Πέντε χρόνια χωρίς την Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη
Μια αποτίμηση του πεζογραφικού έργου της
Συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την εκδημία της Ευαγγελίας Μπουτλούκου-Βρεττάκη, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 27 Ιανουαρίου 2014. Υπήρξε μια δραστήρια, ανοιχτόκαρδη Λημνιά, με χιούμορ, γεμάτη ζωή και αγάπη. Νοιαζόταν για το συνάνθρωπο, φρόντιζε το συγγενή, το φίλο, ήταν άνθρωπος της προσφοράς και ανταπέδιδε στο πολλαπλάσιο την αγάπη που της προσέφερες.
Γεννήθηκε λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Ήταν παιδί φτωχής, αγροτικής και υπερπολύτεκνης οικογένειας. Γνώρισε πείνα: πολλά αδέρφια και κυρίως πολλές αδερφές, με ό,τι υποχρεώσεις συνεπαγόταν αυτό για τους γονείς εκείνα τα χρόνια. Πριν καλά-καλά μπει στην εφηβεία αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό σε αναζήτηση του μεροκάματου. Ακολούθησε τη μεγάλη αδερφή της, τη Σωτηρία, που είχε πιάσει δουλειά στο Νοσοκομείο της Λήμνου, με σκοπό να γίνει αδελφή νοσοκόμα.
Αργότερα ήρθε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε ιδιωτικές κλινικές και ιατρεία. Αν και δεν είχε τελειώσει το σχολείο, κατάφερε με την εργατικότητά της, την αξιοσύνη της και την εξυπνάδα της να φοιτήσει στη σχετική σχολή και να γίνει διπλωματούχος νοσοκόμα και αργότερα προϊσταμένη. Γιατί η Ευαγγελία μπορεί να μην κατάφερε να σπουδάσει σε σχολείο αλλά είχε έμφυτη την φιλομάθεια, την αγάπη για τη μόρφωση, την ικανότητα να μαθαίνει από τις εμπειρίες της, την επιθυμία να αυτοβελτιώνεται καθημερινά. Παράλληλα δημιούργησε μιαν αξιοπρεπή οικογένεια με τον σύζυγό της, τον Δημήτρη Βρεττάκη από τα Πελετά Κυνουρίας. Απέκτησαν δύο θυγατέρες και γνώρισαν έναν εγγονό.
Η Ευαγγελία είχε έμφυτη την ικανότητα να αφηγείται ιστορίες. Τη Λήμνο, την αγαπημένη πατρίδα της, από την οποία έφυγε σε νεαρή ηλικία, την κουβαλούσε πάντα μέσα της. Και αποφάσισε να τη γνωρίσει και σε άλλους γράφοντας γι’ αυτήν. Δειλά στην αρχή με τη συνδρομή της κόρης της, της Τίνας, έβγαλε το πρώτο βιβλίο της, το «Πανωπέτσι». Ακολούθησαν το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες», «Το λευκό χρυσάφι» και «Η αγάπη όλα τα συγχωρεί», το οποίο συνέγραψε με την μεγάλη της αδερφή, τη Σωτηρία Σαββόγλου. Ανέκδοτο έμεινε το πεζογράφημα «Πικρή πάστα αμυγδάλου», το οποίο κυκλοφόρησε σε βιβλίο μαζί με ένα παραμύθι λίγες εβδομάδες μετά το θάνατό της, σε λίγα αντίτυπα εκτός εμπορίου. Αφηγήματα και στίχοι της είναι δημοσιευμένα στις τοπικές εφημερίδες της Λήμνου, ενώ στο αρχείο της υπάρχουν αδημοσίευτα παραμύθια και διηγήματά της.
Η Ευαγγελία συνήθιζε να λέει πως ήταν τυχερή στη ζωή της, διότι ο Θεός της έδωσε καλούς φίλους. Και εμείς με τη σειρά μας λέμε πως ήμασταν τυχεροί που τη γνωρίσαμε, που μας τιμούσε με τη φιλία της, που μας άφησε τα έργα της για να μας θυμίζουν το χωριό και την κοινωνία που έζησε, τον ειλικρινή χαρακτήρα της, το σπιρτόζο χιούμορ της, την αγάπη της για το συνάνθρωπο και την απλή φιλοσοφία της για τη ζωή.
✦✦✦✦
Τα βιβλία της Ευαγγελίας Μπουτλούκου-Βρεττάκη
Στα βιβλία της η Ευαγγελία περιγράφει με ειλικρίνεια τα βάσανα και τις αγωνίες των Λημνιών της γενιάς της και αποτελούν, για τους επερχόμενους, μνημεία μιας εποχής που έφυγε. Συχνά εξιστορεί την ζωή της σαν μυθιστόρημα. Στο πρώτο βιβλίο της καταπιάνεται με την σκληρή ζωή των κατοχικών και πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στο νησί. Στο δεύτερο εξιστορεί τις περιπέτειες του μετανάστη που επιστρέφει στο νησί και ανακαλύπτει ότι είναι πλέον ξένος. Στο τρίτο περιγράφει την εποχή του μπαμπακιού που έδωσε διέξοδο κι ελπίδα στους αγρότες της Λήμνου για δύο δεκαετίες περίπου. Στο επόμενο βιβλίο της, το οποίο δεν κατάφερε να εκδώσει εν ζωή, αναφέρεται στον αγώνα της γυναίκας από την επαρχία να στεριώσει στην μεγάλη πόλη. Και στο τελευταίο, που συνέγραψε με την αδελφή της Σωτηρία, επιστρέφει στο νησί για να περιγράψει, μέσα από τις εμπειρίες της Σωτηρίας η οποία παρέμεινε και δημιούργησε οικογένεια στη Λήμνο, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όσοι επέλεξαν να μείνουν μόνιμα στο νησί.
Θα αναφερθώ στα βιβλία της Ευαγγελίας μέσα από τις βιβλιοπαρουσιάσεις που έγραψα τότε που εκδόθηκαν. Στα κείμενα ίσως κάποιος εντοπίσει κάποιες επαναλήψεις ή αλληλεπικαλύψεις. Παράβλεψα την ατέλεια αυτή, διότι σκοπός μου είναι να μη χαθεί η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα διαβάζοντάς τα, από μεταγενέστερα συναισθήματα και εμπειρίες. Επιπλέον αποτυπώνεται η ατμόσφαιρα της εποχής.
«Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα»
Συγγραφείς: Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη, Τίνα Βρεττάκη-Δάβου.
Εκδόσεις «Δωδώνη», 1995, σελ. 150.
Τον τελευταίο καιρό έχουν πυκνώσει οι εκδόσεις αφηγηματικών βιβλίων, στα οποία οι συγγραφείς νιώθουν την ανάγκη να εξιστορήσουν τα δρώμενα της παιδικής και της εφηβικής τους ηλικίας. Κάποιοι το καταφέρνουν με επιτυχία, αποτυπώνοντας το γενικότερο κλίμα της εποχής που αφηγούνται. Όμως οι περισσότεροι αναλίσκονται στην παράθεση γεγονότων και αναμνήσεων, τα οποία ελάχιστα ενδιαφέρουν τους υπόλοιπους, εκτός από ένα στενό κύκλο του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του συγγραφέα.
Με τις πιο πάνω σκέψεις δυσπιστίας, άνοιξα το βιβλίο των δύο Λημνιών συγγραφέων (μάνας και θυγατέρας), με τον παράξενο τίτλο: «Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα», που αντιστοιχούν στα τρία μέρη του καρβελιού, δηλαδή το επάνω πετσί (πετσί: το ξερό περίβλημα του καρβελιού, η κόρα), το κάτω πετσί και την ψίχα. Το κριθαρένιο ψωμί αποτελούσε τη μοναδική τροφή των φτωχών κατοίκων της Λήμνου και για να ξεγελάν την πείνα τους έλεγαν πως τρώνε τρία φαγητά μαζί, το πανωπέτσ’, το κατωπέτσ’ και την ψίχα
.
.
Από τις πρώτες σελίδες φαίνεται ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο της σειράς. Ο αναγνώστης μαγνητίζεται και κυριολεκτικά ρουφά το περιεχόμενο. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις αναμνήσεις της κ. Ευαγγελίας Μπουτλούκου (προφανώς), από τη ζωή της στο Κοντοπούλι της Λήμνου κατά την Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για ν’ αναπαραστήσουν με γλαφυρό κι εύληπτο τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης των κεχαγιάδων του νησιού, δηλαδή των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων που αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του. Το βιβλίο δεν περιέχει ωραιοποιημένες από το χρόνο αναμνήσεις, όπως πολύ συχνά γίνεται. Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, όπου εναλλάσσονται το δράμα και η νοσταλγία. Οι συγγραφείς «θυμούνται» και αφηγούνται με λεπτομέρειες τόσο τις χαρούμενες στιγμές, όσο και τις στιγμές αγωνίας για την επιβίωση, που ήταν κι οι περισσότερες.
Το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί διπλά. Ο απλός, ο μη απαιτητικός αναγνώστης, αν είναι Λημνιός θα θυμηθεί και θα ξαναζήσει την παιδική του ηλικία. Τις μαρμαρίτες, τα κλήκια, το σφάξιμο των γουρτζελιών, τα κάλαντα των μεγάλων γιορτών, τις μακαρούνες, το κολλυβόζμο, το νεροκβάνημα, αλλά και τη σκληρή ζωή στο θέρος, στο μπαμπάκι, στον αύκο, στις μάντρες, την ανέχεια που οδηγούσε τ’ αγόρια στη μετανάστευση και τα κορίτσια υπηρέτριες σε πλουσιόσπιτα. Ο μη Λημνιός αναγνώστης σίγουρα θα βρει μια γλαφυρή εξιστόρηση της ζωής στην ελληνική επαρχία του ’50, που δεν κρύβει τα δυσάρεστες, αλλά και δεν ξεχνά τα ευχάριστες πλευρές της.
Όμως πολύ ενδιαφέρον θα βρει το βιβλίο και ο απαιτητικός αναγνώστης. Γιατί στις σελίδες του καταγράφονται δεκάδες έθιμα, θρύλοι, παραδόσεις, προλήψεις, τραγούδια, γνωμικά, τοπικές λέξεις, συνήθειες κ.ά. ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία, που σιγά-σιγά εκλείπουν, αν δεν έχουν εξαφανιστεί ήδη. Αυτή η πλευρά του βιβλίου είναι νομίζουμε η πιο ενδιαφέρουσα. Στο μέλλον θ’ αποτελέσει σίγουρα εργαλείο στα χέρια των λαογράφων, εθνογράφων και ιστοριογράφων της Λήμνου.
Θα κλείσουμε με μια παρατήρηση και μια παρότρυνση. Η παρατήρηση είναι ιστοριοδιφικού χαρακτήρα. Γνώμη μας είναι ότι θα βελτίωνε το χαρακτήρα του βιβλίου η χρησιμοποίηση των αυθεντικών ονομάτων, τα οποία οι συγγραφείς δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν όταν αναφέρονται στους εξόριστους στη Λήμνο Ρίτσο, Κατράκη, Καρούζο, αλλά το αποφεύγουν όταν πρόκειται για Λημνιούς. Τι νόημα λόγου χάρη έχει η αναφορά του Βόντηλα ως Δάνηλα; Η παρότρυνση μου προς τις συγγραφείς είναι να συνεχίσουν την καταγραφή αναμνήσεων από τη Λήμνο. Έχουν τόσο το χάρισμα της αφήγησης, όσο και τα βιώματα.
εφ. «Λημνιακοί Παλμοί» 4, Ιούνιος 1996
περιοδικό «Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα» 51, Ιούλιος-Αύγουστος 1996, σ. 347
✦✦✦✦
«Ανάμεσα σε δυο πατρίδες»
Συγγραφέας: Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη
Επιμέλεια έκδοσης: Τίνα Βρεττάκη-Δάβου
Αθήνα 1999, σελ. 78.
Την Ευαγγελία Μπουτλούκου γνώρισα από το πρώτο βιβλίο της, το «Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα», στο οποίο με έναν δικό της προσωπικό τρόπο μας περιέγραψε με γλαφυρότητα τη ζωή της Λήμνου κατά την περίοδο της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Νοσταλγώντας, αναπόφευκτα λόγω παιδικής ηλικίας, εκείνη την εποχή, δεν την ωραιοποιεί, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά θυμάται και τις όμορφες στιγμές και τις δυσκολίες που έζησε.
Με το νέο της βιβλίο, το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες», συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο την αφήγηση, αφού χρονολογικά έπεται του πρώτου. Σ’ αυτό καταγράφει το κυρίαρχο γεγονός που έζησε η κοινωνία της Λήμνου μετά το 1950, το οποίο ήταν η μετανάστευση. Μια μετανάστευση διαφορετικού τύπου όμως. Που δεν θύμιζε σε τίποτε τον ξενιτεμό των παλιότερων χρόνων. Οι Λημνιοί από πολύ παλιά ήταν συνηθισμένοι με την ιδέα του ξενιτεμού. Κατά εκατοντάδες έφευγαν στην Αίγυπτο, στη Μικρασία, στην Αθήνα προς αναζήτηση τύχης. Αλλά εκείνη η μετανάστευση συχνά είχε την έννοια της προσωρινότητας. Διότι διατηρούσαν την επαφή τους με το νησί, το επισκέπτονταν κατά καιρούς, παντρεύονταν κοπέλες από το χωριό τους και αρκετοί μόλις καζάντιζαν επέστρεφαν για μόνιμη εγκατάσταση στο νησί .
Όμως η μετανάστευση της δεκαετίας του ’50 σε Αυστραλία, ΗΠΑ και Καναδά είχε χαρακτήρα ξεριζωμού. «Άδειασε κι ερήμωσε το όμορφο νησί», όπως χαρακτηριστικά λέει σε κάποιο στίχο της συγγραφέας μέσα στο βιβλίο. Το μαντίλι του αποχαιρετισμού και η τελευταία ματιά από το κατάστρωμα του πλοίου, ήταν για πολλούς η τελευταία εικόνα, η οριστική, που είχαν από την πατρίδα.
Η τεράστια απόσταση έκανε απαγορευτική κάθε σκέψη για τακτική επαφή με την πατρίδα. Μάτωσε κυριολεκτικά το νησί εκείνα τα χρόνια. Το πιο ζωντανό κομμάτι του χάθηκε για πάντα. Ο Λημνιός έφευγε από τον τόπο που τον γέννησε και τον αγάπησε αλλά δεν μπορούσε να τον θρέψει. Συχνά μάλιστα αισθανόταν τύψεις γι’ αυτό, κυρίως γιατί άφηνε πίσω τους γονείς του και δεν μπορούσε να επιστρέψει ούτε για να τους συμπαρασταθεί στις τελευταίες τους στιγμές, να πάρει την ευχή τους και να τους κλείσει τα μάτια. Απόμεινε η Λήμνος ένας πληγωμένος τόπος. «Ο τόπος που πληγώσαμε», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αντώνης Διακουμής, ένας ευαίσθητος συγγραφέας από την Αγιά-Σοφία.
Αυτά τα συναισθήματα προσπαθεί να διακινήσει η συγγραφέας στο έργο που παρουσιάζεται σήμερα. Συναισθήματα, τα οποία σε μικρότερο βαθμό έζησε και η ίδια, αφού έφυγε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, προς αναζήτηση τύχης. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου -μετανάστης στην Αυστραλία- αισθάνεται μετέωρος ανάμεσα στη γενέτειρά του και τη νέα του πατρίδα. Ανάμεσα στη γη της Λήμνου που του έδωσε τη ζωή, που έχει συνδεθεί με τις ανεξίτηλες μνήμες των παιδικών του χρόνων, τη γη που έζησαν οι γονείς και οι πρόγονοί του, που ζουν τα αδέρφια του, οι φίλοι και οι συγγενείς του και την Αυστραλία, τον τόπο που του έδωσε δουλειά, που του πρόσφερε την ευκαιρία να προκόψει, που έστησε το σπιτικό του, που είναι η πατρίδα των παιδιών του.
Επιστρέφει, λοιπόν, ο ήρωας μας, γεμάτος νοσταλγία, αλλά και με τύψεις που δεν κατάφερε να σταθεί όσο θα ήθελε στους γονείς και ιδιαίτερα στη μάνα του, όταν τον χρειάστηκαν. Στην επιστροφή του αυτή στη γενέτειρα φέρνει και την οικογένειά του, τη σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά τελικά είναι μόνος. Διότι αυτός είναι ο μοναδικός κρίκος που συνδέει την παλιά του πατρίδα με την τωρινή.
Αισθάνεται βαρύ αυτό το φορτίο, αυτή την διπλή έλξη προς τις δύο πατρίδες, και τελικά προσπαθώντας ν’ αλαφρώσει αποφασίζει μέσα του ότι πρώτα απ’ όλα είναι Λημνιός. Ναι, ζει στην Αυστραλία, εργάζεται εκεί, μεγαλώνει και μορφώνει τα παιδιά του εκεί, αλλά ο ίδιος θα μιλά σαν Λημνιός, θα αναζητά το τυρί, το κρασί, το ούζο, τα γλυκά του τόπου του, θα κάνει παρέα με συντοπίτες του μετανάστες σαν κι αυτόν ώστε μαζί να θυμούνται αυτά που θα ήθελαν να ζήσουν στο νησί τους, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να μη το καταφέρουν.
Έτσι θέλει τον μετανάστη η Ευαγγελία Μπουτλούκου κι έτσι πιστεύω ότι συνέβη με την πλειοψηφία των Λημνίων μεταναστών στις υπερπόντιες χώρες.
Νομίζω ότι όσοι θέλουν να θυμηθούν ή να γνωρίσουν -οι νεότεροι- εκείνη την δύσκολη για τη Λήμνο και για την Ελλάδα γενικότερα περίοδο, αξίζει να διαβάσουν τούτο το βιβλίο.
Καμίνια, 16-17/8/1999.
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου
από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ανδρονίου
Ανδρόνι Λήμνου, 18/8/1999
✦✦✦✦
«Το λευκό χρυσάφι της Λήμνου και άλλες ιστορίες»
(Αναμνήσεις από μια εποχή που έφυγε)
Συγγραφέας: Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη
Επιμέλεια έκδοσης, πρόλογος: Θ. Μπελίτσος
Αθήνα 2003, σελ. 104.
Η Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που οι βιοτικές συνθήκες δεν τους επέτρεψαν να σπουδάσουν. Ανήκει στην αδικημένη γενιά της Κατοχής, στη γενιά της πείνας, στη γενιά που πρωταρχικό και κυρίαρχο μέλημά της είχε το πώς να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί, όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία. Μοιραία για τη γενιά αυτή οι σπουδές ήταν πολυτέλεια.
Έτσι η Ευαγγελία δεν σπούδασε. Όμως μορφώθηκε. Μορφώθηκε από τις εμπειρίες της ζωής. Δεν προσπερνούσε αδιάφορα, ζώντας μόνο επιδερμικά το παρόν, αλλά βάλθηκε να κατανοήσει τις αιτίες, να αποκτήσει κοινωνική συνείδηση, να διατηρήσει την ανθρωπιά της. Και παράλληλα ποτέ δεν ξέχασε το δύσκολο παρελθόν, τα χρόνια της πείνας και της ανέχειας, όσο κι αν έπειτα από χρόνια δουλειάς απέκτησε μια οικονομική άνεση. Αυτό το δύσκολο παρελθόν που έζησε, βάλθηκε να καταγράψει στα βιβλία της.
Όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της, το «Πανωπέτσι», στην κριτική που είχα γράψει, σημείωνα:
«Η παρότρυνση μου προς τη συγγραφέα είναι να συνεχίσει την καταγραφή αναμνήσεων από τη Λήμνο. Έχει τόσο το χάρισμα της αφήγησης, όσο και τα βιώματα».
Ευτυχώς βγήκα αληθινός. Η Ευαγγελία συνέχισε και συνεχίζει να γράφει με το ίδιο πάθος. Στο «Πανωπέτσι», το οποίο είναι πλέον κλασικό στο είδος του, αναφέρθηκε στα δύσκολα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια στη Λήμνο. Με γλαφυρό και με εύληπτο τρόπο αναφέρεται στις συνθήκες διαβίωσης των φτωχών κεχαγιάδων του νησιού, που αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του. Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, όπου εναλλάσσονται το δράμα και η νοσταλγία. Και έχει ως βασικό προσόν ότι περιγράφει τα γεγονότα χωρίς να τα ωραιοποιεί, όπως πολύ συχνά γίνεται όταν κανείς αναφέρεται σε αναμνήσεις.
Στο «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες», που ακολούθησε, η Ευαγγελία Μπουτλούκου αφηγείται τη μεταναστευτική περιπέτεια των Λημνιών, που σημάδεψε το νησί στα χρόνια του ’50 και του ’60. Εδώ αλλάζει τρόπο γραφής. Επιλέγει να περιγράψει το θέμα με τη μορφή μιας νουβέλας. Η περιπέτεια του ήρωα της ιστορίας είναι ταυτόχρονα η περιπέτεια του άγνωστου μετανάστη, ο οποίος κυνηγώντας το όνειρο εγκλωβίζεται ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Την πατρίδα των γονιών του, την οποία νοσταλγεί και έχει ωραιοποιήσει, που είναι η πατρίδα της καρδιάς του και τη νέα πατρίδα, που του πρόσφερε ευκαιρίες και προοπτική, που έχει γίνει η πατρίδα των παιδιών του. Επιστρέφοντας στο νησί ανακαλύπτει ότι ο νόστος δεν είναι όπως τον φανταζόταν, αφού η μεν πατρίδα της καρδιάς του δεν υπάρχει πια, ενώ τη νέα πατρίδα του ποτέ δεν την αγάπησε. Διαπιστώνει με τρόμο ότι ουσιαστικά είναι άπατρις. Για να επιβιώσει αποφασίζει ότι είναι Λημνιός, ένας Λημνιός όμως που ζει σε μια Λήμνο διαφορετική από τη σημερινή. Σε μια Λήμνο, όπως εκείνη που θυμόταν όταν ήταν παιδί.
Τα συναισθήματα του μετανάστη, τα οποία περιγράφει η συγγραφέας στο δεύτερο βιβλίο της, είναι στην πραγματικότητα η δικιά της ιστορία, άσχετα αν ξενιτεύτηκε στην Αθήνα κι όχι σε κάποιο πολύ μακρινό τόπο, όπως η Αυστραλία. Σε ένα μικρό ποίημά της, που υπάρχει στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, αποκαλύπτεται με δυο στίχους το παράπονο του μετανάστη προς το γενέθλιο τόπο. Λέει στη «Λήμνο»:
Με έθρεψες, με έντυσες, απ’ όλα κι από λίγο.
Γι’ αυτό νησάκι μου γλυκό μ’ ανάγκασες να φύγω.
Παραπονιέται, αλλά δεν γκρινιάζει! Νοσταλγεί! Γι’ αυτό και αποκαλεί την πατρίδα της «νησάκι μου γλυκό»! Και συνεχίζοντας στο ίδιο ποίημα συμπληρώνει:
Μα μέσα στην καρδούλα μου τότε την παιδική
σε κουβαλώ μαζί μου μ’ αγάπη και στοργή.
Αυτοί οι δύο στίχοι νομίζω ότι συμπυκνώνουν και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την προσωπικότητα και τον ψυχικό κόσμο της Ευαγγελίας Μπουτλούκου. Αποτελούν την ουσιαστική αυτοβιογραφία της!
«Σε κουβαλώ στην καρδούλα μου την παιδική», μας λέει. Έτσι έχουν τα πράγματα. Η Ευαγγελία κουβαλά μέσα της τη Λήμνο των παιδικών της χρόνων. Όσοι την έχουν γνωρίσει προσωπικά ξέρουν, ότι μιλά τη λημνιά γλώσσα, ότι συνεχώς θυμάται και εξιστορεί παλιές ιστορίες από το χωριό της, το Κοντοπούλι, ότι μαγειρεύει λημνιά φαγητά και γλυκά (κολοκυθόπιτες, αυγά με σπαράγγια, ταραχτά τυροπιτάκια, άφκο, γλυκό κυδώνι, βυσσινάδα), τα οποία πιθανότατα οι σημερινές γυναίκες της Λήμνου έχουν λησμονήσει, ότι διατηρεί με πείσμα το λημνιακό της ταμπεραμέντο, αν και λείπει από το νησί πάνω από 40 χρόνια.
Να λοιπόν γιατί γράφει βιβλία η Ευαγγελία Μπουτλούκου. Θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του νησιού, όπως την έζησε τότε. Όχι την επίσημη ιστορία, αυτή που προκύπτει από τα αρχεία και από τα έγγραφα. Αλλά την ιστορία όπως τη βίωσε εκείνη και οι συντοπίτες της εκείνα τα χρόνια. Δεν την ενδιαφέρει να περιγράψει και να ερμηνεύσει τις μεγάλες πολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές του τόπου. Αυτό το αφήνει για τους ειδικούς. Την αφορούν όμως οι συνέπειες αυτών των αλλαγών στην καθημερινή ζωή, οι μεταβολές που επέφεραν στις συνήθειες, στη συμπεριφορά και στον τρόπο ζωής των Λημνιών.
Με αυτό το κίνητρο λοιπόν η συγγραφέας συνεχίζει και μας προσφέρει τώρα ένα τρίτο βιβλίο, το «Λευκό χρυσάφι της Λήμνου». Εδώ αλλάζει πάλι τρόπο γραφής. Έπειτα από την αφηγηματική βιογραφία, που είναι το «Πανωπέτσι» και τη νουβέλα, που είναι το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες», εδώ γράφει απλά αφηγήματα για να εξιστορήσει συνήθως πραγματικά γεγονότα, δραματοποιημένα, όμως, με το δικό της ύφος και με τη δικιά της γλώσσα, τη «λημνιά», για να αναπαραστήσει με γλαφυρό και εύληπτο τρόπο την κοινωνία της Λήμνου, όπως την βίωσε, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις, κάτι που είναι, όπως είπα και πρωτύτερα, το βασικό προσόν όλων των βιβλίων της.
Στο «Λευκό χρυσάφι» η συγγραφέας παίρνει αφορμή από την εντατικοποίηση της καλλιέργειας του βαμβακιού στο νησί στα χρόνια του ’50, για να αφηγηθεί τις αλλαγές που έφερε στη λημνιακή κοινωνία αυτή η δραστηριότητα. Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, όπου το δράμα εναλλάσσεται με τη νοσταλγία. Μέσα από τις μικρές ιστορίες του βιβλίου, ο αναγνώστης μυείται σε μια εποχή που χάθηκε. Σε μια εποχή που τα χωριά της Λήμνου ήταν ακόμα ζωντανά και γεμάτα ανθρώπους.
Στο βιβλίο απεικονίζεται μια κοινωνία που όντας ανυποψίαστη, αιφνιδιάζεται από την απρόσμενη οικονομική επιτυχία της καλλιέργειας του μπαμπακιού και αντιδρά σπασμωδικά, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στο συμφέρον και στο καθήκον. Θέλει να επωφεληθεί, αλλά παράλληλα προσπαθεί να μη χάσει την αθωότητά της. Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο. Και μέσα από τις αντιφάσεις αυτές η λημνιακή κοινωνία προχωράει και εξελίσσεται.
Τα δεκαοχτώ αφηγήματα του βιβλίου θα μπορούσαν να γίνουν 18 σενάρια κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών. Τίτλοι όπως:
«Κεχαγιάδες και Κυράδες»,
«Μόχθος, αγώνας και έρωτας»,
«Οι γυναίκες χωρίς παράδες»,
«Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει»,
«Το βιό παντρεύει το στοιχειό»,
«Ορφανό μην αδικήσεις»,
είναι αποκαλυπτικοί του ύφους των κειμένων του βιβλίου. Εδώ θα βρει κανείς, την αδικία και την εκμετάλλευση, αλλά και τη συμπόνια, τη δικαίωση και τη συχώρεση. Θα διαβάσει για ατυχίες και λάθη, αλλά και για κατορθώματα και επιτυχημένες προσπάθειες. Για πάθη και αντιζηλίες, αλλά και για συνεργασίες και μεγαλοσύνες. Όλα υπάρχουν στο σύντομο διάστημα που κράτησε η βαμβακοπαραγωγή.
Πέρα από τη λογοτεχνικότητα τους, τα κείμενα έχουν σημαντική εθνογραφική και ανθρωπολογική αξία. Διότι περιέχουν αυτό ακριβώς που η σύγχρονη επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας αναζητά. Δηλαδή την καταγραφή των ηθών μιας περιοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μέσα από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που τα έζησαν.
Τέτοια κείμενα λοιπόν είναι σημαντικά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρωτογενείς πηγές για τη μελέτη της λημνιακής κοινωνίας της περιόδου εκείνης. Αυτή η πλευρά του βιβλίου είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα.
Έτσι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί διπλά. Ο απλός, ο μη απαιτητικός αναγνώστης, θα θυμηθεί και θα ξαναζήσει την περίοδο του μπαμπακιού. Αλλά και ο ειδικός θα το βρει χρήσιμο για τις μελέτες του και θα το συμπεριλάβει στη βιβλιογραφία του, διότι στα κείμενα αποτυπώνεται το γενικότερο κλίμα της εποχής που αφηγούνται.
Όμως όλα έχουν ένα τέλος. Το «λευκό χρυσάφι» γρήγορα ξεθώριασε. Κι όπως γράφει η συγγραφέας:
«Ερήμωσαν οι κάμποι, έριξε άγκυρα το νησί, φύγανε τα εργατικά χέρια, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής».
Ευτυχώς όμως -συμπληρώνω εγώ- που φεύγοντας πήρανε μαζί τους τη Λήμνο, την έβαλαν στην καρδιά τους, τη φύλαξαν στο εικονοστάσι, τη διατήρησαν σαν κάτι ακριβό και πολύτιμο και την κρατάνε ζωντανή, αν και βρίσκονται μακριά: με τους συλλόγους τους, με τις συγκεντρώσεις τους, όπως η σημερινή και με βιβλία σαν «Το λευκό χρυσάφι της Λήμνου», που παρουσιάζουμε σήμερα.
Ευαγγελία, σε ευχαριστούμε για το «χρυσάφι» που μας χάρισες.
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου
σε εκδήλωση της ΟΛΣΥ
Αθήνα, Ξενοδοχείο «Τιτάνια»
Κυριακή, 23/2/2003.
✦✦✦✦
«Η αγάπη όλα τα συγχωρεί»
«Η αγάπη όλα τα συγχωρεί»
Συγγραφείς: Σωτηρία Μπουτλούκου-Σαββόγλου, Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη
Φιλολογική επιμέλεια: Τίνα Βρεττάκη-Δάβου
Πρόλογος: Θ. Μπελίτσος, «Γλυκόπικρες μνήμες»
Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2009, σελ. 192.
Η αναπόληση του παρελθόντος έχει διπλή διάσταση. Συχνά το ωραιοποιεί κανείς, λησμονώντας ηθελημένα ή ακούσια τις άσχημες στιγμές και μεγεθύνοντας τις όμορφες και ευχάριστες αναμνήσεις. Αυτό αλλάζει ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο καθένας, δηλαδή αν έχει την τάση να προκρίνει την αισιόδοξη πλευρά των γεγονότων ή την απαισιόδοξη. Αν θεωρεί το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο, όπως λέγεται. Επίσης, η εικόνα του παρελθόντος αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Έτσι για την ίδια περίοδο κάποια στιγμή μπορεί να πεις, «Τι καλά που περνούσα τότε!» και κάποια άλλη να πεις, «Δύσκολα χρόνια! Πώς τα βγάλαμε πέρα!».
Μοιραία, όταν κάποιος γράφει για εποχές του παρελθόντος που έζησε, κατακλύζεται από συναισθήματα, τα οποία προσπαθεί να διαχειριστεί. Στην πορεία της συγγραφής τα συναισθήματα της στιγμής καθορίζουν και το αποτέλεσμα. Ένα αυθόρμητο γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από κάποιες σκέψεις που πέρασαν στο χαρτί, οι οποίες συνήθως δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο εκτός από τον γράφοντα. Ο συγγραφέας όμως, που φιλοδοξεί να πει κάτι με το γραπτό του και στους υπόλοιπους, οφείλει να δουλέψει το κείμενό του, να διαχειριστεί τις μνήμες και τα συναισθήματά του και να δώσει στα στενά προσωπικά του βιώματα γενικότερο ενδιαφέρον. Δηλαδή, να τιθασεύσει τον αρχικό αυθορμητισμό και να τον αποτυπώσει στο χαρτί με κάποιους κανόνες.
Η Σωτηρία και η Ευαγγελία, παρά το ό,τι δεν είναι κατ’ επάγγελμα συγγραφείς -άλλωστε για τη Σωτηρία αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει- τα καταφέρνουν καλά. Το αφήγημα τους «Η αγάπη όλα τα συγχωρεί» μεταφέρει τον αναγνώστη στην εποχή της πρώτης τους νεότητας, στα κατοχικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Λήμνο. Παρόλο που η ανάγνωση αφήνει άλλοτε γλυκιά κι άλλοτε πικρή γεύση για τα χρόνια εκείνα, εντούτοις οι συγγραφείς αναπολούν την εποχή με νοσταλγία, η οποία διαποτίζει το κείμενο σε όλη του την έκταση.
Από τη μια καθρεφτίζει μια εποχή αθωότητας και ρομαντισμού που έχει παρέλθει. Με τα νεανικά άλμπουμ, τα γεμάτα ερωτήματα του στυλ: «Τι εστί έρως;». Με το στήσιμο θεατρικών παραστάσεων σε μακρινά χωριά, όπως το Κοντοπούλι. Με τις καλοκαιρινές βόλτες στο Ρωμαίικο σε αναζήτηση της μιας μόνο ματιάς που θα αποκάλυπτε προθέσεις και επιθυμίες και θα έδινε τροφή για ατέρμονες ονειροπολήσεις. Με την αγωνιώδη προσμονή του γράμματος του αγαπημένου προσώπου από το στρατό, τα καράβια, την ξενιτιά, που είτε ανανέωνε την ελπίδα είτε σκόρπιζε αμφιβολίες και βύθιζε στην απελπισία.
Από την άλλη αποκαλύπτει την υποκρισία της ίδιας κοινωνίας, που για να διατηρήσει έναν εξωτερικό καθωσπρεπισμό, ποδοπατούσε όνειρα και επιθυμίες και συνέθλιβε προσωπικότητες, ειδικά σε άτομα με πιο ευαίσθητο χαρακτήρα. Με την προίκα να αποτελεί βραχνά για τις οικογένειες με κορίτσια. Με τον πατέρα-αφέντη να έχει τον τελευταίο λόγο για την προσωπική ζωή των παιδιών του. Συχνά, θύμα και ο ίδιος των κανόνων της κλειστής κοινωνίας που ζούσε. Με μοναδική επιλογή για τη γυναίκα να είναι είτε «του πατρός της» είτε «του ανδρός της». Με την κοπέλα να φοβάται συνεχώς, μήπως με ό,τι κάνει «συζητηθεί» το όνομά της, οπότε δεν είχε μέλλον στον τόπο. Με το παλικάρι να έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τις αδερφές αλλά και να ανησυχεί μήπως το όνομα ή η περιουσία της κοπέλας του δεν ικανοποιήσουν την οικογένειά του.
Το αφήγημα θα μπορούσε να είναι σενάριο μιας παλιάς ελληνικής ταινίας. Αποκαλύπτει τα ήθη της εποχής αλλά δεν χάνει το ρομαντισμό του. Μας παρουσιάζει την αυστηρότητα της τότε κοινωνίας αλλά αποφεύγει τις μελοδραματικές περιγραφές και τις σκληρές εκφράσεις. Η ζωή της ηρωίδας του βιβλίου είναι η ζωή πολλών κοριτσιών εκείνης της περιόδου. Η φτωχική ζωή του Λημνιού χωρικού οδηγούσε τα αγόρια στο στοίχισμα, δηλαδή να πηγαίνουν παραγιοί σε κεχαγιάδες με μοναδικό ολοχρονίτικο εισόδημα ένα αρνί και μια φορεσιά και τα κορίτσια να γίνονται ψυχοκόρες σε πλουσιόσπιτα, με προσδοκία ένα φορεματάκι και ένα πιάτο φαΐ.
-Πάρ’ την, κυρά μου, με την ευχή μου, να σωθεί από τα χειρότερα… Δεν θέλω να της δίνετε τίποτα! Μόνο να την προστατεύετε, να την ταΐζετε και να της κάνετε κανένα ρουχαλάκι, λέει ο πατέρας της ηρωίδας, δίνοντας τη θυγατέρα του ψυχοκόρη!
Δεν θέλω να της δίνετε τίποτα, μόνο να σωθεί από τα χειρότερα! Δύσκολη η αναζήτηση τύχης κάτω από αυτές τις συνθήκες. Καταφύγιο των μανάδων τα εικονίσματα και τα τάματα σε υπαρκτούς κι ανύπαρκτους αγίους. Διέξοδος των πατεράδων το καφενείο και το τσίπουρο. Ζοφερή πραγματικότητα. Προσμονή όλων, μικρών και μεγάλων, οι μεγάλες γιορτές και το πανηγύρι του χωριού. Οι γιορτές αυτές ήταν ανάσες ζωής στον ασφυκτικό αγώνα της επιβίωσης. Εδώ είναι που η νοσταλγική αναπόληση συχνά κυριαρχεί στην πένα των συγγραφέων και σβήνει την παραπάνω πραγματικότητα:
«Θυμόμασταν και γελούσαμε, τότε, που σαν παιδιά λέγαμε κι εμείς τα κάλαντα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μετά την εκκλησία, βγαίναμε μ’ ένα καλαθέλι στο ένα μας χέρι και μια πέτρα στο άλλο, να πούμε το: «Κλου-κλου-κλου, καλημέρα…».
Είναι γλυκόπικρες οι μνήμες. Η ανάμνηση μιας χαρούμενης στιγμής είναι ικανή να διαγράψει μια ζωή σκληρή και δύσκολη. Όνειρο όλων να ξεφύγουν πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη, στα καράβια, στο εξωτερικό. Η ηρωίδα μας νόμιζε πως η τύχη της χαμογέλασε με το διορισμό της στο νοσοκομείο.
Όμως, γρήγορα διαπίστωσε ότι είχε να αντιμετωπίσει μια διαφορετικού είδους υποκρισία. Η στάμπα της φτωχής χωριατοπούλας δεν έλεγε να ξεφύγει από πάνω της. Καλή, χρυσή και άξια στη δουλειά της αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να γίνει μέλος της κοινωνίας της πόλης. Μόνη λύση η φυγή. Είτε μεταναστεύοντας είτε κάνοντας ένα συμβατικό γάμο με έναν ξενομερίτη: υπάλληλο, χωροφύλακα, στρατιωτικό.
Η ιστορία του βιβλίου εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας μεταβατικής. Που από τη μια το αγροτικό κομμάτι της προσπαθούσε να ενταχθεί στο μικροαστικό κι από την άλλη το μικροαστικό μετεξελισσόταν σε πιο μοντέρνο, πιο ευρωπαϊκό χωρίς να γίνει αστικό ποτέ. Μιας κοινωνίας που προσπαθούσε να ξεπεράσει παμπάλαιες αγκυλώσεις και δεσμεύσεις που κουβαλούσε από πάππου προς πάππου κι από την άλλη δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να αποκοπεί τελείως από αυτές. Αγκυλώσεις που, ως ένα βαθμό, τις κουβαλά μέχρι σήμερα άλλωστε. Τη μεταβατική αυτή περίοδο, οι πρωταγωνιστές της, από τη μια τη διαμορφώνουν, από την άλλη είναι τα θύματά της.
Το ίδιο συμβαίνει και στο βιβλίο. Άλλοι από τους ήρωες συμβιβάζονται, άλλοι αναζητούν διεξόδους ηρωικές, άλλοι καταφέρνουν να βρουν κάποιες ισορροπίες. Όμως, έχουν συνείδηση της πραγματικότητας και προσπαθούν να τη διαμορφώσουν.
Συνεπώς, πέρα από την καλογραμμένη αφήγηση και την πιστή μεταφορά του κλίματος της εποχής, το σημαντικό που μας προσφέρει το βιβλίο είναι ότι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης πάλεψαν να αλλάξουν τις παλιές νοοτροπίες και αντιλήψεις, ο καθένας όπως μπορούσε κι όσο άντεχε. Και η πιο σημαντική προσφορά τους, κατά τη γνώμη μου, ήταν ότι οι περισσότεροι δεν τις πέρασαν στα παιδιά τους. Γι’ αυτό άλλωστε σήμερα οι νοοτροπίες αυτές μας φαίνονται τόσο ξένες.
Δεν έχει σημασία το τέλος της ιστορίας που αφηγείται το βιβλίο. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, όπως ήταν σε άλλες περιπτώσεις της εποχής, είτε πιο τραγικό είτε πιο χαρούμενο. Θα σας πρότεινα μάλιστα, έτσι σαν άσκηση, όταν φτάσετε στις τελευταίες σελίδες να διακόψετε για λίγο την ανάγνωση και να προσπαθήσετε να φτιάξετε ένα δικό σας τέλος. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια, και το ξέρετε όσοι ζήσατε εκείνη την εποχή, στις πιο πολλές περιπτώσεις τις εξελίξεις τις καθόριζε η τύχη.
Πιο μεγάλη σημασία κατά τη γνώμη μου έχει το να αφεθείτε στην ανάγνωση του κειμένου, να αναπολήσετε την εποχή και να συνειδητοποιήσετε, όπως κάνει τελικά η ηρωίδα, ότι το αντιπάλεμα με το παλιό έχει θύματα, έχει και συμβιβασμούς. Κι αυτό είναι το δίδαγμα του βιβλίου κατά τη γνώμη μου. Πως οφείλουμε να είμαστε επιεικείς και ανεκτικοί με τους συμβιβασμούς των άλλων και να τους συγχωρούμε, όπως κάνει η ηρωίδα στο τέλος του βιβλίου.
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου
Γυμνάσιο Μύρινας Λήμνου
Δευτέρα, 10/8/2009.
✦✦✦✦
«Πικρή πάστα αμυγδάλου»
και ένα παραμύθι
Συγγραφέας: Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη, 2006.
Έκδοση: Αθήνα, Φεβρουάριος 2014, σελ. 152.
Επιμέλεια έκδοσης, πρόλογος: Θ. Μπελίτσος.
Ένα βαθειά ανθρώπινο έργο.
Η «Πικρή πάστα αμυγδάλου» είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα. Η ηρωίδα του έργου, η Έφη, δεν είναι άλλη από την ίδια τη συγγραφέα, η οποία αφηγείται τη ζωή της. Στα 49 κεφάλαια του βιβλίου περιγράφει τα δύσκολα νεανικά της χρόνια, από το 1953 όταν έφτασε στην Αθήνα σε ηλικία 16 ετών προς αναζήτηση τύχης. Την προσπάθειά της να γίνει νοσοκόμα ξεκινώντας από μια ιδιωτική κλινική του Πειραιά. Την αγωνία της να διατηρήσει το ήθος και την ακεραιότητά της στο άγνωστο περιβάλλον που ζούσε. Το συνεχές πάλεμά της να βελτιώσει τα προσόντα της και να εργαστεί σε καλύτερη θέση.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί μια λαϊκή ταινία της δεκαετίας του πενήντα. Μόνο που οι ζωές των ηρώων δεν είναι φανταστικές. Μυθοπλασία είναι η ίδια η ζωή. Οι προικοθήρες γαμπροί, οι ξεγελασμένες κοπέλες, οι εκμεταλλευτές εργοδότες, οι πονηρές συνάδελφοι, οι αδιάφοροι ή υστερόβουλοι συγγενείς, οι εγωιστές άνδρες παρελαύνουν στα κεφάλαια του βιβλίου σαν επεισόδια σε ασπρόμαυρο φιλμ. Επεισόδια βγαλμένα από τις αναμνήσεις και τα βιώματα της Έφης-Ευαγγελίας. Μα υπάρχουν και όμορφες στιγμές: δυνατές φιλίες, ερωτικά σκιρτήματα, εργασιακές επιτυχίες. «Πικρή πάστα» η ζωή, με τη γλύκα της που όμως δεν κρατά πολύ. Πότε δίνει χαρά και πότε στεναχώρια.
Και σε όλα αυτά η αγωνία της Έφης να βρει το έτερον ήμισυ, να δημιουργήσει οικογένεια. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις στις αρχές της, στην αξιοπρέπεια και στα θέλω της. Η γνωριμία της με το Διονύση θα αλλάξει τη ζωή της, θα της δώσει νέο νόημα. Οι δυσκολίες δεν θα αποθαρρύνουν τους δύο νέους. Η σχέση τους θα στεριώσει και θα ζήσουν ευτυχισμένα χρόνια, αγαπημένοι ως τα γεράματα.
Η Ευαγγελία παρουσιάζει το μυθιστόρημα της ζωής της. Ή μάλλον τη ζωή της σαν μυθιστόρημα. Με απλό, συναισθηματικό, ανθρώπινο λόγο καταφέρνει μέσα από τα προσωπικά της βιώματα, να περιγράψει το κοινωνικό κλίμα μιας εποχής. Διότι η ζωή της Έφης, της Άννας, του Γιώργου, του Βλάση, του Διονύση, του Κοσμά, της Πόπης, της Αρετής, του Μανολιού, είναι η ζωή όσων Ελλήνων μετά τον πόλεμο κατέφυγαν στην πρωτεύουσα αναζητώντας το όνειρο. Κουβαλούσαν μαζί τους την αθωότητα αλλά και την κουτοπονηριά του χωριού τους, την αγνότητα αλλά και την μπαγαποντιά, το ήθος μα και την παραδοσιακή κουλτούρα του άνδρα-αφέντη, της γυναίκας-νοικοκυράς. Πατούσαν σε δύο βάρκες, μια με πλώρη προς το μέλλον και μια δεμένη με τα δεσμά του παρελθόντος. Μα όλοι ανεξαιρέτως, ο καθένας με τον τρόπο του, πάλεψαν σκληρά για την προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική τους ανέλιξη.
Σε αυτό το βαθειά ανθρώπινο έργο, η Ευαγγελία αποκαλύπτει τη φιλοσοφία της για τη ζωή. Το τελευταίο κεφάλαιό του, όπου συνοψίζεται η κεντρική ιδέα του, είναι ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό κείμενο. Αποτελεί απόσταγμα εμπειρίας ζωής και συνάμα την παρακαταθήκη της Ευαγγελίας Μπουτλούκου-Βρεττάκη για μας τους επιγενόμενους. Γράφει η αείμνηστη συγγραφέας:
«Οι ήρωες του βιβλίου παλέψανε, πληγωθήκανε, πέσανε και σηκωθήκανε. Με πείσμα και θυσίες καταφέρανε από το μηδέν που ξεκινήσανε να βάλουνε μπροστά έναν άσσο και να το κάνουνε δέκα. Θα ’ναι ευχής έργο, αν μπορέσουνε να μείνουνε ως το τέλος πιο αγνοί, πιο καλοί, πιο άνθρωποι από τότε που ξεκίνησαν τη ζωή τους. Γιατί ο προορισμός του ανθρώπου αυτός είναι: να έρχεται στη ζωή, να χαίρεται με τις χαρές της, να προβληματίζεται με τις δυσκολίες της, να στεναχωριέται με τις λύπες της, να παλεύει, να δημιουργεί και να φεύγει. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής. Μόνο ό,τι δεν γεννιέται, δεν πεθαίνει».
…και ένα παραμύθι
«Ο Πουλίνος και η Πουλίνα»
Η Ευαγγελία είχε την ικανότητα να μεταπλάθει και να αφηγείται ως παραμύθια τις αλήθειες που υποστήριζε, αντί να καταφεύγει σε συμβουλές ή παρατηρήσεις. Τα πιο πολλά έμειναν ανέκδοτα. Ένα από αυτά, που μου το είχε εμπιστευτεί και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο της «Πικρή πάστα αμυγδάλου», είναι ο «Πουλίνος και η Πουλίνα», γραμμένο το 2008 στην Παιανία, όπου ζούσε.
Μας αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού πουλιών που αγαπιούνται πολύ αλλά δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν γόνιμα αβγά. Όσες προσπάθειες κι αν κάνουν, τα αβγά τους μένουν άσπορα και δεν βγάζουν νεοσσούς. Τότε αποφασίζουν να μεγαλώσουν ένα παρατημένο ορφανό ξεπεταρούδι, στο οποίο όταν ενηλικιώνεται αποκαλύπτουν την προέλευσή του. Η γλυκιά, γεμάτη ανθρωπιά αφήγηση της Ευαγγελίας, δημιουργεί ένα εξαιρετικό παραμύθι. Πρόκειται για την πιο καλογραμμένη ιστορία που έχω διαβάσει, η οποία πραγματεύεται το λεπτό και πολύ ευαίσθητο ζήτημα της υιοθεσίας ενός παιδιού.
✦✦✦✦
Απονομή τιμητικής πλακέτας στην Ευ. Μπουτλούκου από το Σύλλογο Ατσικιωτών
Σε χαρούμενες στιγμές με οικογενειακούς φίλους
Η Ευαγγελία με το σύζυγό της στη Λήμνο
«Ο Χρόνος», εφ. Λημνιακή Φωνή, Ιανουάριος 2008.
Θοδωρής Μπελίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου