Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Τζακ Λόντον ( 12 Ιανουαρίου 1876 - 22 Νοεμβρίου 1916 )

Ο Τζακ Λόντον (Jack London) (12 Ιανουαρίου 1876 - 22 Νοεμβρίου 1916) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έγραψε πάνω από 50 βιβλία, όπως Το κάλεσμα της άγριας φύσης, Μάρτιν Ήντεν, Ο θαλασσόλυκος,και άλλα. Πρωτοπόρος στην αγορά της εμπορικής μυθιστοριογραφίας σε λαϊκά περιοδικά, υπήρξε από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που μπόρεσε να ζήσει μόνο από τη συγγραφή και να κάνει μια όχι ευκαταφρόνητη περιουσία. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1876 στο Σαν Φρανσίσκο και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916.

Ο Τζακ Λόντον πιθανότατα να είχε στην αρχή της ζωής του το επώνυμο Chaney, επειδή ως βιολογικός πατέρας του φέρεται ο αστρολόγος Γουίλιαμ Τσάνεϋ. Εντούτοις τα μητρώα του Σαν Φρανσίσκο και το σπίτι των γονιών του καταστράφηκαν σε σεισμό και δεν υπάρχουν πιστοποιητικά γάμου των γονέων του αλλά ούτε και πιστοποιητικό γέννησης του ίδιου. Μητέρα του ήταν πάντως η μουσικός και πνευματίστρια Φλώρα Γουέλμαν, μια ατίθαση και προοδευτική προσωπικότητα, με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Η Γουέλμαν έμεινε έγκυος και σύμφωνα με την ίδια, ο Τσάνεϋ της ζήτησε να προχωρήσει σε άμβλωση επειδή δεν ήθελε παιδιά. Εκείνη αρνήθηκε, και όταν ο Τσάνεϋ αποποιήθηκε οποιασδήποτε ευθύνης για το παιδί, η Γουέλμαν πάνω στην απελπισία της αυτοπυροβολήθηκε. Εντούτοις ούτε η απόπειρα αυτοκτονίας έφερε αποτέλεσμα και ο Τσάνεϋ την εγκατέλειψε. Τον Ιανουάριου του 1876 η Γουέλμαν γέννησε ένα γιο και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε το χήρο Τζον Λόντον, βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και μερικώς ανάπηρο, μεγαλώνοντας πλέον μαζί το νεογέννητο αγόρι της. Αυτός είχε δύο μικρές κόρες και αρκετά οικονομικά προβλήματα. Εντούτοις, αναγνώρισε το γιο της Γουέλμαν και τον κατέγραψαν στα μητρώα ως Τζόνι Λόντον (ο ίδιος άλλαξε το Τζόνι σε Τζακ όταν ενηλικιώθηκε).

Από τα παιδικά του χρόνια, ο Τζακ Λόντον ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η μητέρα του και ο Τζον Λόντον ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο γιο τους μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. Ο Τζακ Λόντον τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, όπου είχε μετακομίσει εν τω μεταξύ η οικογένεια.

Στις "Πρώτες Αναμνήσεις" του ο Λόντον γράφει:

Δεν θυμάμαι πότε έμαθα να γράφω ή να διαβάζω. Θαρρώ πως ήξερα και τα δύο πριν κλείσω τα πέντε. Πάντως θυμάμαι πως πρώτη φορά πήγα σχολείο στην Αλαμέντα, πριν εγκατασταθώ σε ένα αγρόκτημα με τους γονείς μου. Εκεί στο αγρόκτημα δούλεψα σκληρά, από 8 χρονών. Στα 15 ήμουν σωστός άνδρας και αν μου βρίσκονταν κανένα ψιλό, αγόραζα μπίρα και όχι γλυκά. Τώρα που έχω τα διπλάσια χρόνια, κυνηγάω την παιδική ηλικία που δεν είχα, και γι' αυτό μ' αρέσουν οι περιπέτειες.

Ο Λόντον είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες. Στα 15 χρόνια του έφυγε από το σπίτι του. Υπογραμμίζει πως δεν "το 'σκασε", αλλά πως "έφυγε". Πήγε στο Σαν Φρανσίσκο και εκεί μπλέχτηκε με κάποιους "πειρατές στρειδιών". Είχε πολλές περιπέτειες με την αστυνομία, ώσπου βρέθηκε στο στρατόπεδο του Νόμου εναντίον των "πειρατών". Αργότερα μπάρκαρε σε ένα πλοίο που έφευγε να κυνηγήσει φώκιες, κι όταν ξαναγύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξε πολλά επαγγέλματα: ανθρακωρύχος, ακτοφύλακας, δημοσιογράφος κ.λπ. Αλήτευε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε φυλακή επί αλητεία και τέλος γύρισε στο Όκλαντ.

Στα 19 μπήκε στο Γυμνάσιο, στην τελευταία τάξη. Δούλευε και σπούδαζε. Τον χρόνο που σπούδαζε έγραφε στο περιοδικό του σχολείου κι έτσι περνούσε τις μέρες του με μελέτη, δουλειά και γράψιμο. Η πρώτη ιστορία που δημοσίευσε είχε τίτλο Τυφώνας στις ακτές της Ιαπωνίας. Σε αυτήν περιέγραφε τις εμπειρίες του ως ναυτικός. Μελέτησε ακόμη 3 μήνες και έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ (Καλιφόρνια). Έτσι, το καλοκαίρι του 1896, έπειτα από εξοντωτικό διάβασμα τα κατάφερε. Ύστερα από τους πρώτους 6 μήνες του πρώτου του πανεπιστημιακού έτους, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο Τζακ Λόντον δούλευε την ημέρα σε ένα πλυντήριο, τη νύχτα έγραφε και έτσι σπανίως έβρισκε καιρό να παρακολουθεί μαθήματα. Το 1897 αναγκάστηκε να αφήσει το Πανεπιστήμιο χωρίς να κατορθώσει ποτέ να αποφοιτήσει. Ο Κίνγκμαν έγραψε: «δεν υπάρχουν αναφορές ότι ο Λόντον είχε δραστηριοποιηθεί συγγραφικά σε κάποιο φοιτητικό περιοδικό».
Σε ηλικία περίπου 20 χρόνων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο Λόντον δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας και απευθύνθηκε στον Τσάνεϋ. Αυτός υποστήριξε ότι δεν είχε παντρευτεί τη Γουέλμαν (παρ' ότι παντρεύτηκε πάνω από 4 φορές στη ζωή του) και ότι την εποχή που συζούσαν ήταν στείρος και δεν μπορούσε κατά συνέπεια να είναι ο πατέρας του. Υπαινίχθηκε επίσης ότι η Φλώρα Γουέλμαν στο ίδιο διάστημα διατηρούσε παράλληλες ερωτικές σχέσεις. Εντούτοις μία βιογράφος του Τζακ Λόντον, η Clarice Stasz σημειώνει ότι στα απομνημονεύματά του, ο Τσάνεϋ αναφέρεται στη Γουελμαν "ως σύζυγό του". Επίσης, ότι σε ένα δημοσίευμα της εποχής η μητέρα του συγγραφέα αποκαλείται "Φλώρα Γουέλμαν Τσάνεϋ". Ο Τσάνεϋ σύμφωνα με την Stasz, ήταν μια πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ασχολήθηκε κυρίως με την αστρολογία, αλλά και τη συγγραφή, τη δημιοσογραφία και πολλά άλλα επαγγέλματα.



Φωτογραφία του 1907 όπου ο Λόντον αναπαριστά τον τρόπο που ταξίδευε στα τραίνα την «εποχή της φτώχειας».


Νομίζοντας πως είχε αποτύχει σε όλα, ο Τζακ Λόντον στις 25 Ιουλίου του 1897 έφυγε για το Κλοντάικ μαζί με τον κουνιάδο του, Τζέιμς Σέπαρντ, για να ψάξουν για χρυσό. Εκεί, στο μακρινό Βορρά, ο Λόντον είχε όλο τον καιρό να σκεφτεί. Στο Κλοντάικ μάζεψε υλικό για πολλά βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το περίφημο Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης. Όμως η περίοδος αυτή αποδείχθηκε επιβλαβής για την υγεία του Τζακ Λόντον. Όπως και τόσοι άλλοι που έζησαν την περίοδο αυτή του «πυρετού του χρυσού» σε συνθήκες υποσιτισμού, ο Λόντον προσβλήθηκε από σκορβούτο. Τα ούλα του άρχισαν να πρήζονται με αποτέλεσμα τελικά να χάσει τέσσερα από τα μπροστινά του δόντια. Ταυτόχρονα είχε επίμονο πόνο στην κοιλιά και στους μυς των ποδιών και το πρόσωπό του είχε γεμίσει με πληγές και έλκη. Ευτυχώς για κείνον, αλλά και για άλλους που είχαν προσβληθεί από διάφορες ασθένειες, ο ιερωμένος Ουΐλιαμ Τζατζ, «Ο άγιος του Ντόσον» όπως τον αποκαλούσαν, παρείχε καταφύγιο, τροφή και κάθε δυνατή ιατρική φροντίδα. Έτσι, ο Λόντον μπόρεσε να αναρρώσει και μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή του σώθηκε χάρη στον Ιησουίτη ιερέα. Ο Τζακ Λόντον όπως είχε έλθει αιφνιδιαστικά στο Κλοντάικ έτσι και έφυγε. Ο δρόμος ήταν ανοικτός μπροστά του. Ήξερε πως έπρεπε να γράψει ό,τι είχε σκεφτεί, ό,τι αισθάνθηκε, ό,τι είχε κάνει και ό,τι είχε δει. Μέχρι τότε είχε στρέψει τη φλογερή του ενεργητικότητα στη δράση. Τώρα θα την έστρεφε στο γράψιμο.

Επιστρέφοντας στο Όκλαντ το 1898 ο Λόντον ενέτεινε τις προσπάθειές του για να μπει δυναμικά στο χώρο των εκδόσεων, κάτι που περιέγραψε αργότερα στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Μάρτιν Ήντεν». Ο Τζακ Λόντον υπήρξε στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, κυρίως διαβάζοντας βιβλία στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο. Το 1885 διάβασε το μυθιστόρημα Signa της Ουίντα, που περιέγραφε τις περιπέτειες ενός ατίθασου αγροτόπαιδου, που κατόρθωσε να γίνει φημισμένος καλλιτέχνης της Όπερας. Η επιτυχία αυτού του αγοριού τού ενέπνευσε τη λαχτάρα να πετύχει κι ο ίδιος στη λογοτεχνία.

Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός υπήρξε η επαφή του με τη βιβλιοθήκη του Όκλαντ και με την επιμελήτρια της βιβλιοθήκης, Ίνα Κούλμπριθ, η οποία αργότερα έγινε ένα από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στο λογοτεχνικό κύκλο του Σαν Φρανσίσκο. Επιπλέον, την περίοδο που ο Λόντον ζούσε στο Όκλαντ, συνάντησε τον ποιητή Τζωρτζ Στέρλινγκ και από εκείνη τη στιγμή οι δυο τους έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.

Το πρώτο αφήγημα του Τζακ Λόντον που δημοσιεύθηκε ήταν το «Πάνω στα ίχνη του ανθρώπου». Το περιοδικό Overland Monthly του πρόσφερε 5$ και ο Λόντον άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τη συγγραφική του καριέρα, βιοποριστικά πλέον. Όταν οι εκδόσεις The Black Cat δέχονται το αφήγημά του «Χίλιοι θάνατοι» πληρώνοντας 40$, λέει κυριολεκτικά και λογοτεχνικά ήταν σωτηρία για μένα εκείνα τα πρώτα χρήματα που κέρδισα.

Ο Λόντον ευτυχώς βρισκόταν στην καταλληλότερη εποχή για τη συγγραφική του καριέρα. Ξεκίνησε τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση της μία νέα τυπογραφική τεχνολογία που μείωνε το κόστος στην έκδοση των περιοδικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκρηκτική ανάπτυξη στις πωλήσεις των περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας ενώ έκανε περιζήτητα τα αφηγήματα. Το 1900 ο Τζακ Λόντον κέρδισε 2.500$ από την πώληση των αφηγημάτων του. Η καριέρα του βρισκόταν πλέον σε πολύ καλό δρόμο.

Μεταξύ των αφηγημάτων που πώλησε σε περιοδικά, ήταν και τα «Batard» ή «Diable», δύο διαφορετικές εκδόσεις της ίδιας ιστορίας. Ένας σκληρός Γαλλοκαναδός φέρεται βάναυσα στο σκύλο του, ο οποίος αντεπιτίθεται και τον σκοτώνει. Ο Λόντον έλεγε άλλωστε ότι οι ενέργειες του ανθρώπου είναι η κύρια αιτία των αντιδράσεων των ζώων κι αυτό θα το αναδείκνυε και μέσα από τα έργα του.

Το 1902 ο Στέρλινγκ βοήθησε τον Λόντον να βρει σπίτι κοντά στο Piedmont. Στην αλληλογραφία που διατηρούσαν οι Λόντον και Στέρλινγκ, ο Λόντον τον προσφωνούσε «Έλληνα» εξ αιτίας της γαμψής μύτης του και του κλασικού του προφίλ, υπογράφοντας ως «Λύκος». Ο Λόντον αργότερα περιέγραψε τον φίλο του ως "Russ Brissenden" στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Μάρτιν Ήντεν» (1909) και ως "Mark Hall" στην «Κοιλάδα του Φεγγαριού» (1913).

Προς το τέλος της ζωής του ο Λόντον ήταν πλέον κάτοχος μιας μεγάλης βιβλιοθήκης αποτελούμενης από 15.000 τίτλους. Κάνοντας λόγο για αυτήν ανέφερε ότι «ήταν το μέσον της επιτυχίας» του."

Ο Λόντον είχε μεγάλη αυτοπειθαρχία παρά την αλήτικη ζωή του, τη φαινομενική της αταξία και την αγάπη του για την ελευθερία. Είχε ένα αυστηρό πρόγραμμα εργασίας, που το τηρούσε και εργαζόταν διαρκώς. Δεν εξαρτούσε την εργασία του από την έμπνευση. Είχε ένα καταπληκτικό ταλέντο στη ζωντανή περιγραφή. Στα διηγήματά του, μπορεί κανείς πραγματικά να ακούσει τον αναστεναγμό του ανέμου και το γαύγισμα του αγριόσκυλου στην ερημιά του χιονισμένου δάσους. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες από τη μαγεία της πρωτόγονης φύσης. Και πολλά από τα επεισόδια που αναφέρει είναι αληθινά και τα μάζεψε στη γεμάτη περιπέτειες ζωή του.

Τα ενδιαφέροντα, όμως, του Τζακ Λόντον ήταν πολλά και δεν εξαντλούνταν στη δουλειά που είχε διαλέξει. Του άρεσε ο αθλητισμός και λάτρευε την πυγμαχία, τη ξιφασκία, την κολύμβηση, την ιππασία και τη ναυσιπλοΐα.

Ο πρώτος του γάμος (1900-1904)

Ο Τζακ Λόντον παντρεύτηκε την Μπες Μάντερν στις 7 Απριλίου 1900 την ίδια μέρα που δημοσιευόταν το αφήγημά του «Ο γιος του λύκου». Την Μπες την ήξερε πολλά χρόνια καθώς ήταν στο φιλικό του περιβάλλον. Η Stasz γράφει: «και οι δύο ήξεραν ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη, αλλά από φιλία και από την πίστη ότι θα έκαναν υγιή παιδιά.» Ο Κίνγκμαν έλεγε: «ένοιωθαν άνετα όταν βρίσκονταν μαζί. Ο Τζακ το είχε ξεκαθαρίσει στην Μπες ότι δεν την αγαπούσε αλλά την συμπαθούσε τόσο ώστε του ήταν αρκετό για να την παντρευτεί»

Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Τζακ Λόντον συνέχισε τη φιλία του με την συγγραφέα Άννα Στράνσκι, τη συνδημιουργό του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις», μιας νουβέλας που είχε ως θέμα την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ δύο γυναικών, που συζητούν φιλοσοφικά για την αγάπη. Η Άννα έγραφε σαν «Ντέιν Κέμπτον» που υποστήριζε τη ρομαντική πλευρά του γάμου και ο Τζακ σαν «Χέρμπερτ Γουέις», όπου υπερασπιζόταν την επιστημονική άποψη, επηρεασμένος από τον Δαρβινισμό και την Ευγονική. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί αυτοί αντίθετοι χαρακτήρες των δυο γυναικών, περιγράφονται ως:

[Η πρώτη γυναίκα είναι] τρελή, ακόλαστη, θαυμάσια, ανήθικη και γεμάτη ζωή. Το αίμα μου σφυροκοπά καυτό ακόμα τώρα που δημιουργώ το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας [η δεύτερη είναι] η περήφανη γυναίκα, η τέλεια μητέρα, το ζεστό αγκάλιασμα για ένα παιδί. Ξέρετε τον χαρακτήρα των γυναικών που όλοι τις ξέρουμε κι εγώ τις αποκαλώ σαν «μητέρες των ανθρώπων». Και όσο υπάρχουν στη γη τέτοιες γυναίκες θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στους ανθρώπους. Η μία είναι η ερωτική γυναίκα, αλλά η άλλη είναι η γυναίκα μητέρα, το υψηλότερο και το ιερότερο στην ιεραρχία της ζωής.

Η Γουέϊς δηλώνει: «Σκοπεύω να εξετάσω την υπόθεσή μου με λογική … για ποιον λόγο παντρεύομαι τον Χέστερ Στέμπινς. Δεν με ωθεί μια αρχέγονη κτηνώδης σεξουαλική παρόρμηση, ούτε κάποια παρωχημένη ρομαντική τρέλα. Ο λόγος αυτής της σχέσης είναι βασισμένος στη λογική, στην υγεία και τη συμβατότητα. Ο νους μου θα απολαύσει αυτή τη σχέση»

Ο Λόντον εξηγώντας γιατί οδηγήθηκε σε ένα γυναικείο χαρακτήρα που σκοπεύει να παντρευτεί, εξηγεί μέσω της Γουέις:

«ήταν η φύση της Μητέρας που φωνάζει μέσα μας, στον κάθε άντρα και στην κάθε γυναίκα, ακατάπαυτα και αιώνια: «ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ»

Στη συζυγική τους ζωή, ο Τζακ, αποκαλούσε την Μπες χαϊδευτικά σαν «μητέρα-κορίτσι» κι εκείνη τον φώναζε «μπαμπά-αγόρι».
Το πρώτο τους παιδί, η Τζόαν, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1901 και το δεύτερο η Μπέσυ (αργότερα την φώναζαν Μπέκυ) στις 20 Οκτωβρίου 1902.

Σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα, του οποίου η Τζόαν Λόντον δημοσίευσε κάποια τμήματα στα απομνημονεύματά της, «Ο Τζακ Λόντον και οι κόρες του», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, είναι εμφανής η ευτυχία που ένοιωθε ο Λόντον μαζί με τα παιδιά του. Ο γάμος του ήταν κάτω από συνεχές άγχος. Ο Κίνγκμαν (1979) λέει ότι από το 1903 «Η αποσύνθεση (…) φαινόταν αναπόφευκτη (…). Η Μπέσυ εξαιρετική γυναίκα αλλά οι δυο τους ήταν εξαιρετικά αταίριαστοι. Δεν υπήρχε αγάπη. Ακόμα και η συντροφικότητα και ο σεβασμός είχαν φύγει μετά το γάμο». Παρόλ' αυτά, «Ο Τζακ εξακολουθούσε να είναι τόσο καλός και ευγενικός με τη Μπέσυ, ώστε ο Τζον Κλούντσλεϊ, που ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι τους το Φεβρουάριο του 1903, δεν υποψιάστηκε τη διάλυση του γάμου τους.» 

Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Νόελ (1940) «Η Μπέσυ ήταν η αιώνια μητέρα. Στην αρχή είχε αφοσιωθεί στον Τζακ, διορθώνοντας τα χειρόγραφά του και τις αδυναμίες του στη χρήση της γραμματικής, αλλά όταν ήρθαν τα παιδιά δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτά. Αυτά ήταν η πρώτη της επιλογή και αυτό ήταν το πρώτο της σφάλμα. Ο Τζακ παραπονέθηκε στον Νόελ και στον Τζωρτζ Στέρλινγκ ότι «εκείνη είχε αφιερωθεί στην αγνότητα. Όταν της λέω ότι η ηθική της είναι η μόνη απόδειξη της χαμηλής της πίεσης, εκείνη με μισεί. Για χάρη της καταραμένης της αγνότητας, είναι ικανή να πουλήσει εμένα και τα παιδιά. Είναι φοβερό. Κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι έπειτα από ξενύχτι, δεν με αφήνει να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί της.» Η Σταζ πίστευε αυτός ήταν ένας τρόπος της Μπέσυ να δείξει ότι φοβόταν μήπως ο Τζακ της μετέδιδε κάποια αφροδίσια αρρώστια από τις πόρνες με τις οποίες εκείνος κοιμόταν.

Στις 24 Ιουλίου 1903, ο Τζακ είπε στην Μπέσυ ότι θα έφευγε και έφυγε. Σε όλη τη διάρκεια του 1904 ο Τζακ και η Μπέσυ διαπραγματεύονταν τους όρους του διαζυγίου και στις 11 Νοεμβρίου 1904 υπέγραψαν το διαζύγιο.

Ο δεύτερος γάμος

Μετά από το διαζύγιο με τη Μπέσυ, ο Τζακ παντρεύτηκε το 1905 την Τσάρμιαν Κίτρετζ. Ο βιογράφος Ρας Κίνγκμαν έγραψε ότι η Τσάρμιαν ήταν «η αδελφή ψυχή του Τζακ, το ιδανικό ταίριασμα».
Ο Τζακ σύγκρινε τη «γυναίκα μητέρα» και τη «γυναίκα σύντροφο» στο βιβλίο του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις». Αποκαλούσε χαϊδευτικά την Μπέσυ «μητέρα-κορίτσι» και την Τσάρμιαν «γυναίκα-σύντροφο» Η θεία και θετή μητέρα της Τσάρμιαν, Βικτώρια Γούντχολ, την είχε αναθρέψει χωρίς σεμνοτυφία. Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι υπαινίσσονται την ασυγκράτητη σεξουαλικότητα της Τσάρμιαν.
Ο Νόελ (Noel) (1940) αποκαλεί τα γεγονότα από το 1903 ως το 1905 «ένα οικογενειακό δράμα που θα συγκινούσε την πένα του Ίψεν». "Σε γενικές γραμμές ο Τζακ δεν υπήρξε πιστός στους γάμους του και συχνά επιζητούσε τις εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις. Στην Τσάρμιαν βρήκε όχι μόνο μια τολμηρή, δραστήρια και σεξουαλική σύντροφο, αλλά και σύντροφο της ζωής του μέχρι τον θάνατό του."
Προσπάθησαν να κάνουν παιδιά. Παρ΄όλα αυτά, ένα παιδί πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού και μία άλλη εγκυμοσύνη διακόπηκε με αποβολή



Το σπίτι στο ράντσο του

Το Ιδανικό Ράντσο (1910-1916)

Το 1910 ο Τζακ Λόντον αγόρασε ένα αγρόκτημα 1.000 στρεμάτων (4 χλμ²) στο Γκλεν Έλεν της Καλιφόρνια για 26.000$. Ο ίδιος έλεγε γι’ αυτό, ότι «μετά τη σύζυγό μου, το αγρόκτημα είναι για μένα το πιο αγαπημένο πράγμα στον κόσμο».

Πάσχισε πολύ για να καταστήσει το αγρόκτημα μια πετυχημένη οικονομικά επιχείρηση. Η συγγραφή ήταν πάντοτε επικερδής για το Λόντον, αλλά τώρα πλέον έγινε ο μοναδικός του σκοπός: «Δεν γράφω για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να προσθέσω περισσότερη ομορφιά σ' αυτό. Τώρα πια γράφω ένα βιβλίο με μοναδικό σκοπό να προσθέσω τρία ή τετρακόσια στρέμματα στο θαυμάσιο κτήμα μου.»
Μετά το 1910 τα λογοτεχνικά έργα του Λόντον ήταν συνήθως έργα εμπορικά, που γράφτηκαν από την ανάγκη του να εξασφαλίσει τα κατάλληλα έσοδα για την συντήρηση του αγροκτήματος. Η Τζόαν Λόντον έγραψε ότι μετά το 1910 «λίγοι κριτικοί ασχολήθηκαν για να ασκήσουν κριτική πάνω στο έργο του Λόντον, γιατί πλέον ήταν ολοφάνερο ότι ο Τζακ δεν προσπαθούσε πια να γράψει καλά.»

Η Stasz έχει γράψει ότι ο Λόντον «είχε βαθειά μέσα του το αγροτικό όραμα το οποίο εξέφρασε στα λεγόμενα «αγροτικά» μυθιστορήματά του, και σε νεότερη έκδοση του «Μάρτιν Ήντεν». Αυτοδίδακτος στους τρόπους καλλιέργειας της γης, μελετώντας τα διάφορα επιστημονικά εγχειρίδια και γεωργικά βιβλία, συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός συστήματος για την αγροτική εξέλιξη τέτοιο, ώστε σήμερα θα επιδοκιμάζονταν για την οικολογική του θεώρηση».

Ένοιωθε περήφανος για την δημιουργία του πρώτου σιλό (αποθήκη σιτηρών) στην Καλιφόρνια, το οποίο σχεδίασε μόνος του, μετατρέποντάς το σε αποθήκη, από ένα πρώην κυκλικό χοιροστάσιο. Ήλπιζε να κατορθώσει και να προσαρμόσει τη με φρόνηση καλλιέργεια ασιατικής γης, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το αγρόκτημα ήταν, από κάθε πλευρά μια κολοσσιαία αποτυχία. Αναλυτές που είδαν με συμπάθεια την προσπάθειά του αναφέρουν ως αιτίες της αποτυχίας την κακή τύχη και τα ξεπερασμένα μέσα που χρησιμοποιούσε. Όσοι ήταν επικριτικοί μαζί του, όπως ο Κέβιν Σταρ, πιστεύουν ότι ο Λόντον υπήρξε απλά ένα κακός διαχειριστής της επιχείρησης, γεγονός που γινόταν περισσότερο έντονο εξαιτίας του αλκοολισμού του. Μεταξύ του 1910 και 1916, έλειπε από το αγρόκτημα 6 μήνες τον χρόνο εξαιτίας διαφόρων δραστηριοτήτων. Ήθελε να δείχνει μεγάλος και δυνατός διευθυντής, αλλά ήταν ανεπαρκής στις λεπτομέρειες. Όσοι δούλευαν για τον Λόντον, οι εργάτες του, γελούσαν με τις προσπάθειές του να δείξει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας ενώ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το χόμπι ενός πλούσιου ανθρώπου.

Ο Τζακ Λόντον έζησε ολοκληρωτικά τη ζωή του και ήταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει τον εαυτό του και την περιουσία του σ' εκείνους που συμπαθούσε. Πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916, σε ηλικία 40 ετών. Το ιδανικό αγρόκτημα του Τζακ Λόντον είναι τώρα το National Historic Landmark.

Κατηγορίες για λογοκλοπή

Ο Τζακ Λόντον κατηγορήθηκε πολλές φορές για λογοκλοπή κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Γινόταν στόχος για τέτοιες κατηγορίες όχι μόνο επειδή ήταν επιτυχημένος συγγραφέας αλλά και λόγω του τρόπου με τον οποίο εργαζόταν.

Σε μια επιστολή που έγραψε στον Έλβιν Χόφμαν, του έλεγε «expression, you see—with me—is far easier than invention.» Αγόραζε την πλοκή για τις ιστορίες του από το νεαρό Σίνκλαιρ Λιούις και χρησιμοποιούσε στοιχεία που συνέλλεγε από εφημερίδες και περιοδικά για να βασίσει τις ιστορίες.

Ο Γιανγκ Έγκερτον υποστήριξε ότι η ιστορία του Λόντον «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» ήταν αντιγραφή από το βιβλίο του ίδιου με τίτλο «My Dogs in the Northland». Ο Λόντον απάντησε ότι είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το βιβλίο του Έγκερτον ως πηγή άντλησης στοιχείων και του έγραψε μια επιστολή ευχαριστώντας τον.

Τον Ιούλιο του 1902 δημοσιεύτηκαν τον ίδιο μήνα δυο μυθιστορήματα. Το «Moon-Face» του Τζακ Λόντον στο περιοδικό San Francisco Argonaut και το «The Passing of Cock-eye Blacklock» του Φρανκ Νόρις στο περιοδικό Century. Οι εφημερίδες σύγκριναν τις δύο ιστορίες τις οποίες ο Λόντον χαρακτήριζε ως «αρκετά διαφορετικές στον τρόπο που είχαν δουλευτεί, αλλά προφανώς ίδιες στην κεντρική ιδέα». Ο Τζακ Λόντον διευκρίνισε ότι και οι δυο συγγραφείς είχαν βασίσει την ιστορία τους στις ίδιες περιγραφές των εφημερίδων. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι ακόμη ένας συγγραφέας, ο Τσαρλς Φόρεστ Μακλάρεν, είχε δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο ίδιο γεγονός.


Μαζί με τη σύζυγό του Τσάρμιαν, έξι μέρες πριν το θάνατό του

Οι πολιτικές ιδέες

Ο Τζακ Λόντον έγινε σοσιαλιστής σε ηλικία 20 ετών. Πριν απ' αυτό, ήταν γεμάτος αισιοδοξία που προερχόταν από τη δύναμη και την υγεία που τον κατέκλυζε. Ήταν ένας τραχύς ατομιστής, που αγωνίστηκε σκληρά για να τα καταφέρει σε κάθε βήμα της ζωής του. Αλλά, όπως περιγράφει στο δοκίμιό του «Πώς έγινα Σοσιαλιστής», τα μάτια του άνοιξαν καθώς ανακατεύτηκε και συναναστράφηκε με τον κόσμο, τους φτωχούς και τους άπορους. Η αισιοδοξία που ένοιωθε εξανεμίστηκε και ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναδούλευε πιο σκληρά απ' όσο έπρεπε. Γράφει ότι σταμάτησε να είναι ατομιστής και αναγεννήθηκε σε σοσιαλιστή προσχωρώντας αρχικά στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1896. Το 1901 άφησε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής.

Το 1896, στα «Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο», εξιστορεί ότι όταν ήταν 20 ετών έδινε ομιλίες μπροστά σε κόσμο για τον Σοσιαλισμό, τις νύχτες στο πάρκο του Όκλαντ και ότι συνελήφθη γι' αυτές τις δραστηριότητες το 1897.

Έθεσε, ανεπιτυχώς, υποψηφιότητα ως Σοσιαλιστής υποψήφιος δήμαρχος στις εκλογές του 1901 στο Όκλαντ, λαμβάνοντας μόνο 245 ψήφους, και το 1905, σε επόμενη υποψηφιότητα, έλαβε 981 ψήφους. Έκανε περιοδείες σε ολόκληρη την χώρα μιλώντας για τον σοσιαλισμό και δημοσίευσε αυτές τις ομιλίες σε μια συλλογή δοκιμίων (Ο Πόλεμος των Τάξεων το 1905 και Επανάσταση και άλλα δοκίμια το 1910).

Συχνά υπέγραφε τις επιστολές του με το «Ημέτερος για την Επανάσταση»


Ο Ασπροδόντης


Ο Ασπροδόντης είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που αφηγείται τις περιπέτειες ενός μικρού λυκόσκυλου στα παγωμένα δάση του Καναδά. Εκεί η ζωή είναι σκληρή και το λυκόπουλο γρήγορα θα κληθεί να αντιμετωπίσει την άγρια φύση και τους κινδύνους που καραδοκούν σε κάθε του βήμα. Η απρόσμενη συνάντησή του με τους ανθρώπους θα το οδηγήσει κοντά τους, για να βρει προστασία, ζεστασιά και τροφή. Όμως ο Ασπροδόντης θα υποφέρει πολύ όταν βρεθεί στα χέρια βάναυσων ανθρώπων που θα τον βάλουν να σέρνει έλκηθρα και να μάχεται με σκύλους κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Θα καταφέρει το άγριο και μοναχικό ζώο να εξημερωθεί κοντά σε εκείνους που θα του δείξουν αγάπη και τρυφερότητα; Ο Ασπροδόντης είναι μια εντυπωσιακή περιπέτεια, ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο. Γραμμένο κατά ένα μεγάλο μέρος από τη σκοπιά του μικρού λύκου, δίνει τη δυνατότητα στους μικρούς αναγνώστες να γνωρίσουν τον τρόπο με τον οποίο τα ζώα βλέπουν την άγρια φύση, αλλά και τους ανθρώπους. https://www.ianos.gr/

O αδάμαστος

Το κείμενο που ακολουθεί είναι κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον O Ασπροδόντης (1906). O Ασπροδόντης είναι ένα μικρό θαρραλέο λυκόπουλο που συγκρούεται με τους σκληρούς νόμους της φύσης και των ανθρώπων, στην παγωμένη γη του Μεγάλου Βορρά, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρακολουθούμε την επίμονη προσπάθεια δύο αντρών, του Γουίντον Σκοτ, του νέου αφέντη του Ασπροδόντη, και του συντρόφου του, του Ματ, να δαμάσουν το άγριο ζώο. Η υπομονή και η κατανόηση των δύο αντρών στο ταλαιπωρημένο ζώο αποτελούν την αρχή της εξημέρωσής του. Αν αυτό δυσπιστεί και αμύνεται, είναι γιατί έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους που το έχουν αντιμετωπίσει σκληρά.

«Είναι μάταιο», παραδέχτηκε ο Γουίντον Σκοτ.

Καθόταν στο σκαλοπάτι της καλύβας του και κοίταζε το Ματ που αντέδρασε ανασηκώνοντας τους ώμους με την ίδια απόγνωση.

Κοίταξαν και οι δυο τον Ασπροδόντη, που τέντωνε την αλυσίδα του με ορθώματα της τρίχας, γρυλίσματα και άγρια χοροπηδητά για να φτάσει τα σκυλιά του έλκηθρου. Έπειτα από αλλεπάλληλα και διάφορα μαθήματα, και μάλιστα με το μπαστούνι του Ματ, τα σκυλιά έμαθαν ν’ αφήνουν ήσυχο τον Ασπροδόντη και ν’ αγνοούν φαινομενικά την ύπαρξή του.

«Λύκος είναι και μάλιστα ανήμερος», δήλωσε ο Γουίντον Σκοτ.

«Δεν ξέρω», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πολλά στοιχεία σκύλου μέσα του. Ένα είναι σίγουρο κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα».

O Ματ σώπασε και κοίταξε προς το βουνό Μουζχάιντ.

«Μην τσιγκουνεύεσαι αυτά που ξέρεις», αντιγύρισε κοφτά ο Σκοτ, αφού περίμενε αρκετά. «Έλα, πες το».

O Ματ έδειξε τον Ασπροδόντη με τον αντίχειρα.

«Λύκος ή σκύλος — είναι κιόλας εξημερωμένος».

«Όχι!»

«Ναι, σου λέω, και μάλιστα με χάμουρο. Κοίτα εκεί. Βλέπεις τα σημάδια στο στήθος;»

«Δίκιο έχεις, Ματ. Ήταν σκύλος έλκηθρου, πριν πέσει στα χέρια του Όμορφου Σμιθ».

«Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ξαναγίνει σκύλος έλκηθρου».

«Έτσι λες;», ρώτησε με αγωνία ο Σκοτ. Ύστερα η ελπίδα έσβησε, καθώς πρόσθετε κουνώντας το κεφάλι: «Τον έχουμε δυο βδομάδες κι είναι πιο άγριος παρά ποτέ».

«Δώσ’ του μια ευκαιρία», συμβούλεψε ο Ματ. «Λύσ’ τον για ένα διάστημα».

O άλλος τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Ναι», συνέχισε ο Ματ. «Ξέρω ότι προσπάθησες, αλλά δεν έπιασες μπαστούνι».

«Τότε προσπάθησε εσύ».

O Ματ έπιασε ένα μπαστούνι και πλησίασε το αλυσοδεμένο ζωντανό. O Ασπροδόντης κοίταξε το μπαστούνι, όπως κοιτάζει το λιοντάρι στο κλουβί το μαστίγιο του θηριοδαμαστή του.

«Τον βλέπεις που δεν παίρνει τα μάτια από το μπαστούνι;», είπε ο Ματ. «Καλό σημάδι. Δεν είναι χαζός. Δεν τολμάει να με πειράξει, όσο το κρατάω. Δεν είναι παλαβός, πίστεψέ με».

Όταν το ανθρώπινο χέρι πλησίασε στο λαιμό του, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα του, γρύλισε και ζάρωσε χαμηλά. Ενώ όμως κοίταζε το χέρι που πλησίαζε, δεν άφηνε από τα μάτια του και το μπαστούνι στο άλλο χέρι που κρεμόταν απειλητικά από πάνω του. O Ματ έλυσε την αλυσίδα από το κολάρο κι έκανε πίσω.

O Ασπροδόντης δυσκολεύτηκε να πιστέψει πως ήταν ελεύθερος. Είχαν περάσει πολλοί μήνες αφότου έπεσε στα χέρια του Όμορφου Σμιθ κι όλο αυτό τον καιρό δε γνώρισε ούτε στιγμή ελευθερίας, εκτός από τις περιπτώσεις που τον έλυναν για να παλέψει με άλλα σκυλιά. Αμέσως μετά τη μάχη, ήταν πάλι φυλακισμένος.

Δεν ήξερε τι να κάνει τη λευτεριά του. Ίσως, κάποια διαβολιά ετοίμαζαν πάλι εναντίον του οι θεοί. Προχώρησε αργά και προσεκτικά, πανέτοιμος για την επίθεση. Δεν ήξερε τι να κάνει, όλα ήταν τόσο αναπάντεχα. Φρόντισε ν’ απομακρυνθεί από τους δυο θεούς που καραδοκούσαν και πήγε προσεκτικά στη γωνιά της καλύβας. Δεν έγινε τίποτα. Τα έχασε κυριολεκτικά και ξαναγύρισε πίσω, σταματώντας δυο τρία μέτρα μακριά τους και κοιτώντας τους επίμονα.

«Δε θα το σκάσει;», ρώτησε ο καινούριος αφέντης του.

O Ματ ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να το διακινδυνεύσουμε. O μόνος τρόπος να μάθουμε είναι να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια».

«Το φουκαρά», μουρμούρισε συμπονετικά ο Σκοτ. «Δε χρειάζεται παρά μια απόδειξη της ανθρώπινης καλοσύνης», πρόσθεσε και μπήκε στην καλύβα.

Βγήκε κρατώντας ένα κομμάτι κρέας που έριξε στον Ασπροδόντη. Αυτός απομακρύνθηκε και το περιεργάστηκε καχύποπτα από μακριά.

«Όχι, Μέιτζορ!», προειδοποίησε με μια φωνή ο Ματ. Ήταν όμως πολύ αργά.

O Μέιτζορ είχε κάνει έφοδο στο κρέας. Στη στιγμή που το άρπαξε στα δόντια του, χτύπησε ο Ασπροδόντης και ανέτρεψε τον Μέιτζορ. O Ματ όρμησε, όμως ο Ασπροδόντης αποδείχτηκε πιο γρήγορος. O Μέιτζορ στήθηκε τρεκλίζοντας, αλλά το αίμα που ανάβλυζε από το λαιμό του έβαφε το χιόνι κόκκινο όλο και πιο μακριά.

«Κρίμα, αλλά του άξιζε», είπε ξέπνοος ο Σκοτ.

Όμως το πόδι του Ματ ξεκινούσε ήδη για να κλοτσήσει τον Ασπροδόντη. Ένας πήδος… άστραψαν δόντια, ακούστηκε ένα πνιχτό επιφώνημα. O Ασπροδόντης, γρυλίζοντας με μανία, πισωπάτησε άτσαλα πολλά μέτρα, ενώ ο Ματ έσκυβε να εξετάσει το πόδι του.

«Μου την έδωσε», ανακοίνωσε δείχνοντας το σχισμένο παντελόνι, τα εσώρουχα και το ματωμένο λεκέ που μεγάλωνε.

«Σου είπα ότι είναι μάταιο, Ματ», είπε αποθαρρημένος ο Σκοτ. «Το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα. Δεν το θέλω, αλλά δε γίνεται διαφορετικά».

Καθώς μιλούσε, έβγαλε απρόθυμα το περίστροφό του, άνοιξε τον κύλινδρο και έλεγξε το περιεχόμενο.

«Κοίτα, κύριε Σκοτ», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Τούτο το σκυλί έζησε μια κόλαση. Μην το περιμένεις να φερθεί σαν αγγελούδι. Δώσ’ του χρόνο».

«Κοίτα το Μέιτζορ», αντιγύρισε ο άλλος.

O Ματ περιεργάστηκε το χτυπημένο σκυλί. Είχε βουλιάξει στο χιόνι, μέσα στο αίμα του, και με το ζόρι ανάσαινε.

«Του άξιζε. Εσύ το είπες, κύριε Σκοτ. Προσπάθησε να πάρει το κρέας του Ασπροδόντη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Αναμενόμενο. Τι αξία έχει ένα σκυλί που δεν πολεμάει για το κρέας του;»

«Μα κοίτα τον εαυτό σου, Ματ. Εντάξει για τα σκυλιά, αλλά εσύ δεν είσαι σκυλί».

«Μου άξιζε κι εμένα», είπε πεισματάρικα ο Ματ. «Γιατί να τον κλοτσήσω; Είπες ότι καλά έκανε. Γιατί λοιπόν τον κλότσησα;»

«Είναι ευσπλαχνία να το σκοτώσουμε», διαμαρτυρήθηκε με πείσμα ο Σκοτ. «Δε δαμάζεται».

«Όχι, κύριε Σκοτ. Δώσ’ του μια ευκαιρία να παλέψει, του άμοιρου. Έζησε μια κόλαση και πρώτη φορά βρίσκεται λυτός. Δώσ’ του μια δίκαιη ευκαιρία κι αν δεν ανταποδώσει την καλοσύνη, θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Έλα!»

«Μα το Θεό, ούτε εγώ θέλω να τον σκοτώσω», απάντησε ο Σκοτ κρύβοντας το περίστροφο. «Θα τον αφήσουμε να τρέξει λυτός και θα δούμε τι αποτέλεσμα θα φέρει η καλοσύνη. Ας προσπαθήσουμε».

Πλησίασε τον Ασπροδόντη κι άρχισε να του ψιθυρίζει γλυκόλογα.

«Έχε καλύτερα έτοιμο το μπαστούνι», προειδοποίησε ο Ματ.

O Σκοτ έγνεψε αρνητικά και συνέχισε την προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ασπροδόντη.

O Ασπροδόντης έγινε καχύποπτος. Κάτι του ετοίμαζαν. Είχε σκοτώσει το σκυλί του θεού, είχε δαγκώσει το σύντροφο του θεού και τι άλλο μπορούσε να περιμένει εκτός από σκληρή τιμωρία; Αυτός όμως θα την αντιμετώπιζε αδάμαστος. Όρθωσε την τρίχα κι έδειξε τα δόντια. Τα μάτια του έπαιξαν ζωηρά, ολόκληρο το κορμί του ετοιμάστηκε για τα πάντα. O θεός δεν είχε μπαστούνι, επομένως δε θα πλησίαζε πολύ κοντά. Το χέρι του θεού είχε απλωθεί και κατέβαινε στο κεφάλι του. O Ασπροδόντης ζάρωσε και σφίχτηκε. Μυριζόταν κίνδυνο, κάποια προδοσία ή κάτι ανάλογο. Ήξερε τα χέρια των θεών, εξουσίαζαν και προκαλούσαν πόνο. Άλλωστε ήταν και η παλιά του απέχθεια για τα αγγίγματα. Γρύλισε πιο απειλητικά, ζάρωσε ακόμα πιο χαμηλά, αλλά το χέρι ακόμη κατέβαινε. Δεν ήθελε να δαγκώσει το χέρι, υπέμεινε τον κίνδυνο, ώσπου ξύπνησε μέσα του το ένστικτο και τον πλημμύρισε με την ακόρεστη δίψα για τη ζωή.

O Γουίντον Σκοτ πίστευε ότι ήταν αρκετά γρήγορος για να αποφύγει επίθεση και δάγκωμα. Όμως του έμελλε να μάθει την απίστευτη γρηγοράδα του Ασπροδόντη, που χτύπησε με την ευστοχία και την ευελιξία κουλουριασμένου φιδιού.

O Σκοτ ξεφώνισε ξαφνιασμένος, έπιασε το δαγκωμένο χέρι του και το κράτησε σφιχτά με το άλλο. O Ματ βλαστήμησε χοντρά και πήδηξε στο πλάι. O Ασπροδόντης ζάρωσε κάτω κι έκανε πίσω, με την τρίχα ορθωμένη και τα δόντια γυμνά, τα μάτια απειλητικά και μοχθηρά. Τώρα περίμενε ξύλο, ένα ξύλο εξίσου φοβερό μ’ εκείνο που έτρωγε από τον Όμορφο Σμιθ.

«Έι, τι κάνεις εκεί!», φώναξε ξάφνου ο Σκοτ.

O Ματ είχε ορμήσει στο καλύβι και ξανάβγαινε κρατώντας τουφέκι.

«Τίποτα», αποκρίθηκε εκείνος με προσποιητή ηρεμία. «Απλά θα τηρήσω το λόγο μου. Θα τον σκοτώσω».

«Όχι, δε θα τον σκοτώσεις!»

«Αλήθεια; Τώρα θα δεις».

Όπως ικέτευε ο Ματ για τον Ασπροδόντη, μετά τη δαγκωνιά, έτσι ικέτευε τώρα και ο Σκοτ.

«Είπες να του δώσουμε μια ευκαιρία. Θα του τη δώσουμε. Μόλις αρχίσαμε, δε θα τα παρατήσουμε στην αρχή. Μου άξιζε αυτή τη φορά. Και… για δες τον!»

Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα, στη γωνιά της καλύβας, ο Ασπροδόντης γρύλιζε, με μια μοχθηρία που σου έκοβε το αίμα, όχι στο Σκοτ αλλά στο Ματ.

«Άλλο πάλι και τούτο!», αναφώνησε κατάπληκτος ο Ματ.

«Είδες τι έξυπνος είναι;», πρόσθεσε βιαστικά ο Σκοτ. «Ξέρει τι σημαίνει τουφέκι, εξίσου καλά μ’ εσένα. Έχει μυαλό και πρέπει να δώσουμε μια ευκαιρία σ’ αυτό το μυαλό. Άσε κάτω το τουφέκι».

«Μετά χαράς», συμφώνησε ο Ματ ακουμπώντας το όπλο σε ένα κορμό. «Για δες και τούτο!», αναφωνούσε την άλλη στιγμή.

O Ασπροδόντης είχε ηρεμήσει και δε γρύλιζε πια.

«Αξίζει να το ψάξουμε. Κοίτα».

O Ματ άπλωσε το χέρι στο τουφέκι και, την ίδια στιγμή, ο Ασπροδόντης γρύλιζε. Μόλις ξεμάκρυνε ένα βήμα, τα ανασηκωμένα χείλη του Ασπροδόντη κατέβηκαν για να καλύψουν τα δόντια του.

O Ματ έπιασε το τουφέκι και άρχισε να το ανεβάζει αργά προς τον ώμο του. Την ίδια στιγμή ξανάρχιζαν τα γρυλίσματα του Ασπροδόντη και μεγάλωσαν όσο πλησίαζε να κορυφωθεί η κίνηση. Μια στιγμή όμως προτού φτάσει το τουφέκι στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτόν, πήδηξε στο πλάι, πίσω από τη γωνιά της καλύβας. Και ο Ματ απόμεινε να στέκει και να κοιτάζει το άδειο χιόνι, όπου στεκόταν πριν από λίγο ο Ασπροδόντης.

Άφησε κάτω το τουφέκι σοβαρός και στράφηκε στον εργοδότη του.

«Συμφωνώ μαζί σου, κύριε Σκοτ. Το σκυλί είναι πολύ έξυπνο για να το σκοτώσουμε».

Τ. Λόντον, O ασπροδόντης, μτφρ. Πόλυ Μοσχοπούλου, Αναστασιάδης


ΤΑΙΝΙΑ - Ο Ασπροδόντης



Βασισμένη στο κλασικό μυθιστόρημα του Τζάκ Λόντον «Ο Ασπροδόντης», αυτή η απίθανη ταινία κινουμένων σχεδίων είναι ένα συγκινητικό και τρυφερό παραμύθι για τη ζωή ενός μικρού λυκόσκυλου που σιγά-σιγά εγκαταλείπει την άγρια φύση και γνωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων, σε μια συναρπαστική περιπέτεια με φόντο την παγωμένη Αλάσκα.

Από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη Αλεξάντρ Εσπιγκάρες.
Η ιστορία του Ασπροδόντη

Το κλασικό αριστούργημα του Τζακ Λόντον κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1906. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο από συναισθήματα, ανθρωπιά, θάρρος, πίστη, γενναιότητα και δύναμη, που μας βοηθά να δούμε τη σημασία της πραγματικής αγάπης και αφοσίωσης. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία του λύκου και όχι των ανθρώπων όπως θα περιμέναμε. Περήφανος και γενναίος, ο Ασπροδόντης είναι ένα λυκόσκυλο που μεγαλώνει στις εχθρικές πλαγιές του Βορρά μέχρι να υιοθετηθεί από τον ιθαγενή Γκρέι Μπίβερ και τη φυλή του. Ο μοχθηρός Μπίβερ θα πουλήσει τον Ασπροδόντη σε έναν άκαρδο και βάρβαρο άντρα. Για καλή του τύχη όμως ο Ασπροδόντης σώζεται από ένα ευγενικό αγαθό ζευγάρι που του μαθαίνουν πώς να δαμάσει τα άγρια ένστικτά του και να γνωρίσει την πραγματική φιλία.https://www.culturenow.gr/

Η σιδερένια φτέρνα

Η «σιδερένια φτέρνα» του Τζακ Λόντον παραμένει ένα από τα συγκλονιστικότερα λογοτεχνικά έργα.

«Σε εφτακόσια χρόνια από σήμερα, τον τέταρτο αιώνα της Αδελφοσύνης του Ανθρώπου, που χρονολογείται από τον τελικό θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ένας αρχαιολόγος του μέλλοντος ανακαλύπτει το Χειρόγραφο Έβερχαρντ, τη μοσχοαναθρεμμένη γυναίκα του σοσιαλιστή ηγέτη Έρνεστ Έβερχαρντ, σταματάει στη μέση μιας πρότασης, για λόγους που δε θα μπορέσουμε ποτέ πια να μάθουμε. Μας εξιστορεί το ρόλο που έπαιξε ο άντρας της στον αγώνα της εργατιάς ενάντια στις δυνάμεις της πλουτοκρατίας, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μιλάει για το βαθμιαίο αλυσόδεμα των εργατών με τα δεσμά της οικονομικής και πολιτικής υποδούλωσης και για τον κρυφό τους αγώνα για οικονομική και πολιτική δικαιοσύνη και, τέλος, για την πρώτη μεγάλη εξέγερση των εξαθλιωμένων μαζών και την ανελέητη καταστολή της από τους μισθοφόρους της Σιδερένιας φτέρνας» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου) 
https://www.imerodromos.gr/

H «Σιδερένια Φτέρνα» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1907 μόνο στην Αγγλία πούλησε 7 εκατομμύρια αντίτυπα.

Απόσπασμα 

«Ωστόσο, η ήττα της δεν έδωσε τέλος στους δύσκολους καιρούς. Οι τράπεζες, που αποτελούσαν τη σπουδαιότερη δύναμη της Ολιγαρχίας συνέχιζαν να μην δίνουν πιστώσεις. Η Wall Street μετέτρεψε τη χρηματιστηριακή αγορά σε ανεμοστρόβιλο όπου οι αξίες όλης της χώρας σχεδόν μηδενίστηκαν. Και από την κατάσταση αυτή, που πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ξεπήδησε η μορφή της ανερχόμενης Ολιγαρχίας, ατάραχη, αδιάφορη και σίγουρη. Η ηρεμία και η σιγουριά της ήταν τρομοκρατική. Δεν χρησιμοποιούσε μόνο τη δική της τεράστια δύναμη, αλλά και όλη τη δύναμη του Θησαυροφυλακίου των Εν. Πολιτειών για να πραγματοποιήσει τα σχέδια της. Οι παράγοντες της βιομηχανίας είχαν στραφεί εναντίον της μεσαίας τάξης. Οι σύλλογοι των εργοδοτών, που είχαν βοηθήσει τους παράγοντες της βιομηχανίας να κάνουν κομμάτια την εργατική τάξη, τώρα κομμάτιαζαν τους παλιούς συμμάχους τους. 
Ανάμεσα στους τσακισμένους της μεσαίας τάξης, οι μικρο-επιχειρηματίες και μικρο-βιομήχανοι, καθώς και τα τραστς, παρέμεναν άθικτα. Όχι, τα τραστς δεν παρέμειναν απλώς άθικτα. Δραστηριοποιήθηκαν. Κούνησαν γη και ουρανό. Γιατί μόνο αυτά ήξεραν πώς να εκμεταλλευτούν αυτόν τον ανεμοστρόβιλο και να κερδοσκοπήσουν. Και τι κέρδη! Τεράστια! Αρκετά ισχυροί οι ίδιοι για ν’ αντιμετωπίσουν τη θύελλα που ως ένα σημείο ήταν δικό τους κατασκεύασμα, χαλάρωσαν και πλιατσικολογούσαν τα ναυάγια που έπλεαν γύρω τους. Οι αξίες είχαν θλιβερά και απίστευτα συρρικνωθεί και τα τραστς πρόσθεσαν υπέρογκα κέρδη στα περιουσιακά τους στοιχεία προεκτείνοντας τις επιχειρήσεις τους και σε άλλες περιοχές και πάντα με ζημία της μεσαίας τάξης».


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΞ


Το βιβλίο συγκεντρώνει τρείς από τις νουβέλες του Λόντον για το μποξ καθώς και τις δημοσιογραφικές-λογοτεχνικές ανταποκρίσεις του από πυγμαχικούς αγώνες. Η έκδοση συνοδεύεται από φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία των πυγμάχων που αναφέρονται καθώς και από σχέδια και εικόνες του Ηλία Παπαγιαννόπουλου που φτιάχτηκαν ειδικά για το βιβλίο.
Τον Δεκέμβριο του 1908, ο Τζακ Λόντον βρίσκεται στην Αυστραλία. Ύστερα από μια πραγματική χρεοκοπία, οικονομική, ηθική και σωματική, μπαίνει στις 16 Νοεμβρίου στο νοσοκομείο του Σύντνεϋ, όπου και θα νοσηλευτεί για μια παράξενη και επώδυνη τροπική ασθένεια. Η πρώτη ευχαρίστηση που προσφέρει στον εαυτό του ο συγγραφέας, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, είναι ένας αγώνας πυγμαχίας: η αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο πρωταθλητές βαρέων βαρών, τον Τζόνσον και τον Μπέρνς, που γίνεται μέσα στο καινούργιο στάδιο του Σύντνεϋ. Έκανε τη σχετική ανταπόκριση για τη New York Herald και την Australian Star . 
Ο Λόντον θα αφιερώσει στον Τζόνσον άλλα δώδεκα άρθρα από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο του 1910. Η New York Herald και μια αλυσίδα εφημερίδων του είχαν αναθέσει να εκθέσει λεπτομερώς όλο τον χρόνο της προπόνησης του Τζόνσον και του αντιπάλου του Τζίμ Τζέφρυς, πριν από τον αγώνα που τους έφερε αντιμέτωπους στο Ρίνο, στις 4 Ιουλίου 1910. 
Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι μια μεγάλη αμερικανική εφημερίδα διάλεξε έναν διάσημο συγγραφέα για να "καλύψει" μια αθλητική συνάντηση η οποία συγκέντρωνε το ενδιαφέρον ολόκληρης της Αμερικής. Ο Λόντον είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πρώτους συγγραφείς (αν όχι ο πρώτος) που τόλμησε να χρησιμοποιήσει έναν πυγμάχο ως μυθιστορηματικό ήρωα, το 1905, στο Παιχνίδι . Ακολούθησαν τα: Ένα κομμάτι κρέας (1909), Το κτήνος των σπηλαίων (1911), και Ο Μεξικάνος (1911). 
Στις αρχές του αιώνα, η πυγμαχία δεν εθεωρείτο "ευγενής τέχνη". Όσο για την ένταξη της πυγμαχίας στον λογοτεχνικό χώρο - κάθιδρο και θορυβώδες κοινό, ματωμένες πετσέτες, πρησμένα και μωλωπιασμένα μάτια- κάτι τέτοιο έμοιαζε ασύλληπτο. Ο Τζακ Λόντον όμως ήταν αποφασισμένος να ανοίξει τον χώρο της λογοτεχνίας προς όλες τις όψεις της ζωής, ακόμα και σε όσες θεωρούνται ασήμαντες, χυδαίες ή αηδιαστικές. 
Ο Λόντον δεν είχε συλλάβει το μυθιστόρημα σαν κομψοτέχνημα που ο συγγραφέας το λαξεύει στην άνετη ατμόσφαιρα του γραφείου του, αλλά σαν ένα κομμάτι αιμορροούσας ζωής που επιρρίπτει στον αναγνώστη. Κατ' αυτόν η λογοτεχνία είναι η βιωμένη γραφή. Το μυθιστόρημα πρέπει να βγαίνει μέσα από την παρατήρηση. Και, αν είναι δυνατόν, από την εμπειρία. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

Αποσπάσματα από το διήγημα - Ένα κομμάτι κρέας. 

Eπρόκειτο για πρόσωπο ανθρώπου που σου προκαλεί τρόμο όταν τον συναντήσεις σε ένα σκοτεινό σοκάκι η κάποιο μοναχικό μέρος. Κι όμως ο Τομ Κινγκ δεν ήταν εγκληματίας, δεν είχε διαπράξει ποτέ το κανενός είδους έγκλημα. Εκτός των συνηθισμένων στους κύκλους του διαπληκτισμών, δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν. Ποτέ δεν είχε προκαλέσει καβγά. Ήταν επαγγελματίας, και φυλάγε όλη του την αγωνιστική βαναυσότητα για τις επαγγελματικές του εμφανίσεις. Έξω από το ρινγκ τον χαρακτήριζες καλότροπο άνθρωπο, με κινήσεις προσεκτικές, και σε παλιότερα χρόνια, όταν το χρήμα κυκλοφορούσε άφθονο γύρω του, υπήρξε υπερβολικά ανοικτοχέρης. Δε κρατούσε κακία και δεν είχε εχθρούς. Ο αγώνας ήταν η δουλειά του. Στο ρινγκ χτυπούσε για να πονέσει τον αντίπαλο, να τον σακατέψει, να τον εκμηδενίσει, χωρίς όμως να τον εχθρεύεται. Το θεωρούσε καθαρά επαγγελματικό ζήτημα. Το κοινό συναθροιζόταν και πλήρωνε για να δει το θέαμα δυο ανδρών που προσπαθούν να καταβάλουν με γροθιές ο ένας τον άλλο . ο νικητής έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από το χρηματικό βραβείο. Όταν ο Τομ Κινγκ αντιμετώπισε, πριν είκοσι χρόνια , τον Γουλουμούλου Γκάουκερ, γνώριζε ότι το σαγόνι του αντιπάλου του είχε αποθεραπευτεί μόλις πριν από τέσσερις μήνες, υστέρα από σπάσιμο σε πυγμαχική συνάντηση του Νιούκασελ. Το έβαλε στο μάτι και του το ανάσπασε στον ένατο γύρο, όχι γιατί είχε προηγούμενα μαζί του , αλλά επειδή αποτελούσε τον ασφαλέστερο τρόπο να τον νικήσει και να καρπωθεί το χρηματικό έπαθλο. Και ο Γκαουκερ δεν του κράτησε κακία. Έτσι ήταν το παιχνίδι, το ήξεραν και συμμετείχαν σε αυτό.

[…]

«Καλή τύχη , Τομ» είπε (η γυναίκα του). ‘Προσπάθησε να τον βάλεις κάτω’.

«Να τον βάλω κάτω», επανέλαβε. «Ακριβώς, θα προσπαθήσω. Δεν μπορώ να κάνω και τιποτ’ άλλο.»

Γέλασε, όσο καλόκαρδα μπορούσε, ενώ η γυναίκα του σφίχτηκε γύρω του. Πάνω από τον ώμο της, έριξε μια ματιά στο άδειο δωμάτιο. Ότι είχε στον κόσμο: το διαμέρισμα με απλήρωτο νοίκι, αυτή και τα παιδιά. Τα άφηνε για να βγει έξω στη νύχτα και να φέρει τροφή στη σύντροφο και τα μικρά της – όχι όπως ένα σύγχρονος εργάτης που πάει να συναντήσει το βόμβο της μηχανής, αλλά όπως ένας πρωτόγονος, ζωώδης άντρας που θ αγωνιστεί με τον παλαιό, βασιλικό τρόπο για την τροφή του.

«Θα προσπαθήσω να τον βάλω κάτω», επανέλαβε, αυτή τη φορά με μια δόση απελπισίας στη φωνή του.

«Αν νικήσω, θα πάρω τριάντα λίρες – περίπου όσα είναι τα χρέη μας, και θα περισσέψει κάτι. Αν χάσω δεν παίρνω τίποτα – ούτε μια δεκάρα για το τραμ. Η γραμματεία μου έδωσε προκαταβολικά τα λεφτά που αντιστοιχούν στον ηττημένο. Αντίο, καλή μου γυναίκα. Αν νικήσω θα ‘ρθω κατευθείαν στο σπίτι»
[…]
Είχε ξυπνήσει με τόση ανάγκη για λίγο κρέας. Μισούσε τους χασάπηδες που του το είχαν αρνηθεί. Πώς να αγωνιστεί ένας ηλικιωμένος άνθρωπος δίχως να έχει φάει καλά. Ένα κομμάτι κρέας είναι τόσο μικρή υπόθεση, μερικές δεκάρες. Γι αυτόν όμως σήμαινε τριάντα λίρες.
[…]

Τζακ Λόντον, Ένα κομμάτι κρέας (1909)




Ο δρόμος

"Υπάρχει μια γυναίκα που ζει στην πολιτεία της Νεβάδα στην οποία κάποτε έλεγα ψέματα συνεχώς, σταθερά και ξεδιάντροπα για μια δυο ώρες. Δε θέλω να της απολογηθώ, ούτε κατά διάνοια. Αλλά θέλω να της εξηγήσω. Δυστυχώς δεν ξέρω το όνομα της και ακόμα λιγότερο την τωρινή της διεύθυνση. Αν η ματιά της τύχει να πέσει σ' αυτές τις γραμμές, ελπίζω να μου γράψει".

(από την "Εξομολόγηση")

Σ' αυτή τη διασκεδαστική συλλογή από ιστορίες και αυτοβιογραφικά δοκίμια, ο Λόντον αφηγείται τις μέρες που πέρασε στο δρόμο. Κάθε ιστορία περιγράφει λεπτομερώς μια πλευρά της ζωής των αστέγων από το ανέβασμα στο τρένο μέχρι το ζητιάνεμα του φαγητού. Ο πλούτος των εμπειριών και η ανάγκη να πει ψέματα για να επιζήσει δίνουν βάθος στις ιστορίες του Τζακ Λόντον. 


Αποσπάσματα 

Ήταν στο Ρένο της Νεβάδα, καλοκαίρι του 1892. Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες. Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη «πειναλέα» πόλη. Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν' ανοίγουν.

Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες. Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο. Βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση σ' αυτή την πόλη, που, μια μέρα, ξέφυγα απ' το φύλακα και τρύπωσα στο ιδιωτικό βαγόνι ενός περιοδεύοντα εκατομμυριούχου. Το τρένο ξεκινούσε την ώρα που ανέβηκα στο βαγόνι και όρμηξα στον εκατομμυριούχο που λέγαμε, ενώ μόλις ένα βήμα πίσω μου είχα το φύλακα, που πολεμούσε να με τσακώσει. Η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή, γιατί μόλις ακούμπησα τον εκατομμυριούχο, με τσίμπησε κι ο φύλακας. Δεν είχα καιρό για τυπικότητες. 

«Δω 'μου μια δεκάρα να φάω», είπα. Κι όσο ζω δε θα ξεχάσω τον εκατομμυριούχο, που έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου 'δωσε... μάλιστα... ακριβώς... μια δεκάρα. Πιστεύω ακράδαντα πως τόσο είχε αναστατωθεί, ώστε υπάκουσε αυτόματα και, από τότε, πολλές φορές κατηγόρησα τον εαυτό μου που δεν του ζήτησα ένα ολόκληρο δολάριο. Γιατί ξέρω ότι θα μου το 'δινε. Απομακρύνθηκα τρέχοντας απ' το ιδιωτικό βαγόνι, ενώ ο φύλακας πολεμούσε να μου δώσει μια κλοτσιά στη μούρη. Δε με πέτυχε. Κι ας βρισκόμουν σε πολύ μειονεκτική θέση, γιατί προσπαθούσα να κατέβω απ' το τελευταίο σκαλί του βαγονιού και να μη σπάσω κιόλας το λαιμό μου, ενώ ταυτόχρονα, είχα κι από πάνω απ' το βαγόνι έναν εξαγριωμένο αιθίοπα που προσπαθούσε να με χτυπήσει καταπρόσωπο με ποδάρες πενήντα νούμερο! Μα την πήρα τη δεκάρα! Την πήρα!

[….] Μα αυτό το κάτι που 'θελα να φάω με δυσκόλεψε πολύ. Σε μια ντουζίνα σπίτια, με πέταξαν με τις κλωτσιές έξω. Μερικές φορές, με πρόσβαλαν κιόλας και τα αμπαρωμένα σπίτια με πληροφορούσαν πως θα τις έτρωγα στα γερά αν τολμούσα να τα ενοχλήσω. Το χειρότερο ήταν ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν σωστές. Γι' αυτό και το 'χα πάρει απόφαση να φύγω την ίδια εκείνη νύχτα για τα δυτικά. Ο Τζον ο Νόμος έφερνε βόλτες στην πόλη, γυρεύοντας τους νηστικούς και τους άστεγους, γιατί αυτό αξίωναν οι αμπαρωμένοι κάτοικοι της πόλης.

Σ' άλλα σπίτια, μου βροντούσαν κατάμουτρα την πόρτα, κόβοντας στη μέση τα ευγενικά και ταπεινά μου παρακάλια να μου δώσουν κάτι να φάω. Σ' ένα σπίτι, δεν άνοιξαν καν την πόρτα. Στάθηκα στο κατώφλι και χτύπησα κι οι από μέσα με κοιτούσαν απ' το παράθυρο. Κρατούσαν μέχρι κι ένα καλοθρεμμένο παιδάκι ψηλά, στους ώμους τους, για να του δείξουν κι εκείνου τον αλήτη που δεν έμελλε να πάρει ούτε ψίχουλο απ' το σπίτι τους.

Άρχισα να καταλαβαίνω πως θα ήμουν υποχρεωμένος να στραφώ για φαγητό στους πολύ φτωχούς. Οι πολύ φτωχοί είναι το τελευταίο και σίγουρο αποκούμπι για τους πεινασμένους αλήτες. Πάντα μπορείς να βασιστείς στους πολύ φτωχούς. Ποτέ δε διώχνουν τους πεινασμένους. Πάμπολλες φορές, σ' όποιο μέρος των ΗΠΑ κι αν βρισκόμουν, αρνήθηκαν να μου δώσουν φαΐ τα μέγαρα πάνω στους λόφους. Μα πάντα μου 'διναν φαΐ τα φτωχοκάλυβα στο ρέμα ή στο έλος, που τα σπασμένα τους παράθυρα τα έκλειναν κουρέλια κι όπου κατοικούσαν μανάδες με κουρασμένο πρόσωπο, τσακισμένες απ' τη σκληρή δουλειά.

[….] Στη θύμησή μου έχει μείνει ένα συγκεκριμένο σπίτι απ' όπου με διώξανε κείνο το βράδυ. Τα παράθυρα της βεράντας έβλεπαν στην τραπεζαρία και μέσα απ' αυτά είδα έναν άντρα να τρώει πίτα, μια μεγάλη κρεατόπιτα. Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα και, την ώρα που μιλούσαμε, εξακολουθούσε το φαγητό του. Ευημερούσε και η ευμάρειά του τον είχε κάνει να δυσφορεί με τα λιγότερο τυχερά αδέρφια του.

Έκοψε στη μέση τα παρακάλια μου να μου δώσουν κάτι να φάω και γαύγισε: «Δεν πιστεύω πως θες να δουλέψεις».

Ε, αυτό ήταν τελείως ξεκάρφωτο. Δεν είχα πει τίποτα για δουλειά. Το θέμα της συζήτησης που άνοιξα ήταν το «φαΐ». Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να δουλέψω. Ήθελα να πάρω το νυχτερινό τρένο για τα δυτικά.
«Δε θα πεινούσες αν έβρισκες δουλειά», γρύλλισε.

Έριξα μια ματιά στην πειθήνια γυναίκα του και κατάλαβα ότι, αν δεν ήταν παρών αυτός ο Κέρβερος, θα την είχα δοκιμάσει τούτη την κρεατόπιτα. Μα ο Κέρβερος έτρωγε τώρα ολομόναχος την πίτα και κατάλαβα ότι, αν ήθελα να την δοκιμάσω κι εγώ, θα έπρεπε να τον κολακέψω. Για τούτο, αναστέναξα βαθιά μέσα μου και δέχτηκα την εργασιακή του ηθική.

«Και βέβαια θέλω δουλειά», μπλοφάρησα.
«Δε σε πιστεύω», ξεφύσησε.
«Δοκίμασέ με», αποκρίθηκα, συνεχίζοντας τη μπλόφα μου.
«Εντάξει», είπε. «Έλα στη γωνιά του τάδε και του τάδε δρόμου» -(ξέχασα τα ονόματά τους)- «αύριο το πρωί. Ξέρεις, εκεί που είναι εκείνο το καμένο σπίτι. Θα σε βάλω ν' ανεβάζεις τούβλα».
«Εντάξει, κύριε. Θα 'ρθω».

Γρύλλισε κι εξακολούθησε το φαΐ του. Εγώ περίμενα. Μετά από ένα δυο λεπτά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε μ' ένα ύφος που 'λεγε «ακόμα εδώ είσαι;» και ρώτησε:
«Λοιπόν;».
«Πε...περιμένω να μου δώσετε κάτι να φάω», είπα ευγενικά.
«Το 'ξερα πως δεν ήθελες να δουλέψεις!» μούγκρισε.

Είχε δίκιο, φυσικά. Μα στο συμπέρασμα του θα πρέπει να 'φτασε διαβάζοντας τη σκέψη μου, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσει με τη λογική σ' αυτό.

«Βλέπετε, τώρα πεινάω», είπα, ήρεμα πάλι. «Αύριο το πρωί θα πεινάω ακόμα περισσότερο. Σκεφτείτε πόσο θα πεινάω αν όλη τη μέρα ανεβάζω τούβλα χωρίς να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου. Αν, όμως, μου δώσετε κάτι να φάω τώρα, αύριο θα είμαι σε καλή φόρμα και θα κουβαλήσω τα τούβλα».

Συλλογίστηκε για ώρα το επιχείρημά μου, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να μασάει. Η γυναίκα του έκανε τρέμοντας κάτι να πει, για να εξιλεωθούν οικογενειακά, μα δεν τόλμησε.

«Να σου πω τι θα κάνω», μου είπε ανάμεσα στις μπουκιές του. «Θα 'ρθεις να δουλέψεις αύριο και το μεσημέρι θα σου δώσω μια μπροστάντζα για να πας να φας. Αυτό θα δείξει αν μιλάς ειλικρινά ή όχι».

«Στο μεταξύ...», άρχισα να λέω, μα με διέκοψε.

«Αν σου δώσω κάτι να φας τώρα, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ. Α, σας ξέρω εσάς. Για δες με καλά. Δε χρωστάω σε κανέναν. Και ποτέ δεν έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γυρεύω φαγητό από άλλον. Πάντα έβγαζα το ψωμί μου. Το κακό με σένα είναι πως είσαι τεμπέλης κι ακαμάτης. Το βλέπω στο πρόσωπό σου. Εγώ δούλεψα και ήμουν τίμιος. Μόνος μου ανέβηκα στη θέση που βρίσκομαι. Και συ μπορείς να κάνεις το ίδιο, φτάνει να δουλέψεις και να 'σαι τίμιος».
«Όπως εσείς;» ρώτησα.

Αλίμονο, η βλοσυρή, τσακισμένη απ' τη δουλειά ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν άφηνε να την αγγίξει ούτε μια αχτίδα χιούμορ.
«Ναι, όπως εγώ», αποκρίθηκε.
«Όλοι μας;» ρώτησα.
«Ναι, όλοι σας», απάντησε, με φωνή γεμάτη σιγουριά.
«Μα αν γινόμασταν όλοι σαν κι εσάς», είπα, «επιτρέψτε μου να σας επισημάνω πως δε θα έμενε κανένας για ν' ανεβάζει τούβλα για λογαριασμό σας».

Τ ορκίζομαι, τα μάτια της γυναίκας του σα να χαμογέλασαν φευγαλέα. Όσο για κείνον, έμεινε εμβρόντητος. Ποτέ δεν θα μάθω αν αυτό έγινε επειδή φαντάστηκε μιαν ανθρωπότητα μεταρρυθμισμένη, όπου δε θα μπορούσε ν' απασχολήσει ανθρώπους για να κουβαλάνε τούβλα, ή εξαιτίας του θράσους μου.
Jack London (1876-1916)


Κάθε λίγο και λιγάκι, σε εφημερίδες, περιοδικά και λεξικά με βιογραφίες, διαβάζω για τη ζωή μου. Τα κείμενα αυτά, με προσοχή και περίσκεψη διατυπωμένα, με πληροφορούν ότι έγινα αλήτης με σκοπό να μελετήσω κοινωνιολογία. Αυτό δείχνει μεν την φρόνηση και τη διακριτικότητα των βιογράφων μου, αλλά δεν είναι διόλου σωστό. Έγινα αλήτης... ε, γιατί είχα μέσα μου δίψα για ζωή, γιατί μες στο αίμα μου είχα τη λαχτάρα της περιπέτειας, που δε μ' άφηνε να μείνω ήσυχος. Η κοινωνιολογία ήρθε μετά, τελείως συμπτωματικά. Ήρθε μετά, όπως το δέρμα σου υγραίνεται αφού πρώτα σε καταβρέξουνε. Βγήκα «στο Δρόμο» γιατί δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ' αυτόν. Γιατί στην τσέπη μου δεν είχα παράδες για ν' αγοράσω εισιτήριο για το τρένο. Γιατί ήμουν έτσι καμωμένος, ώστε το θεωρούσα αδιανόητο να δουλεύω σ' όλη μου τη ζωή στο ίδιο μέρος. Γιατί... ε, γιατί μου ήταν ευκολότερο να βγω στο Δρόμο, παρά να μη βγω.

*αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο 
του Τζακ Λόντον Ο δρόμος
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου