Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Βασίλης Τσιτσάνης ( 18 Ιανουαρίου 1915 - 18 Ιανουαρίου 1984 )


Ο Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου 1915 - 18 Ιανουαρίου 1984) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα, του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.


Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φευγει απο τα τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τονπόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι…τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.



Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές «μόδες», παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : «Ίσως αύριο (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια»(1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου»(1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα»(1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές»(1968), «Κάποιο αλάνι»(1968), «Της Γερακίνας γιός»(1975),»Δηλητήριο στη φλέβα»(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.

Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πρίν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…








Ο Μπλόκος του Βασίλη Τσιτσάνη


Ένα τραγούδι του Τσιτσάνη γραμμένο για το φοβερό μπλόκο της Καλαμαριάς


«Την 13-8-44 και από της 4ης πρωινής ώρας και μέχρι της μεσημβρίας περίπου απεκλείσθη άπασα η περιφέρεια του ενταύθα ΙΑ’ Αστυνομικού Τμήματος Συνοικισμού Καλαμαριάς υπό Γερμανών στρατιωτών... τμήματα δε των ενταύθα Εθνικιστικών Ομάδων ενήργησαν κατ ’οίκον ερεύνας και εξετέλεσαν τους κάτωθι…».


Αυτή είναι η έκθεση της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, όπως συντάχθηκε στις 16 Αυγούστου 1944, τρεις μέρες μετά το Μπλόκο της Καλαμαριάς. To πρωί της Κυριακής 13 Αυγούστου 1944, Γερμανοί στρατιώτες με Έλληνες συνεργάτες τους από το Τάγμα του Δάγκουλα, περικύκλωσαν το κέντρο της Καλαμαριάς και τους γύρω συνοικισμούς και με μια λίστα χαρακτηρισμένων αριστερών, άρχισαν τις έρευνες στα σπίτια. Μέχρι το μεσημέρι, έντεκα άνθρωποι είχαν εκτελεσθεί στα σπίτια τους ή στο δρόμο. Θα ήταν πολλοί περισσότεροι, αφού εκείνη τη μέρα είχαν συλληφθεί τριάντα, που προορίζονταν για εκτέλεση κι άλλοι διακόσιοι, που είχαν κρατηθεί στο χώρο του σχολείου. Ο Δήμαρχος όμως της Καλαμαριάς, Δημήτριος Παυλίδης, με τους κατάλληλους χειρισμούς, κατάφερε να αποσοβήσει τα χειρότερα. Το μεσημέρι παρέθεσε γεύμα στο χώρο της αστυνομίας, στο Δάγκουλα και τους άντρες του, με τρία πρόβατα και άφθονο κρασί, με αποτέλεσμα στο τέλος να μεθύσουν, να κουραστούν και να φύγουν τραγουδώντας Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα, της άνοιξης τα κάλλη…και απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους κρατούμενους.

Το Τάγμα του Αντώνη Δάγκουλα, που συντάχθηκε το 1944 και επίσημα ονομάστηκε Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης, απαριθμούσε σχεδόν εκατό άντρες οι οποίοι φορούσαν και περιβραχιόνιο με νεκροκεφαλή. Οι άντρες αυτοί, με εντολή των γερμανικών αρχών, είχαν επιφορτισθεί με αστυνομικά καθήκοντα, παρά τις αντιδράσεις της επίσημης αστυνομίας. Η νεκροκεφαλή στο περιβραχιόνιο φανέρωνε πως η πραγματική αποστολή τους ήταν αυτή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Γερμανοί έμεναν απαθείς στις κάθε είδους ληστρικές επιδρομές και βιαιοπραγίες του Τάγματος.
Εκείνη την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης ζούσε και δημιουργούσε στη Θεσσαλονίκη. Στο κέντρο της πόλης, στην οδό Παύλου Μελά 21, διατηρούσε το περίφημο Ουζερί Τσιτσάνης, όπου έγραψε μερικά από τα ωραιότερά του τραγούδια. Κάποια τα ηχογράφησε μόλις τέλειωσε ο πόλεμος και άνοιξε το ιστορικό εργοστάσιο της Columbia. Κάποια όμως ήταν αδύνατο να περάσουν τους σκοπέλους της λογοκρισίας που ταλάνισαν επί σειρά ετών τη λαϊκή μουσική και παρέμειναν ανέκδοτα ή χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να πάρουν το δρόμο για το στούντιο. Ένα απ’ αυτά ήταν και το χασαποσέρβικο Ο μπλόκος (Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια) που για πολλά χρόνια το άκουγα από το δίσκο 12 Νέες Λαϊκές Δημιουργίεςτου Τσιτσάνη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 δε, συμμετέχω με τη Φιλαρμονική του Δήμου στην εκδήλωση μνήμης που γίνεται κάθε χρόνο στο χώρο του μνημείου που έχει αναρτηθεί σε κεντρικό σημείο της πόλης, για τα θύματα του Μπλόκου της Καλαμαριάς και όλων των πεσόντων Καλαμαριωτών από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Έτσι η έκπληξή μου ήταν πολύ μεγάλη, όταν έπεσε στα χέρια μου η τετραπλή κασετίνα με τίτλο Βασίλης Τσιτσάνης - Καλλιτέχνης (Fm Records) που κυκλοφόρησε το 2005, με την επιμέλεια του συλλέκτη και φίλου του Τσιτσάνη Κώστα Χατζηδουλή και διάβασα πως το τραγούδι αυτό γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944, μετά το φοβερό Μπλόκο της Καλαμαριάς, ενώ υπάρχει ένα μοναδικό ντοκουμέντο με το συνθέτη να το προβάρει με το μπουζούκι του και να τραγουδά ο ίδιος.


«Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια, βγήκανε και τα μαχαίρια 
για να μας καρφώσουν –Ωχ! μανούλα μου 
έφτασαν τα καραβάνια με σπαθιά και με γκιορντάνια 
για να μας σταυρώσουν –Ωχ! καρδούλα μου 
Εμείς το ξέραμε μια μέρα πως θα γίνει μπλόκος 
Ωχ! Μανούλα μου 
κι είναι πολλοί αυτοί που χρόνια μας σταυρώνουν χρόνια 
Ωχ! καρδούλα μου 
κράτησε σφιχτά τα χέρια- την καρδιά σου κάνε πέτρα μην πονάς 
Μία χούφτα παλικάρια πολεμάν σαν τα λιοντάρια 
μέσα στην αντάρα, μέσα στη σκλαβιά 
το θεριό στα δυο να κόψουν και τον τύραννο να διώξουν 
όλα θα τα δώσουν για τη λευτεριά»










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου