Γ. Ιακωβίδης - Κού- Κου
Ο πίνακας Κού-Κου είναι λάδι σε μουσαμά 115 Χ90 εκ. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή. Σύμφωνα με σημειωματάριο του καλλιτέχνη εκτέθηκε και πουλήθηκε στην Τεργέστη το 1895.Η έκθεση είχε οργανωθεί από την εκεί ελληνική παροικία προς τιμήν του καλλιτέχνη, ενώ του απονεμήθηκε και Οικονομικό βραβείο. Επανάληψη του έργου παρουσιάσθηκε στην Ετήσια Έκθεση του Μονάχου στο Glaspalast το 1896 και στην Αθήνα στην Καλλιτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο το 1899.Στο εσωτερικό δωματίου με τον π΄γκο στον τοίχο και το πρεβάζι με τα λουλούδια στο παράθυρο, εικονίζονται δύο κοριτσάκια που παίζουν το γνωστό παιχνίδι Κού-κου. Μια μεγάλη βαυαρέζικη καρέκλα με το σκούρο καφέ όγκο της κυριαρχεί στο κέντρο του πίνακα. Τα δύο κοριτσάκια λουσμένα στο φως,γεμάτα ζωή,καταλαμβάνουν δυναμικά το χώρο. Η ελληνική κριτική επικεντρώθηκε στη φυσικότητα της απεικόνισης της σκηνής και είναι τόσν φυσική η εικών, ώστε νομίζεις ότι τα παιδάκια είναι ζωντανά, και να, τώρα , θα κινηθούν και θα αλλάξουν θέσιν...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ - Παιχνιδότοπος
Πριν, ήταν πληγή
που γέννησε αίμα που γέννησε ροή που γέννησε βλέμμα
που γέννησε φωνή που γέννησε τρέλα που γέννησε γη
που γέννησε ψέμα που γέννησε φυγή που γέννησε ρέμα
που γέννησε εποχή
όνειρο, κάποιου άλλου που έμοιαζε τόσο υπέροχα με το
δικό σου τραύμα
μακριά· τόσο κοντά, ο σκοτεινός ανοιχτός κόσμος
που ήρθε νωρίς· που έχει τόσο πολύ αργήσει
Children Playing - Jose Navarro Llorens
Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ ΠΑΙΖΑΜΕ!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε και τς γυναῖκες μας
Τα πιο ἀκριβά ἐνθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ἴδιο το σπίτι μας με ὅλα τα ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριά ἀπ᾿ το φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θα φύγουμε τώρα; ποῦ θα πᾶμε; ποιος θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τα χρόνια μας δῶστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Dupuy Paul Michel Children Playing
Γιάννης Βαρβέρης - Σχοινάκι
Ήμουν μικράκι
κι όλο έκανα σκοινάκι.
Πηδούσα χαρωπά από τον ένα
στον άλλο και τον άλλον ήχο
ψηλά με το σκοινάκι είχα το νου
αλλά το άφησα
μου έπεσε στη μέση τ’ ουρανού.
Τώρα ήχο ήχο
στη στρατόσφαιρα
στα αζήτητα
το σκοινάκι
πήρε μαζί του
και τη βαρύτητα.
Mark Keathley art
Νάνσυ Δανέλη - Ένα παιχνίδι ακόμα.
Από παιχνίδια ξέραμε.
Από παιχνίδια ξέραμε.
Στο δρόμο ζήσαμε στη γειτονιά
ψωμί με ζάχαρη, κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα
και το κορόιδο στον ουρανό με άλματα
να φτάσει τις μπαλιές.
Όλη τη μέρα γέλια και φωνές
το σούρουπο την ώρα της επιστροφής
μελαγχολία.
Στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα
στο σπίτι.
Στο βάθος βλέπαμε πως στη στροφή του χρόνου
καρτέρι έστηνε μονόδρομος στον κόσμο των μεγάλων.
Δίχως παιχνίδι πώς θα ζούσαμε;
Στον κόσμο εκείνο τον παράλληλο
δεν έπαιζε κανείς.
Από παιχνίδια ξέραμε.
Μα τη ζωή την πήραμε πολύ στα σοβαρά
.
Δάκρυ και πάλι δάκρυ όταν χάναμε τα μήλα.
Drama queens μας περιγέλαγε η ζωή
μα εμείς καθόλου δεν γελούσαμε.
Θυμώναμε που όλο μας έβαζε κορόιδα
να πιάσουμε τα όνειρα.
Πέταγε τις μπαλιές πολύ ψηλά
λίγο ψηλώναμε και πέφταμε
με πάταγο στο χώμα.
Τι κι αν στο διάβα μας
δεν βρέθηκε κανείς να μας το πει
ένα παιχνίδι ότι είναι κι η ζωή
εμείς που από παιχνίδια ξέραμε
ένα το μάθαμε καλά.
Κάθε φορά που πέφτουμε
για ένα παιχνίδι ακόμα
να σηκωνόμαστε.
Θέλω να πω η ζωή σου έγινε πια σαν ένα παιχνίδι σικέ.
Σηκώθηκες χαράματα, να πούμε, όλος λαχτάρα,
κι έπιασες μια γωνιά μες στο μεγάλο γήπεδο.
Πλήθος
πηχτό εκεί, χαλασμός, στοιχήματα εκατομμυρίων,
φωτορεπόρτερς, συνεργεία τηλεοράσεως.
Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για την πυγμαχία:
θα χτυπηθούν ο Τζόε Λιούις, ο δυναμίτης,
με το καινούριο αστέρι, τον άσπρο πάνθηρα, Τόνυ Φερνάντο∙
και το ακλόνητο, το μέγα φαβορί, είναι ο Λιούις,
όλοι ποντάρουνε σ’ αυτόν∙ βάζεις
όλο το βιος σου για μια νίκη του, ό,τι
σιγά σιγά, με τον ιδρώτα σου έφτιαξες σε τόσα χρόνια,
κι όμως κερδίζει ο άσημος Φερνάντο ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά,
κι έξω μαθαίνει έκπληκτος τις φήμες ότι τάχα
ο αγώνας ήτανε σικέ, το αποτέλεσμα
συμφωνημένο εκ των προτέρων, για να σου κλέψουν
τα λεφτά σου, να σ’ εξαπατήσουν.
Κι οι φήμες γίνονται σε λίγες ώρες βεβαιότητα,
όλοι το ξέρουν πια, κανείς δεν αμφιβάλλει –
ήταν βρωμοδουλειά των μάνατζερ,
των σκοτεινών παρασκηνίων της πυγμαχίας.
Children Playing with Boats painting - William Stephen Coleman
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ - TOY STORY
[Toy story το θέμα μας για σήμερα
παρακαλώ την ιστορία σας δημιουργήστε]
Εμάς παιχνίδια μας σκόρπια σταχομαζώματα
Παίζαμε με τον άνεμο τον ήλιο τη βροχή
Τα ζωντανά στο σπίτι πετούμενα ζωύφια
Ξαπλώναμε στη γη και βλέπαμε τα σύννεφα
Να σχηματίζουν προβολές να διαλύονται
Η αρκούδα που χόρευε προχθές στη γειτονιά
Τ’ άλογο με το κάρο που πάτησε τον Πάνο
Ο φούρνος στην αυλή να ψήνει το ψωμί
Junes Toys by Michele Marez
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ - TOY STORY
[Toy story το θέμα μας για σήμερα
παρακαλώ την ιστορία σας δημιουργήστε]
Εμάς παιχνίδια μας σκόρπια σταχομαζώματα
Παίζαμε με τον άνεμο τον ήλιο τη βροχή
Τα ζωντανά στο σπίτι πετούμενα ζωύφια
Ξαπλώναμε στη γη και βλέπαμε τα σύννεφα
Να σχηματίζουν προβολές να διαλύονται
Η αρκούδα που χόρευε προχθές στη γειτονιά
Τ’ άλογο με το κάρο που πάτησε τον Πάνο
Ο φούρνος στην αυλή να ψήνει το ψωμί
Ερωτικά μας παιχνιδίσματα στον αχυρώνα
Όλα τα καταγράφει ο ουρανός θαρρούσαμε
Όλα τα καταγράφει ο ουρανός θαρρούσαμε
Τα ζούσαμε πιο ζωντανά από τα ζωντανά
Κούκλες συρμάτινες ντυμένες με πανιά σουμάδες
Καρούλια σβούρες φτιαχτές σπασμένα κουμπιά
Κλωστάκια που ξέπεφταν από κάποιο κέντημα
Θα σου χαρίσω τρεις ολόχρυσες κλωστές αν κάνεις
Πώς προσκυνά η νύφη σαν βγαίνει απ’ το σπίτι
Το κοριτσάκι ντροπαλό αμήχανα διστακτικό
Τί κωμική μιμητική γέλιο πλουσιοπάροχο
Πολύτιμο αντίτιμο όμως χρώματα λαμπερά
Τ' απλώναμε με δέος ανταλλάζαμε προσεκτικά
Ούγιες και κουρελάκια δαντέλας αραχνοΰφαντης
Κότσια κορδέλες αποκόμματα χαρτάκια έγχρωμα
Και προσπαθούσαμε και φτιάχναμε με αυτά
Θλιμμένες νύφες και χαρούμενα παιδάκια
Δημοσιευμένο στο τεύχος 8 του ΘΕΥΘ, από ανέκδοτη ποιητική συλλογή
Καρούλια σβούρες φτιαχτές σπασμένα κουμπιά
Κλωστάκια που ξέπεφταν από κάποιο κέντημα
Θα σου χαρίσω τρεις ολόχρυσες κλωστές αν κάνεις
Πώς προσκυνά η νύφη σαν βγαίνει απ’ το σπίτι
Το κοριτσάκι ντροπαλό αμήχανα διστακτικό
Τί κωμική μιμητική γέλιο πλουσιοπάροχο
Πολύτιμο αντίτιμο όμως χρώματα λαμπερά
Τ' απλώναμε με δέος ανταλλάζαμε προσεκτικά
Ούγιες και κουρελάκια δαντέλας αραχνοΰφαντης
Κότσια κορδέλες αποκόμματα χαρτάκια έγχρωμα
Και προσπαθούσαμε και φτιάχναμε με αυτά
Θλιμμένες νύφες και χαρούμενα παιδάκια
Δημοσιευμένο στο τεύχος 8 του ΘΕΥΘ, από ανέκδοτη ποιητική συλλογή
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Ι
Γυμνά παιδιά τρέχουν προς τη θάλασσα
Βουτάν με το κεφάλι σαν άστρα στο νερό
Αστράφτει το βρεγμένο κορμί παίζει
Με τα μικρά ψάρια όλο χρυσάφι στα πλευρά
Τσιμπολογάει τη σάρκα τ’ ανοιχτό στόμα της σαρδέλας
Κωλοτούμπες ο ξιφίας με τις τσίμπλες στα βλέφαρα
Βρέχει κι ο ένας καβάλα στον ώμο του άλλου
Κατακόρυφα πιάνουν τη βροχή μες στα χέρια
Σφυρίζουν και βγαίνει απ’ τα σπλάχνα τους ζεστή ανάσα
Ώσπου γκρεμίζεται η κλίμακα με ηχηρό παφλασμό
Στο βαθύ γαλάζιο που τους καίει τα χείλη
Αύριο απ’ την αρχή — η θάλασσα δεν χάνεται
Θα χορτάσει το κορμί την κούραση που του ανήκει
Peter Hansen art
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ
Θα παίξουμε κουτσό
είπε η Μαρία στον Μανώλη
κι όποιος νικήσει,
θα δείξει στον άλλο την πληγή του.
Ύστερα παντρεύτηκαν.
Η Μαρία φορούσε νυφικό από βροχή
κι η εκκλησία ήταν από λάσπη.
Πάνω στο κλαδί ενός δέντρου
δυο περιστέρια από στάχτη
κουνούσαν λυπημένα το κεφάλι
για τα ανθρώπινα μάταια παιχνίδια.
Γ. Ιακωβίδης - Παιδική Συναυλία
Τάσος Λειβαδίτης - ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Οι νεκροί τέλειωσαν με τις προσδοκίες ή τα όνειρα
οι σιωπές των εραστών μεγάλες σαν αιωνιότητες
το θαύμα είναι η παιδική ηλικία της δικαιοσύνης
κι ή ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα
για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.
«Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (Γ)»
Children Playing With Marbles Two Works
by Claude Emile Schuffenecker
by Claude Emile Schuffenecker
Μελισσάνθη - ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
Ι
Μέσα μου κουλουριάζεται
φωλιάζει ο θάνατος οικείος
Είναι ένας ήμερος, οικόσιτος αίλουρος μαύρος
Τυφλός με το φως της ημέρας
κουφός στους ξένους, διαπεραστικούς θορύβους
Πάνω στο στέρνο μου ήρεμα ονειρεύεται
τα όνειρα τα δικά μου. Μηρυκάζει
μακάρια όταν εγώ καπνίζω
τυλιγμένος στους καπνούς της λήθης.
Μέσα μου κουλουριάζεται
φωλιάζει ο θάνατος οικείος
Είναι ένας ήμερος, οικόσιτος αίλουρος μαύρος
Τυφλός με το φως της ημέρας
κουφός στους ξένους, διαπεραστικούς θορύβους
Πάνω στο στέρνο μου ήρεμα ονειρεύεται
τα όνειρα τα δικά μου. Μηρυκάζει
μακάρια όταν εγώ καπνίζω
τυλιγμένος στους καπνούς της λήθης.
Ξυπνά με το σκοτάδι, ανοίγει ορθάνοιχτα
τα μάτια τα μεσάνυχτα
χρυσά και μαύρα
Αρχίζει το τρελό παιχνίδι, το τρελό κυνήγι
μ’ όλους τους μικρούς μου φόβους. Διασκεδάζει
στήνοντάς τους καρτέρι, σε μέρη ξεμοναχιασμένα
που ο ίσκιος του φανταστικά μεγαλωμένος
τα στοιχειώνει.
Κρύβει τα δέκα τροχισμένα νύχια του από αχάτη
λεία, μέσα στις βελουδένιες θήκες τους.
Και γυροφέρνει όλη τη νύχτα μέσα κι έξω
με πατήματα βαμβάκι, ακολουθώντας
άγνωστα ίχνη, νήματα αδιόρατα
τα μάτια τα μεσάνυχτα
χρυσά και μαύρα
Αρχίζει το τρελό παιχνίδι, το τρελό κυνήγι
μ’ όλους τους μικρούς μου φόβους. Διασκεδάζει
στήνοντάς τους καρτέρι, σε μέρη ξεμοναχιασμένα
που ο ίσκιος του φανταστικά μεγαλωμένος
τα στοιχειώνει.
Κρύβει τα δέκα τροχισμένα νύχια του από αχάτη
λεία, μέσα στις βελουδένιες θήκες τους.
Και γυροφέρνει όλη τη νύχτα μέσα κι έξω
με πατήματα βαμβάκι, ακολουθώντας
άγνωστα ίχνη, νήματα αδιόρατα
Έξω, το ανεξερεύνητο βάθος του κήπου
Νυχτερινό τοπίο, μεταλλική σελήνη
με τον τροχό του ρολογιού σταματημένο
σε διφορούμενη ώρα
Και κει στ’ ακίνητο νερό σκυμμένος
μες στον αφώτιστο κύκλο της στέρνας
καραδοκεί τη λεία του που ξεγλιστράει
– ψάρι με μαύρα και χρυσά πτερύγια
Νυχτερινό τοπίο, μεταλλική σελήνη
με τον τροχό του ρολογιού σταματημένο
σε διφορούμενη ώρα
Και κει στ’ ακίνητο νερό σκυμμένος
μες στον αφώτιστο κύκλο της στέρνας
καραδοκεί τη λεία του που ξεγλιστράει
– ψάρι με μαύρα και χρυσά πτερύγια
ΙΙ
Τελειώνει το παιχνίδι
Το σκηνικό κι ο φωτισμός αλλάζουν
Κάποιος κοιτάζει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρό του
καθώς αρχίζει λίγο-λίγο να χαράζει
Ξεθωριάζουν όλα. Άφαντο το φεγγάρι
Μένει μονάχα το χαμόγελό του
σαν φέγγος διάχυτο που περιρρέει τα πάντα».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ - ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ
Η αλήθεια δεν είναι ευθεία γραμμή, ούτε και το ψέμα,
έχουν και τα δυο ένα κοίλο. Μέσα στο κοίλο της αλήθειας
εισχωρεί το ψέμα και μέσα στο κοίλο του ψέματος
εισχωρεί η αλήθεια και αλληλοεφάπτονται. Έτσι
μέσα στην ομορφιά εισχωρεί η ασχήμια
και μέσα στην ασχήμια η ομορφιά,
όπως στο κέρδος εισχωρεί η ζημιά
και στη ζημιά το κέρδος.
Όλα παίζουν ένα παιχνίδι, ο πιστός και ο άπιστος,
ο νόμος και η παρανομία, ο εγκληματίας
και ο διώκτης του. Έτσι καθώς εφάπτονται διαρκώς
το ένα μέσα στο άλλο λίγο εισχωρεί,
το ένα από το άλλο λίγο χωματίζεται.
Μετά που είδαμε ν’ ανάβουν οι φούρνοι για ανθρώπους
και τις βόμβες να πέφτουν μέσα στο πλήθος
χάσαμε τη γραμμή που ορίζει το συν και το πλην,
το μπροστά και το πίσω.
Κάθε φορά μέσα απ΄ τη λάσπη περιμαζεύουμε τον άγγελο,
τον πλένουμε και τον χάνουμε. Όλο και ψάχνουμε
να βρούμε να ακολουθεί πορεία ανόδου είτε πτώσης,
πόσα κέρδισε στην πάλη με το σατανά και πόσα έχασε,
τι σατανικό πήρε και τι αγγελικό έδωσε
σε τούτο το παιχνίδι των διδύμων.
Ασημίνα Ξηρογιάννη - ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Τελειώνει το παιχνίδι
Το σκηνικό κι ο φωτισμός αλλάζουν
Κάποιος κοιτάζει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρό του
καθώς αρχίζει λίγο-λίγο να χαράζει
Ξεθωριάζουν όλα. Άφαντο το φεγγάρι
Μένει μονάχα το χαμόγελό του
σαν φέγγος διάχυτο που περιρρέει τα πάντα».
William Stephen Coleman Children Playing OnA Path,
Η αλήθεια δεν είναι ευθεία γραμμή, ούτε και το ψέμα,
έχουν και τα δυο ένα κοίλο. Μέσα στο κοίλο της αλήθειας
εισχωρεί το ψέμα και μέσα στο κοίλο του ψέματος
εισχωρεί η αλήθεια και αλληλοεφάπτονται. Έτσι
μέσα στην ομορφιά εισχωρεί η ασχήμια
και μέσα στην ασχήμια η ομορφιά,
όπως στο κέρδος εισχωρεί η ζημιά
και στη ζημιά το κέρδος.
Όλα παίζουν ένα παιχνίδι, ο πιστός και ο άπιστος,
ο νόμος και η παρανομία, ο εγκληματίας
και ο διώκτης του. Έτσι καθώς εφάπτονται διαρκώς
το ένα μέσα στο άλλο λίγο εισχωρεί,
το ένα από το άλλο λίγο χωματίζεται.
Μετά που είδαμε ν’ ανάβουν οι φούρνοι για ανθρώπους
και τις βόμβες να πέφτουν μέσα στο πλήθος
χάσαμε τη γραμμή που ορίζει το συν και το πλην,
το μπροστά και το πίσω.
Κάθε φορά μέσα απ΄ τη λάσπη περιμαζεύουμε τον άγγελο,
τον πλένουμε και τον χάνουμε. Όλο και ψάχνουμε
να βρούμε να ακολουθεί πορεία ανόδου είτε πτώσης,
πόσα κέρδισε στην πάλη με το σατανά και πόσα έχασε,
τι σατανικό πήρε και τι αγγελικό έδωσε
σε τούτο το παιχνίδι των διδύμων.
Ασημίνα Ξηρογιάννη - ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ποτίζω τα αισθήματά μου καθημερινά.
Τα κυκλοφορώ στους δρόμους μετά
να τα θαυμάσουν όλοι –
που είναι έτσι ανθισμένα.
Να θέλουν να τα κόψουν,
αλλά να διστάζουν.
Κι εγώ να διασκεδάζω με τους δισταγμούς τους.
Και να κρυφογελώ.
Κι έπειτα να κόβω ένα και να τους το δίνω δώρο.
Μια χαρά,
Μια λύπη
ή μια τύψη –
να φεύγει από πάνω μου
Να ξαλαφρώνω
ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ποιος το ‘λεγε ποτέ να ‘ρθει
κι η προδοσία ;
Είχα κρατήσει μια ξανθή
Σου παρουσία.
Ήτανε τ’ όνειρο βαθύ
στη φαντασία
και το σπαθί με το σπαθί
σε συνουσία.
Μα, από τους όρκους, συλλαβή
δεν απομένει,
όλοι τους ήτανε βουβοί
κι όχι ειπωμένοι.
Αγάπη, αγάπη μου ακριβή
κι ερειπωμένη …
Edward Henry Potthast Children At Play On The Beach
Παιδί κρύφτηκα μέσα στή ντουλάπα παίζοντας
-δέν θά μέ βρεῖς, δέν θά μέ βρεῖς-
ὕστερα πίσω ἀπό τίς λέξεις, πίσω ἀπό τήν μνήμη
μέσα στά μάτια σου
πίσω ἀπό τό παιδί μου, ἀπό μιά προσωπίδα
ὄχι πιά παιζογελῶντας, ὄχι
μά ἀπεγνωσμένα, τρομαγμένα κλαίγοντας
κρύφτηκα στήν ἀλλοίωση, στήν ἀλλοτρίωσή μου
μαζεύτηκα μέσα μου
κι ἤτανε πάλι σκοτεινά ὅπως στή ντουλάπα
κι ἔτρεμα ὅπως ἕνα ζῶο δαρμένο
ἀλαφιασμένο
Στό τέλος βέβαια
το Ἀνήλεο Χέρι μ’ ἔσυρε ἔξω
ἔξω ἀπ’ ὅλα
κι ὅλα
«Ἔχασες» μοῦ ‘πανε μέ μιά φωνή
φωνή πικρή τοῦ τέλους
κι οὔτε πού πρόφτασα να πῶ γιατί καί πῶς
καί ποιός
ποιός τέλος πάντων ἤτανε
σ’ αὐτό τό ἀποτρόπαιο παιχνίδι ὁ κερδισμένος.
Children Playing at Doctors | Hardy, Frederick Daniel
Nicanor Parra - ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Ι
Ένα παιδί προσγειώνεται στο καμπαναριό της μητρόπολης
κι αρχίζει να παίζει με του ρολογιού τους δείχτες
ακουμπάει πάνω τους εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν
και ως διά μαγείας οι περαστικοί μένουνε πετρωμένοι
σε στάσεις όπως:
με το ’να πόδι στον αέρα
κοιτώντας πίσω σαν του Λωτ τη στήλη
ανάβοντας τσιγάρο κτλ., κτλ.
Ύστερα αρπάει τους δείχτες και τους γυρνάει ξέφρενα
τους σταματάει ξαφνικά — τους γυροφέρνει ανάποδα
και οι περαστικοί ηλεκτρισμένοι τρέχουν — σταματούν απότομα
υποχωρούνε με τρελή ταχύτητα
σαν τις εικόνες στις βουβές ταινίες μένουνε μετέωροι
μπρος πίσω τριποδίζουν
ή βαδίζουνε επίσημα με βήμα αργό
σ’ αντίθετη κατεύθυνση απ’ τους δείχτες.
Ένα ζευγάρι παντρεύεται — και κάνει παιδιά και χωρίζει σε κλάσματα δευτερολέπτου
τα παιδιά παντρεύονται κι αυτά — πεθαίνουν.
Στο μεταξύ το παιδί
Θεός ή όπως θέλεις πες το
Μοίρα ή μόνο Χρόνος σκυλοβαριέται
και ξαναρχίζει να πετά προς το νεκροταφείο.
Νικανόρ Πάρρα (Χιλή, γενν. 1914), μετ. Αργύρης Χιόνης. Ξένη ποίηση του εικοστού αιώνα, της Μαρίας Λαϊνά.
David Klöcker Ehrenstrahl - Children playing
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Κι όμως την είχα κάποτε κερδίσει.
Έπειτα τι έγινε δεν το πολυκατάλαβα-
μέσα σε λίγες μέρες, λίγες ώρες
αντιστραφήκαν όλα.
Έφταιγε η μέθη μου για το βέβαιο κέρδος;
Ήταν πιο δυνατή εκείνη η παρουσία;
Ήτανε η ψυχή της που άλλαξε;
(Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου,
το γράφουν πια κι οι λαϊκοί ημεροδείχτες).
Δύσκολο να το παραδεχτώ.
Άλλωστε την είχα κάποτε κερδίσει.
Children Playing with a Cat by Mary Stevenson Cassatt
Βάσκο Πόπα - ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Τέλος τα χέρια κάνουν να πιάσουν το στομάχι
Μη σκάσει το στομάχι από τα γέλια
Όπου άφαντο το στομάχι
Το ’να το χέρι υψώνεται με χίλια ζόρια
Από το μέτωπο τον κρύο ιδρώτα να σκουπίσει
Πάει και το μέτωπο
Το άλλο το χέρι τραβάει για την καρδιά
Να μην ξετιναχτεί η καρδιά απ’ τα στήθια
Πάει κι η καρδιά
Πέφτουν τα χέρια και τα δύο
Πέφτουνε ράθυμα στα γόνατα
Παν και τα γόνατα
Πάνω στη μια παλάμη τώρα βρέχει
Από τη δεύτερη χορτάρι μεγαλώνει
Μην τα ρωτάς
Βάσκο Πόπα (1922-1991) Μετ. Έλλη Σκοπετέα 1954 (Ο αγρυπνόκαμπος), Κέδρος, 1979
Το παιχνίδι είταν τούτο:
Ήθελε ν’ αγαπήσει μια γυναίκα
αφήνοντάς της την ελευθερία·
μια γυναίκα που ειλικρινά από μέσα της
από δική της έμπνευση
να θεωρούσε την ελευθερία πρώτο αγαθό στον άνθρωπο
και τέτοια γυναίκα δεν έβρισκε.
Στους κάμπους διάλεγε μαργαρίτες, και τους έδινε ονόματα γυναικών.
Εσκέπαζε με την ανάσα του τους κάμπους.
Huang Yi
Children playing
Children playing
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ - O ΠAIXNIΔΙΑΡΗΣ
Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.
Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.
Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω…
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.
Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.
Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.
Elena Kostenko art
Αργύρης Χιόνης - Εκδοχές του τέλους Ι
Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,
πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,
στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.
Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος…
Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙
η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.
Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010.
(Το παραπάνω ποίημα με τον τίτλο «Ο στρατηλάτης» έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 79, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2007.)
Children playing at the beach by artist Robert Sarsony
Γιώργος Θεοτοκάς - O Δημοτικός Κήπος του Ταξιμιού
Δεξιά κι αριστερά ήταν οι επίσημοι περίπατοι του Κήπου, που έκαναν κύκλο και πήγαιναν προς τη μεγάλη πλατεία του κέντρου. Σ’ αυτούς τους δρόμους ήταν όλο νταντάδες, γκουβερνάντες και παιδιά φρόνιμα. Εκεί συναντούσες και τις δυο Ιταλίδες αδελφές, την Ίντα και την Τζίλντα, πάντα ντυμένες με όμοια ρούχα. Ήτανε τόσο λεπτοκαμωμένες και μυγιάγγιχτες και τόσο γλυκιές! O Λεωνής χαιρότανε σαν τις έβλεπε, μα δεν ήξερε τι να πει μαζί τους. Στεκότανε και τις παρακολουθούσε που πηδούσαν σκοινί, ύστερα συλλογιζότανε: «Τώρα τι θα λένε για μένα που κάθομαι έτσι και τις βλέπω;». Ντρεπότανε κι έφευγε. Μα σε λίγο ξαναπερνούσε από το ίδιο μέρος, με ύφος αδιάφορο, προφασιζότανε πως κάποιον γύρευε ή πως κάτι είχε χάσει και ξανάφευγε βιαστικά και πάλι ξαναπερνούσε. Εκεί παρουσιαζότανε καμιά φορά κι η Λουίζα η Γαλλίδα, ντυμένη με άσπρα δαντελένια φουστάνια, με τις μακριές καστανές μπούκλες της χυμένες στους ώμους της. Αυτή έκανε τη μεγάλη, διάβαζε μοναχή της ή μιλούσε με τις δασκάλες. O Λεωνής την πείραζε, είχε θάρρος μαζί της.
Ανάμεσα στους δυο περιπάτους, καθώς και στα πλάγια του Κήπου, ήτανε πυκνή πρασινάδα, μεγάλα δέντρα και στενά μονοπάτια. Εκεί βασίλευαν οι συμμορίες, τα αγόρια του Λυκείου με επί κεφαλής τον Πάρη, το Μένο και το Δήμη, τα αγόρια του Ζωγραφείου, τα αγόρια της Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου, τα αγόρια των καθολικών φρέρηδων και διάφορα αδέσποτα αγόρια που δεν ανήκανε σε κανένα σχολειό και τα λέγανε: η μορταρία. Η κάθε συμμορία διάλεγε μια περιοχή που ήταν η έδρα της και δεν άφηνε κανένα αγόρι, έξω από τα μέλη της, να πλησιάσει εκεί. Τα σύνορα όμως δεν ήτανε σεβαστά και γινότανε συχνά μεγάλοι καβγάδες, ανάμεσα στις συμμορίες, και καμιά φορά και πετροπόλεμος.
Τα κυριότερα παιχνίδια τους ήτανε τα βαρελάκια, τα σκλαβάκια, ο μπίκος και το κλέφτικο. Τα βαρελάκια παιζόντανε με πολύ περίπλοκους κανονισμούς, περιορισμούς και διαγωνισμούς, που αν ήθελε κανείς να τα βάλει όλα αυτά στο χαρτί μπορούσε να γίνει ολόκληρη διατριβή. Όλοι όμως ήξεραν τους νόμους του παιχνιδιού, απέξω κι ανακατωτά, χωρίς να τους έχουνε διδαχτεί ποτέ. Ήτανε παραδομένοι από αμνημονεύτους χρόνους, μαζί με τους θρύλους του Βυζαντίου, τους άρπαζε κανείς μες στον αέρα του Κήπου τον ίδιο καιρό που μάθαινε και το άλφα-βήτα. Επίσης τα σκλαβάκια ήταν ένα παιχνίδι περίπλοκο που χρειαζότανε ευστροφία και τέχνη. Σ’ αυτό λάβαιναν μέρος συχνά και κορίτσια και τότε παιζότανε με μεγάλη ευγένεια και αξιοπρέπεια. O μπίκος ήταν ένα παιχνίδι σκοποβολής, που παιζότανε με μεγάλες πλατιές πέτρες, κατά προτίμηση με κομμάτια μάρμαρο από σπασμένα τραπεζάκια του καφενείου, κι είχε κι αυτός τη νομοθεσία του, το κλέφτικο όμως ήταν ένα παιχνίδι ηρωικό. Τα παιδιά μοιραζόντανε σε δυο μερίδες που παράσταιναν τους κλέφτες και τους αστυνόμους. Η κάθε μερίδα είχε τον αρχηγό της και το μοίρασμα γινότανε με τέτοιον τρόπο, ώστε να υπάρχει ισορροπία στις δυνάμεις. Ύστερα οι κλέφτες έπαιρναν δρόμο και χανόντανε μες στα φυλλώματα του Κήπου κι οι αστυνόμοι ξεκινούσαν να τους ανακαλύψουν. O νόμος του κλέφτικου ήτανε πως, αν οι αστυνόμοι έπιαναν ένα κλέφτη και τον χτυπούσαν στη ράχη, αυτό εσήμαινε πως τον είχανε συλλάβει ή σκοτώσει και τον έβγαζαν από το παιχνίδι. O νόμος αυτός όμως ήτανε δίκοπο μαχαίρι, γιατί κι οι κλέφτες μπορούσαν με τον ίδιο τρόπο να βγάλουν από το παιχνίδι τους αστυνομικούς. O καθένας λοιπόν πρόσεχε να μη βρεθεί μοναχός του απέναντι σε πιο δυνατούς αντιπάλους και τον πιάσουνε και τον χτυπήσουνε στη ράχη. Αν δεν πρόφταινες να το σκάσεις, μπορούσες να κολλήσεις σε κανένα τοίχο ή να πέσεις καταγής ανάσκελα, φυλάγοντας τη ράχη σου, με μπουνιές και κλοτσιές, ώσπου να έρθουν οι δικοί σου να σε σώσουν. Όλη η τέχνη ήτανε να τα καταφέρνεις να απομονώνεις τον αντίπαλο και να τον βγάζεις από το παιχνίδι. Μπορούσε όμως κανείς και να ταμπουρωθεί σε καμιά εγκαταλειμμένη παράγκα, σε κανένα υπόγειο ή σε άλλο βολικό μέρος και να αμυνθεί με όλα τα μέσα, με ξύλα, με πέτρες, με χώματα. Τότε γινότανε πολιορκία. Ένας άλλος νόμος ήτανε πως δεν είχες το δικαίωμα να ξεφύγεις έξω από τα κάγκελα του Κήπου. Αν το έκανες αυτό, ήτανε προδοσία κι όλοι σε κατηγορούσαν.
Γ. Θεοτοκάς, Λεωνής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Children Playing With Bells by Attributed to Antoine Renou
Παιδικά τραγούδια - παιχνίδια
Ντίλι-ντίλι-ντίλι… ( Δημοτικό )
Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε ο ποντικός,
πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και η γάτα,
έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και ο σκύλος
κι έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και το ξύλο
και σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε κι η φωτιά
κι έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και το ποτάμι
κι έσβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και το βόδι,
ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ήρθε και ο λύκος
κι έφαγε το βόδι
που ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Νά τος και ο κυνηγός
και σκότωσε το λύκο
που έφαγε το βόδι
που ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.
William Smellie Watson - A boy on a rocking horse in a landscape
Μια ωραία πεταλούδα
Μια ωραία πεταλούδα
σ’ ένα κάμπο μια φορά,
καμαρώνει και απλώνει
τα γαλάζια της φτερά.
Όλο τον καιρό γυρίζει
και τα άνθη χαιρετά,
πότε κάθεται στο ένα
πότε φεύγει και πετά.
Λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
στα γαλάζια της φτερά,
λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
στα γαλάζια της φτερά.
Όταν έρθει ο χειμώνας
πέφτει κάτω και ψοφά
κι όταν έρθει καλοκαίρι
ζωντανεύει και πετά.
Willem van Mieris - Children's Games
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς δεν περνάς
Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς περνάς.
Θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ
θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, περνώ.
Τι θα κάνεις εις τους κήπους, δεν περνάς, δεν περνάς
τι θα κάνεις εις τους κήπους, δεν περνάς, περνάς.
Για να κόψω δυο βιολέττες, δεν περνώ, δεν περνώ
για να κόψω δυο βιολέττες, δεν περνώ, περνώ.
Τι θα κάνεις τις βιολέττες, δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέττες, δεν περνάς, περνάς.
Θα τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ
θα τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, περνώ.
Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς
και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, περνάς.
Η καλή μου είν’ η Μαίρη, δεν περνώ, δεν περνώ
η καλή μου είν’ η Μαίρη, δεν περνώ, περνώ.
Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς, δεν περνάς
Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς, περνάς.
Nicolás Jiménez Alpériz children's games in the kitchen
Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.
Χαρωπά τα δυο μου δάκτυλα χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου δάκτυλα χτυπώ.
Χαρωπά τα δυο μου γόνατα χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου γόνατα χτυπώ.
Χαρωπά τα δυο πόδια τα χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ.
Χαρωπά θε να γελάσω δυνατά
μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
Κι άμα θες απ’ την αρχή ξαναρχινώ.
Μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά απ’ την αρχή ξαναρχινώ.
Village scene with children playing on the street. Carl Budtz-Moller
Γλωσσοδέτες Δημοτικά
1.
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη
κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.
2.
Καλημέρα, καμηλάρη,
καμηλάρη, καλημέρα.
3.
Κούπα καπακωτή,
κούπα καπακωμένη,
κούπα ξεκαπάκωτη,
κούπα ξεκαπακωμένη.
4.
– Εκκλησιά μολυβωτή,
μολυβοκοντυλοπελεκητή,
ποιος σε μολυβοκοντυλοπελέκησε;
– Ο γιος του μολυβοκοντυλοπελεκητή.
5.
Πέφτη* έκοψα το πεύκο,
Πέφτη πέφτει ο πεύκος κάτω.
6.
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη,
στην πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα,
κι ήρθε ο λύκος
ο πήλινος, ο δήλινος,
ο πιρνολινοκούκουδος,
να μου φάει την όρνιθα
την πήλινη, τη δήλινη,
την πιρνολινοκούκουδη
που κάνει τ’ αυγά
τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα.
7.
Η συκιά μας η διπλή,
η διπλογυρι-γυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Πάει ο σκύλος, ο διπλός,
ο διπλογυρι-γυριστός,
να φάει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
8.
Ο γιος του ρουμπή,
του κουμπή,
του ρουμποκομπολογή,
βγήκε να ρουμπέψει,
να κουμπέψει,
να ρουμποκομπολογέψει,
και τον πιάσαν οι ρουμπήδες,
οι κουμπήδες,
οι ρουμποκομπολογήδες.
9.
Ο τζίντζιρας, ο μίντζιρας,
ο τζιντζιμιντζιχόντζιρας,
ανέβηκε στην τζιντζιριά,
στη μιντζιριά,
στην τζιντζιμιντζιχοντζιριά,
να φάει τα τζίντζιρα, τα μίντζιρα,
τα τζιντζιμιντζιχόντζιρα.
*Πέφτη: Πέμπτη.
Μαντέματα Δημοτικά
1.
Αποπάνω τηγανάκι,
αποκάτω μπαμπακάκι
κι αποπίσω ψαλιδάκι.
Τι είναι;
2.
Ποιο είναι ένα πραματάκι,
μικρό μικρό και μαύρο,
που και το βασιλιά σηκώνει;
3.
Τριγύρω γύρω θάλασσα,
στη μέση μια φωτίτσα.
Τι είναι;
4.
Βασιλιάς δεν είναι,
κορόνα φοράει·
ρολόι δεν έχει,
τις ώρες μετράει.
Τι είναι;
5.
Ανεβαίνει, κατεβαίνει
και χωρίς να τρώει παχαίνει,
μοναχά στριφογυρίζει
κι η κοιλίτσα της γεμίζει.
Τι είναι;
6.
Απάνω κόφτει, κάτω κόφτει,
στη μέση κόρη λέει και λέει…
Τι είναι;
7.
Ένας πατέρας κεφαλή,
δώδεκα γιοι ποδάρια,
και κάθε γιος στη ράχη του
έχει τριάντα κόρες.
Κάθε βράδυ πεθαίνει η μια,
ταχιά γεννιέται η άλλη.
[ Παιχνίδι μνήμης ] Kρητικό παραμύθι
Mια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γριά που έπλενε στο ποτάμι άντερα για να τα μαγειρέψει. Ένας αητός την είδε από ψηλά και όρμηξε και της τα πήρε. H γριά άρχισε να φωνάζει και να παρακαλά τον αητό:
― Δος μου αητέ τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
O αητός τής αποκρίθηκε:
― Φέρε μου ένα κλωσσόπουλο για να σου δώσω τ’ άντερα.
Πάει η γριά στην κλώσσα και της λέει:
― Δος μου κλώσσα ένα πουλί, να δώσω στον αητό, να μου δώσει τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η κλώσσα:
― Δος μου στάρι, να σου δώσω ένα πουλί.
Πάει η γριά στον αλωνάρη και του λέει:
― Δος μου αλωνάρη στάρι να δώσω στην κλωσσού να μου δώσει ένα πουλί να δώσω του αητού να μου δώσει τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει ο αλωνάρης:
― Φέρε μου μια παρασύρα* και γω θα σου δώσω στάρι.
Πάει η γριά σε μια βουρλιά, και της λέει:
― Δος μου βουρλιά παρασύρα κι εγώ παρασύρα στον αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμένα στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αητού κι αητός εμένα τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η βουρλιά:
― Δος μου νερό να σου δώσω παρασύρα.
Παρακαλάει η γριά τον ουρανό:
― Δος μου ουρανέ νερό, κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο ουρανός της ζήτησε λιβάνι.
Πάει λοιπόν στον μαγαζάτορα, και τον παρακαλά:
― Δος μου μαγαζάτορα λιβάνι και γω λιβάνι τ’ ουρανού κι ο ουρανός εμέ νερό κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο μαγαζάτορας της ζητά λεφτά, πάει λοιπόν η γριά στον πλούσιο και τον παρακαλά:
― Δος μου πλούσιε λεφτά
κι εγώ λεφτά στον μαγαζάτορα
κι ο μαγαζάτορας εμέ λιβάνι
κι εγώ λιβάνι τ’ ουρανού
κι ο ουρανός εμέ νερό
και γω νερό της βουρλιάς
κι η βουρλιά εμέ παρασύρα
και εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη
κι ο αλωνάρης εμέ στάρι
κι εγώ στάρι στην κλωσσού
κι η κλωσσού εμέ πουλί
κι εγώ πουλί τ’ αητού
κι ο αητός εμένα τ’ άντερα
να μη με δείρει ο γέρος.
Kαι ο πλούσιος της έδωσε λεφτά.
Mια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γριά που έπλενε στο ποτάμι άντερα για να τα μαγειρέψει. Ένας αητός την είδε από ψηλά και όρμηξε και της τα πήρε. H γριά άρχισε να φωνάζει και να παρακαλά τον αητό:
― Δος μου αητέ τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
O αητός τής αποκρίθηκε:
― Φέρε μου ένα κλωσσόπουλο για να σου δώσω τ’ άντερα.
Πάει η γριά στην κλώσσα και της λέει:
― Δος μου κλώσσα ένα πουλί, να δώσω στον αητό, να μου δώσει τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η κλώσσα:
― Δος μου στάρι, να σου δώσω ένα πουλί.
Πάει η γριά στον αλωνάρη και του λέει:
― Δος μου αλωνάρη στάρι να δώσω στην κλωσσού να μου δώσει ένα πουλί να δώσω του αητού να μου δώσει τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει ο αλωνάρης:
― Φέρε μου μια παρασύρα* και γω θα σου δώσω στάρι.
Πάει η γριά σε μια βουρλιά, και της λέει:
― Δος μου βουρλιά παρασύρα κι εγώ παρασύρα στον αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμένα στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αητού κι αητός εμένα τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η βουρλιά:
― Δος μου νερό να σου δώσω παρασύρα.
Παρακαλάει η γριά τον ουρανό:
― Δος μου ουρανέ νερό, κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο ουρανός της ζήτησε λιβάνι.
Πάει λοιπόν στον μαγαζάτορα, και τον παρακαλά:
― Δος μου μαγαζάτορα λιβάνι και γω λιβάνι τ’ ουρανού κι ο ουρανός εμέ νερό κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο μαγαζάτορας της ζητά λεφτά, πάει λοιπόν η γριά στον πλούσιο και τον παρακαλά:
― Δος μου πλούσιε λεφτά
κι εγώ λεφτά στον μαγαζάτορα
κι ο μαγαζάτορας εμέ λιβάνι
κι εγώ λιβάνι τ’ ουρανού
κι ο ουρανός εμέ νερό
και γω νερό της βουρλιάς
κι η βουρλιά εμέ παρασύρα
και εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη
κι ο αλωνάρης εμέ στάρι
κι εγώ στάρι στην κλωσσού
κι η κλωσσού εμέ πουλί
κι εγώ πουλί τ’ αητού
κι ο αητός εμένα τ’ άντερα
να μη με δείρει ο γέρος.
Kαι ο πλούσιος της έδωσε λεφτά.
* παρασύρα: σκούπα
Federico Zandomeneghi, children's Games in the Parc Monceau.
ΜΟΥΣΙΚΗ
Art By Andre-Henri Dargelas
Μπαλέτο: Ο Καρυοθραύστης - Τσαϊκόφσκι
Ο Καρυοθραύστης είναι μπαλέτο σε δύο πράξεις και τρεις σκηνές του ρώσου συνθέτη Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε το έργο το 1892, ενώ το λιμπρέτο βασίστηκε στη διασκευή του παραμυθιού Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικών του Ε. Τ. Α. Χόφμαν από τον Αλέξανδρο Δουμά. Η πρωτότυπη χορογραφία είναι του Λεβ Ιβανόφ.. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο θέατρο Μαριίνσκι στην Αγία Πετρούπολη την Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 1892, σε μια διπλή παράσταση μαζί με την όπερα του Τσαϊκόφσκι, Γιολάντα.
Η ιστορία αναφέρεται στο δώρο που έκανε στη μικρή Κλάρα ο νονός της, ο Ντροσελμάγιερ, την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή Γερμανική πόλη. Ήταν ένας κινούμενος στρατιώτης, που λειτουργεί ως καρυοθραύστης. Όταν η γιορτή τελειώνει και οι καλεσμένοι φεύγουν, η Κλάρα μπαίνει στο ήσυχο σαλόνι για να κοιμίσει τον καρυοθραύστη. Καθώς το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα, το κορίτσι αποκοιμάται και μεταφέρεται σε έναν παραμυθένιο κόσμο. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μεγαλώνει μαγικά, όλα τα παιχνίδια, ανάμεσά τους και ο καρυοθραύστης, ζωντανεύουν και ρίχνονται στη μάχη με μεγάλα ποντίκια που εισβάλλουν στο δωμάτιο. Τελικά ο καρυοθραύστης κερδίζει τη μάχη και μεταμορφώνεται σε έναν όμορφο πρίγκιπα.
Στη δεύτερη πράξη η Κλάρα και ο πρίγκιπας - Καρυοθραύστης ξεκινούν για ένα μαγικό ταξίδι. Περνούν από την Βασίλισσα του Χιονιού αλλά και από την χώρα των Ζαχαρωτών με την νεράιδα Ζαχαρένια. Η Κλάρα δεν θέλει να αποχωριστεί τον Καρυοθραύστη της, όμως την ημέρα των Χριστουγέννων καθώς ξυπνά κοντά στην οικογένειά της, το μόνο που κρατά στα χέρια της είναι ο Καρυοθραύστης, η κούκλα που της είχε χαρίσει ο νονός της.
Η ιστορία αναφέρεται στο δώρο που έκανε στη μικρή Κλάρα ο νονός της, ο Ντροσελμάγιερ, την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή Γερμανική πόλη. Ήταν ένας κινούμενος στρατιώτης, που λειτουργεί ως καρυοθραύστης. Όταν η γιορτή τελειώνει και οι καλεσμένοι φεύγουν, η Κλάρα μπαίνει στο ήσυχο σαλόνι για να κοιμίσει τον καρυοθραύστη. Καθώς το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα, το κορίτσι αποκοιμάται και μεταφέρεται σε έναν παραμυθένιο κόσμο. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μεγαλώνει μαγικά, όλα τα παιχνίδια, ανάμεσά τους και ο καρυοθραύστης, ζωντανεύουν και ρίχνονται στη μάχη με μεγάλα ποντίκια που εισβάλλουν στο δωμάτιο. Τελικά ο καρυοθραύστης κερδίζει τη μάχη και μεταμορφώνεται σε έναν όμορφο πρίγκιπα.
Στη δεύτερη πράξη η Κλάρα και ο πρίγκιπας - Καρυοθραύστης ξεκινούν για ένα μαγικό ταξίδι. Περνούν από την Βασίλισσα του Χιονιού αλλά και από την χώρα των Ζαχαρωτών με την νεράιδα Ζαχαρένια. Η Κλάρα δεν θέλει να αποχωριστεί τον Καρυοθραύστη της, όμως την ημέρα των Χριστουγέννων καθώς ξυπνά κοντά στην οικογένειά της, το μόνο που κρατά στα χέρια της είναι ο Καρυοθραύστης, η κούκλα που της είχε χαρίσει ο νονός της.
Παιχνίδι είναι
Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Θυμάμαι ένα παιχνίδι που παίζαμε μαζί
Ρωτούσες από τι σ’ αγαπάω πιο πάνω
Πιο πάνω από τη γη κι από τον ουρανό
Πιο πάνω απ’ ό,τι ζω
Πιο πάνω απ’ ό,τι φτάνω
Παιχνίδι είναι
Πες ό,τι σου `ρθει μου `λεγες
Παιχνίδι είναι
Τώρα δεν παίζω, ούτε γελάω
Τώρα σε χάνω και σε ζητάω
Τώρα σε χάνω αληθινά και σε ζητάω
Πες μου πιο πάνω από τι σ’ αγαπάω
Τώρα δεν παίζω, ούτε γελάω
Τώρα σε χάνω και σε ζητάω
Τώρα σε χάνω αληθινά και σε ζητάω αληθινά
Πες μου πιο πάνω από τι σ’ αγαπάω
Παιχνίδι είναι;
Θυμάμαι κάτι βράδια που παίζαμε κι οι δυο
Το γέλιο σου νερό κι εγώ να ξεδιψάω
Σε ρώταγα θα `ρθεις μαζί μου στο γκρεμό
Δώσ’ μου ένα σ’ αγαπώ και έλα όπου πάω
Παιχνίδι είναι
Πες ό,τι σου `ρθει σου `λεγα
Παιχνίδι είναι;
Τώρα δεν παίζω, ούτε γελάω
Τώρα σε χάνω και σε ζητάω
Τώρα σε χάνω αληθινά και σε ζητάω
Πες μου πιο πάνω από τι σ’ αγαπάω
Τώρα δεν παίζω, ούτε γελάω
Τώρα σε χάνω και σε ζητάω
Τώρα σε χάνω αληθινά και σε ζητάω αληθινά
Πες μου πιο πάνω από τι σ’ αγαπάω
Παιχνίδι ήταν
Πες ό,τι σου `ρθει μου `λεγες
Το παιχνίδι της έμπνευσης
Στίχοι:
Γιάννης Γιοκαρίνης
Μουσική:
Γιάννης Γιοκαρίνης
Ούτε ένας, ούτε δύο, ούτε τρεις,
έξι μήνες που δεν έπιασα μολύβι και χαρτί
ή ένα όργανο μια νότα να σου γράψω.
Μα στον έβδομο τον μήνα ένα πρωί
μες στο γέλιο σου μου φάνηκε πως είδα την ζωή
σαν τραγούδι που γυρεύει να το γράψω.
Ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και με κοίταγες,
ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και δε μίλαγες,
παίρνω μια κιθάρα, χαρτί και μολύβι, στον καναπέ εσύ κάτι ψιθυρίζεις
κιθάρα, κασετόφωνο και στρογγυλό τραπέζι,
σε πήρε ο ύπνος μάτια μου και η έμπνευση μου παίζει.
Όταν ξύπνησες σε πήρα αγκαλιά
και σου διάβασα τι έγραψα για σένα στο χαρτί
μια κοιτούσες το χαρτί και μια εμένα.
Τώρα όμως να διακόψω μου ζητάς
και το πιάνο δυνατά με τα χεράκια σου χτυπάς
υπομονή σε λίγο θα `χεις την ελευθερία.
Ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και με κοίταγες,
ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και δε μίλαγες,
παίρνω μια κιθάρα, χαρτί και μολύβι, στον καναπέ εσύ κάτι ψιθυρίζεις
κιθάρα, κασετόφωνο και στρογγυλό τραπέζι,
σε πήρε ο ύπνος μάτια μου και η έμπνευση μου παίζει.
έξι μήνες που δεν έπιασα μολύβι και χαρτί
ή ένα όργανο μια νότα να σου γράψω.
Μα στον έβδομο τον μήνα ένα πρωί
μες στο γέλιο σου μου φάνηκε πως είδα την ζωή
σαν τραγούδι που γυρεύει να το γράψω.
Ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και με κοίταγες,
ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και δε μίλαγες,
παίρνω μια κιθάρα, χαρτί και μολύβι, στον καναπέ εσύ κάτι ψιθυρίζεις
κιθάρα, κασετόφωνο και στρογγυλό τραπέζι,
σε πήρε ο ύπνος μάτια μου και η έμπνευση μου παίζει.
Όταν ξύπνησες σε πήρα αγκαλιά
και σου διάβασα τι έγραψα για σένα στο χαρτί
μια κοιτούσες το χαρτί και μια εμένα.
Τώρα όμως να διακόψω μου ζητάς
και το πιάνο δυνατά με τα χεράκια σου χτυπάς
υπομονή σε λίγο θα `χεις την ελευθερία.
Ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και με κοίταγες,
ε αυτό θα κάνω τραγούδι, σου είπα και δε μίλαγες,
παίρνω μια κιθάρα, χαρτί και μολύβι, στον καναπέ εσύ κάτι ψιθυρίζεις
κιθάρα, κασετόφωνο και στρογγυλό τραπέζι,
σε πήρε ο ύπνος μάτια μου και η έμπνευση μου παίζει.
Children Playing By Frederico Oliva
Παιδικά παιχνίδια
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πέρασ’ ο καιρός.
Παιχνίδι αλλιώτικο
που χάθηκε στο φως
τα μεσημέρια
μίλα μου.
Μ’ όλες τις φωνές
ποτέ δεν έμαθα
τι σ’ έκανε να κλαις
βγαίνει η βαρκούλα.
Βγαίνει η βαρκούλα
βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά.
Ήλιος και βροχή
χιλιάδες όνειρα
παντρεύονται οι φτωχοί
κι εγώ σε χάνω
μίλα μου
κι άκου τι θα πω
ψηλά τα χέρια
γιατί τόσο σ’ αγαπώ
και μένω αταξίδευτος
και τότε ρίξαμε τον κλήρο
να δούμε ποιος, ποιος, ποιος
θα φαγωθεί
να δούμε ποιος, ποιος, ποιος
θα τα φυλάει.
Νταμ, νταμ
φιλίμι κοντάμ
νταμ
νταμ
καραγάς
ξεπετώ
δίπλα
στον ποταμό
εγώ θα βγω
περνά
περνά
η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα.
Δεν περνάς
κυρά Μαρία.
Δεν περνάς.
Δε με πονάς.
Τι με κοιτάζεις
μ’ αυτά τα μάτια
αυτό που ζήσαμε
σκοτάδι και μας πνίγει
εσύ μια κούκλα
στα σκαλοπάτια
κι εγώ τρενάκι
που δεν πρόκειται να φύγει.
Πέρασ’ ο καιρός
παιχνίδι αλλιώτικο
που χάθηκε στο φως
τα μεσημέρια μίλα μου
μού `λειψες πολύ
και στρατιωτάκι
μολυβένιο, με στολή
σε περιμένω.
Τίποτα.
Νταμ φιλίμικο νταμ νταμ
καραγάτς ξεπετώ δίπλα στον ποταμό
εγώ τανγκό.
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πέρασ’ ο καιρός.
Παιχνίδι αλλιώτικο
που χάθηκε στο φως
τα μεσημέρια
μίλα μου.
Μ’ όλες τις φωνές
ποτέ δεν έμαθα
τι σ’ έκανε να κλαις
βγαίνει η βαρκούλα.
Βγαίνει η βαρκούλα
βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά.
Ήλιος και βροχή
χιλιάδες όνειρα
παντρεύονται οι φτωχοί
κι εγώ σε χάνω
μίλα μου
κι άκου τι θα πω
ψηλά τα χέρια
γιατί τόσο σ’ αγαπώ
και μένω αταξίδευτος
και τότε ρίξαμε τον κλήρο
να δούμε ποιος, ποιος, ποιος
θα φαγωθεί
να δούμε ποιος, ποιος, ποιος
θα τα φυλάει.
Νταμ, νταμ
φιλίμι κοντάμ
νταμ
νταμ
καραγάς
ξεπετώ
δίπλα
στον ποταμό
εγώ θα βγω
περνά
περνά
η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα.
Δεν περνάς
κυρά Μαρία.
Δεν περνάς.
Δε με πονάς.
Τι με κοιτάζεις
μ’ αυτά τα μάτια
αυτό που ζήσαμε
σκοτάδι και μας πνίγει
εσύ μια κούκλα
στα σκαλοπάτια
κι εγώ τρενάκι
που δεν πρόκειται να φύγει.
Πέρασ’ ο καιρός
παιχνίδι αλλιώτικο
που χάθηκε στο φως
τα μεσημέρια μίλα μου
μού `λειψες πολύ
και στρατιωτάκι
μολυβένιο, με στολή
σε περιμένω.
Τίποτα.
Νταμ φιλίμικο νταμ νταμ
καραγάτς ξεπετώ δίπλα στον ποταμό
εγώ τανγκό.
Παιδικό παιχνίδι
Στίχοι: Κωστούλα Μητροπούλου
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Όταν μεγάλωνε θα ήταν ο καιρός
για να μιλά μ’ αυτά τα λόγια τα ωραία
Του ’παν πως θα ’τανε αυτός ο αρχηγός
κι όλο μεγάλωνε μαζί του κι η παρέα
Ήταν ψηλός και τα κορίτσια στη γωνιά
τον περιμέναν να γυρίσει κάθε βράδυ
Τ’ αγόρια ζήλευαν κι έλεγε η γειτονιά
πως ήταν πρώτος στη φωτιά και στο σημάδι
Μαχαίρι κάρφωσαν στην πλάτη του μικρό
κι ήταν μέρα μεσημέρι στην πλατεία
Από βραδύς τον είχαν κάνει αρχηγό
κι αυτός ρωτούσε αν θα τον γράψει η ιστορία
Ζωής παιχνίδια
Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Όλα να βγαίνουν σε καλό και το κακό σαν μνήμη.
Να αλλάξει η γλώσσα ξαφνικά
Εγώ να μείνω πια λυτός, λυτός πια στο κατάρτι...
Της κόρης μου ή του γιου μου η σειρά, να ξαναδεί την πόλη
Συνεχίζω...
Σκυφτός, σκυφτός, έρποντας κι ορθός να σέρνω το αλέτρι.
Η γη μου πίσω να καρπίζει λουλούδια και χυμούς,
στη στάχτη να αναβλύζει
Σαν μνήμη που αλάργεψε σε δίσεκτους καιρούς,
σαν νίκη που γυρίζει
Να η σελήνη μου,
ξαναγυρίζει στη βόλτα της που είναι μικρή.
Ξοπίσω της τρέχει ένα αστέρι, ένα αστέρι
Ο Σείριος αγωνιά ψάχνοντας να βρει ταίρι.
Αποτελειώνουν οι γραμμές, τελειώνουν οι αράδες,
φωλιάζουνε τα όρνια σε σκοτεινές χαράδρες.
Αν θα πετάξουν θα σωθώ
Σοδειά, σοδειά.
Στίχοι: Κωστούλα Μητροπούλου
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Όταν μεγάλωνε θα ήταν ο καιρός
για να μιλά μ’ αυτά τα λόγια τα ωραία
Του ’παν πως θα ’τανε αυτός ο αρχηγός
κι όλο μεγάλωνε μαζί του κι η παρέα
Ήταν ψηλός και τα κορίτσια στη γωνιά
τον περιμέναν να γυρίσει κάθε βράδυ
Τ’ αγόρια ζήλευαν κι έλεγε η γειτονιά
πως ήταν πρώτος στη φωτιά και στο σημάδι
Μαχαίρι κάρφωσαν στην πλάτη του μικρό
κι ήταν μέρα μεσημέρι στην πλατεία
Από βραδύς τον είχαν κάνει αρχηγό
κι αυτός ρωτούσε αν θα τον γράψει η ιστορία
Ζωής παιχνίδια
Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Όλα να βγαίνουν σε καλό και το κακό σαν μνήμη.
Να αλλάξει η γλώσσα ξαφνικά
Εγώ να μείνω πια λυτός, λυτός πια στο κατάρτι...
Της κόρης μου ή του γιου μου η σειρά, να ξαναδεί την πόλη
Συνεχίζω...
Σκυφτός, σκυφτός, έρποντας κι ορθός να σέρνω το αλέτρι.
Η γη μου πίσω να καρπίζει λουλούδια και χυμούς,
στη στάχτη να αναβλύζει
Σαν μνήμη που αλάργεψε σε δίσεκτους καιρούς,
σαν νίκη που γυρίζει
Να η σελήνη μου,
ξαναγυρίζει στη βόλτα της που είναι μικρή.
Ξοπίσω της τρέχει ένα αστέρι, ένα αστέρι
Ο Σείριος αγωνιά ψάχνοντας να βρει ταίρι.
Αποτελειώνουν οι γραμμές, τελειώνουν οι αράδες,
φωλιάζουνε τα όρνια σε σκοτεινές χαράδρες.
Αν θα πετάξουν θα σωθώ
Σοδειά, σοδειά.
Άθυρμα του 10ου αιώνα π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού)
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Το
παιχνίδι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ελληνική κοινωνία. Από την
αρχαιότητα ως σήμερα έχει βοηθήσει τα παιδιά του λαού μας να ξεπεράσουν
πολλές δύσκολες καταστάσεις.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη
σημασία στο ρόλο του παιχνιδιού. Το είχαν σαν μέσο αυτοαγωγής. Αυτοί
πρώτοι κατάλαβαν την αξία των ομαδικών παιχνιδιών και πίστευαν ότι με
αυτά πραγματοποιείται η τελειοποίηση του ανθρώπου. Γι’ αυτό, τα ενέταξαν
στο πρόγραμμα αγωγής των παιδιών. Θεωρούσαν, όμως, ότι ήταν σημαντικά
και για τους μεγάλους. Έτσι και οι μεγάλοι αφιέρωναν μεγάλο μέρος από
τον ελεύθερο χρόνο τους σε ομαδικά παιχνίδια και σε αγώνες. Στην αρχαία
Ελλάδα έπαιζαν πολλά ομαδικά παιχνίδια. Τα έπαιζαν στο δρόμο και στις
αυλές και πάντα υπήρχαν κανόνες, που όλοι έπρεπε να τηρούν πιστά.
Επίσης, έλεγαν πως το παιχνίδι είναι ένα μεγάλο αγαθό, διότι αναπτύσσει
τη συντροφικότητα, ασκεί το σώμα, καλλιεργεί το πνεύμα, μαθαίνει τα
παιδιά να σέβονται τους κανόνες-νόμους του παιχνιδιού και έτσι, όταν
μεγαλώσουν, να σέβονται και να τηρούν τους νόμους της πατρίδας τους.
Ο Πλάτωνας τόνιζε την ανάγκη να αφήνουν τα παιδιά να παίζουν ως τα έξι τους χρόνια, με όποια παιχνίδια ήθελαν και όπως ήθελαν. Τόνιζε, όμως, πως θα έπρεπε να έχουν κάποια κατεύθυνση, έτσι ώστε μέσα από αυτά να προσανατολίζονται προς την εκμάθηση κάποιου επαγγέλματος.
Ο Αριστοτέλης συμβούλευε τους γονείς να δίνουν όσο γίνεται πιο πρωτότυπα παιχνίδια, για να αφοσιώνονται σ’ αυτά και να ενοχλούν λιγότερο και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν δημιουργική φαντασία. Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους μεγάλους να τρέχουν με τον κρίκο, (το σημερινό στεφάνι, το τσέρκι), για να διατηρήσουν τη φόρμα τους και τους μικρούς για να παίξουν.
Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους γονείς να τρέχουν με τον κρίκο για την καλύτερη διατήρηση της σωματικής τους υγείας και τα παιδιά για να παίξουν.
Ο Πολυδεύκης στο « Ονομαστικό» του περιγράφει πενήντα ομαδικά παιχνίδια και αναφέρεται συγκεκριμένα σε εκείνα που συνήθιζαν να παίζουν τα αγόρια και σε εκείνα που συνήθιζαν να παίζουν τα κορίτσια. Τα αγόρια έπαιζαν τα υπαίθρια παιχνίδια, όπως το κυνηγητό, το κρυφτό, τα κότσια, το τόπι, το στεφάνι και η σβούρα. Τα κορίτσια παίζανε μέσα στο σπίτι με πήλινες ή κέρινες κούκλες, που ονομάζονταν «πλαγγόνες», τις οποίες έντυναν με ρούχα, που τα είχαν φτιάξει μόνα τους. Ακόμα πολύ συνηθισμένα ήταν τα τόπια, τα στεφάνια και τα μικροσκοπικά είδη νοικοκυριού.
Ο Πλάτωνας τόνιζε την ανάγκη να αφήνουν τα παιδιά να παίζουν ως τα έξι τους χρόνια, με όποια παιχνίδια ήθελαν και όπως ήθελαν. Τόνιζε, όμως, πως θα έπρεπε να έχουν κάποια κατεύθυνση, έτσι ώστε μέσα από αυτά να προσανατολίζονται προς την εκμάθηση κάποιου επαγγέλματος.
Ο Αριστοτέλης συμβούλευε τους γονείς να δίνουν όσο γίνεται πιο πρωτότυπα παιχνίδια, για να αφοσιώνονται σ’ αυτά και να ενοχλούν λιγότερο και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν δημιουργική φαντασία. Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους μεγάλους να τρέχουν με τον κρίκο, (το σημερινό στεφάνι, το τσέρκι), για να διατηρήσουν τη φόρμα τους και τους μικρούς για να παίξουν.
Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους γονείς να τρέχουν με τον κρίκο για την καλύτερη διατήρηση της σωματικής τους υγείας και τα παιδιά για να παίξουν.
Ο Πολυδεύκης στο « Ονομαστικό» του περιγράφει πενήντα ομαδικά παιχνίδια και αναφέρεται συγκεκριμένα σε εκείνα που συνήθιζαν να παίζουν τα αγόρια και σε εκείνα που συνήθιζαν να παίζουν τα κορίτσια. Τα αγόρια έπαιζαν τα υπαίθρια παιχνίδια, όπως το κυνηγητό, το κρυφτό, τα κότσια, το τόπι, το στεφάνι και η σβούρα. Τα κορίτσια παίζανε μέσα στο σπίτι με πήλινες ή κέρινες κούκλες, που ονομάζονταν «πλαγγόνες», τις οποίες έντυναν με ρούχα, που τα είχαν φτιάξει μόνα τους. Ακόμα πολύ συνηθισμένα ήταν τα τόπια, τα στεφάνια και τα μικροσκοπικά είδη νοικοκυριού.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Πήλινες κούκλες με κινητά μέλη (νευρόσπαστα) από την Κόρινθο, 5ος αι. π.Χ. Τα νευρόσπαστα κινούνταν όπως οι σημερινές μαριονέτες και ονομάζονταν και «δαίδαλα», καθώς αποδίδονταν στον Δαίδαλο. Οι κούκλες με τα κινητά μέλη, εκτός από παιχνίδια, αποτελούσαν συνήθη κτερίσματα σε τάφους κοριτσιών αλλά και αφιερώματα σε ιερά. Τα κορίτσια αφιέρωναν τις πλαγγόνες, μαζί με άλλα παιχνίδια τους και βόστρυχο από τα μαλλιά τους, στην Άρτεμη, προστάτιδα σε κάθε μεταβατική φάση στη ζωή του ανθρώπου και της σύλληψης παιδιών στα ανδρόγυνα, και την Αφροδίτη, θεά του έρωτα και της γονιμότητας, τις παραμονές του γάμου τους. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO Πηγή: www.lifo.gr
Πήλινες κούκλες με κινητά μέλη (νευρόσπαστα) από την Κόρινθο, 5ος αι. π.Χ. Τα νευρόσπαστα κινούνταν όπως οι σημερινές μαριονέτες και ονομάζονταν και «δαίδαλα», καθώς αποδίδονταν στον Δαίδαλο. Οι κούκλες με τα κινητά μέλη, εκτός από παιχνίδια, αποτελούσαν συνήθη κτερίσματα σε τάφους κοριτσιών αλλά και αφιερώματα σε ιερά. Τα κορίτσια αφιέρωναν τις πλαγγόνες, μαζί με άλλα παιχνίδια τους και βόστρυχο από τα μαλλιά τους, στην Άρτεμη, προστάτιδα σε κάθε μεταβατική φάση στη ζωή του ανθρώπου και της σύλληψης παιδιών στα ανδρόγυνα, και την Αφροδίτη, θεά του έρωτα και της γονιμότητας, τις παραμονές του γάμου τους. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO Πηγή: www.lifo.gr
https://itzikas.wordpress.com/
http://www.kavafis.gr
https://www.politeianet.gr/
http://www.andro.gr/
https://www.translatum.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
http://ai2avatongar.blogspot.com/
http://literarywalks.blogspot.com/
http://ppirinas.blogspot.com/
http://www.giorgosmoleskis.com.cy/
https://poetrybookshop.wordpress.com/
http://www.myriobiblos.gr/
https://tokoskino.me/
https://el.wikisource.org/
https://ifigeneiasiafaka.com/
https://dimartblog.com/
http://www.stixoi.info/
http://ebooks.edu.gr/
http://www.snhell.gr/
https://fineartamerica.com/
Children Playing At A Pond Ny by Stephen S Yaeger
Σπουδαία ανθολόγηση. Σπουδαία δουλειά. Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό άρθρο! Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή