουργία του Ιωάννη Αβραμίδη αποκλειστικό σχεδόν θέμα είναι η ανθρώπινη μορφή. Με εξαίρεση ορισμένα πρώιμα έργα της δεκαετίας του ’50, όπως το Κεφάλι(1953) και η Μορφή πρότυπο (1958), τα οποία, αν και αφαιρετικά, είναι πιο κοντά στην ορατή πραγματικότητα, οι μορφές είναι απογυμνωμένες από ρεαλιστικές λεπτομέρειες, απόλυτα σχηματοποιημένες, κατά κανόνα στατικές, κάποιες φορές αποσπασματικές και με σαφείς αναφορές στην αρχαία ελληνική γλυπτική διαφόρων περιόδων. Η πιο χαρακτηριστική φιγούρα είναι μια μονοαξονική κατασκευή που βασίζεται στο μέτρο, την αρμονία και τις αναλογίες και συναντάται για πρώτη φορά στη Μεγάλη μορφή (1958). Αρχικά μεμονωμένη, αποτέλεσε στη συνέχεια τον πυρήνα για συνθέσεις με περισσότερες μορφές, που δημιουργούν μια ενότητα και συχνά προκύπτουν από την περιστροφή της αρχικής φιγούρας γύρω από τον άξονά της σε μια ρυθμική επανάληψη. Η κατασκευή των έργων αυτών βασίζεται σε έναν κατακόρυφο μεταλλικό σκελετό από αλουμίνιο, που τέμνει τις μορφές οριζόντια σε διάφορα σημεία. Στη συνέχεια ο σκελετός γεμίζεται με τεχνητή ρητίνη ή άλλα υλικά και γύψο και η διαδικασία ολοκληρώνεται με τη χύτευση σε μπρούντζο. Τα περισσότερα έργα του καλλιτέχνη αποκτούν την τελική τους μορφή είτε στο δεύτερο είτε στο τρίτο στάδιο της διαδικασίας. Ολόκληρη η διαδικασία αποτυπώνεται στα έργα του Μορφή ΙΙΙ (Σφαιρική ή Απόλυτη μορφή) του 1959-1960 και Ασύμμετρο κεφάλι (1962-1965).
Από το 1967 ο Αβραμίδης άρχισε να φιλοτεχνεί και σειρές μορφών που ονόμασε Bandfiguren, δηλαδή Μορφές σε ζώνες ή ταινίες, στις οποίες εισάγει την έννοια της κίνησης, καθώς και τη γωνιώδη απόδοση.Την ίδια περίοδο, αξιοποιεί γεωμετρικά ή αρχαιοελληνικά σχήματα για να δημιουργήσει εξαιρετικά αφαιρετικές εκδοχές μιας σειράς κεφαλιών.
Παράλληλα με τη γλυπτική έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική και το σχέδιο, το οποίο καλλιέργησε είτε ως προσχέδιο για τη γλυπτική είτε ως αυτόνομο έργο.
Έργο του Αβραμίδη στην πλατεία Δημαρχείου του Χάιλμπρον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου