Ο Ρήγας Γκόλφης ( 21 Ιανουαρίου 1886 - 1 Ιανουαρίου 1958 ) ήταν Έλληνας ποιητής, κριτικός και συνεργάτης του περιοδικού Ο Νουμάς και υπήρξε από τους πιο μαχητικούς δημοτικιστές της εποχής του χωρίς να μετατρέψει όμως ποτέ την ποίηση του σε πολιτική συνθηματολογία.
Ο Ρήγας Γκόλφης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στη συνέχεια ως συμβολαιογράφος. Συνεργάστηκε με το περιοδικό ο Νουμάς, στις σελίδες του οποίου δημοσίευσε αρχικά νομικά κείμενα και στη συνέχεια την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα τραγούδια του Απρίλη (1909). Ακολούθησε η δεύτερη ποιητική συλλογή Ύμνοι, στην οποία ανιχνεύονται στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Στις επόμενες συλλογές του στράφηκε προς μια έντονα ερωτική και αισθησιακή γραφή. Η ποίηση του Γκόλφη κινήθηκε γενικότερα στα χνάρια της σχολής του Παλαμά και πρόβαλε τη δημοτικιστική γλωσσική έκφραση. Πέθανε στην Αθήνα.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Τα τραγούδια του Απρίλη. Αθήνα, 1909.
• Ύμνοι. Αθήνα, Γανιάρης, 1921.
• Στο γύρισμα της ρίμας. Αθήνα, Ιω.Ν.Σιδέρης, [1925].
• Λυρικά χρώματα. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, [1930].
• Τετράμετρα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1935].
ΙΙ.Πεζογραφία
• Η επιφάνεια και το βάθος· Διηγήματα. Αθήνα, Ι.Σιδέρης, [1954].
ΙΙΙ.Μελέτες - Δοκίμια
• Φαντασία και Ποίηση. Αθήνα, 1935.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα• επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο Ρήγας Γκόλφης, συνεπαρμένος και από τη μπολσεβίκικη επανάσταση, μετέφρασε στα 1919, από το γαλλικό περιοδικό "Les Annales", ένα ρώσικο επαναστατικό τραγούδι που το τιτλοφόρησε ως "O ΝΕΟΣ ΡΩΣΣΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ" και το δημοσίευσε στο περιοδικό "Ο Νουμάς". Το τραγούδι αυτό το χρησιμοποιούσαν οι χορωδίες των εργατικών σωματείων εκείνων των καιρών, βάζοντας στη θέση της λέξης Δημοκρατία τα Σοβιέτ και στη θέση του Τολστόι το Λένιν!
Ιδού:
1.
Της νέας Ρωσσίας παιδιά, σηκωθείτε!
Σκλαβιά δεν έχει πια καμιά.
Παιδεμένα σεις κορμιά
τη ζωή σας ξαναβρήτε.
Χάθηκαν τα χρόνια τα βαριά,
χαίρεται ήλιο η λευτεριά.
2.
Χωριάτη που σκύβεις αιώνια, κουνήσου.
Δική σου πια είναι τώρα η γη.
Νέος κόσμος. Αλλαγή
στην ταπεινή τη ζωή σου.
Συ, που χτήνος δεν είχες μιλιά,
νιώσε λεύτερη δουλειά.
3.
Και συ μορφωμένε, με γνώμη, σε τοίχους
κλεισμένος, σ’ άγρια φυλακή,
άκου της χαράς εκεί,
του ξεσκλαβωμού τους ήχους.
Πάει το κνούτο ! Με φωνή χρυσή
ψάλλε τον Τολστόη, εσύ.
4.
Οι προδότες εδώ, κ' οι τεύτονες λύκοι
σου αφάνισαν σκληρά τη γη,
μα τρικύμισε η κραυγή :
στη Δημοκρατία νίκη!
Τα παιδιά σου, στο μέλλο μπροστά.
ζουν ή χάνουνται πιστά.
❀ ❀ ❀ ❀
ΘΟΥΡΙΟΣ
Δειλινό του χειμώνα
στης Αθήνας τη γλύκα.
Η αγκαλιά του ελαιώνα,
η Ακρόπολη, η Πνύκα.
Ενα φως, ένα θάμπος,
χρυσορόδινα κρίνα,
ο χλωρόσπαρτος κάμπος,
τα νερά, η Σαλαμίνα.
Μα η ψυχή μου γερμένη
μες στην πίκρα του αιώνα,
τέτοια γλύκα προσμένει
μ’ έναν άγριο χειμώνα.
ΑΠΕΡΓΙΑ
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της εργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομμένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τ’ αράθυμό του στήθος
θεριεύει το κορμί.
[...]
Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδειά θλιμμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πώς θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμή σου νιώσε κι υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ρώτησε, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
ΣΤΟΧΑΣΟΥ
Εχεις νιάτα και ορμή,
φτερωμένο κορμί,
μα δεν τρώνε δαρμοί
λυτρωμού την καρδιά σου.
Την ελπίδα αν κερνάς
πάντα ξένος περνάς
και τυφλός τριγυρνάς
μες στην άκαρπη αντρειά σου.
Ω πού αφώτιστος πας!
Δεν γκρεμνάς, δε χτυπάς,
μα ολοένα σιωπάς
σ’ ό,τι σάπιο μπροστά σου.
Στην απέραντη γη
δε ζητάς την πηγή
που αναβρύζει η κραυγή
των ανθρώπων. «Στοχάσου!»…
❀ ❀ ❀ ❀
Βιολί
Το δοξάρι σου μαχαίρι.
Το βιολί σου, εγώ.
Σφάζεις.Το σκληρό σου χέρι
ξέρω να οδηγώ.
Δάκρυ του βιολιού τον ήχο
στάζ΄ η δοξαριά.
Το κυλά η ψυχή στο στίχο
μ'άυλη μαστοριά.
Μες στης τέχνης σου το κύμα
που αρμενίζεις, πας,
μιας ξανθιάς παίρνεις το σκήμα
και μ' αεροχτυπάς.
Α!τ' αλάλητο τραγούδι
αφίλητο φιλί!
Σα μπουμπούκι για λουλούδι
γύρο απ' το βιολί…
Το μαχαίρι σου μου αγγίζει
την καρδιά. Πονώ.
Τ'άλικο αίμα μου φλογίζει
τον πικρό ουρανό.
Πλανεμένο το φεγγάρι
μοίρεται βουβά.
Το παθητικό δοξάρι
εντός μου το τραβά.
Της ζωής λυγά τα τέλια
μιας θυσίας ορμή.
Στα θλιμμένα χαμογέλια
ποια χαρά θερμή!
Μες στης νύχτας την αχνάδα
-θεία παρηγοριά -
σα μιαν άσβηστη λαμπάδα
τρέμ'η δοξαριά.
Κ'ύστερα μηνώντας πάλι
την ανατολή,
νέα πνοή απ' το μυρογιάλι
ο ήχος στο βιολί.
Μες στ' αψά τα μεσημέρια
τι δροσιά ο σκοπός!...
φωτοπάλατα,λημέρια,
κόσμος χαρωπός.
Τα χινόπωρα, οι χειμώνες
κ'η καλοκαιριά,
ποια πλημμύρα στους αιώνες,
ποια φυρονεριά!
Το δοξάρι σου να λείψει -
πάει μου κι ο σφυγμός…
Όλα η μοίρα ας τα συντρίψει!
Κι ο βαθύς λυγμός
της στερνής, που θα σωπάσει,
μαύρης δοξαριάς,
-χάρος, αέρας μες στην πλάση,
νότος και βοριάς.
Πώς να σβήσω
Της εξοχής προσκέφαλο
χάρισέ μου ένα βράδυ,
ν’απολάψω τον ύπνο μου
στ’ανοιξιάτικο χάδι.
Με τα πρώτα χαράματα
μαγικά να ξυπνήσω,
κι όλη μέρα, στο ηλιόνειρο
της χαράς σου, να ζήσω.
Μες στ’ απόσκια του κήπου σου,
στο καλύβι σου απ’ όξω,
να δεθώ με τον έρωτα,
κάθε μίσος να διώξω.
Του απονήρευτου γέλιου σου
το τραγούδι ν’ ακούσω.
Μες στη γάργαρη ανάβρα του
ποια κρίματα να λούσω!
Κι όταν καταμεσήμερο
πέσει γαλήνη γύρω,
στα χρυσόμαυρα μάτια σου
ζυγιασμένος να γείρω.
Τα χωράφια ν’ ανοίξουνε
παπαρούνες γεμάτα,
μα τ' αγκάθια της φρόνησης
να μου φράξουν τη στράτα.
Και σαν έρθει το σούρουπο
και μάθεις πως θα φύγω,
τ'ασυγνέφιαστο βλέμμα σου
να θαμπώσει για λίγο.
Μ’ένα δάκρυ αφανέρωτο
την καρδιά σου να βρέξω,
δέντρα,δρόμους, φαντάσματα,
στεφάνι να τα πλέξω.
Δουλειά,φαρμάκι, σκύψιμο…
Στη ζωή μου καμιά σκόλη.
Πληγωμένος,μεσάνυχτα
να γυρίσω στην πόλη.
Να φτάσω αγάλια σπίτι μου,
Με θολό, μαύρο πνέμα,
Να πέσω στο κρεβάτι μου
σα να μου ‘λειψε το αίμα.
Και πριν χάσω τ' αχνάρια σου
σε χάρου μονοπάτια,
να γυρέψω τη μάνα μου
να μου κλείσει τα μάτια.
Η καρδιά
Στο βαθύ το μεσονύχτι
που αγρυπνά με ένας καημός,
το κορμί μου όλο ταράζει
μυστικός,αργός ρυθμός.
Η καρδιά μου είναι μια στάλα,
κι όμως τόσα έχει αιστανθεί
που όλη η ζήση μου εκεί μέσα
στένεψε για να κριθεί.
Πιο πολύ κι από το νου μου,
τρέχει,ορέγεται, νογά.
Κάθε λύπης ή χαράς μου
τους καρπούς τρυγά.
Μέσα της ο κόσμος όλος
Πάθη,αγάπες της ζωής,
ως την ώρα εκεί σταλάζουν
της στερνής πνοής.
Ω χαρές, πόσα φαρμάκια
την ποτίσατε κρυφά,
κι ω μαράζια, πόσες γλύκες
από σας ρουφά…
Η καρδιά μου είναι μια στάλα,
κι όμως τόσα έχει αιστανθεί,
που τα πάντα βλέπει τώρα
μ’ένα νόημα βαθύ.
Και ποτέ δε θα λυγίσει,
δε θα γείρει να χαθεί,
σαν το λούλουδο στο βάζο
δε θα μαραθεί.
Σα δεν έβρει τη γαλήνη
την ελπίδ’ απανεμιά,
θα παλέψει όσο να σπάσει,
με την τρικυμιά.
Να γράψω
Πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που απ’ τον ίμερο τρέμει,
και που γερά το δείρανε
των ερώτων οι ανέμοι,
πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που πλατύ φέγγει μπρος μου,
μ’όλα μαζί τ' απόκοτα
του ανονείρευτου κόσμου,
που φαντάζει σα ρόδινο
χαρτί,γι’ αγάπης γράμμα,
σα μετώπη μαρμάρινη
στου κορμιού σου το θάμα,
πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
-ω πιο πολύ από Μούσα -,
τεχνίτης πολυστέναχτος
πριν χαθώ, να μπορούσα
σε φαρμάκι χρυσάχτιδο,
τα χείλη μου αφού βάψω,
με φιλήματα πύρινα,
τον ύμνο σου να γράψω.
Λίγη άνοιξη
Η αγάπη σου μ’ ανέβασε
στον παράδεισο απάνω.
Τη μαύρη μοίρα πάτησα,
τ'άσπρο όνειρό μου φτάνω.
Κι α γυρίζω ασυντρόφιαστος
πονεμένος ακόμα,
στο μαρτύριο της νιότης μου
και στ’ αχάριστο χώμα,
προσμένω λίγην άνοιξη
παπαρούνες ν’ αδράξω,
κι απάνω στον παράδεισο
της γης αίμα να στάξω.
Λουΐζα
Στης ζωής το ταξίδι,
-τι ταξίδι γοργό -
λίγης ώρας παιχνίδι
σε λαχτάρησα εγώ…
Σε φωτόλουστη μπύρα,
κάποια νύχτα θολή,
μεθυσμένος σου πήρα
πληρωμένο φιλί.
Τότες ήμουν στην πρώτη
του καημού απελπισιά.
Φλογισμένη μου η νιότη
και ζητούσε δροσιά…
Μα σα μείναμε μόνοι,
ω Λουΐζα μικρή,
της καρδιάς μας ποιοι πόνοι
πλημμυρίσαν πικροί!
Γι’άλλη κλαίω, πληγωμένος,
και μεθώ να ξεχνώ,
Της αγάπης διωγμένος
Από γη και ουρανό.
Γι’άλλον κλαις. Κι αν το μάτι
σου δακρύζει φριχτά -
γκρεμός, δόλος, απάτη
χάσκουν μπρος σου ανοιχτά.
Κ’οι δυο πόνοι ενωμένοι,
νοιώσαν τέτοια χαρά,
τη χαρά που μας δένει
μια,μα αιώνια φορά.
Στης ζωής το ταξίδι,
-το ταξίδι γοργό -
λίγης ώρας παιχνίδι
Σ'είδα, σ’ έχασα εγώ…
Μ’από τότε Λουΐζα,
φως η απλή μου καρδιά,
κ’έχει κλείσει, κορνίζα,
την τρελή μας βραδιά.
ΡΗΓΑ ΓΚΟΛΦΗ «ΓΗΤΑΥΡΟΣ»
Το πρώτο έργο της ελληνικής σοσιαλιστικής λογοτεχνίας
Τον Αύγουστο του 1907 το περιοδικό «Νουμάς» δημοσιεύει ένα κείμενο του Α. Δελμούζου, που παρουσιάζει το βιβλίο του Γ. Σκληρού «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Δίνει την αφορμή για ευρύτερη συζήτηση μεταξύ σοσιαλιστών και των οπαδών του αστικού εκσυγχρονισμού. Είναι εποχή έντονων κοινωνικών συγκρούσεων και αλλαγών και για πρώτη φορά γίνεται προσπάθεια μαρξιστικής προσέγγισης της ελληνικής κοινωνίας.
Ρίχνεται ο σπόρος των νέων ιδεών. «Για να βλαστήσει τέτοιος σπόρος χρειάζουνται κ' οι αναγκαίοι υλικοί όροι, που τους δημιουργεί η οικονομική εξέλιξη, κι αυτοί, μέσα στη στενή, πατριαρχική, γεωργική πολιτεία μας τότε μόλις είχανε αρχίσει να δημιουργούνται. Χρειαζότανε να αστικοποιηθεί η κοινωνία μας για να μπει στο βαθύτερο νόημα των νέων κηρυγμάτων...» (Κ. Παρορίτης).
Ο σπόρος αυτός μπορεί να μην άγγιξε εκείνη τη χρονική στιγμή τον εργάτη, το λαό. Βρήκε, όμως, πρόσφορο έδαφος στα ανήσυχα πνεύματα της εποχής, που υιοθετούν τις νέες ιδέες και εμπνέονται από αυτές.
Υπό την επίδραση των νέων ιδεών γεννιούνται λογοτεχνικά κείμενα που φέρνουν στο προσκήνιο την εργατική τάξη και το λαό ως δημιουργό, ή εμπνέονται από τη ζωή και τα προβλήματα της εργατικής τάξης και του λαού. Με θέματα όπως η εργατική εκμετάλλευση, τα εργατικά ατυχήματα, η φτώχεια και η ανέχεια. Θέματα όπως η αδιαλλαξία του εργοστασιάρχη που δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την ελάχιστη παραχώρηση για να μη μειωθούν τα κέρδη του, το αίτημα για λιγότερες ώρες δουλειάς, για καλύτερο μισθό και καλύτερη ζωή, αφού ο εργάτης είναι ο δημιουργός του πλούτου, τα εργατικά ατυχήματα, γιατί ο εργοστασιάρχης δε συντήρησε τα καζάνια κλπ. Θέματα επίκαιρα και σήμερα, γιατί η βαρβαρότητα του καπιταλισμού είναι διαχρονική.
«Καρπός» των νέων ιδεών είναι ο «Γήταυρος» του Ρήγα Γκόλφη. Ο πρώτος λογοτεχνικός «καρπός» της σοσιαλιστικής σκέψης. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς», το Δεκέμβρη του 1908.
Ο Γήταυρος ήταν ένα μυθολογικό τέρας με ακαθόριστη μορφή που εμφανιζόταν κοντά σε έλη, λίμνες ή στους βυθούς των ποταμών και έβγαζε τρομακτικούς μυκηθμούς, που κατ' άλλους έμοιαζαν με αυτούς του ταύρου και κατ' άλλους με φοβερά ανθρώπινα μουγκρητά. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Θεσσαλία ήταν μια τεράστια λίμνη, ο Γήταυρος χώρισε με την ουρά του τον Ολυμπο από τον Κίσσαβο, που ήταν μέχρι τότε ενωμένοι. Με τη διάνοιξη του ρήγματος που σήμερα είναι γνωστό ως η Κοιλάδα των Τεμπών, το νερό που σκέπαζε το θεσσαλικό κάμπο διέφυγε στη θάλασσα.
Η υπόθεση του έργου
Ο γερο - Φιντής, ο πλούσιος εργοστασιάρχης, που διευθύνει μια μεγάλη σιδηροβιομηχανία, θέλει να κάνει το γιο του Σταύρο επιστήμονα, ενώ εκείνος, αναγνωρίζοντας τη σημασία της δουλειάς, θέλει να γίνει σιδεράς, σαν τον πατέρα του. Αυτό προκαλεί ρήξη στις σχέσεις γιου και πατέρα. Ο Σταύρος αποφασίζει να αφήσει το σπίτι του πατέρα του, του σκληρού και αυταρχικού, που δεν επιτρέπει σε κανέναν αντιλογίες, και να φύγει στο εξωτερικό. Ταξιδεύει στην Ευρώπη, γίνεται εργάτης σε φάμπρικες για να κερδίσει το ψωμί του, κυλιέται στη δυστυχία. «Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυρανιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα εσάς των πλουσίων». Ωσπου μια μέρα λαμβάνει ένα γράμμα από τον πατέρα του που τον προσκαλούσε να ξαναγυρίσει στο σπίτι. Νόμιζε ότι έτσι θα έσωζε την υπόληψη του: «...άκουσα μέσα μου μια φωνή που μου έλεγε πως δεν έπρεπε το όνομά μου να σέρνεται στη φτωχολογιά των δρόμων από το παιδί μου. Για την κοινωνική μου υπόληψη δεν το ήθελα». Ο Σταύρος που πίστεψε ότι ο πατέρας του είχε μετανιώσει και ποτισμένος με καινούρια ιδανικά, δυναμωμένος από τη δυστυχία που γνώρισε, δέχεται να γυρίσει σπίτι του. Ο γερο - Φιντής τού προτείνει να πάρει αυτός τη διεύθυνση του εργοστασίου. Ο Σταύρος δέχεται, με τη συμφωνία να μειώσει τις ώρες εργασίας των εργατών, κάνοντας, με κάθε τρόπο, τη ζωή τους ανθρώπινη. Στο άκουσμα αυτών των σχεδίων, ο γερο - Φιντής γίνεται έξαλλος. Τι; Να τους ελαττώσει τις ώρες δουλειάς; Να λιγοστέψει τα κέρδη του; Αδύνατο να δεχτεί τέτοιες μεταβολές στις κανονισμένες συνθήκες δουλειάς του εργοστασίου. Στο επίκεντρο της συζήτησης πατέρα και γιου, έρχεται το επίκαιρο και σήμερα ερώτημα για τον εργάτη, ποιος είναι ο παραγωγός του πλούτου:
«- Σταύρος: ...σας κάνουνε να πλουτίζετε, έχουν όμως δικαίωμα σε μια στοιχειώδικη φιλανθρωπία από μέρος σας.
- Φιντής: Αυτοί με κάνουν και πλουτίζω; Αυτοί ή τα κεφάλαιά μου, τα μηχανήματά μου, η περιουσία μου...
- Σταύρος: Η περιουσία σας ...μεγάλωσε και θέριεψε... με το αίμα αυτωνών (σ.σ. των εργατών)... πόσοι από αυτούς φύγανε από το εργοστάσιό σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκανε εκεί μέσα μ' όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης...».
Η ρήξη πατέρα και γιου αυτή τη φορά είναι οριστική. Ο Σταύρος βλέπει πως δεν υπάρχει θέση γι' αυτόν, πλέον, στο σπίτι. Ξαναφεύγει. Σε λίγο έρχεται η είδηση πως το εργοστάσιο τινάχτηκε στον αέρα, ύστερα από μια τρομερή έκρηξη των σάπιων καζανιών, που γι' αυτό τον κίνδυνο είχε προειδοποιηθεί ο γερο - Φιντής από το μηχανικό του και έπρεπε να τον περιμένει.
Οταν ο μηχανικός πήγε να του υπενθυμίσει ότι: «Εχω τόσον καιρό τώρα που σας παρακάλεσα να στείλετε να ξετάσατε τα καζάνια μας, και να τα αλλάξετε», είχε πάρει, ήδη από πριν, την απάντηση: «Οι μηχανές αυτές αντιπροσωπεύουνε παράδες πολλούς, κ' εσύ, κύριε μηχανικέ μου, καταφέρνεις ώστε οι μηχανές μου να κάθονται σχεδόν νεκρές». Στην προειδοποίηση του μηχανικού ότι υπάρχει «σοβαρός φόβος, κ. εργοστασιάρχη, για κάποιο δυστύχημα», απαντά: «Ξέρεις καλά πως δε συνηθίζω να ακούω ποτέ κανέναν από εσάς. Αν δεν τόκανα αυτό, εδώ και πολύν καιρό θα ήτανε κατεστραμένα τα οικονομικά μου».
Συντρίμμια η φάμπρικα, που προκάλεσε τον άγριο θάνατο πολλών εργατών. Το εργατικό ατύχημα ήταν αποτέλεσμα των σάπιων καζανιών, της άρνησης του εργοστασιάρχη για στοιχειώδη συντήρηση, γιατί έχει «κόστος» και ο οποίος, βέβαια, δεν μπορεί να ανεχτεί έστω και στο ελάχιστο μείωση του κέρδους του.
Το άδικα χυμένο αίμα των εργατών ζητάει εκδίκηση. Οι εργάτες αντιλαμβάνονται ποιος είναι ο αίτιος της συμφοράς και όλοι μαζί κινούνται αλαλάζοντας κατά του σπιτιού του Φιντή. Ο λαός αυτός που πηγαίνει να πάρει την εκδίκησή του συμβολίζεται με το μυθικό θεριό, το Γήταυρο, που μουγκρίζει γυρίζοντας από χώρα σε χώρα. Το μούγκρισμα του Γήταυρου είναι η διαμαρτυρία του λαού, που αντιδρά στην εκμετάλλευση και στο τέλος θα νικήσει. «(...)αυτό γίνεται όταν μεγαλώνει το θεριό, όταν βάνει όλη τη δύναμή του, όλη τη λύσσα του. Και ύστερα γυρίζει από χώρα σε χώρα, και αλί! και τρισαλί! όπου ακουστεί το μούγκρισμά του». Το μούγκρισμά του φέρνει παντού την καταστροφή, μα, μαζί και τη χαρά και την ευτυχία σε εκείνους που θα το αγαπήσουνε και θα το καλοπιάσουνε (Το μούγκρισμα αυτό ακούγεται και σήμερα παντού. Προμήνυμα μιας καταστροφής που θα φέρει την καινούρια ζωή στους ανθρώπους). Ο Φιντής, φοβισμένος και εκμηδενισμένος, τρέμοντας για τη ζωή και την περιουσία του, ακούει το βουητό του λαού που όλο και ζυγώνει. Η κόρη του η Αννούλα, από το φόβο της, πέφτει νεκρή. Το έργο κλείνει με την τελευταία κραυγή της Αννούλας: «Ο γήταυρος, έρχεται ο γήταυρος».
Τα πρόσωπα του έργου
Ο γερο - Φιντής αντιπροσωπεύει την ανερχόμενη, τότε, αστική τάξη, που η ανάγκη για την αύξηση των κερδών της την κάνει να βλέπει τον εργάτη ως αναλώσιμο εξάρτημα, που όταν σκουριάζει ή καταστρέφεται (γερνά, αρρωσταίνει, σκοτώνεται) απλά αντικαθίσταται. Μέσα από την απαίτηση να σπουδάσει ο γιος του Σταύρος, εκφράζει την απαίτηση - ανάγκη της αστικής τάξης για εκσυγχρονισμένη Παιδεία, που θα τη βοηθήσει να δυναμώσει και να αυξήσει την κερδοφορία της: «Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι αν μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσεις, να γίνεις ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν' ανέβουμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ' ό,τι είμαστε τώρα...». Ο σιδηροβιομήχανος Φιντής που τα καζάνια του σκότωσαν δεκάδες εργάτες, είναι ο πρόγονος του Λάτση, ο οποίος είναι ο παππούς του «Ακτορα».
Ο Σταύρος είναι ευαίσθητος νέος και ανθρωπιστής. Δεν αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Θέλει μόνο να την εκσυγχρονίσει. Το μπλέξιμο του ρομαντισμού και του ανθρωπισμού του με τη διατήρηση της κοινωνικής πραγματικότητας καταλήγει σε ένα νέο καπιταλιστή. Εναν καπιταλιστή που αντιδρά στον παλιό τρόπο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, αρνείται τη βαρβαρότητα των παλιών καπιταλιστών, αντιλαμβάνεται ότι αυτή η βαρβαρότητα θα έχει ως αποτέλεσμα κοινωνικές συγκρούσεις, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Ο Σταύρος εκπροσωπεί τον αστικό εκσυγχρονισμό, που θεωρεί ότι με την παραχώρηση μερικών δικαιωμάτων στους εργάτες θα επέλθει σε μόνιμη βάση η κοινωνική ειρήνη.
Μετά τη σύγκρουση με τον πατέρα του, ο Σταύρος φεύγει. Αν είχε άλλη συνείδηση, ίσως να έμενε για να αφυπνίσει και να βοηθήσει το λαό του. Τέλος, ο Σταύρος αντιπροσωπεύει, με ένα ρομαντισμό, την προσφορά της εργασίας στην κοινωνία: «Χρειαζόμαστε δουλειά, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, δουλειά που να μας μπάσει δύναμη και να μας φέρει την οικονομική προκοπή στη χώρα, που ρέβει σήμερα από τη στασιμότητα και τη σαπίλα. Να, ωραία φιλοδοξία, και, να, στάδιο για να ωφελήσει κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη».
Η μικρή κόρη του Φιντή, η Αννούλα, που δεν μπορεί να αντέξει τη σκληρότητα του πατέρα της, είναι ένας τύπος παθολογικός. Προτιμά να ζει στα δέντρα, με τα πουλιά και τα λουλούδια. «Ο άρρωστος αυτός ρομαντισμός που μας ανεβάζει στα δέντρα, απομακρύνοντάς μας από τη γης, είναι η πιο καλύτερη υπηρεσία που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στους αστούς» (Κ. Παρορίτης). Η Αννούλα ζει στον κόσμο της. Είναι ένα από τα πολλά παιδιά των αστών, που ζουν με τα λεφτά των γονιών τους και που ποτέ δεν αναρωτήθηκαν πώς βγήκαν αυτά τα λεφτά. Αυτά τα παιδιά έχουν την εντύπωση πως όλα τα παιδιά του κόσμου ζουν όπως κι εκείνα, με νταντάδες και υπηρέτες. Κ έτσι η Αννούλα, με το θάνατο «ανακάλυψε» τον κόσμο.
Τέλος, η γιαγιά. Μια γριά που συμβολίζει το παλιό, το αγαθό σπίτι που έκρυβε κάποτε την ευτυχία.
Η συνέχεια
Ο «Γήταυρος», το πρώτο έργο της ελληνικής σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, άνοιξε το δρόμο. Σοσιαλιστική λογοτεχνία, γιατί μπάζει στο προσκήνιο της Ιστορίας το εργατικό κίνημα, έστω και στην αυθόρμητη μορφή του (ξέσπασμα από ένα ατύχημα στο εργοστάσιο - εκεί δε χρειάζεται οργάνωση για να υπάρξει ξέσπασμα).
Η λογοτεχνία και ποίηση «μπολιάζονται» από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και τις εργατικές κινητοποιήσεις που αρχίζουν να αναπτύσσονται. Πληθαίνουν τα λογοτεχνικά κείμενα που καταπιάνονται με τα βάσανα της εργατικής τάξης και της αγροτικής φτωχολογιάς. Είναι κείμενα γραμμένα είτε από εργάτες είτε από λογοτέχνες. Λογοτέχνες όχι από εκείνους που περίμεναν την άνοιξη για να τινάξουν την ανθισμένη αμυγδαλιά, ή από τους άλλους που περίμεναν το φθινόπωρο να θαυμάσουν το κίτρινο φύλο να πέφτει, ως το θαύμα της φύσης, αλλά από λογοτέχνες οι οποίοι αναδείκνυαν τις φυσικές και κοινωνικές νομοτέλειες, υπό την επίδραση της νέας για τα ελληνικά δεδομένα επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού. Λογοτέχνες, που, όταν ακόμα και ο Ξενόπουλος έγραφε γλυκανάλατα ερωτικά ρομάντζα για τον πόλεμο, εκείνοι προχωρούσαν σε ανοιχτή καταγγελία του πολέμου.
Λογοτέχνες, όπως οι Γκόλφης, Ταγκόπουλος, Καρθαίος, Παρορίτης, Θεοτόκης, Χατζόπουλος, Βουτυράς κλπ. Μα πάνω από όλους ο Κώστας Βάρναλης, που επηρεασμένος από την Οχτωβριανή Επανάσταση με «Το φως που καίει» γίνεται συνοδοιπόρος της εργατικής τάξης. Και, αργότερα, όταν κυριαρχούσε η γενιά του '30 με τους αστικούς έρωτες και τις μηχανορραφίες, κάποιοι ένιωθαν αδύναμοι και άβουλοι, κάποιοι άλλοι, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνεόμενοι από την Οχτωβριανή Επανάσταση και το μαρξισμό, πετούσαν στα μούτρα της κοινωνίας την καταγγελία τους για την κοινωνική αδικία και έμπαιναν μπροστάρηδες στους αγώνες του λαού.
Λογοτέχνες, οι οποίοι καλύπτονται από τα λόγια του Θέμου Κορνάρου: «Ξέρω πού πηγαίνω και τι θέλω. Βρήκα την πόρτα που φέρνει πέρα από τον κατάκλειστο κάμπο, και πάω να συναντήσω το Λαό που μάχεται, και να γίνω ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων του».
Οσο για τους εργάτες που και σήμερα αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα (ώρες εργασίας, εργατικά «ατυχήματα» κλπ.) δε ζητούν «αγάπη» και συμπόνοια, όπως ο γήταυρος. Επιδιώκουν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για να υλοποιήσουν τη δική τους ιστορική αποστολή: Την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.rizospastis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου