Egyptian Chess Players by Sir Lawrence Alma-Tadema |
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Το σκάκι
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...
A Game Of Chess by George Goodwin Kilburne |
Νάσος Βαγενάς - Η ΠΑΡΤΙΔΑ
Στον Κώστα Στεργιόπουλο
Πώς να σε κερδίσω;
Με παίζεις όπως θέλεις. Και μου παίρνεις
έναν-έναν τους στρατιώτες. Μου κυκλώνεις
τους πύργους. Τ’ άλογά μου έχουν τρομάξει
και τριγυρνούν εδώ κι εκεί χαμένα.
Μα πώς να σε κερδίσω. Που ακόμα
κι αυτή η βασίλισσά μου ξεπορτίζει.
Και με προδίδει αδιάντροπα μέσα στα χόρτα
με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς σου.
[Ενότητα «Θάνατος στα Εξάρχεια»]
http://ppirinas.blogspot.com/
Sir John Lavery The Chess Players 1929 |
Μιχάλης Γκανάς - Μαύρα πιόνια
Μαύρα χρόνια άσπρα χιόνια
πότε πέρασαν τα χρόνια.
Άσπρισε η μαύρη κόμη
δεν μετάνιωσα ακόμη.
Γκρίζα χρόνια, άσπρα χιόνια
μου 'τυχαν τα μαύρα πιόνια,
η παρτίδα μου στη μέση,
τ' άλογα στην ίδια θέση.
Άσπρη κόμη σαν το χιόνι,
κι ούτε μου 'πανε συγγνώμη,
ούτε ο Χρόνος, ούτε ο Χάρος
πού το βρήκανε το θάρρος.
http://skakistiko-kafeneio.blogspot.com/
Queen Of Chess by Michael Creese |
Κ. Καβάφης - Το πιόνι
Πολλάκις βλέποντας να παίζουν σκάκι
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά, σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
η απολαύσεις του κ’ η αμοιβές του.
Πολλαίς στον δρόμο κακουχίαις βρίσκει.
Λόγχαις λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με ταις πλατειαίς των
γραμμαίς· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώση·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Αλλά γλυτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνη
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώση,
για να την αναστήση από τον τάφο
ήλθε να πέση στου σκακιού τον άδη.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
http://www.snhell.gr/
The Chess Gameby -Ludwig Deutsch |
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ - Σκάκι
Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.
(Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος, 1977)
https://antikleidi.com/
The Chess Game - Sofonisba Anguissola.
Καθίσαμε απέναντι.
Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.
Τα δικά του σίδερο και χώμα.
Αυτός είχε τα μαύρα.
Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του
επιτέθηκαν με ορμή
ενώ η βασίλισσά μου
ξεντυνόταν στο σκοτάδι.
Ήταν καλός αντίπαλος,
προέβλεπε κάθε μου κίνηση
πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ
κι εγώ παρόλα αυτά την έκανα,
με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού
που βαδίζει στον χαμό του.
Στο τέλος τέλος ίσως με γοήτευε
το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες
τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,
τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο
πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε
βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής
και πως αιχμαλώτισε εκείνη την βασίλισσα από νεραιδοκλωστή
που τόσο της άρεσε να διαφεύγει
με πειρατικά καράβια
στις χώρες του ποτέ.
Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.
Άλλωστε γι αυτό έπαιξα μαζί του.
Γιατί, έστω και μία φορά, μες στη ζωή
αξίζει κανείς να παίζει για να χάσει.
Από την ποιητική συλλογή "Η αλεπού και ο κόκκινος χορός", 2009.
http://skakistiko-kafeneio.blogspot.com/
Richard Earl Thompson Chess player
Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Το Σκάκι
Ασθενικός βασιλιάς, λοξός αξιωματικός, φρενιασμένη
βασίλισσα, πύργος ευθύς, πολυμήχανος στρατιώτης
απάνω στην ασπρόμαυρη πορεία
ψάχνει ο ένας τον άλλο και συγκρούονται σ’ επίμονη μάχη.
Δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι
του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα,
δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια
ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους.
Αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος
(η έκφραση είναι του Ομάρ) μιας άλλης σκακιέρας
με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες.
Ο Θεός κινάει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από το Θεό, κινάει το νήμα
της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)https://antikleidi.com/
Arabs Playing Chess, 1843 by William James Muller |
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - Τ᾿ άλογο του σκακιού
Προσεκτικὸ κι ασάλευτο, βουβὸ κι αφαιρεμένο,
στο μαύρο ή τ᾿ άσπρο, υπάκουο, πηδάει καὶ περιμένει.
Στο μαύρο ή τ᾿ άσπρο, ασάλευτο, βαθιὰ συλλογισμένο,
το σκυθρωπό κι αμίλητο παιχνίδι λογαριάζει.
Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, κι άλλη σκέψη.
Τριγύρω οι ξύλινοί του εχθροὶ κι οι επίβουλοι σκοποί τους.
Τι να σκεφτεί, να σοφιστεί και τι να λογαριάσει;
Μες τα στενὰ τετράγωνα εσώθηκεν η σκέψη
κι έγινε πια μονότονη και γνώριμη η ζωή του.
Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, η ίδια σκέψη!
Το σιωπηλὸ παιχνίδι του μετρά καὶ λογαριάζει,
μα όμως τὸ ξέρει πως γραφτὸ σ᾿ όλη είναι τη ζωή του,
να ορμά μέσα στους ξύλινους εχθρούς του και να πέφτει,
στο μαύρο ή στ᾿ άσπρο, ηρωικά, κοντὰ στο βασιλιά του.https://antikleidi.com/
Ferdinand and Miranda playing chess - Λούσι Μάντοξ Μπράουν |
Άγγελος Τερζάκης - ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά, κι όμως δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούνε. Κάπου δεκαπέντε χρόνια θα κάθονταν κι οι δυο τους στον ίδιο τούτο δρόμο, ο Βριλάκος στη μεσημβρινή πλευρά, ο Μπερεκίδης στη βορινή. Κάθε πρωί, τον καλόν καιρό σαν άνοιγε ο Βριλάκος το παράθυρό του, σκούρα και τζαμιλίκια, για να πάρει τις βαθιές ανάσες που του είχε συστήσει ο γιατρός, θα ‘βλεπε τον Μπερεκίδη με τα μανικοπουκάμισα να πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του και σύγκαιρα να ρίχνει κλεφτές, πονηρές ματιές αντίκρυ. Μόλις ένιωθε πως τον κοίταζε ο Βριλάκος, λόξευε, κρυβόταν πίσω απ’ τη χοντρή στόφα της βυσσινιάς κουρτίνας, κι από κει, ασάλευτος με το ρουφηγμένο μούτρο του ισκιωμένο, παραμόνευε.
Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γειτονιά το λέει. Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του ’φερε στον καιρό της υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα ’κλαιγαν ακόμη χήρες και γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε. Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενοχλητικά κλειστή ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας. Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.
Όλ’ αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλογιζότανε δίχως να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέλητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε —αληθινά— πολύ ικανοποιημένος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ’ όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του ανθίζανε ροδαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, τό διαλεχτό κρασί, ο Βριλάκος δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες. Η δικιά του, το τελευταίο τούτο το είχε κρυφό μαράζι, όμως, εκείνος, συχνά το ’νιωθε πως, βαθιά της, τον καμαρώνει σαν τ’ άλογο το ατίθασο, που δεν παίρνει χαλινάρι. Τον αγαπούσε ερωτικά, ακόμα και τώρα τον άντρα της με τη βασανισμένη την προσήλωση του θηλυκού που δεν νιώθει ποτέ σίγουρο τ’ αρσενικό του.
Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ’ άνοιγε το παράθυρο του, θα ’παιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ‘κανε μερικές κάμψεις, δυο τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγουδώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του. Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την περιφέρεια, μ’ ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα του, προσεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε —δόξα να ’χει ο θεός— πρίμα, βοηθώντας τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.
Και να που η Κατοχή —«ουδέν κακόν αμιγές καλού»— το ’φερε να λυθεί ο πάγος ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου περιορισμού μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέντρα, η κυρία Βριλάκου βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα ’δινε τη ζωή της την ίδια για να τον ευχαριστήσει. Με κάτι τέτοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα, Αν παράγγελνε η κυρία Βριλάκου, πως θέλει το μύλο για να κόψει στάρι —συνηθισμένη στη γειτονιά πρόφαση— δε θα της τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα που δεν μπορώ κι εγώ ν’ αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί γι’ αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που γίνεται κει κάτω».
Τότε είναι που της ήρθε η φαεινή ιδέα, έμπνευση πραγματική: «Από την αντικρινή, την Μπερεκίδη, θα στείλω να τον ζητήσω!», είπε ξάφνου μέσα της. «Αυτή δεν έχει σχέση με τις άλλες εδώ γύρω. Επομένως, κουβέντα δεν πρόκειται να γίνει. Η ίδια πάλι, ας υποθέσει ό,τι θέλει. Λίγο με νοιάζει. Σίγουρα που θα ’χει κι αυτή κομμένο καφέ...».
Κι έστειλε και τον ζήτησε. Κι η Μπερεκίδη τον έδωσε πρόθυμα το μύλο της, δίχως να κάνει καμιάν απολύτως αδιάκριτη ερώτηση στη δούλα. —Πάντα μου το ’λεγα, δήλωσε κατενθουσιασμένη, ύστερ’ απ’ αυτό, η κυρία Βριλάκου στον άντρα της, πως οι αντικρινοί είναι καθώς πρέπει άνθρωποι. Οι καλύτεροι της συνοικίας...
— Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ είχα μια τέτοια υποψία, βεβαίωσε αδίσταχτα ο Βριλάκος. Είναι γεγονός ότι τους έχουν συκοφαντήσει τούς ανθρώπους. Κατά βάθος εγώ, πίστευα πάντα πως είναι αριστοκράτες,
Την άλλη μέρα το πρωί ανοίγοντας το παράθυρό του για τις τρεις ανάσες, ο Βριλάκος χαμογέλασε χαιρετιστήρια στον Μπερεκίδη. Κι ο Μπερεκίδης απάντησε με το γλυκύτερο του χαμόγελο, εγκάρδια μαζί και τυπικά.
Έτσι είναι που λύθηκε ο πάγος. Από τη μέρα κείνη, ταχτικά κάθε πρωί, οι δυο άνδρες αντάλλαζαν τα χαμογελά τους, χαιρετιόνταν με κλίση ελαφρά του κεφαλιού, κοντοστέκονταν κάποτε, σα να ήθελαν να πουν ο καθένας στον άλλο λίγες λέξεις. Η κυρία Βριλάκου το λογάριαζε στα σοβαρά τώρα, σα μικρότερη που ήταν, ν' αποπειραθεί μιαν επίσκεψη στην κυρία Μπερεκίδη. Άρχιζε κι όλας να θαμποβλέπει στο μέλλον ένα διακεκριμένο, πολύ εκλεκτό σύνδεσμο με τους αντικρινούς, μια φιλία που θα ξεχώριζε στη συνοικία και θα ‘κανε τους άλλους, τους αποκλεισμένους από τέτοιαν αυστηρή συναναστροφή να λυσσάνε από φθόνο.
Η γενική κατάσταση άλλωστε βοηθούσε. Τα πράματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν. Κλείσιμο νωρίς στα σπίτια, μπλόκα, ταραχές. Οι κρυφές δυνάμεις της αντίστασης δεν έλεγαν να καθίσουν φρόνιμα, όλο και συδαύλιζαν τη θράκα, δημιουργούσαν αδιάκοπα μπελάδες στους φιλήσυχους.
— Απελπισία, δήλωσε ένα πρωί από το παράθυρό του ο Βριλάκος στο Μπερεκίδη υστέρα από τις ανάσες, την κλίση της κεφαλής και το χαμόγελο. Κι αυτές ήταν οι πρώτες, οι αξιομνημόνευτες λέξεις, που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι δύο άνδρες. — Θα ‘ρθει μια μέρα, προβλέπω, που δεν θα κοτάμε πια να ξεμυτίσουμε.
— Φρίκη! Συμφώνησε υποχρεωτικότατα κι ο Μπερεκίδης.
— Δεν κάθονται στ’ αυγά τους, λέω εγώ! Παρατήρησε αγαναχτισμένος ο Βριλάκος.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, θέλησε η μοίρα να συναντηθούν οι δυο τους στο δρόμο, μπροστά στις πόρτες τους. Ζύγωσαν ο ένας τον άλλον εντελώς αυθόρμητα, κρατώντας την πετούγια του καθένας στο χέρι, και τα είπαν πρόχειρα στο πόδι.
— Πώς να περάσουν οι ατέλειωτες αυτές απογευματινές ώρες, σας παρακαλώ; Αναστέναξε ο Μπερεκίδης πολύ δυστυχισμένος. Γιατί εγώ, να σας πω την αλήθεια μου, δεν βγαίνω πια καθόλου τ’ απογεύματα.
— Ούτε κι εγώ!
—Αλήθεια, μήπως κατά τύχη παίζετε σκάκι;
— Και βέβαια που παίζω!
— Δόξα να ’χει ο θεός! Εμένα είναι το πάθος μου, ξέρετε. Μόνο που δεν βρίσκω εύκολα συμπαίχτη. Τί θα λέγατε αν δοκιμάζαμε κάπου κάπου, μερικές «ρανκόντρ».
— Δε ζητώ τίποτα καλύτερο.
— Λαμπρά! Αμ’ έπος λοιπόν, αμ’ έργον. Δώσανε τα χέρια εγκάρδια, κι ο Βριλάκος δήλωσε πως θα ’ρθει το ίδιο απόγεμα, ν’ αρχίσουν.
Η θεά του φθόνου, που επιβουλεύεται πάντα την ευτυχία των διαλεχτών, θέλησε το ιστορικό εκείνο απόγεμα ν’ αδιαθετήσει ο Μπερεκίδης. Κάποιο μικροκρυολόγημα είχε πάθει —παράγγειλε η κυρία— λίγο πυρετό, έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Παρακαλούσε πολύ ν’ αναβληθεί το σκάκι.
Ν’ αναβληθεί. Τί να γίνει; Όμως, για να μιλήσει κανένας με κάθε ειλικρίνεια, αυτό δεν του άρεσε και πολύ του Βριλάκου. Ένα μικροκρυολόγημα, κρεβάτωμα, μερικά δέκατα, σύμφωνοι. Αλλά κατά τί αυτό εμπόδιζε μια παρτίδα σκάκι; Σάμπως δεν μπορούσε ο Μπερεκίδης, να παίξει κι από το κρεβάτι του;... Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο βαθύ και ύποπτο; Μήπως δηλαδή, είχε μετανιώσει για την πρόσκληση που έκανε, σε μια στιγμή ενθουσιασμού;...
—Οπωσδήποτε εγώ θα περιμένω, δήλωσε στη γυναίκα του ο Βριλάκος. Τώρα είναι η σειρά του να ’ρθει. Αν δεν το κάνει, εγώ θα κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, δεν θα τον προσκαλέσω. Με ξέρεις. Δεν είμαι από κείνους που το ρίχνουν εγώ.
Το είπε και το κράτησε. Δυο μέρες, τις κατοπινές, δε φάνηκε στο παράθυρό του ο Μπερεκίδης. Κάθε που ο Βριλάκος άνοιγε το δικό του πρωί πρωί, έριχνε μερικές ματιές αντίκρυ, φευγαλέες, έπαιρνε τις ανάσες του και τραβιόταν αμέσως πάλι, για να μην υποτεθεί ότι περιμένει εκεί σα λιμασμένος για παρέα. Την τρίτη μέρα, που ξαναφάνηκε ο Μπερεκίδης, τα πράματα πήρανε τη συνηθισμένη τροπή τους, την τυπική... χαμόγελο, κλίση της κεφαλής, ευχές για την υγεία. Τίποτ’ άλλο. η συνάντηση στάθηκε άμεμπτη αλλά κάπως αδιόρατα ψυχρή.
Κι η κατάσταση όλο και ζόριζε, ζόριζε, ξεκινούσες πρωί από το σπίτι σου και δεν ήσουνα καθόλου σίγουρος αν θα γυρίσεις το μεσημέρι. Ο Βριλάκος άρχιζε να προβλέπει την εποχή που, όχι μόνο τ’ απογέματα, μα και τα πρωινά θα ήταν φρόνιμο να μένεις κλεισμένος στο σπίτι. Για τέτοιες στιγμές, τί καλύτερο από μια διαλεχτή συντροφιά πρόχειρη, εκεί δυο βήματα από την πόρτα σου! Μονάχα το δρόμο θα είχες να διασχίσεις από το ένα πεζοδρόμιο στ' άλλο. Κι ο δρόμος τούτος ήταν ήσυχος, μάλλον απόκεντρος, ούτε διαδηλώσεις περνούσαν από δω, ούτε περίπολοι καν στις απαγορευμένες ώρες. Ας ήταν αυτός ο Μπερεκίδης μια στάλα αλλιώτικος άνθρωπος, όχι τόσο μονόχνωτος, όχι τόσο κλειστός! Γιατί άραγε, ας πούμε, να μην ξεκινήσει να ’ρθει για το σκάκι; Μήπως αυτός δεν ήτανε που το ματαίωσε; Άρα, το χρωστούσε. Εξόν πια αν η δειλία του έφτανε σε τέτοιο σημείο που να διστάζει, να φοβάται μήπως εκτεθεί. Μήπως θα ’πρεπε να τον ενθαρρύνει λιγάκι ο Βριλάκος;
Και τον ενεθάρρυνε γενναιόφρονα, όσο πιο πολύ μπορούσε, βγήκε στο παράθυρο του και του χαμογέλασε πολύ εγκάρδια, του έκανε φιλικό νόημα με το χέρι. Έφτασε ίσαμ’ εκεί! Να του κάνει φιλικό νόημα με το χέρι.
Τρεις φορές στη σειρά, ολοφάνερα, έδειξε ο Μπερεκίδης πως έχει κάτι να πει. Όμως δεν το είπε—πανάθεμά τον!— δεν το είπε. Και τα τζαμιλίκια σφαλίστηκαν πάλι στο κενό, βουβά.
—Έχω την εντύπωση, είπε ένα πρωί στη γυναίκα του ο Μπερεκίδης, πως αυτός ο αντικρινός μας είναι άνθρωπος υπερβολικά στενοκέφαλος. Τον κάλεσα μια μέρα να ’ρθει για σκάκι, αρρώστησα, κι αυτός θεωρεί, φαίνεται, τον εαυτό του προσβλημένο. Περιμένει τώρα να τον παρακαλέσω, να δείξω πως έχω ξελιγωθεί για την παρέα του! Αμ’ δε! Τέτοια χάρη δε θα του την κάνω. Ας με καλέσει τώρα κι αυτός.
Και δεν του έκανε τη χάρη, μ’ όλο που κι αυτός καιγότανε για μια παρτίδα σκάκι. Μέρες, βδομάδες, άνοιγε το πρωί το παράθυρο του, χαιρετιότανε με το Βριλάκο, απόμενε λίγα λεφτά να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Μα δεν έλεγε λέξη. Λέξη. Κι ο άλλος το ίδιο. Τίποτα.
Κάπου ένα μήνα αργότερα, κάποιο πρωί, ο Βριλάκος ανοίγοντας το παράθυρο του, έκανε το στραβό, δε χαιρέτησε το Μπερεκίδη. Η υπομονή και η υποχωρητικότητα —είχε πει στη γυναίκα του—έχουν τα όριά τους. Αν έχει ο Μπερεκίδης μια φορά αξιοπρέπεια, εγώ έχω δέκα, είκοσι φορές! Κι εννοώ να την περιφρουρήσω.
Ο χαιρετισμός κόπηκε αμέσως, φυσικά, κι από μέρους του Μπερεκίδη με το μαχαίρι. Για δυο τρεις ημέρες έκαναν κι οι δυο τους το στραβό, απόφευγαν. Ώσπου, υστέρα από δεκαπέντε μέρες, ο ένας τους έριξε, απερίφραστα τώρα, μια ματιά εχθρική στον άλλον. Ο δεύτερος, δίχως να σαστίσει, απάντησε μ’ ανάλογη ματιά. Και σ’ επίμετρο, για να διατρανώσει καλύτερα την υπεροχή της αξιοπρέπειάς του, έκλεισε το παράθυρο με βρόντο,
Δεν έχει εξακριβωθεί ποιος από τους δυο πρώτος έκλεισε έτσι το παράθυρο, στα μούτρα του αλλουνού. Φυσικά, αν δεν ήταν ο Βριλάκος, θα ήταν ο Μπερεκίδης. Ο καθένας τους μια φορά, ισχυριζότανε ύστερα, μ’ επιμονή και υπερηφάνεια, πως αυτός το είχε κάνει.
Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γειτονιά το λέει. Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του ’φερε στον καιρό της υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα ’κλαιγαν ακόμη χήρες και γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε. Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενοχλητικά κλειστή ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας. Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.
Όλ’ αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλογιζότανε δίχως να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέλητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε —αληθινά— πολύ ικανοποιημένος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ’ όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του ανθίζανε ροδαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, τό διαλεχτό κρασί, ο Βριλάκος δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες. Η δικιά του, το τελευταίο τούτο το είχε κρυφό μαράζι, όμως, εκείνος, συχνά το ’νιωθε πως, βαθιά της, τον καμαρώνει σαν τ’ άλογο το ατίθασο, που δεν παίρνει χαλινάρι. Τον αγαπούσε ερωτικά, ακόμα και τώρα τον άντρα της με τη βασανισμένη την προσήλωση του θηλυκού που δεν νιώθει ποτέ σίγουρο τ’ αρσενικό του.
Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ’ άνοιγε το παράθυρο του, θα ’παιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ‘κανε μερικές κάμψεις, δυο τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγουδώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του. Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την περιφέρεια, μ’ ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα του, προσεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε —δόξα να ’χει ο θεός— πρίμα, βοηθώντας τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.
Και να που η Κατοχή —«ουδέν κακόν αμιγές καλού»— το ’φερε να λυθεί ο πάγος ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου περιορισμού μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέντρα, η κυρία Βριλάκου βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα ’δινε τη ζωή της την ίδια για να τον ευχαριστήσει. Με κάτι τέτοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα, Αν παράγγελνε η κυρία Βριλάκου, πως θέλει το μύλο για να κόψει στάρι —συνηθισμένη στη γειτονιά πρόφαση— δε θα της τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα που δεν μπορώ κι εγώ ν’ αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί γι’ αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που γίνεται κει κάτω».
Τότε είναι που της ήρθε η φαεινή ιδέα, έμπνευση πραγματική: «Από την αντικρινή, την Μπερεκίδη, θα στείλω να τον ζητήσω!», είπε ξάφνου μέσα της. «Αυτή δεν έχει σχέση με τις άλλες εδώ γύρω. Επομένως, κουβέντα δεν πρόκειται να γίνει. Η ίδια πάλι, ας υποθέσει ό,τι θέλει. Λίγο με νοιάζει. Σίγουρα που θα ’χει κι αυτή κομμένο καφέ...».
Κι έστειλε και τον ζήτησε. Κι η Μπερεκίδη τον έδωσε πρόθυμα το μύλο της, δίχως να κάνει καμιάν απολύτως αδιάκριτη ερώτηση στη δούλα. —Πάντα μου το ’λεγα, δήλωσε κατενθουσιασμένη, ύστερ’ απ’ αυτό, η κυρία Βριλάκου στον άντρα της, πως οι αντικρινοί είναι καθώς πρέπει άνθρωποι. Οι καλύτεροι της συνοικίας...
— Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ είχα μια τέτοια υποψία, βεβαίωσε αδίσταχτα ο Βριλάκος. Είναι γεγονός ότι τους έχουν συκοφαντήσει τούς ανθρώπους. Κατά βάθος εγώ, πίστευα πάντα πως είναι αριστοκράτες,
Την άλλη μέρα το πρωί ανοίγοντας το παράθυρό του για τις τρεις ανάσες, ο Βριλάκος χαμογέλασε χαιρετιστήρια στον Μπερεκίδη. Κι ο Μπερεκίδης απάντησε με το γλυκύτερο του χαμόγελο, εγκάρδια μαζί και τυπικά.
Έτσι είναι που λύθηκε ο πάγος. Από τη μέρα κείνη, ταχτικά κάθε πρωί, οι δυο άνδρες αντάλλαζαν τα χαμογελά τους, χαιρετιόνταν με κλίση ελαφρά του κεφαλιού, κοντοστέκονταν κάποτε, σα να ήθελαν να πουν ο καθένας στον άλλο λίγες λέξεις. Η κυρία Βριλάκου το λογάριαζε στα σοβαρά τώρα, σα μικρότερη που ήταν, ν' αποπειραθεί μιαν επίσκεψη στην κυρία Μπερεκίδη. Άρχιζε κι όλας να θαμποβλέπει στο μέλλον ένα διακεκριμένο, πολύ εκλεκτό σύνδεσμο με τους αντικρινούς, μια φιλία που θα ξεχώριζε στη συνοικία και θα ‘κανε τους άλλους, τους αποκλεισμένους από τέτοιαν αυστηρή συναναστροφή να λυσσάνε από φθόνο.
Η γενική κατάσταση άλλωστε βοηθούσε. Τα πράματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν. Κλείσιμο νωρίς στα σπίτια, μπλόκα, ταραχές. Οι κρυφές δυνάμεις της αντίστασης δεν έλεγαν να καθίσουν φρόνιμα, όλο και συδαύλιζαν τη θράκα, δημιουργούσαν αδιάκοπα μπελάδες στους φιλήσυχους.
— Απελπισία, δήλωσε ένα πρωί από το παράθυρό του ο Βριλάκος στο Μπερεκίδη υστέρα από τις ανάσες, την κλίση της κεφαλής και το χαμόγελο. Κι αυτές ήταν οι πρώτες, οι αξιομνημόνευτες λέξεις, που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι δύο άνδρες. — Θα ‘ρθει μια μέρα, προβλέπω, που δεν θα κοτάμε πια να ξεμυτίσουμε.
— Φρίκη! Συμφώνησε υποχρεωτικότατα κι ο Μπερεκίδης.
— Δεν κάθονται στ’ αυγά τους, λέω εγώ! Παρατήρησε αγαναχτισμένος ο Βριλάκος.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, θέλησε η μοίρα να συναντηθούν οι δυο τους στο δρόμο, μπροστά στις πόρτες τους. Ζύγωσαν ο ένας τον άλλον εντελώς αυθόρμητα, κρατώντας την πετούγια του καθένας στο χέρι, και τα είπαν πρόχειρα στο πόδι.
— Πώς να περάσουν οι ατέλειωτες αυτές απογευματινές ώρες, σας παρακαλώ; Αναστέναξε ο Μπερεκίδης πολύ δυστυχισμένος. Γιατί εγώ, να σας πω την αλήθεια μου, δεν βγαίνω πια καθόλου τ’ απογεύματα.
— Ούτε κι εγώ!
—Αλήθεια, μήπως κατά τύχη παίζετε σκάκι;
— Και βέβαια που παίζω!
— Δόξα να ’χει ο θεός! Εμένα είναι το πάθος μου, ξέρετε. Μόνο που δεν βρίσκω εύκολα συμπαίχτη. Τί θα λέγατε αν δοκιμάζαμε κάπου κάπου, μερικές «ρανκόντρ».
— Δε ζητώ τίποτα καλύτερο.
— Λαμπρά! Αμ’ έπος λοιπόν, αμ’ έργον. Δώσανε τα χέρια εγκάρδια, κι ο Βριλάκος δήλωσε πως θα ’ρθει το ίδιο απόγεμα, ν’ αρχίσουν.
Η θεά του φθόνου, που επιβουλεύεται πάντα την ευτυχία των διαλεχτών, θέλησε το ιστορικό εκείνο απόγεμα ν’ αδιαθετήσει ο Μπερεκίδης. Κάποιο μικροκρυολόγημα είχε πάθει —παράγγειλε η κυρία— λίγο πυρετό, έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Παρακαλούσε πολύ ν’ αναβληθεί το σκάκι.
Ν’ αναβληθεί. Τί να γίνει; Όμως, για να μιλήσει κανένας με κάθε ειλικρίνεια, αυτό δεν του άρεσε και πολύ του Βριλάκου. Ένα μικροκρυολόγημα, κρεβάτωμα, μερικά δέκατα, σύμφωνοι. Αλλά κατά τί αυτό εμπόδιζε μια παρτίδα σκάκι; Σάμπως δεν μπορούσε ο Μπερεκίδης, να παίξει κι από το κρεβάτι του;... Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο βαθύ και ύποπτο; Μήπως δηλαδή, είχε μετανιώσει για την πρόσκληση που έκανε, σε μια στιγμή ενθουσιασμού;...
—Οπωσδήποτε εγώ θα περιμένω, δήλωσε στη γυναίκα του ο Βριλάκος. Τώρα είναι η σειρά του να ’ρθει. Αν δεν το κάνει, εγώ θα κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, δεν θα τον προσκαλέσω. Με ξέρεις. Δεν είμαι από κείνους που το ρίχνουν εγώ.
Το είπε και το κράτησε. Δυο μέρες, τις κατοπινές, δε φάνηκε στο παράθυρό του ο Μπερεκίδης. Κάθε που ο Βριλάκος άνοιγε το δικό του πρωί πρωί, έριχνε μερικές ματιές αντίκρυ, φευγαλέες, έπαιρνε τις ανάσες του και τραβιόταν αμέσως πάλι, για να μην υποτεθεί ότι περιμένει εκεί σα λιμασμένος για παρέα. Την τρίτη μέρα, που ξαναφάνηκε ο Μπερεκίδης, τα πράματα πήρανε τη συνηθισμένη τροπή τους, την τυπική... χαμόγελο, κλίση της κεφαλής, ευχές για την υγεία. Τίποτ’ άλλο. η συνάντηση στάθηκε άμεμπτη αλλά κάπως αδιόρατα ψυχρή.
Κι η κατάσταση όλο και ζόριζε, ζόριζε, ξεκινούσες πρωί από το σπίτι σου και δεν ήσουνα καθόλου σίγουρος αν θα γυρίσεις το μεσημέρι. Ο Βριλάκος άρχιζε να προβλέπει την εποχή που, όχι μόνο τ’ απογέματα, μα και τα πρωινά θα ήταν φρόνιμο να μένεις κλεισμένος στο σπίτι. Για τέτοιες στιγμές, τί καλύτερο από μια διαλεχτή συντροφιά πρόχειρη, εκεί δυο βήματα από την πόρτα σου! Μονάχα το δρόμο θα είχες να διασχίσεις από το ένα πεζοδρόμιο στ' άλλο. Κι ο δρόμος τούτος ήταν ήσυχος, μάλλον απόκεντρος, ούτε διαδηλώσεις περνούσαν από δω, ούτε περίπολοι καν στις απαγορευμένες ώρες. Ας ήταν αυτός ο Μπερεκίδης μια στάλα αλλιώτικος άνθρωπος, όχι τόσο μονόχνωτος, όχι τόσο κλειστός! Γιατί άραγε, ας πούμε, να μην ξεκινήσει να ’ρθει για το σκάκι; Μήπως αυτός δεν ήτανε που το ματαίωσε; Άρα, το χρωστούσε. Εξόν πια αν η δειλία του έφτανε σε τέτοιο σημείο που να διστάζει, να φοβάται μήπως εκτεθεί. Μήπως θα ’πρεπε να τον ενθαρρύνει λιγάκι ο Βριλάκος;
Και τον ενεθάρρυνε γενναιόφρονα, όσο πιο πολύ μπορούσε, βγήκε στο παράθυρο του και του χαμογέλασε πολύ εγκάρδια, του έκανε φιλικό νόημα με το χέρι. Έφτασε ίσαμ’ εκεί! Να του κάνει φιλικό νόημα με το χέρι.
Τρεις φορές στη σειρά, ολοφάνερα, έδειξε ο Μπερεκίδης πως έχει κάτι να πει. Όμως δεν το είπε—πανάθεμά τον!— δεν το είπε. Και τα τζαμιλίκια σφαλίστηκαν πάλι στο κενό, βουβά.
—Έχω την εντύπωση, είπε ένα πρωί στη γυναίκα του ο Μπερεκίδης, πως αυτός ο αντικρινός μας είναι άνθρωπος υπερβολικά στενοκέφαλος. Τον κάλεσα μια μέρα να ’ρθει για σκάκι, αρρώστησα, κι αυτός θεωρεί, φαίνεται, τον εαυτό του προσβλημένο. Περιμένει τώρα να τον παρακαλέσω, να δείξω πως έχω ξελιγωθεί για την παρέα του! Αμ’ δε! Τέτοια χάρη δε θα του την κάνω. Ας με καλέσει τώρα κι αυτός.
Και δεν του έκανε τη χάρη, μ’ όλο που κι αυτός καιγότανε για μια παρτίδα σκάκι. Μέρες, βδομάδες, άνοιγε το πρωί το παράθυρο του, χαιρετιότανε με το Βριλάκο, απόμενε λίγα λεφτά να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Μα δεν έλεγε λέξη. Λέξη. Κι ο άλλος το ίδιο. Τίποτα.
Κάπου ένα μήνα αργότερα, κάποιο πρωί, ο Βριλάκος ανοίγοντας το παράθυρο του, έκανε το στραβό, δε χαιρέτησε το Μπερεκίδη. Η υπομονή και η υποχωρητικότητα —είχε πει στη γυναίκα του—έχουν τα όριά τους. Αν έχει ο Μπερεκίδης μια φορά αξιοπρέπεια, εγώ έχω δέκα, είκοσι φορές! Κι εννοώ να την περιφρουρήσω.
Ο χαιρετισμός κόπηκε αμέσως, φυσικά, κι από μέρους του Μπερεκίδη με το μαχαίρι. Για δυο τρεις ημέρες έκαναν κι οι δυο τους το στραβό, απόφευγαν. Ώσπου, υστέρα από δεκαπέντε μέρες, ο ένας τους έριξε, απερίφραστα τώρα, μια ματιά εχθρική στον άλλον. Ο δεύτερος, δίχως να σαστίσει, απάντησε μ’ ανάλογη ματιά. Και σ’ επίμετρο, για να διατρανώσει καλύτερα την υπεροχή της αξιοπρέπειάς του, έκλεισε το παράθυρο με βρόντο,
Δεν έχει εξακριβωθεί ποιος από τους δυο πρώτος έκλεισε έτσι το παράθυρο, στα μούτρα του αλλουνού. Φυσικά, αν δεν ήταν ο Βριλάκος, θα ήταν ο Μπερεκίδης. Ο καθένας τους μια φορά, ισχυριζότανε ύστερα, μ’ επιμονή και υπερηφάνεια, πως αυτός το είχε κάνει.
http://www.sarantakos.com/
Thomas Eakins - The Chess Players
Νίκος Σαραντάκος - Ταξίδι σε 64 τετράγωνα
.....................
Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια τη λέξη σκάκι, που δεν είναι ελληνικής αρχής. Είχαν ασφαλώς και οι αρχαίοι επιτραπέζια παιχνίδια, είτε με ζάρια (κύβους) είτε παρόμοια με τη σημερινή ντάμα· τα πούλια αυτά ονομάζονταν πεσσοί και πεσσεία ήταν το γενικό όνομα αυτών των παιχνιδιών, για τα οποία οι αρχαίοι θεωρούσαν εφευρέτη τον Παλαμήδη· γι’ αυτό και στη νεότερη εποχή θεωρήθηκε ο Παλαμήδης εφευρέτης και του σκακιού, και μάλιστα το πρώτο στην ιστορία σκακιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1836, είχε τον τίτλο Palamède. Όμως, ξαναλέω, το σκάκι σαν λέξη αλλά και σαν παιχνίδι έχουν πιο ανατολικά την αρχή τους.
Εμείς βέβαια πήραμε τη λέξη από τα δυτικά, από τους Ιταλούς· στα ιταλικά, το σκάκι είναι scacco αλλά συχνά χρησιμοποιούν τον πληθυντικό, scacchi, π.χ. gioco di scacchi, και αυτό το scacchi πέρασε και στα ελληνικά ως σκάκι, που εμείς το θεωρήσαμε ενικό αριθμό, αν και στα Επτάνησα, όπου υπήρχε μεγάλη επαφή με Ιταλία, ο Ξενόπουλος γράφει κάπου «παίξαμε τους σκάκους». Η ιταλική λέξη είναι εξέλιξη του μεσαιωνικού λατινικού scaccus, και η λατινική λέξη έχει την αρχή της στον… σάχη. Θέλω να πω, Shah στα περσικά, και τα τωρινά και τα τότε, ήταν ο βασιλιάς· θα θυμόμαστε –έστω, οι κάπως παλιότεροι- τον Σάχη της Περσίας.
Στο σκάκι, κάθε φορά που ένας παίκτης απειλεί τον βασιλιά του αντιπάλου του οφείλει να τον προειδοποιήσει λέγοντας «σαχ!» (στα νεότερα ελληνικά λέμε και «ρουά»). Σε μια παρτίδα σκάκι το επιφώνημα «σαχ!» ακούγεται πολύ συχνά, οπότε δεν είναι περίεργο ότι στην Ευρώπη το παιχνίδι ονομάστηκε shah ή μάλλον scac όπως αποδόθηκε το παχύ σίγμα, και από εκεί έχουμε το μεσαιωνικό λατινικό scacus, που στα αρχαία γαλλικά γίνεται eschec, και esches και από εκεί περνάει και στα αγγλικά ως chess. Στα γαλλικά το eschec σήμαινε όπως είπαμε δύο πράγματα, αφενός το σκάκι και αφετέρου το σαχ, την απειλή δηλαδή προς τον βασιλιά. Η σημασία αυτή επεκτάθηκε και σε εκτός σκακιέρας καταστάσεις, έτσι eschec έφτασε να σημαίνει «εμπόδιο, δύσκολη θέση, αποτυχία» -και, όπως θα μαντέψατε, η σημερινή γαλλική λέξη échec, αποτυχία, από εκεί προέρχεται. Αλλά και στα αγγλικά το προειδοποιητικό επιφώνημα («σαχ!») μεταφέρθηκε ως check! Κι εδώ η σημασία διευρύνθηκε, και η λέξη έφτασε να δηλώνει το δυσάρεστο γεγονός που σε κάνει να κοντοστέκεσαι, και στη συνέχεια την απότομη παύση, το σημάδι με το οποίο έλεγχαν αν κάτι είχε χαθεί ή κλαπεί, και από εκεί ξεπήδησαν όλες οι σημερινές σημασίες του ρήματος check, ο έλεγχος, το τσεκάρισμα, το τσεκάπ, ακόμα και το τραπεζικό τσεκ, όλα από τον σάχη κι από το σκάκι προέρχονται.
Εδώ, μια παρένθεση. Στα σημερινά νέα ελληνικά, αρκετοί -κυρίως όχι σκακιστές- αφήνουν άκλιτο το σκάκι, κάτι που παλιά με εκνεύριζε πολύ, όταν άκουγα π.χ. *του σκάκι. Ίσως αυτό γίνεται επειδή θυμίζει υποκοριστικό, και τα υποκοριστικά έχουν ένα θεματάκι με τη γενική, αλλά πάντως η λέξη κλίνεται κανονικά: πρωτάθλημα σκακιού, αν και μπορεί να αποφύγουμε τη γενική (π.χ. σκακιστικό τουρνουά).
Οι παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι στην καθαρεύουσα το σκάκι λεγόταν ζατρίκιον· μάλιστα, ένας από τους παλιότερους σκακιστικούς συλλόγους της χώρας είναι ο Σύλλογος Παικτών Ζατρικίου της Κέρκυρας. Το ζατρίκιον είναι παλιότερη ονομασία, βυζαντινή, και μας οδηγεί στην απώτερη κοιτίδα του σκακιού, που δεν είναι η Περσία, αλλά η Ινδία. Λοιπόν, η αρχή του σκακιού βρίσκεται σε ένα παιχνίδι που λεγόταν chaturanga, σανσκριτική λέξη που μαρτυρείταιγύρω στον 6ο μ.Χ. αιώνα· αυτό το chaturanga (η λέξη σημαίνει στρατός) ήταν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που παιζόταν σε ένα αβάκιο με 8×8 τετράγωνα και με κομμάτια περίπου σαν τα σημερινά του σκακιού. Η λέξη (και το παιχνίδι) διαδίδονται στην Περσία των Σασσανιδών και έχουμε την περσική λέξη shatranj, που τη δανείζονται οι Άραβες. Το σατράντζ αυτό γνώρισε τεράστια άνθιση, με επαγγελματίες παίκτες, αραβικά βιβλία με συλλογές προβλημάτων κτλ. Κάποια στιγμή έφτασε στην Ευρώπη, η λέξη και το παιχνίδι, από δυο πλευρές: από την Ισπανία, όπου στα ισπανικά το σκάκι λέγεται και σήμερα ajedrez, που είναι εξέλιξη του σατράντζ, και από το Βυζάντιο, όπου το σατράντζ ονομάστηκε ζατρίκιον. Δηλαδή, στα άκρα της Ευρώπης που είχαν άμεση επαφή με τους Άραβες το παιχνίδι διατήρησε την αραβοπερσική του ονομασία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη, που έμαθε το παιχνίδι από δεύτερο χέρι, επικράτησε η ονομασία scacco, Schach, chess, échecs κτλ.
Οι Βυζαντινοί λοιπόν γνώριζαν το σατράντζ, και μάλιστα η αρχαιότερη ένδειξη γι’ αυτό προέρχεται όχι από βυζαντινή αλλά από αραβική πηγή. Συγκεκριμένα, όταν ανέβηκε στο θρόνο το 802 ο Νικηφόρος ο Α’, θεώρησε καλό να καταργήσει μια συνθήκη που είχε συνάψει η προκάτοχός του, η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, με τον χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίδ των Αράβων. Και έγραψε στον χαλίφη, όπως μας μεταφέρει άραβας ιστορικός: «Η αυτοκράτειρα που βασίλευε ως τώρα, σε είχε μετρήσει ισάξιο με Πύργο και τον εαυτό της ισάξιο με Πιόνι, κι έτσι σου πλήρωνε φόρο υποτελείας, ενώ κανονικά υποτελής έπρεπε να ήσουν εσύ. Όμως εκείνη ήταν γυναίκα αδύναμη και ανόητη. Λοιπόν, από τώρα θα μας πληρώνεις εσύ το φόρο που σου πληρώναμε, αλλιώς θα μιλήσουν τα σπαθιά». Για την ιστορία, το γράμμα αυτό του Νικφούρ (ο Νικηφόρος στα αραβικά) εξόργισε τον χαλίφη: έγινε πόλεμος που έληξε με νίκη των Αράβων και ανανέωση του φόρου υποτελείας των βυζαντινών, κάτι που μας δείχνει ότι στο σκάκι οι μπλόφες δεν πιάνουν. Σε ένα μεταγενέστερο βυζαντινό κείμενο, της εποχής της άλωσης, ο ιστορικός Δούκας αφηγείται ότι ο Βαγιαζήτ με τον γιο του έπαιζαν «ζατρίκιον, ό οι Πέρσαι σαντράτζ καλούσιν, οι δε Λατίνοι σκάκον», όπου αναγνωρίζουμε και τις τρεις ονομασίες τη μία πλάι στην άλλη. Πάντως, μεγάλος βυζαντινός παίχτης της εποχής δεν έχει διασωθεί και μάλιστα η Άννα η Κομνηνή θεωρεί πως το παιχνίδι είναι τρυφηλή συνήθεια των Ασσυρίων (δηλ. των Αράβων, είχαν μια κακή συνήθεια οι βυζαντινοί να δίνουν αρχαία ονόματα στους συγκαιρινούς τους λαούς).......
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Honoré Daumier (1863), The Chess Players
ΣΚΑΚΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ο Λένιν παίζει σκάκι με τον Αλεξάντερ Μπογκτάνοφ, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στον Μαξίμ Γκόρκι, στο Κάπρι της Ιταλίας, τον Απρίλη του 1908
Λίγο παράξενος τίτλος. Οχι όμως και τόσο παράξενος, αν αναλογιστεί κανείς την αναμφισβήτητη επιρροή που δέχονται οι τέχνες και γενικότερα οι κορυφαίες πνευματικές δραστηριότητες μεταξύ τους.Ανήκει όμως πράγματι το σκάκι στις δραστηριότητες αυτές; Δεν είναι κι αυτό ένα από τα τόσα επιτραπέζια παιγνίδια που μας βοηθούν απλά να σκοτώνουμε την ώρα μας ευχάριστα;Το ζήτημα αυτό είναι αρκετά σύνθετο, και έχει αναλυθεί κατ' επανάληψη σε άλλα άρθρα και βιβλία (!) Το σκάκι αντικειμενικά έχει στοιχεία από την Τέχνη (συμμετρία, ασυμμετρία, αρμονία, φαντασία, ύπαρξη ρευμάτων και σχολών κυρίως από την Αναγέννηση και μετά), την επιστήμη (αναλυτική και συνθετική σκέψη, αντικειμενική εκτίμηση, σχεδιασμός, μελέτη) και τον αθλητισμό (ευγενής άμιλλα, αγωνιστικότητα κλπ.).Σε όλα τα παραπάνω συνηγορούν και αρκετά εντυπωσιακά στοιχεία από τη σκακιστική ιστορία, τα οποία μας βεβαιώνουν πως το σκάκι κάθε άλλο παρά παιγνίδι είναι.Τέτοια στοιχεία είναι η τεράστια βιβλιογραφία του (45.000 βιβλία περίπου μέχρι σήμερα!) η οποία έχει τις ρίζες της ήδη στον όγδοο μ.Χ. αιώνα (!) και συγκεκριμένα στην αυλή του Χαρούν ελ Ρασίδ.Ακόμα, η καθιέρωση της υποχρεωτικής διδασκαλίας του σε πολλές χώρες κυρίως της Ευρώπης (πότε άραγε θα ζήσουμε αυτές τις μέρες;!) με πρώτη τη Σοβιετική Ενωση που αξιοποίησε τη μεγάλη παιδαγωγική και ηθοπλαστική του αξία ήδη από τη δεκαετία του 1920.Το σκάκι είναι μία από τις γοητευτικότερες και συνάμα πιο ιδιότυπες πνευματικές ασχολίες που έχει συνεπάρει στο πέρασμα του χρόνου εκατομμύρια ανθρώπων και έχει αιχμαλωτίσει στο σύνολό τους σχεδόν τις κορυφαίες πνευματικές και πολιτικές φυσιογνωμίες του κόσμου.Από τον Ιουστινιανό και τον Βοναπάρτη μέχρι τον Ρουσσώ και τον Λοκ, από τον Μαρξ και τον Λένιν μέχρι τον Φραγκλίνο και τον Αϊνστάιν, από τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Προκόφιεφ και τον Τσάρλι Τσάπλιν, το σκάκι έχει πάντα ένα σημαντικό και ωφέλιμο ρόλο. Απ' όλες, όμως, αυτές τις σπουδαίες μορφές θα μας απασχολήσει μια συγκεκριμένη ομάδα, αυτή των λογοτεχνών.Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε μια σύντομη παρουσίαση της τεράστιας απήχησης του σκακιού στη λογοτεχνία, σημειώνοντας από τώρα πως δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση - αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αρκετούς τόμους! - αλλά για ένα καλό ερέθισμα για περισσότερο ψάξιμο. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα.
Κανένα άλλο «παιγνίδι» δεν έχει επηρεάσει τόσο τη λογοτεχνία. Ο εύλογος παραλληλισμός του με την ίδια τη ζωή, οι φιλοσοφικοί συνειρμοί που προκαλεί, λειτουργούν ως ερέθισμα τουλάχιστον για μια εγκωμιαστική αναφορά και, πολύ συχνά, ακόμα και για την ίδια τη λογοτεχνική δημιουργία...
[Μάρκος Ηλιάδης, Ριζοσπάστης, 29/06/2008]
Niccolò di Pietro, 1413–15, The Conversion of Saint Augustin
|
Γιάννης Αντωνιάδης - Σκάκι και λογοτεχνία
Ιανός, 2013
152 σελ.
ISBN 978-960-6882-78-4,
152 σελ.
ISBN 978-960-6882-78-4,
Το βιβλίο είναι μια περιδιάβαση στις σκακιστικές αναφορές που υπάρχουν στα λογοτεχνικά έργα ελληνικά και ξένα. Από τα ιπποτικά μυθιστορήματα του Μεσαίωνα και τον Δον Κιχώτη μέχρι τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα και από την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής μέχρι την πρόσφατη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, το βιβλίο ανθολογεί σκακιστικές αναφορές σε μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα.
Το βιβλίο είναι τμήμα διπλωματικής εργασίας που υποστηρίχθηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
https://www.ianos.gr/
Το βιβλίο είναι τμήμα διπλωματικής εργασίας που υποστηρίχθηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
https://www.ianos.gr/
Lucas van Leyden, c. 1508, The Game of Chess
Γκάρυ Κασπάρωφ - Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι
Ο ξακουστός μετρ του σκακιού εξηγεί πώς, ζώντας, παίζουμε ένα παιχνίδι στρατηγικής· το σκάκι και η ζωή είναι αλληλένδετα: η ζωή, λέει ο Γκάρι Κασπάροφ, μιμείται το σκάκι.
Ο παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού Γκάρι Κασπάροφ αποκαλύπτει τα μυστικά της στρατηγικής σκέψης που τον οδήγησαν στην κορυφή του πιο απαιτητικού διανοητικού παιχνιδιού. Σ' αυτό το βιβλίο-διαθήκη μας συμβουλεύει πώς να κατακτήσουμε τις πνευματικές και ψυχικές δεξιότητες που χρειάζονται για να αντιμετωπίζουμε με επιτυχία τις προκλήσεις, τον ανταγωνισμό και τις παγίδες της ζωής. Αναλύοντας τις αρετές της στρατηγικής, τόσο στη σκακιέρα όσο και στην καθημερινότητα, ο Κασπάροφ χρησιμοποιεί παραδείγματα από τις κορυφαίες παρτίδες της καριέρας του, καθώς και από την πολεμική ιστορία, την πολιτική και τον κόσμο των επιχειρήσεων. Έτσι, παρακολουθούμε την ιστορία και την εξέλιξη του σκακιού μέσα από τις μεγάλες μορφές του παιχνιδιού που αναμετρήθηκαν λυσσαλέα μεταξύ τους, αποκαλύπτοντας τα ισχυρά και αδύνατα σημεία τους· από τον Καπαμπλάνκα και τον Αλιέχιν μέχρι τον Μπόμπυ Φίσερ και τον Βλαντιμίρ Κράμνικ, τον παίκτη που έθεσε τέρμα στη μακρόχρονη κυριαρχία του Κασπάροφ.
Με τη χάρη ενός έμπειρου αφηγητή, ο μυστηριώδης και περιπετειώδης Κασπάροφ περιγράφει πώς η κάθε φάση του παιχνιδιού αντιστοιχεί σε προβλήματα της καθημερινότητας και πώς ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να τα αναγνωρίζει, να τα υπολογίζει και να τα ξεπερνάει. Τα μυστικά της επιτυχίας είναι η σωστή εκτίμηση, η ακρίβεια, η αυτοπεποίθηση, η γνώση του αντιπάλου, η διαίσθηση, η αισιοδοξία, μια ολόκληρη φιλοσοφία που εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε επίπονο παιχνίδι θέλει ή πρέπει να βγει κανείς νικητής.
Ερωτήματα και αντιρρήσεις υπάρχουν: η πραγματική ζωή απαιτεί συμβιβασμούς και διαπραγματεύσεις. Δεν μπορείς να "θυσιάζεις" πρόσωπα και πράγματα όπως "θυσιάζεις" πιόνια. Εξάλλου, τι θα συνέβαινε αν όλοι οι άνθρωποι εφάρμοζαν την τέχνη του πολέμου; Παρ' όλ' αυτά, η σοφία του Κασπάροφ και η περιγραφή των συναισθημάτων στην κάθε κίνηση στο σκάκι (τι νιώθει ο σκακιστής όταν κάνει ματ;) συναρμολογούν ένα διεπιστημονικό και γλαφυρό κείμενο που μπορεί να μας συνοδεύσει στις πιο σκληρές καταστάσεις της ζωής αναδεικνύοντάς μας νικητές.
Paris Bordone, c. 1545, Chess players
Νίκος Σαραντάκος «Ταξίδι σε 64 τετράγωνα» ΕΔΩ
Chess in the arts ΕΔΩ
Marilyn Yalon «Η γέννηση της βασίλισας του Σκακιού» ΕΔΩ
Γιάννης Αντωνιάδης «Σκάκι και Λογοτεχνία» ΕΔΩ
Χρήστος Νάτσης «Τετραγωνίδια και λέξεις. Το Σκάκι στη Λογοτεχνία» ΕΔΩ
Γκάρυ Κασπάρωφ «Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι» ΕΔΩ
Στέφαν Τσβάιχ «Σκακιστική νουβέλα» ΕΔΩ
Katherine Neville «Η φωτιά» ΕΔΩ
Χρήστος Κεφαλής «Σκακιστική Εγκυκλοπαίδεια» ΕΔΩ
Μάρκος Ηλιάδης ‘Σκάκι και Λογοτεχνία» ΕΔΩ
Ανίβας Ανίβα Αρνέλος «Μια παρτίδα σκάκι» ΕΔΩ
https://rosetabooks.wordpress.com/
Playing chess. Painting by Vita Schagen
Βαγγέλης Γερμανός - Το σκάκι
Όταν σ’ αγκαλιάζω
κι όταν σε φιλώ
μια παρτίδα σκάκι
παίζουμε κρυφό.
Η βασίλισσά μου
είσαι πάντα εσύ
κι είμαι ο τρελός σου
μέσα στη σφαγή.
Είν’ ο έρωτάς μας αυτός
σαν την πεταλούδα στο φως
σαν την πεταλούδα στο φως
είν’ ο έρωτάς μας.
Παίζεις τ’ αλογάκι
με τον πύργο μου
κι όλα τα σωριάζεις
ένα γύρω μου.
Σαν τον Δον Κιχώτη
τον ελεεινό
πέφτω στου κορμιού σου
τον ωκεανό.
Είν’ ο έρωτάς μας αυτός
σαν την πεταλούδα στο φως
σαν την πεταλούδα στο φως
είν’ ο έρωτάς μας.
Δίχως παρωπίδες
παίζουμε ξανά
άνισες παρτίδες
μες στα σκοτεινά.
Είν’ ο έρωτάς μας αυτός
σαν την πεταλούδα στο φως
σαν την πεταλούδα στο φως
είν’ ο έρωτάς μας.https://www.greeklyrics.gr/
Artur Markowicz - Chess Players
Τρία μυθιστορήματα με θέμα το σκάκι
γράψει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, Εκδόσεις Άγρα
Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, Εκδόσεις Άγρα
Ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί το σκάκι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του. Η ζωή μοιάζει με σκακιέρα και εκείνος μοιάζει με πιόνι χαμένο στην μετάφραση, βυθισμένο στην απουσία και την ανυπαρξία. Ο κ. Μπ όπως και ο ίδιος ο Τσβάιχ είναι η προσωποποίηση ενός αέναου δράματος που τέλος δεν έχει αλλά βρίσκει. Στην νουβέλα βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη παράνοια όντας έγκλειστος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δίχως την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Σε ένα βιβλίο σκακιού βρίσκει ένα στήριγμα, μια παρέα, μία προσωρινή λύτρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε εφιάλτη, θα αντέξει;
Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, την σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού καταντούν πλέον η απειλή του αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων. Τελικά από ποιο είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: «Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου». Αλλά παράλληλα παραδέχεται: «Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ».
Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Το μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο σκακιστή, Εκδόσεις Άγρα
Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, την σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού καταντούν πλέον η απειλή του αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων. Τελικά από ποιο είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: «Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου». Αλλά παράλληλα παραδέχεται: «Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ».
Hans Muelich, 1552, Duke Albrecht V. of Bavaria and his wife Anna of Austria playing chess
Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Το μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο σκακιστή, Εκδόσεις Άγρα
Αυτό το ιδιότυπο μυθιστόρημα χτίζεται με μία παράλογη λογική. Αμφίβολη η προέλευση του, ακαθόριστη η σύλληψή του, αβέβαιος ο προορισμός του. Όλο το βιβλίο μοιάζει με μία παρτίδα σκάκι, αυτό το παιχνίδι που κινητοποιεί τον εγκέφαλο και απαιτεί εξαιρετική συγκέντρωση και αποστασιοποίηση από πρόσωπα και πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν πρόκειται για ένα αμιγές μυθιστόρημα ή αν είναι το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος που βρέθηκε στα χέρια του συγγραφέα ή αν πάλι όλο αυτό το παιχνίδι, μιας και το βιβλίο αναφέρει στο σκάκι, είναι μία καθαρή και ευφυής επινόηση του ίδιου του γράφοντος.
Ο Rolland Jacard, στον διαφωτιστικό αν και σύντομο πρόλογο της παρούσας έκδοσης, αναφέρει μία ρήση που αποδίδεται στον Όσκαρ Ουάιλντ: «Αν θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Υπάρχει κερδισμένος ή χαμένος σε αυτή την αέναη και συνεχόμενη παρτίδα με την ίδια την ζωή? Αυτός ο σκακιστής μήπως είναι η αντανάκλαση και ο καθρέφτης του Δον Κιχώτη, του ολοκληρωμένου μοναχικού καβαλάρη που κουβαλάει πάνω του όλη την αμαρτία και την βλακεία του κόσμου αυτού? Ή μήπως αναζητάμε μάταια τον «ένοχο» γραφιά αυτής της ιστορίας καθώς και τα μηνύματα που επιθυμεί η δεν επιθυμεί να μεταδώσει και κάπου εκεί παραδινόμαστε στην ευφυΐα του?
Θαυμαστής του Δον Κιχώτη και του Φλωμπέρ, τους οποίους ξαναζωντανεύει στα πρόσωπα του Δον Σανδάλιο και του συμπαίκτη-αφηγητή, ο Ουναμούνο συγκεντρώνει επιστολές ενός φίλου του και τις παραθέτει στον αναγνώστη καταφέρνοντας του ένα ισχυρό χτύπημα στην αποδοχή των γεγονότων και των παραδοχών που φτάνουν σαν χείμαρρος.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η Άμυνα του Λούζιν, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Ο Rolland Jacard, στον διαφωτιστικό αν και σύντομο πρόλογο της παρούσας έκδοσης, αναφέρει μία ρήση που αποδίδεται στον Όσκαρ Ουάιλντ: «Αν θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Υπάρχει κερδισμένος ή χαμένος σε αυτή την αέναη και συνεχόμενη παρτίδα με την ίδια την ζωή? Αυτός ο σκακιστής μήπως είναι η αντανάκλαση και ο καθρέφτης του Δον Κιχώτη, του ολοκληρωμένου μοναχικού καβαλάρη που κουβαλάει πάνω του όλη την αμαρτία και την βλακεία του κόσμου αυτού? Ή μήπως αναζητάμε μάταια τον «ένοχο» γραφιά αυτής της ιστορίας καθώς και τα μηνύματα που επιθυμεί η δεν επιθυμεί να μεταδώσει και κάπου εκεί παραδινόμαστε στην ευφυΐα του?
Θαυμαστής του Δον Κιχώτη και του Φλωμπέρ, τους οποίους ξαναζωντανεύει στα πρόσωπα του Δον Σανδάλιο και του συμπαίκτη-αφηγητή, ο Ουναμούνο συγκεντρώνει επιστολές ενός φίλου του και τις παραθέτει στον αναγνώστη καταφέρνοντας του ένα ισχυρό χτύπημα στην αποδοχή των γεγονότων και των παραδοχών που φτάνουν σαν χείμαρρος.
Edward Harrison May, 1867, Lady Howe mating Benjamin Franklin
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η Άμυνα του Λούζιν, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σε αυτό το μυθιστόρημα που ο Ναμπόκοφ έγραψε το 1930, διακρίνεται από μέρους του πρωταγωνιστή Λούζιν μία έντονη διεργασία εσωτερικής μάχης ανάμεσα στο σκάκι και την πραγματικότητα.
Γιατί η πραγματική ζωή δεν είναι συνυφασμένη με το σκάκι, το σκάκι αποτελεί έναν διαφορετικό κόσμο, ξεχωριστό, μοναδικό, ανεξάρτητο. Η σκέψη, ο συλλογισμός, η ύπαρξη του ήρωα Λούζιν καθορίζεται σε βαθμό παραληρήματος πολλές φορές από το παιχνίδι. Είναι αυτό το παιχνίδι, το επικίνδυνο, το απρόβλεπτο που οδηγεί τη ζωή του μέσα από έναν λαβύρινθο και ένα αίνιγμα, θα καταφέρει να βγει αλώβητος ή θα καταστεί θύμα του; Γιατί όπως και στο μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο που έγραψε ο Miguel de Unamuno (εκδ. Άγρα), ο σκακιστής και παίκτης είναι πάνω από όλα ένας αρχαιολόγος των κινήσεών του με την έννοια πως σκάβει βαθιά στο νου του για να φέρει στην επιφάνεια διαδρομές και στοές για το εκάστοτε πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Είναι παράλληλα και ένας αναζητητής λύσεων, ένας στρατιώτης και ένας πολεμιστής μίας διαφορετικής κάθε φορά αναμέτρησης, η έκβασή της προφανώς πάντα άγνωστη. Εκεί έγκειται όλη η δυσκολία και η ιδιαιτερότητα αυτού του περίεργα δομημένου παιχνιδιού, ένα παιχνίδι που απαιτεί συγκέντρωση, επιμονή, υπομονή, εστίαση και καθόλου πανικό.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, που με αριστοτεχνικό τρόπο μετέφρασε αυτό το μυθιστόρημα ωριμότητας του Ναμπόκοφ, αναφέρει στο επίμετρο: «Το σκάκι είναι κάτι περισσότερο από παιχνίδι. Είναι κάτι ανάμεσα στην τέχνη και στην επιστήμη, κάτι που εξελίσσεται διαρκώς, παραμένοντας ωστόσο το ίδιο, μία αστείρευτη πηγή σαγήνης, εκρηκτικών εκπλήξεων, γόνιμης οργάνωσης του νου, αλλά και διασάλευσης των αισθήσεων, των βεβαιοτήτων, των άκαμπτων πεποιθήσεων».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.culturenow.gr/
Γιατί η πραγματική ζωή δεν είναι συνυφασμένη με το σκάκι, το σκάκι αποτελεί έναν διαφορετικό κόσμο, ξεχωριστό, μοναδικό, ανεξάρτητο. Η σκέψη, ο συλλογισμός, η ύπαρξη του ήρωα Λούζιν καθορίζεται σε βαθμό παραληρήματος πολλές φορές από το παιχνίδι. Είναι αυτό το παιχνίδι, το επικίνδυνο, το απρόβλεπτο που οδηγεί τη ζωή του μέσα από έναν λαβύρινθο και ένα αίνιγμα, θα καταφέρει να βγει αλώβητος ή θα καταστεί θύμα του; Γιατί όπως και στο μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο που έγραψε ο Miguel de Unamuno (εκδ. Άγρα), ο σκακιστής και παίκτης είναι πάνω από όλα ένας αρχαιολόγος των κινήσεών του με την έννοια πως σκάβει βαθιά στο νου του για να φέρει στην επιφάνεια διαδρομές και στοές για το εκάστοτε πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Είναι παράλληλα και ένας αναζητητής λύσεων, ένας στρατιώτης και ένας πολεμιστής μίας διαφορετικής κάθε φορά αναμέτρησης, η έκβασή της προφανώς πάντα άγνωστη. Εκεί έγκειται όλη η δυσκολία και η ιδιαιτερότητα αυτού του περίεργα δομημένου παιχνιδιού, ένα παιχνίδι που απαιτεί συγκέντρωση, επιμονή, υπομονή, εστίαση και καθόλου πανικό.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, που με αριστοτεχνικό τρόπο μετέφρασε αυτό το μυθιστόρημα ωριμότητας του Ναμπόκοφ, αναφέρει στο επίμετρο: «Το σκάκι είναι κάτι περισσότερο από παιχνίδι. Είναι κάτι ανάμεσα στην τέχνη και στην επιστήμη, κάτι που εξελίσσεται διαρκώς, παραμένοντας ωστόσο το ίδιο, μία αστείρευτη πηγή σαγήνης, εκρηκτικών εκπλήξεων, γόνιμης οργάνωσης του νου, αλλά και διασάλευσης των αισθήσεων, των βεβαιοτήτων, των άκαμπτων πεποιθήσεων».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.culturenow.gr/
Cavaliers Playing Chess II, by P.H. Andreis |
Giulio Campi The Chess Players |
Οι πίνακες από :
https://fineartamerica.com/
https://en.wikipedia.org/
Απολαυστικό αφιέρωμα. Έχεις δημιουργήσει σχολή, νομίζω!
ΑπάντησηΔιαγραφή