Laurent de La Hyre - Ο Θησέας και η μητέρα του Αίθρα που απευθύνει παράκληση στη Δήμητρα για τις ικέτισσες του Άργους
ΙΚΕΤΙΔΕΣ
Οι Ικέτιδες (Οικέτιδες εκ του οίκου υπηρέτριες) είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 422 π.Χ. με διαφορετική υπόθεση από την ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου που γράφτηκε προγενέστερα το 461 π.Χ.
Το 424 π.Χ., δύο χρόνια πριν τη δημιουργία των Ικέτιδων, οι Θηβαίοι -σύμμαχοι της Σπάρτης- νίκησαν τους Αθηναίους στο Δήλιο και δεν άφηναν για μέρες και μέρες να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς τους. Το έργο αποτελεί εγκώμιο των Αθηναίων και στιγματισμό των Θηβαίων που δεν επέτρεψαν τη ταφή των επτά στρατηγών που φονεύθηκαν εκεί. Παρά ταύτα οι μητέρες των πεσόντων στρατηγών με τη συνδρομή του Βασιλιά Αδράστου του Άργους και με τη Βοήθεια του Θησέα κατορθώνουν να παραλάβουν και να μεταφέρουν τους νεκρούς στην Ελευσίνα όπου και τους έκαψαν. Ο μεν Άδραστος ορκίζεται αιώνια φιλία του Άργους προς την Αθήνα, η δε Ευάδνη, Βασίλισσα των Μυκηνών μέσα σε μια δραματική σκηνή ρίπτεται στη πυρά του καιγόμενου συζύγου της Καπανέα.
Το εγκώμιο του γραπτού νόμου
Η λειτουργία της γραφής ως διακριτικού γνωρίσματος στην αξιολόγηση των πολιτευμάτων είναι επινόηση του Ευριπίδη. Στην ομώνυμη τραγωδία εκφωνείται από τον Θησέα που πλέκει το εγκώμιο της ισονομίας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και μέσω του νόμου. Αυτό το εγκώμιο του γραπτού νόμου είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτο επειδή είναι καταχωρημένο μέσα σ΄ένα κειμενικό περιβάλλον όπου γίνεται επίκληση του «θείο νόμου» και του «πανελλήνιου νόμου» από τον Άδραστο, τον αρχηγό των Αργείων και τις μητέρες των επτά Αργείων αρχηγών που σκοτώθηκαν πολεμώντας εναντίον των Θηβών και των οποίων τους σορούς αρνείται να αποδώσει ο Κρέων, ο άρχοντας της πόλης αυτής
Περίληψη
Η Αίθρα (μητέρα του Θησέα) περικυκλωμένη από τις μητέρες των 7 σκοτωμένων λοχαγών στη Θήβα προλογίζει το έργο. Βρισκόμαστε στο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα.
Ο ΄Αδραστος, βασιλιάς του ΄Αργους, δεν μπόρεσε να πάρει τους νεκρούς του για να τους θάψει και ζητά τη βοήθεια του Θησέα . Ο Θησέας έρχεται. Ακολουθεί διάλογος ανάμεσά τους. Ο Θησέας τον προσβάλλει και τον μειώνει. Αρνείται τη βοήθεια. Η Αίθρα παρεμβαίνει. Ζητά απ' το γιο της να δώσει έμφαση όχι στην ύβρη των Αργείων που εξεστράτευσαν, αλλά στο θρήνο των μητέρων, που ικετεύουν για τα λείψανα των παιδιών τους.
Ο Θησέας ετοιμάζεται ν' αποστείλει κήρυκα στον Κρέοντα, όταν φτάνει Θηβαίος κήρυκας που αξιώνει από τους Αθηναίους το διώξιμο των ικέτιδων και του Αδράστου. Ακολουθεί μια αντέγκληση με τον Θησέα που υπερασπίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα σε αντίθεση με τον κήρυκα που υμνεί την μοναρχία. Ακολουθεί χορικό.
Φτάνει αγγελιαφόρος με ευχάριστες ειδήσεις. Οι Αθηναίοι επιβλήθηκαν και εξασφάλισαν την αναίρεση των νεκρών. Ακολουθεί επιτάφιος λόγος του Αδράστου και σκηνή με την Ευάδνη, κόρη του Ίφη, που θέλει να πέσει και τελικά πέφτει στην πυρά ακολουθώντας στο θάνατο τον άντρα της (Καπανέα). Μετά μπαίνει στη σκηνή ένας δεύτερος χορός (παραχορήγημα): τα παιδιά των σκοτωμένων φέρνουν λάρνακες για την τέφρα και ακολουθεί θρήνος. Ο ΄Αδραστος αποχωρεί με υπόσχεσης αιώνιας πίστης, στους Αθηναίους. Επεμβαίνει η Αθηνά που ζητά να ενισχύσουν την υπόσχεσή τους οι Αργείοι με ένορκη συνθήκη.
Πράγματι ιστορικά οι Αργείοι τηρούν τη συνθήκη.
Απόσπασμα : στιχ. 399-455
ΚΗΡΥΞ
τίς γῆς τύραννος; πρὸς τίν᾽ ἀγγεῖλαί με χρὴ
λόγους Κρέοντος, ὃς κρατεῖ Κάδμου χθονὸς 400
Ἐτεοκλέους θανόντος ἀμφ᾽ ἑπταστόμους
πύλας ἀδελφῇ χειρὶ Πολυνείκους ὕπο;
ΘΗΣΕΥΣ
πρῶτον μὲν ἤρξω τοῦ λόγου ψευδῶς, ξένε,
ζητῶν τύραννον ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἄρχεται
ἑνὸς πρὸς ἀνδρὸς ἀλλ᾽ ἐλευθέρα πόλις.405
δῆμος δ᾽ ἀνάσσει διαδοχαῖσιν ἐν μέρει
ἐνιαυσίαισιν, οὐχὶ τῷ πλούτῳ διδοὺς
τὸ πλεῖστον ἀλλὰ χὠ πένης ἔχων ἴσον.
✦✦✦✦
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ποιος είναι ο δυνάστης της χώρας;
Σε ποιον να ανακοινώσω το μήνυμα του Κρέοντα,400
που κυβερνάει τη γη του Κάδμου,
από τότε που ο Ετεοκλής έπεσε πλάι στις επτάστομες πύλες
από το χέρι το αδελφικό του Πολυνείκη;
ΘΗΣΕΑΣ
Πρώτα-πρώτα, ξένε, άρχισες το λόγο σου μ᾽ ένα λάθος,
όταν ζητάς δυνάστη εδώ·
η πόλη αυτή δεν εξουσιάζεται από έναν άνδρα,405
είναι ελεύθερη. Εδώ κυβερνούν οι πολλοί
που εναλλάσσονται στα αξιώματα χρόνο το χρόνο·
δεν δίνουν πιο πολλά στον πλούτο, και ο φτωχός έχει τα ίδια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Με αυτό που είπες, όπως στα ζάρια, μου δίνεις πλεονέκτημα·
γιατί η πόλη που με στέλνει εμένα410
εξουσιάζεται από έναν άντρα, δεν οχλοκρατείται.
Και κανείς δεν μπορεί, για να κερδίζει αυτός,
να την αποχαυνώνει με ρητορείες
και να τη σέρνει τη μια εδώ την άλλη εκεί,
τη μια στιγμή να τέρπει και να συναρπάζει,
την άλλη να φέρνει την καταστροφή415
και την παράλλη, με καινούργιες διαβολές,
να φενακίζει το πλήθος και να ξεγλιστράει ατιμώρητος.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε ο όχλος, χωρίς ορθή ενημέρωση,
να κατευθύνει ορθά την πόλη;
Μαθαίνεις καλύτερα όταν έχεις χρόνο, όχι όταν βιάζεσαι.
Όμως ένας γεωργός που πένεται, ακόμα και αν δεν είναι ανίδεος,420
δεν μπορεί να νοιάζεται για τα κοινά, γιατί έχει να δουλεύει.
Και είναι σαφώς προκλητικό για τους σπουδαίους,
όταν άνδρας φαύλος άγει και φέρει το πλήθος με δημοκοπίες
και περιβάλλεται αίγλη και κύρος
κάποιος που ώς τότε ήταν ένα τίποτα.425
ΘΗΣΕΑΣ
Χαριτωμένος ο κήρυκας και παρεμπιπτόντως και ρήτωρ.
Πάντως, αφού εσύ έθεσες τούτο το θέμα,
άκουσε τώρα· άλλωστε, εσύ προκάλεσες την αντιπαράθεση.
Για την πόλη δεν υπάρχει τίποτε απεχθέστερο από τον δυνάστη·
το πρώτιστο: εκεί οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους·430
την εξουσία την ασκεί μονάχα ένας
και αυτός κρατάει στα χέρια του τον νόμο·
αυτό και μόνο αναιρεί την ισότητα.
Όταν όμως υπάρχουν νόμοι γραπτοί,
το δίκαιο ισχύει εξίσου και για τον ταπεινό και για τον πλούσιο
και μπορεί ο ανίσχυρος, όταν δέχεται επιθέσεις,435
να απαντά στον ισχυρό στον ίδιο τόνο,
και φτάνει να νικά ο μικρός τον ισχυρό, αν έχει δίκιο.
Και η πεμπτουσία της ελευθερίας,
εκείνο το «ποιος έχει να προτείνει κάτι καλό για την πόλη;
να έρθει να το καταθέσει εδώ, ενώπιον όλων.»
Όποιος προσφέρεται δοξάζεται, όποιος δεν θέλει σιωπά. 440
Για την πόλη νοείται ισότητα ανώτερη απ᾽ αυτή;
Εξάλλου, όπου κρατά ο δήμος τα ηνία της χώρας,
χαίρεται όταν υπάρχουν στην πόλη νέοι παλληκάρια·
Ένας όμως που είναι βασιλιάς αισθάνεται μίσος γι᾽ αυτό
και όσους κρατούν από καλή γενιά και όσους θεωρεί ευφυείς 445
τους θανατώνει, γιατί φοβάται για την εξουσία του.
Και πώς θα μπορέσει μια πόλη να γίνει ισχυρή,
όταν κάποιος θερίζει το άνθος των νέων
σαν να ᾽ναι στάχυ σε λιβάδι ανοιξιάτικο;
Και ποιο το όφελος να θησαυρίζει κάποιος450
πλούτη και βίος για τα παιδιά του;
Μήπως για να μεγαλώνει με τον ιδρώτα του το βιος του δυνάστη;
Και γιατί να κρατάει άγρυπνος τις κόρες του παρθένες στο σπίτι.
Μήπως για να έχουν οι δυνάστες, όποτε το θελήσουν, γλυκιές ηδονές
και δάκρυα εκείνοι που τις ανάστησαν;
Να μην αξιωθώ να ζω,
αν σύρουν τα παιδιά μου με τη βία στα κρεβάτια.455
Ο Ιππόλυτος είναι γιος του Θησέα από το γάμο του με μια αμαζόνα, την Ιπολλύτη. Είναι πολύ όμορφος και συνετός. Μεγαλώνει στην αυλή του Πιτθέα, στην Τροιζήνα. Εκεί καταφεύγει και ο Θησέας με τη γυναίκα του, Φαίδρα (κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης) ύστερα από το φόνο του Πάλλαντα (ενός συγγενή του. Η Φαίδρα, σαν είδε τον Ιππόλυτο, σφοδρά τον ερωτεύθηκε, όχι γιατί ήταν ακόλαστη, αλλά ύστερα από ώθηση της Αφροδίτης.
Η Αφροδίτη στην προλογική ρήση μας εισάγει στο χώρο και στο χρόνο. Ο Ιππόλυτος με έναν όμιλο κυνηγών προσφέρει στεφάνι στην Άρτεμη. Διαπράττει όμως ύβρη καθώς αποπαίρνει ένα γέρο υπηρέτη και την αξιοτίμητη Αφροδίτη. Η Φαίδρα είναι ετοιμοθάνατη από μαρασμό και της αποσπά το μυστικό της η παραμάνα της, που μεσολαβεί μεταφέροντας στον Ιππόλυτο τα αισθήματα της Φαίδρας. Ο Ιππόλυτος νοιώθει μόνο αποστροφή και αναστάτωση γι' αυτά που ακούει.
Η Φαίδρα, που κρυφάκουγε , νιώθει αφάνταστη πίκρα που αποκρούστηκε και μπρος στον εξευτελισμό μπροστά στον αυτοκυριαρχημένο και περήφανο για την αρετή του νέο, αποφασίζει να βάλει τέρμα στη ζωή της. Πριν το επιχειρήσει, αφήνει ένα γράμμα για το Θησέα, όπου κατηγορεί τον Ιππόλυτο ότι πρόσβαλλε την τιμή της. Όταν επιστρέφει ο Θησέας από το κυνήγι, δεν μπορεί απ' την κατάπληξη να αρθρώσει λέξη στις διαμαρτυρίες του γιου του, που είναι δεσμευμένος με όρκο "ν' αποσιωπήσει τα κίνητρα της Φαίδρας".
Με μια απ' τις τρεις ευχές ο Θησέας ζητά απ' τον πατέρα του(Ποσειδώνα) την καταστροφή του γιου του και τον διώχνει. Με αγγελική ρήση μαθαίνουμε για τον πελώριο ταύρο που στέλνει ο Ποσειδώνας. Τα άλογα του Ιππόλυτου αφηνιάζουν και τραυματίζεται θανάσιμα. Ξεψυχώντας μεταφέρεται στη σκηνή, όπου η Άρτεμη με στίχους αξέχαστης τρυφερότητας, αποχαιρετά τον κυνηγό της και αποκαλύπτει την αλήθεια στον Θησέα που θεσπίζει τη λατρεία του
Απόσπασμα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Το δράμα προλογίζει η Ιφιγένεια. Μαθαίνουμε πως δεν θυσιάστηκε στην Αυλίδα αλλά η θεά έβαλε ένα ομοίωμα στη θέση της και την ίδια τη μετέφερε στη μακρινή χώρα των Ταύρων, ιέρεια στο ναό της. Όλοι τη θεωρούν χαμένη.
Ένα κακό όνειρο τη νύχτα την κάνει να πιστέψει ότι ο Ορέστης δεν υπάρχει πια. Στη σκηνή μπαίνει ο Ορέστης με τον Πυλάδη για να κλέψουν το ξόανο της θεάς που βρίσκεται στο ναό. Η μεταφορά του στην Ελλάδα θα απαλλάξει τον Ορέστη απ' τις Ερινύες. Με αγγελική ρήση πληροφορούμαστε για μια έξαρση της κρίσης του Ορέστη, που (μετά την κατασκοπευτική είσοδο είχε απομακρυνθεί περιμένοντας την ευκαιρία) οδήγησε στη σύλληψη των νέων.
Ντόπιος νόμος επιβάλλει να θυσιάζονται οι ξένοι. Το έργο αυτό επιτελεί η Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια θέλει να σώσει έναν από τους δυο για να μεταφέρει γράμμα της στην πατρίδα. Έτσι συντελείται και η αναγνώριση, αφού η Ιφιγένεια διατυπώνει για σιγουριά και προφορικά το μήνυμα. Τη χαρά ακολουθεί ένα προσεκτικό σχέδιο.
Η Ιφιγένεια είναι έτοιμη να θυσιαστεί η ίδια. Ο Ορέστης σκέφτεται την κοινή σωτηρία. Η Ιφιγένεια εξαπατά τον θόαντα(βασιλιάς) λέγοντάς του ότι επιβάλλεται εξαγνισμός του ξόανου και των αιχμαλώτων στην ακρογιαλιά.
Δεύτερη αγγελική ρήση μας πληροφορεί για μάχη που γίνεται μεταξύ των τριών και των Ταύρων. Τελικά η εμφάνιση της Αθηνάς δίνει τη λύση. Οι νέοι θα φύγουν και θα καθιερωθεί η λατρεία της Άρτεμης στη Βραυρώνα της Αττικής............
Απόσπασμα - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν
θοαῖσιν ἵπποις Οἰνομάου γαμεῖ κόρην,
ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν· Ἀτρέως δὲ παῖς
Μενέλαος Ἀγαμέμνων τε· τοῦ δ᾽ ἔφυν ἐγώ,
τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς,
ἣν ἀμφὶ δίναις ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς
αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει,
ἔσφαξεν Ἑλένης οὕνεχ᾽, ὡς δοκεῖ, πατὴρ
Ἀρτέμιδι κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος.
ἐνταῦθα γὰρ δὴ χιλίων ναῶν στόλον
Ἑλληνικὸν συνήγαγ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ,
τὸν καλλίνικον στέφανον Ἰλίου θέλων
λαβεῖν Ἀχαιούς, τούς θ᾽ ὑβρισθέντας γάμους
Ἑλένης μετελθεῖν, Μενέλεῳ χάριν φέρων.
δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων,
ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε, καὶ λέγει Κάλχας τάδε·
Ὦ τῆσδ᾽ ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας,
Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμήσῃ χθονός,
πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις
λάβῃ σφαγεῖσαν· ὅ τι γὰρ ἐνιαυτὸς τέκοι
κάλλιστον, ηὔξω φωσφόρῳ θύσειν θεᾷ.
παῖδ᾽ οὖν ἐν οἴκοις σὴ Κλυταιμνήστρα δάμαρ
τίκτει —τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων—
ἣν χρή σε θῦσαι. καί μ᾽ Ὀδυσσέως τέχναις
μητρὸς παρείλοντ᾽ ἐπὶ γάμοις Ἀχιλλέως.
ἐλθοῦσα δ᾽ Αὐλίδ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ὑπὲρ πυρᾶς
μεταρσία ληφθεῖσ᾽ ἐκαινόμην ξίφει·
ἀλλ᾽ ἐξέκλεψεν ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου
Ἄρτεμις Ἀχαιοῖς, διὰ δὲ λαμπρὸν αἰθέρα
πέμψασά μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα,
οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος
Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς
εἰς τοὔνομ᾽ ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν.
ναοῖσι δ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἱερέαν τίθησί με·
ὅθεν νόμοισι τοῖσιν ἥδεται θεὰ
Ἄρτεμις, ἑορτῆς, τοὔνομ᾽ ἧς καλὸν μόνον—
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ, τὴν θεὸν φοβουμένη—
[θύω γὰρ ὄντος τοῦ νόμου καὶ πρὶν πόλει,
ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Ἕλλην ἀνήρ.]
κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει
ἄρρητ᾽ ἔσωθεν τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
ἃ καινὰ δ᾽ ἥκει νὺξ φέρουσα φάσματα,
λέξω πρὸς αἰθέρ᾽, εἴ τι δὴ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἄκος.
ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς
οἰκεῖν ἐν Ἄργει, παρθενῶσι δ᾽ ἐν μέσαις
εὕδειν, χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ,
φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν
δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος
βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
μόνος λελεῖφθαι στῦλος εἷς ἔδοξέ μοι,
δόμων πατρῴων, ἐκ δ᾽ ἐπικράνων κόμας
ξανθὰς καθεῖναι, φθέγμα δ᾽ ἀνθρώπου λαβεῖν,
κἀγὼ τέχνην τήνδ᾽ ἣν ἔχω ξενοκτόνον
τιμῶσ᾽ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡς θανούμενον,
κλαίουσα. τοὔναρ δ᾽ ὧδε συμβάλλω τόδε·
τέθνηκ᾽ Ὀρέστης, οὗ κατηρξάμην ἐγώ.
στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες·
θνῄσκουσι δ᾽ οὓς ἂν χέρνιβες βάλωσ᾽ ἐμαί.
[οὐδ᾽ αὖ συνάψαι τοὔναρ ἐς φίλους ἔχω·
Στροφίῳ γὰρ οὐκ ἦν παῖς, ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.]
νῦν οὖν ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς
παροῦσ᾽ ἀπόντι —ταῦτα γὰρ δυναίμεθ᾽ ἄν—
σὺν προσπόλοισιν, ἃς ἔδωχ᾽ ἡμῖν ἄναξ
Ἑλληνίδας γυναῖκας. ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας
οὔπω τίνος πάρεισιν; εἶμ᾽ ἔσω δόμων
ἐν οἷσι ναίω τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
✦✦✦✦
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, όταν
πήγε στην Πίσα άρμα γοργό οδηγώντας,
με του Οινόμαου παντρεύτηκε την κόρη·
γιος αυτωνών ο Ατρέας, και γιοι του Ατρέα,
Μενέλαος κι Αγαμέμνονας· πατέρας
δικός μου αυτός, και του Τυνδάρεου κόρη
η μάνα μου· ναι, εγώ είμαι η Ιφιγένεια,
που πιστεύουν πως μ᾽ έσφαξε ο γονιός μου
στην Άρτεμη για χάρη της Ελένης
στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας,
όπου ολοένα ο Εύριπος σβουρίζει,
από συχνούς στριφογυρίζει ανέμους
και τη γαλάζια θάλασσα ταράζει.
Χίλια καράβια ελληνικά εκεί πέρα
ο Αγαμέμνονας είχε μαζεμένα
νίκης λαμπρής ποθώντας το στεφάνι
για τους Αχαιούς να πάρει από την Τροία,
μα και για το Μενέλαο, που τον είχαν
προσβάλει αρπάζοντάς του την Ελένη.
Απ᾽ αγριοκαίρια στη στεριά δεμένος
μαντεία φωτιάς ζητούσε, κι είπε ο Κάλχας:
«Του ελληνικού στρατού αρχηγέ Αγαμέμνονα,
από τ᾽ αραξοβόλια πλοίο δε βγαίνει,
αν η Άρτεμη την κόρη σου Ιφιγένεια
για σφαχτό δεν τη λάβει στο βωμό της·
θύμα στη φωτοκράτα θεά είχες τάξει
της χρονιάς τ᾽ ομορφότερο βλαστάρι.»
Και πρώτη εμένα κρίνοντας στα κάλλη
προσθέτει: «Η Κλυταιμήστρα σου έχει κάμει
σπίτι σου κόρη· ανάγκη να τη σφάξεις.»
Και δολερά απ᾽ τη μάνα μου με πήραν
με του Οδυσσέα τις πονηριές, πως τάχα
γυναίκα θα γινόμουν του Αχιλλέα.
Σαν πήγα στην Αυλίδα, ανάερα πάνω
απ᾽ το βωμό με πιάσανε τη δόλια
και με σπαθί με σφάζαν· η Άρτεμη όμως
κρυφά με πήρε, αντίς για με ένα λάφι
έδωσε στους Αχαιούς, κι από τη λάμψη
περνώντας με του αιθέρα, εδώ στη χώρα
να κατοικήσω μ᾽ έφερε των Ταύρων,
που την ορίζει, βάρβαρος βαρβάρων
ρήγας, ο Θόας· τον ονομάσανε έτσι
γιατί φτερά στα πόδια του λες κι έχει.
Μ᾽ έβαλε εδώ για ιέρεια του ναού της·
με τα έθιμα —χαρές της θεάς— βαδίζω
μιας γιορτής, που είναι μόνο τ᾽ όνομά της
ωραίο, όσο για τ᾽ άλλα πια ... σωπαίνω·
τη θεά φοβούμαι. Εδώ αν κανείς ξεπέσει
Έλληνας, για θυσία τον ετοιμάζω
—αυτή ηταν η συνήθεια και πριν νά ᾽ρθω—,
μα της σφαγής της άρρητης την έγνοια
μες στο ιερό της θεάς την έχουν άλλοι.
Τ᾽ όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ᾽ αυτή τη χώρα,
στ᾽ Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φυτρώσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρωπινή λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ —θυσία των ξένων—
του ᾽ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους,
για να σφαχτεί. Και νά πώς το ξηγάω
τ᾽ όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ᾽ είναι
τ᾽ αρσενικά παιδιά των σπιτιών στύλοι,
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ᾽ άλλους δικούς τ᾽ όνειρο δεν ταιριάζει·
σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
χοές να ρίξω θέλω από δω χάμω
—το μόνο που μπορώ— με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου. Αλλά ποιός να ᾽ναι ο λόγος
κι ακόμα δε φανήκανε; Πηγαίνω
μες στο ναό, που αυτός και σπίτι μου είναι.
Μπαίνει στο ναό. Παρουσιάζονται ο Ορέστης και ο Πυλάδης,
βαδίζοντας με προφύλαξη.
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.
Με την ονομασία Ίων φέρεται σπουδαία τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης που αναφέρεται στον μυθικό Ίωνα, η οποία και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 412 π.Χ..
Το έργο αυτό του Ευριπίδη έχει χαρακτηριστεί γενικά ως «περιπλεγμένη τραγωδία» λόγω του ότι δύο φορές ο ποιητής χρησιμοποιεί στην πλοκή τον «από μηχανής θεό», μία στην αρχή και μία στο τέλος. Ο Αρχηγέτης του Βασιλικού Οίκου της Αττικής Ίων αποδεικνύεται τέκνο της Κρεούσης εκ του θεού Απόλλωνα.
Η διδασκαλία του τοποθετείται γύρω στο 419-418. Το έργο αποτελεί δράμα χαρακτήρων. Στη συγγραφή του, ο Ευριπίδης διαπραγματεύεται τον αντιτραγικό ρεαλισμό μέσα από την πολιτική πραγματικότητα. Ο Ίων δεν προκαλεί το έλεος και τον φόβο και δεν δημιουργεί ανάγκη κάθαρσης.
Το έργο διαδραματίζεται στους Δελφούς. Η Κρέουσα που απέκτησε ένα γιο, τον Ίωνα, με τον Απόλλωνα τον εγκαταλείπει στην Ακρόπολη. Ο Ερμής βρήκε το παιδί και το έφερε στους Δελφούς. Η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο, που συμμάχησε με τους Αθηναίους και πήρε την εξουσία. Το ζευγάρι μένει άτεκνο και ο Ξούθος πάει στους Δελφούς για να πάρει χρησμό ο οποίος έλεγε ότι ο γιος του θα είναι αυτός που θα συναντούσε βγαίνοντας από το ναό. Ο Ίωνας ακολουθεί τότε το Ξούθο στην Αθήνα. Η Κρέουσα αρχικά είναι ενάντια του Ίωνα, και οργανώνει απόπειρα δηλητηρίασής του, όμως οι θεοί τον σώζουν. Με την αποκάλυψη από την Πυθία των σπαργάνων του συντελείται η αναγνώριση μητέρας και γιου. Η Αθηνά εμφανίζεται και λέει ότι ο Ίωνας είναι τέκνο του Απόλλωνα και ζητά την εγκατάσταση του στο θρόνο, ενώ προφητεύει τη γέννηση του Αχαιού και του Δώρου.
Ο Ίωνας γράφτηκε στα χρόνια της σύναψης της «Νικίειας ειρήνης», όχι τόσο ευνοϊκής για τους Αθηναίους. Ο Ευριπίδης επιθυμεί την τόνωση του ηθικού των συμπατριωτών του προβάλλοντας την Κρέουσα ως πρόγονο όλων των ιωνικών φυλών. Είναι η μητέρα του Ίωνα και από αυτήν θα γεννηθούν ο Δώρος και ο Αχαιός. Ο ποιητής ανάγει την γέννηση της ιωνικής φυλής σε ένα θεό, για αυτό δικαιολογεί, κατά κάποιο τρόπο, την επιθυμία της να ηγεμονεύσει.
Το δράμα αυτό μιμήθηκε αργότερα και ο Άουγκουστ Σλέγκελ, Γερμανός κριτικός και μεταφραστής φιλόλογος, με το έργο του «Ίων» το 1803.
Απόσπασμα - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΡΜΗΣ (μόνος)
Ο Άτλας, που τον ουρανό, την κατοικία την παληά
των αθανάτων, συγκρατεί στη ράχη του τη χάλκινη,
με μιαν απ' της πολλές θεές εγέννησε τη Μαία,
κι' αυτή εμένα τον Ερμή, των αθανάτων δούλο,
με τον μεγάλο εγέννησε τον Δία. Στων Δελφών τη γη
έρχομ' εδώ, που τραγουδεί ο Φοίβος καθισμένος
στον ομφαλό της, στους θνητούς τα μέλλοντα ορίζοντας
και τα παρόντα. Βρίσκεται μια πόλι στην Ελλάδα
που δεν είν' απ' της άσημες, και τόνομα έχει πάρη
απ' την Παλλάδα τη θεά με το χρυσό κοντάρι, —
εκεί που ο Φοίβος με τη βια, την κόρη του Ερεχθέως
απόλαυσε, την Κρέουσα, στου βράχου της Παλλάδος
του βορεινού τους πρόποδας, στην άκρη της Αθήνας,
που οι άρχοντες της Αττικής Μακρά τη λένε Πέτρα.
Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, --γιατί έτσι
το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά
το τέκνο της εκράτησε· μα όταν ήλθ' η ώρα,
εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε
η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά,
εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά,
και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή,
σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου
του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.
Τότε κ' η κόρη του Διός έβαλ' εκεί κοντά του
δυο δράκοντες για φύλακα, κ' ύστερα στης παρθένες
της Αγλαυρίδες το 'δωκε για φύλαξι και πάλι·
γιατί το έχουν έθιμο στου Ερεχθέως τη γενιά,
σε κούνιες με χρυσόφιδα πλεγμένες τα παιδιά τους
να τρέφουν πάντα· και γι αυτό είχε περάσ' η κόρη
εις του παιδιού της το λαιμό ένα στολίδι τέτοιο, —
μα για να δώση θάνατο. Μου λέει τότε ο αδελφός
ο Φοίβος: «Συ, που είσαι μ' εμέ από την ίδια τη γενιά,
τρέχα στον ντόπιο το λαό της ένδοξης Αθήνας,—
ξέρεις την πόλι της θεάς, — και πάρε απ' τη σπηλιά
το νεογέννητο παιδί, και με τα σπάργανά του
και με την κούνια του μαζύ, και φέρνοντας το στους
[Δελφούς,
εκεί που δίνω τους χρησμούς, απόθεσε το κάτω
εις του δικού μου του ναού την είσοδο μπροστά·
κι' όσο για τάλλα πειά, εγώ μονάχος θα φροντίσω,
γιατί δικό μου είν' το παιδί, καθώς καλά το ξέρεις.»
Για χάρι του Απόλλωνος κ' εγώ του αδελφού μου,
παίρνω την κούνια την πλεχτή και το παιδί αποθέτω
μπροστά στης σκάλες του ναού, αυτή την κούνια την πλεχτή
ανοίγοντας, για να φανή πως το παιδί έχει μέσα.
Κ' έτσι έγινε· την ώρα δε που ο καβαλλάρης ήλιος
εφάνηκε στον ουρανό τον κύκλο του να κάνη,
εμβήκε κ' η προφήτισσα μέσ' στο μαντείο του θεού·
μα μόλις το μικρό παιδί στα μάτια της αντίκρυσε,
ετρόμαξε, μήπως καμμιά δυστυχισμένη κόρη
απ' της Ιέρειες των Δελφών εκρυφογέννησεν εκεί
και το παιδί της στου θεού τους τόπους είχε αφήση,
και να το ρίψ' ηθέλησε απ' έξω απ' την θυμέλη·
μα πάλι την σκληρότητα η ευσπλαχνία ενίκησε,
γιατί ο Απόλλων βοηθός εφάνη στο παιδί του
να μη διωχθή απ' το ναό· για τούτο κ' η προφήτισσα
τανάθρεψε, τη μάννα του χωρίς ποτέ να μάθη
κ' εκείνον που το γέννησεν, αν ήτανε ο Φοίβος.
Μα και το ίδιο το παιδί δεν ξέρη τους γονιούς του,
και όσω ήτανε παιδί, έπαιζε κ' εμεγάλωνε
με της τροφές, που άφηναν τριγύρω στους βωμούς·
μα όταν άνδρας γίνηκε, του δώσανε οι Δελφοί
των θησαυρών τη φύλαξι, και 'ς όλα επιστάτη
τον διωρίσανε πιστόν, και στου θεού το ανάκτορο,
στον τόπο αυτό, περνά ζωή σεμνή και τιμημένη.
Μα η Κρέουσα, που το παιδί τώχε κρυφά γεννήση,
τον Ξούθον επανδρεύθηκε για μιαν αιτία τέτοια:
Οι κάτοικοι των Αθηνών και οι Χαλκωδοντίδες,
που κατοικούν την Εύβοια, είχαν πολέμους στήση·
με το να βγη λοιπόν κι' αυτός για συμπολεμιστής
την Κρέουσα γυναίκα του επήρε γι' αμοιβή του
μόλο που ήταν Αχαιός, και όχι απ' την Αθήνα
ντόπιος, και του Αιόλου γυιός, που ήταν γόνος τού Διός.
Κι' όμως αυτός κ' η Κρέουσα με το να μείνουνε καιρό
χωρίς παιδί, και θέλοντας για ν' αποχτήσουν ένα,
εις το Μαντείο ήρθανε του Απόλλωνος κ' οι δυο.
Φαίνεται πως δεν ξέχασε το γυιό του ο Λοξίας,
κι' αυτόν το δρόμο έδωκε μονάχος του στην τύχη.
Κ' έτσι την ώρα που θα μπη ο Ξούθος στο μαντείο,
'ς αυτόν το ίδιο του παιδί θα δώση ο Απόλλων
και θα τον κάνη να πεισθή πως απ' αυτόν γεννήθη·
κ' έτσι όταν η Κρέουσα για γυιό του τον γνωρίση,
και το παιδί θ' ασφαλισθή στο πατρικό το σπίτι,
και του Λοξία οι έρωτες θα μείνουνε κρυφοί.
Ίωνα θα τον βγάλουνε σε όλην την Ελλάδα
και τόνομά του θα δοθή σε χώρες της Ασίας.
Και τώρ' ας μπω μέσα 'ς αυτές της δαφνοσκέπαστες σπη-
[ληές,
να μάθω τι ωρίσθηκε για το παιδί να γίνη·
γιατί κι' ο ίδιος πρόβαλλεν, ο γόνος του Λοξία,
δάφνης κλαδιά στου ιερού της πύλες ναποθέση.(προς το μέρος, εκ του οποίου θα εισέλθη ο Ίων).— Ίων! προτήτερα εγώ απ' όλους τους θεούς
σου παραδίδω τόνομα, οπού θα φέρνης πάντα.(Αποσύρεται και γίνεται άφαντος εις τους εν τω βάθει της σκηνής
σπηλαιώδεις βράχους. -Εισέρχεται ο Ίων ακολουθούμενος από ιερείς του
Απόλλωνος και θεράπαινες της Κρεούσης, και τάσσεται εις το μέσον
αυτών).http://mpolsebixos.blogspot.gr/
Ο Οδυσσεύς επιστρέφων από την Τροία, μετά την άλωσιν της πόλεως, ρίπτεται υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Σικελίας, και προ του σπηλαίου εις το οποίον κατοικεί ο Κύκλωψ Πολύφημος. Απουσιάζοντος του Κύκλωπος εις κυνήγιον, ο Οδυσσεύς ζητεί από τους Σατύρους τροφάς προσφέρων εις αντάλλαγμα οίνον. Φθάνει όμως ο Κύκλωψ, ο οποίος κατατρώγει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέως. Αλλ' ο Οδυσσεύς κατορθώνει να τον μεθύση και να τον τυφλώση και τοιουτοτρόπως φεύγει με τους συντρόφους του και με τους Σατύρους. http://www.hellenicaworld.com/
τίς γῆς τύραννος; πρὸς τίν᾽ ἀγγεῖλαί με χρὴ
λόγους Κρέοντος, ὃς κρατεῖ Κάδμου χθονὸς 400
Ἐτεοκλέους θανόντος ἀμφ᾽ ἑπταστόμους
πύλας ἀδελφῇ χειρὶ Πολυνείκους ὕπο;
ΘΗΣΕΥΣ
πρῶτον μὲν ἤρξω τοῦ λόγου ψευδῶς, ξένε,
ζητῶν τύραννον ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἄρχεται
ἑνὸς πρὸς ἀνδρὸς ἀλλ᾽ ἐλευθέρα πόλις.405
δῆμος δ᾽ ἀνάσσει διαδοχαῖσιν ἐν μέρει
ἐνιαυσίαισιν, οὐχὶ τῷ πλούτῳ διδοὺς
τὸ πλεῖστον ἀλλὰ χὠ πένης ἔχων ἴσον.
ΚΗΡΥΞ
ἓν μὲν τόδ᾽ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως
κρεῖσσον· πόλις γὰρ ἧς ἐγὼ πάρειμ᾽ ἄπο 410
ἑνὸς πρὸς ἀνδρὸς οὐκ ὄχλῳ κρατύνεται·
οὐδ᾽ ἔστιν αὐτὴν ὅστις ἐκχαυνῶν λόγοις
πρὸς κέρδος ἴδιον ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε στρέφει,
τὸ δ᾽ αὐτίχ᾽ ἡδὺς καὶ διδοὺς πολλὴν χάριν415
ἓν μὲν τόδ᾽ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως
κρεῖσσον· πόλις γὰρ ἧς ἐγὼ πάρειμ᾽ ἄπο 410
ἑνὸς πρὸς ἀνδρὸς οὐκ ὄχλῳ κρατύνεται·
οὐδ᾽ ἔστιν αὐτὴν ὅστις ἐκχαυνῶν λόγοις
πρὸς κέρδος ἴδιον ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε στρέφει,
τὸ δ᾽ αὐτίχ᾽ ἡδὺς καὶ διδοὺς πολλὴν χάριν415
ἐσαῦθις ἔβλαψ᾽, εἶτα διαβολαῖς νέαις
κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ᾽ ἐξέδυ δίκης.
ἄλλως τε πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους
ὀρθῶς δύναιτ᾽ ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν;
ὁ γὰρ χρόνος μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους
κρείσσω δίδωσι. γαπόνος δ᾽ ἀνὴρ πένης,420
εἰ καὶ γένοιτο μὴ ἀμαθής, ἔργων ὕπο
οὐκ ἂν δύναιτο πρὸς τὰ κοίν᾽ ἀποβλέπειν.
ἦ δὴ νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν,
ὅταν πονηρὸς ἀξίωμ᾽ ἀνὴρ ἔχῃ
γλώσσῃ κατασχὼν δῆμον, οὐδὲν ὢν τὸ πρίν.425
ΘΗΣΕΥΣ
κομψός γ᾽ ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων.
ἐπεὶ δ᾽ ἀγῶνα καὶ σὺ τόνδ᾽ ἠγωνίσω,
ἄκου᾽· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων.
οὐδὲν τυράννου δυσμενέστερον πόλει,
ὅπου τὸ μὲν πρώτιστον οὐκ εἰσὶν νόμοι 430
κοινοί, κρατεῖ δ᾽ εἷς τὸν νόμον κεκτημένος
αὐτὸς παρ᾽ αὑτῷ· καὶ τόδ᾽ οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἴσον.
γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ᾽ ἀσθενὴς
ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει,
κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ᾽ ἐξέδυ δίκης.
ἄλλως τε πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους
ὀρθῶς δύναιτ᾽ ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν;
ὁ γὰρ χρόνος μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους
κρείσσω δίδωσι. γαπόνος δ᾽ ἀνὴρ πένης,420
εἰ καὶ γένοιτο μὴ ἀμαθής, ἔργων ὕπο
οὐκ ἂν δύναιτο πρὸς τὰ κοίν᾽ ἀποβλέπειν.
ἦ δὴ νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν,
ὅταν πονηρὸς ἀξίωμ᾽ ἀνὴρ ἔχῃ
γλώσσῃ κατασχὼν δῆμον, οὐδὲν ὢν τὸ πρίν.425
ΘΗΣΕΥΣ
κομψός γ᾽ ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων.
ἐπεὶ δ᾽ ἀγῶνα καὶ σὺ τόνδ᾽ ἠγωνίσω,
ἄκου᾽· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων.
οὐδὲν τυράννου δυσμενέστερον πόλει,
ὅπου τὸ μὲν πρώτιστον οὐκ εἰσὶν νόμοι 430
κοινοί, κρατεῖ δ᾽ εἷς τὸν νόμον κεκτημένος
αὐτὸς παρ᾽ αὑτῷ· καὶ τόδ᾽ οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἴσον.
γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ᾽ ἀσθενὴς
ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει,
ἔστιν δ᾽ ἐνισπεῖν τοῖσιν ἀσθενεστέροις 435
τὸν εὐτυχοῦντα ταὔθ᾽ ὅταν κλύῃ κακῶς,
νικᾷ δ᾽ ὁ μείων τὸν μέγαν δίκαι᾽ ἔχων.
τοὐλεύθερον δ᾽ ἐκεῖνο· «τίς θέλει πόλει
χρηστόν τι βούλευμ᾽ ἐς μέσον φέρειν ἔχων;»
καὶ ταῦθ᾽ ὁ χρῄζων λαμπρός ἐσθ᾽, ὁ μὴ θέλων 440
σιγᾷ. τί τούτων ἔστ᾽ ἰσαίτερον πόλει;
καὶ μὴν ὅπου γε δῆμος εὐθυντὴς χθονὸς
ὑποῦσιν ἀστοῖς ἥδεται νεανίαις·
ἀνὴρ δὲ βασιλεὺς ἐχθρὸν ἡγεῖται τόδε,
καὶ τοὺς ἀρίστους οὕς ‹τ᾽› ἂν ἡγῆται φρονεῖν 445
κτείνει, δεδοικὼς τῆς τυραννίδος πέρι.
πῶς οὖν ἔτ᾽ ἂν γένοιτ᾽ ἂν ἰσχυρὰ πόλις
ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν
τομαῖς ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους;
κτᾶσθαι δὲ πλοῦτον καὶ βίον τί δεῖ τέκνοις450
ὡς τῷ τυράννῳ πλείον᾽ ἐκμοχθῇ βίον;
ἢ παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς,
τερπνὰς τυράννοις ἡδονὰς ὅταν θέλῃ,
δάκρυα δ᾽ ἑτοιμάζουσι; μὴ ζῴην ἔτι455
τὸν εὐτυχοῦντα ταὔθ᾽ ὅταν κλύῃ κακῶς,
νικᾷ δ᾽ ὁ μείων τὸν μέγαν δίκαι᾽ ἔχων.
τοὐλεύθερον δ᾽ ἐκεῖνο· «τίς θέλει πόλει
χρηστόν τι βούλευμ᾽ ἐς μέσον φέρειν ἔχων;»
καὶ ταῦθ᾽ ὁ χρῄζων λαμπρός ἐσθ᾽, ὁ μὴ θέλων 440
σιγᾷ. τί τούτων ἔστ᾽ ἰσαίτερον πόλει;
καὶ μὴν ὅπου γε δῆμος εὐθυντὴς χθονὸς
ὑποῦσιν ἀστοῖς ἥδεται νεανίαις·
ἀνὴρ δὲ βασιλεὺς ἐχθρὸν ἡγεῖται τόδε,
καὶ τοὺς ἀρίστους οὕς ‹τ᾽› ἂν ἡγῆται φρονεῖν 445
κτείνει, δεδοικὼς τῆς τυραννίδος πέρι.
πῶς οὖν ἔτ᾽ ἂν γένοιτ᾽ ἂν ἰσχυρὰ πόλις
ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν
τομαῖς ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους;
κτᾶσθαι δὲ πλοῦτον καὶ βίον τί δεῖ τέκνοις450
ὡς τῷ τυράννῳ πλείον᾽ ἐκμοχθῇ βίον;
ἢ παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς,
τερπνὰς τυράννοις ἡδονὰς ὅταν θέλῃ,
δάκρυα δ᾽ ἑτοιμάζουσι; μὴ ζῴην ἔτι455
εἰ τἀμὰ τέκνα πρὸς βίαν νυμφεύσεται.
✦✦✦✦
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ποιος είναι ο δυνάστης της χώρας;
Σε ποιον να ανακοινώσω το μήνυμα του Κρέοντα,400
που κυβερνάει τη γη του Κάδμου,
από τότε που ο Ετεοκλής έπεσε πλάι στις επτάστομες πύλες
από το χέρι το αδελφικό του Πολυνείκη;
ΘΗΣΕΑΣ
Πρώτα-πρώτα, ξένε, άρχισες το λόγο σου μ᾽ ένα λάθος,
όταν ζητάς δυνάστη εδώ·
η πόλη αυτή δεν εξουσιάζεται από έναν άνδρα,405
είναι ελεύθερη. Εδώ κυβερνούν οι πολλοί
που εναλλάσσονται στα αξιώματα χρόνο το χρόνο·
δεν δίνουν πιο πολλά στον πλούτο, και ο φτωχός έχει τα ίδια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Με αυτό που είπες, όπως στα ζάρια, μου δίνεις πλεονέκτημα·
γιατί η πόλη που με στέλνει εμένα410
εξουσιάζεται από έναν άντρα, δεν οχλοκρατείται.
Και κανείς δεν μπορεί, για να κερδίζει αυτός,
να την αποχαυνώνει με ρητορείες
και να τη σέρνει τη μια εδώ την άλλη εκεί,
τη μια στιγμή να τέρπει και να συναρπάζει,
την άλλη να φέρνει την καταστροφή415
και την παράλλη, με καινούργιες διαβολές,
να φενακίζει το πλήθος και να ξεγλιστράει ατιμώρητος.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε ο όχλος, χωρίς ορθή ενημέρωση,
να κατευθύνει ορθά την πόλη;
Μαθαίνεις καλύτερα όταν έχεις χρόνο, όχι όταν βιάζεσαι.
Όμως ένας γεωργός που πένεται, ακόμα και αν δεν είναι ανίδεος,420
δεν μπορεί να νοιάζεται για τα κοινά, γιατί έχει να δουλεύει.
Και είναι σαφώς προκλητικό για τους σπουδαίους,
όταν άνδρας φαύλος άγει και φέρει το πλήθος με δημοκοπίες
και περιβάλλεται αίγλη και κύρος
κάποιος που ώς τότε ήταν ένα τίποτα.425
ΘΗΣΕΑΣ
Χαριτωμένος ο κήρυκας και παρεμπιπτόντως και ρήτωρ.
Πάντως, αφού εσύ έθεσες τούτο το θέμα,
άκουσε τώρα· άλλωστε, εσύ προκάλεσες την αντιπαράθεση.
Για την πόλη δεν υπάρχει τίποτε απεχθέστερο από τον δυνάστη·
το πρώτιστο: εκεί οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους·430
την εξουσία την ασκεί μονάχα ένας
και αυτός κρατάει στα χέρια του τον νόμο·
αυτό και μόνο αναιρεί την ισότητα.
Όταν όμως υπάρχουν νόμοι γραπτοί,
το δίκαιο ισχύει εξίσου και για τον ταπεινό και για τον πλούσιο
και μπορεί ο ανίσχυρος, όταν δέχεται επιθέσεις,435
να απαντά στον ισχυρό στον ίδιο τόνο,
και φτάνει να νικά ο μικρός τον ισχυρό, αν έχει δίκιο.
Και η πεμπτουσία της ελευθερίας,
εκείνο το «ποιος έχει να προτείνει κάτι καλό για την πόλη;
να έρθει να το καταθέσει εδώ, ενώπιον όλων.»
Όποιος προσφέρεται δοξάζεται, όποιος δεν θέλει σιωπά. 440
Για την πόλη νοείται ισότητα ανώτερη απ᾽ αυτή;
Εξάλλου, όπου κρατά ο δήμος τα ηνία της χώρας,
χαίρεται όταν υπάρχουν στην πόλη νέοι παλληκάρια·
Ένας όμως που είναι βασιλιάς αισθάνεται μίσος γι᾽ αυτό
και όσους κρατούν από καλή γενιά και όσους θεωρεί ευφυείς 445
τους θανατώνει, γιατί φοβάται για την εξουσία του.
Και πώς θα μπορέσει μια πόλη να γίνει ισχυρή,
όταν κάποιος θερίζει το άνθος των νέων
σαν να ᾽ναι στάχυ σε λιβάδι ανοιξιάτικο;
Και ποιο το όφελος να θησαυρίζει κάποιος450
πλούτη και βίος για τα παιδιά του;
Μήπως για να μεγαλώνει με τον ιδρώτα του το βιος του δυνάστη;
Και γιατί να κρατάει άγρυπνος τις κόρες του παρθένες στο σπίτι.
Μήπως για να έχουν οι δυνάστες, όποτε το θελήσουν, γλυκιές ηδονές
και δάκρυα εκείνοι που τις ανάστησαν;
Να μην αξιωθώ να ζω,
αν σύρουν τα παιδιά μου με τη βία στα κρεβάτια.455
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
Η Φαίδρα, ο Θησέας και ο Ιππόλυτος. - Guerin, Pierre-Narcisse, 1815.
Ο Ιππόλυτος, με εξάρτυση κυνηγού, στέκεται μπροστά στον Θησέα και τη Φαίδρα, σηκώνοντας το χέρι του προς τον Θησέα. Η Φαίδρα κρατά στα χέρια της το περίφημο γράμμα που έστειλε στον Ιππόλυτο. Πίσω της η υπηρέτριά της. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ο Ιππόλυτος είναι γιος του Θησέα από το γάμο του με μια αμαζόνα, την Ιπολλύτη. Είναι πολύ όμορφος και συνετός. Μεγαλώνει στην αυλή του Πιτθέα, στην Τροιζήνα. Εκεί καταφεύγει και ο Θησέας με τη γυναίκα του, Φαίδρα (κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης) ύστερα από το φόνο του Πάλλαντα (ενός συγγενή του. Η Φαίδρα, σαν είδε τον Ιππόλυτο, σφοδρά τον ερωτεύθηκε, όχι γιατί ήταν ακόλαστη, αλλά ύστερα από ώθηση της Αφροδίτης.
Η Αφροδίτη στην προλογική ρήση μας εισάγει στο χώρο και στο χρόνο. Ο Ιππόλυτος με έναν όμιλο κυνηγών προσφέρει στεφάνι στην Άρτεμη. Διαπράττει όμως ύβρη καθώς αποπαίρνει ένα γέρο υπηρέτη και την αξιοτίμητη Αφροδίτη. Η Φαίδρα είναι ετοιμοθάνατη από μαρασμό και της αποσπά το μυστικό της η παραμάνα της, που μεσολαβεί μεταφέροντας στον Ιππόλυτο τα αισθήματα της Φαίδρας. Ο Ιππόλυτος νοιώθει μόνο αποστροφή και αναστάτωση γι' αυτά που ακούει.
Η Φαίδρα, που κρυφάκουγε , νιώθει αφάνταστη πίκρα που αποκρούστηκε και μπρος στον εξευτελισμό μπροστά στον αυτοκυριαρχημένο και περήφανο για την αρετή του νέο, αποφασίζει να βάλει τέρμα στη ζωή της. Πριν το επιχειρήσει, αφήνει ένα γράμμα για το Θησέα, όπου κατηγορεί τον Ιππόλυτο ότι πρόσβαλλε την τιμή της. Όταν επιστρέφει ο Θησέας από το κυνήγι, δεν μπορεί απ' την κατάπληξη να αρθρώσει λέξη στις διαμαρτυρίες του γιου του, που είναι δεσμευμένος με όρκο "ν' αποσιωπήσει τα κίνητρα της Φαίδρας".
Με μια απ' τις τρεις ευχές ο Θησέας ζητά απ' τον πατέρα του(Ποσειδώνα) την καταστροφή του γιου του και τον διώχνει. Με αγγελική ρήση μαθαίνουμε για τον πελώριο ταύρο που στέλνει ο Ποσειδώνας. Τα άλογα του Ιππόλυτου αφηνιάζουν και τραυματίζεται θανάσιμα. Ξεψυχώντας μεταφέρεται στη σκηνή, όπου η Άρτεμη με στίχους αξέχαστης τρυφερότητας, αποχαιρετά τον κυνηγό της και αποκαλύπτει την αλήθεια στον Θησέα που θεσπίζει τη λατρεία του
Απόσπασμα - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Πολλὴ μὲν ἐν βροτοῖσι κοὐκ ἀνώνυμος
θεὰ κέκλημαι Κύπρις οὐρανοῦ τ᾽ ἔσω·
ὅσοι τε Πόντου τερμόνων τ᾽ Ἀτλαντικῶν
ναίουσιν εἴσω, φῶς ὁρῶντες ἡλίου,
τοὺς μὲν σέβοντας τἀμὰ πρεσβεύω κράτη,
σφάλλω δ᾽ ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα.
ἔνεστι γὰρ δὴ κἀν θεῶν γένει τόδε·
τιμώμενοι χαίρουσιν ἀνθρώπων ὕπο.
δείξω δὲ μύθων τῶνδ᾽ ἀλήθειαν τάχα.
ὁ γάρ με Θησέως παῖς, Ἀμαζόνος τόκος,
Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα,
μόνος πολιτῶν τῆσδε γῆς Τροζηνίας
λέγει κακίστην δαιμόνων πεφυκέναι·
ἀναίνεται δὲ λέκτρα κοὐ ψαύει γάμων,
Φοίβου δ᾽ ἀδελφὴν Ἄρτεμιν, Διὸς κόρην,
τιμᾶι, μεγίστην δαιμόνων ἡγούμενος,
χλωρὰν δ᾽ ἀν᾽ ὕλην παρθένωι ξυνὼν ἀεὶ
κυσὶν ταχείαις θῆρας ἐξαιρεῖ χθονός,
μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας.
τούτοισι μέν νυν οὐ φθονῶ· τί γάρ με δεῖ;
ἃ δ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἡμάρτηκε τιμωρήσομαι
Ἱππόλυτον ἐν τῆιδ᾽ ἡμέραι· τὰ πολλὰ δὲ
πάλαι προκόψασ᾽, οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ.
ἐλθόντα γάρ νιν Πιτθέως ποτ᾽ ἐκ δόμων
σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τέλη μυστηρίων
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ
ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο
ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν.
καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε γῆν Τροζηνίαν,
πέτραν παρ᾽ αὐτὴν Παλλάδος, κατόψιον
γῆς τῆσδε, ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο,
ἐρῶσ᾽ ἔρωτ᾽ ἔκδημον, Ἱππολύτωι δ᾽ ἔπι
τὸ λοιπὸν ὀνομάσουσιν ἱδρῦσθαι θεάν.
ἐπεὶ δὲ Θησεὺς Κεκροπίαν λείπει χθόνα
μίασμα φεύγων αἵματος Παλλαντιδῶν
καὶ τήνδε σὺν δάμαρτι ναυστολεῖ χθόνα
ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγήν,
ἐνταῦθα δὴ στένουσα κἀκπεπληγμένη
κέντροις ἔρωτος ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυται
σιγῆι, ξύνοιδε δ᾽ οὔτις οἰκετῶν νόσον.
ἀλλ᾽ οὔτι ταύτηι τόνδ᾽ ἔρωτα χρὴ πεσεῖν,
δείξω δὲ Θησεῖ πρᾶγμα κἀκφανήσεται.
καὶ τὸν μὲν ἡμῖν πολέμιον νεανίαν
κτενεῖ πατὴρ ἀραῖσιν ἃς ὁ πόντιος
ἄναξ Ποσειδῶν ὤπασεν Θησεῖ γέρας,
μηδὲν μάταιον ἐς τρὶς εὔξασθαι θεῶι·
ἡ δ᾽ εὐκλεὴς μὲν ἀλλ᾽ ὅμως ἀπόλλυται
Φαίδρα· τὸ γὰρ τῆσδ᾽ οὐ προτιμήσω κακὸν
τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ
δίκην τοσαύτην ὥστε μοι καλῶς ἔχειν.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε παῖδα Θησέως
στείχοντα, θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα,
Ἱππόλυτον, ἔξω τῶνδε βήσομαι τόπων.
πολὺς δ᾽ ἅμ᾽ αὐτῶι προσπόλων ὀπισθόπους
κῶμος λέλακεν, Ἄρτεμιν τιμῶν θεὰν
ὕμνοισιν· οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἀνεωιγμένας πύλας
Ἅιδου, φάος δὲ λοίσθιον βλέπων τόδε.
✦✦✦✦
Η σκηνή στην Τροιζήνα, μπροστά στο παλάτι.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗΤρανή θεά και κοσμοξακουσμένησε γη και σ᾽ ουρανό, εγώ ᾽μαι η Κύπρη.Κι όσοι ζούνε χαιράμενοι τον ήλιοανάμεσα στον Πόντο και στα πέρατατ᾽ Ατλαντικού, τη δύναμή μου αν σέβονται,τους διαφεντεύω. Κι όσοι πάλι κάνουνπως δε με λογαριάζουν, τους τσακίζω.Το συνηθάει και των θεών το γένοςνα χαίρεται, άμα το τιμούν οι ανθρώποι.Κι ότι λέω την αλήθεια, τώρα αμέσωςθα τ᾽ αποδείξω. Του Θησέα τ᾽ αγόρι,
της Αμαζόνας φύτρο, αναθρεφτόςτου αγνού Πιτθέα, ο Ιππόλυτος, μονάχαετούτος μέσα σ᾽ όλην την Τροιζήνα,λέει πως είμαι η κατώτερη θεάκι αρνιέται ζευγαρώματα και γάμο.Μα του Φοίβου την αδερφή, την Άρτεμη,του Δία τη θυγατέρα, την τιμάεικαι τη λογιάζει πρώτην και καλύτερη.Και στα πράσινα δάση την Παρθένατη συντροφεύει με τα γρήγορά τουλαγωνικά, αφανίζοντας αγρίμια.Κι έχει φιλίες μαζί της περισσότερεςαπ᾽ ό,τι σε θνητούς είναι δοσμένο.Μα δε ζηλεύω! Δεν υπάρχει λόγος!Μα για τις προσβολές, που μὄχει κάνει,σήμερα κιόλας θα τον τιμωρήσω.Και κόπος δε μου χρειάζεται πολύς,από καιρόν είν᾽ η δουλειά στρωμένη.Όταν κάποτες ήρθε απ᾽ την Τροιζήναστην Αττικήν ο νιος να παραστείστης Ελευσίνας τα ιερά Μυστήριακαι να κατηχηθεί, μόλις τον είδενη Φαίδρα, του πατέρα του η γυναίκα,η αρχοντογεννημένη, άναψεν όληαπ᾽ ακράταγον έρωτα, όπως το ᾽θελα.Κι όταν φευγάτος από την Αθήνα,μαζί με τη γυναίκα του, ο Θησέαςάραξ᾽ εδώ να εξαγνιστεί απ᾽ το κρίματου φόνου των Παλλαντιδών (να κάνειενός χρόνου αυτοθέλητη εξορία),από τότες η Φαίδρα μαραζώνεικαι πληγωμένη απ᾽ τις σαγίτες του έρωταβογκάει και δε μιλάει. Κι απ᾽ τους δικούς της
κανείς δεν ξέρει τον καημό της. Κι όμωςέτσι δε θα τελειώσει τούτ᾽ η αγάπη.Θα φανερώσω εγώ το μυστικόστο Θησέα να το μάθει. Τότ᾽ εκείνοςθα σκοτώσει το γιο του, που μ᾽ οχτρεύεται,με των ευχών τη δύναμη, που του ᾽δωκεχάρισμα ο θαλασσόθεος Ποσειδώνας:αν τρία ζητήσει πράματα, θα γίνουν.Κι η Φαίδρ᾽, αν σώσει την τιμή της, όμωςθα χαθεί. Κι ο χαμός της δε με νοιάζει.Δε θα τη λυπηθώ, φτάνει να πάρωαπ᾽ τους οχτρούς μου γδικιωμόν περίσσο,
που να χαρεί η ψυχή μου… Νά τον! Βλέπωτον Ιππόλυτο να ᾽ρχεται απ᾽ το δάσος.Δούλοι πολλοί ακλουθάνε καταπόδιτραγουδώντας υμνητικά τραγούδιαγια την Άρτεμη. Δεν το ξέρει ο δόλιος,πως ανοίξαν γι᾽ αυτόν οι πύλες του ΆδηΜετάφραση Κ Βάρναλης
Στον πρόλογο του έργου συναντούμε τον Αγαμέμνονα να μας κατατοπίζει σχετικά με την προϊστορία του έργου. "Ο Πάρις έκλεψε την Ελένη και οι Αχαιοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα με το στόλο τους για να κυριεύσουν την Τροία και να τη φέρουν πίσω. Όμως άπνοια τους εμποδίζει. Προφητεία του Κάλχαντα θέλει την άπνοια να σταματά, όταν θυσιαστεί στην Άρτεμη η κόρη του Αγαμέμνονα. Με το πρόσχημα πως θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα, έστειλε να φέρουν την Ιφιγένεια με τη γυναίκα του και το γιο του στην Αυλίδα".
Έχει όμως μετανιώσει. Αγαπά υπερβολικά την κόρη του και δεν θέλει να τη θυσιάσει. Τελικά αποφασίζει να στείλει γράμμα με κάποιον (πρεσβύτης) στους δικούς του για να τους ζητήσει να μην έρθουν. Ακολουθεί η πάροδος του χορού. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Μενέλαος που έχει συλλάβει και ανακρίνει τον ταχυδρόμο του Αγαμέμνονα. Έρχεται και ο Αγαμέμνονας και ακολουθεί έντονη λογομαχία ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Αγγελιαφόρος έρχεται και πληροφορεί για την άφιξη της οικογένειας του Αγαμέμνονα.
Συγκινητική είναι η σκηνή κατά την οποία συναντιούνται με τον αρχηγό της οικογένειας, καθώς έρχονται προετοιμασμένοι για γάμο. Ο Αγαμέμνονας ζητά από την Κλυταιμνήστρα ν' αποχωρήσει για να επιβλέπει το παλάτι και της υπόσχεται να κάνει ο ίδιος όλα τα απαραίτητα για το γάμο. Ακολουθεί μια σκηνή εντελώς αντίστροφη με την αρχική. Ο Μενέλαος δεν θέλει πια να σώσει τη γυναίκα του, ενώ ο Αγαμέμνονας φοβάται μήπως ο Κάλχας ή κάποιος άλλος του αποδώσει μομφή και επαναστατήσουν οι Αχαιοί.
Μητέρα και κόρη αποχαιρετιούνται. Φεύγοντας η Κλυταιμνήστρα συναντιέται τυχαία με τον Αχιλλέα που κι αυτός είναι θύμα απάτης. Μαθαίνει και η Ιφιγένεια το σκοπό της άφιξης της. Η μητέρα κατηγορεί με δριμύτητα το σύζυγό της. Η Ιφιγένεια παρακαλεί να την αφήσουν να ζήσει. Ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να προστατεύσει την τιμή του και την Ιφιγένεια, που τώρα όμως έχει πειστεί πως πρέπει να θυσιαστεί για το κοινό καλό, και αποκρούει τις κατηγόριες του Αχιλλέα και της μητέρας της, την οποία και παρηγορεί λίγο πριν ψάλλει ένα τραγούδι στην Άρτεμη καθώς παίρνει τον βαρύ και δυσβάστακτο δρόμο της θυσίας.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Πολλὴ μὲν ἐν βροτοῖσι κοὐκ ἀνώνυμος
θεὰ κέκλημαι Κύπρις οὐρανοῦ τ᾽ ἔσω·
ὅσοι τε Πόντου τερμόνων τ᾽ Ἀτλαντικῶν
ναίουσιν εἴσω, φῶς ὁρῶντες ἡλίου,
τοὺς μὲν σέβοντας τἀμὰ πρεσβεύω κράτη,
σφάλλω δ᾽ ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα.
ἔνεστι γὰρ δὴ κἀν θεῶν γένει τόδε·
τιμώμενοι χαίρουσιν ἀνθρώπων ὕπο.
δείξω δὲ μύθων τῶνδ᾽ ἀλήθειαν τάχα.
ὁ γάρ με Θησέως παῖς, Ἀμαζόνος τόκος,
Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα,
μόνος πολιτῶν τῆσδε γῆς Τροζηνίας
λέγει κακίστην δαιμόνων πεφυκέναι·
ἀναίνεται δὲ λέκτρα κοὐ ψαύει γάμων,
Φοίβου δ᾽ ἀδελφὴν Ἄρτεμιν, Διὸς κόρην,
τιμᾶι, μεγίστην δαιμόνων ἡγούμενος,
χλωρὰν δ᾽ ἀν᾽ ὕλην παρθένωι ξυνὼν ἀεὶ
κυσὶν ταχείαις θῆρας ἐξαιρεῖ χθονός,
μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας.
τούτοισι μέν νυν οὐ φθονῶ· τί γάρ με δεῖ;
ἃ δ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἡμάρτηκε τιμωρήσομαι
Ἱππόλυτον ἐν τῆιδ᾽ ἡμέραι· τὰ πολλὰ δὲ
πάλαι προκόψασ᾽, οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ.
ἐλθόντα γάρ νιν Πιτθέως ποτ᾽ ἐκ δόμων
σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τέλη μυστηρίων
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ
ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο
ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν.
καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε γῆν Τροζηνίαν,
πέτραν παρ᾽ αὐτὴν Παλλάδος, κατόψιον
γῆς τῆσδε, ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο,
ἐρῶσ᾽ ἔρωτ᾽ ἔκδημον, Ἱππολύτωι δ᾽ ἔπι
τὸ λοιπὸν ὀνομάσουσιν ἱδρῦσθαι θεάν.
ἐπεὶ δὲ Θησεὺς Κεκροπίαν λείπει χθόνα
μίασμα φεύγων αἵματος Παλλαντιδῶν
καὶ τήνδε σὺν δάμαρτι ναυστολεῖ χθόνα
ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγήν,
ἐνταῦθα δὴ στένουσα κἀκπεπληγμένη
κέντροις ἔρωτος ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυται
σιγῆι, ξύνοιδε δ᾽ οὔτις οἰκετῶν νόσον.
ἀλλ᾽ οὔτι ταύτηι τόνδ᾽ ἔρωτα χρὴ πεσεῖν,
δείξω δὲ Θησεῖ πρᾶγμα κἀκφανήσεται.
καὶ τὸν μὲν ἡμῖν πολέμιον νεανίαν
κτενεῖ πατὴρ ἀραῖσιν ἃς ὁ πόντιος
ἄναξ Ποσειδῶν ὤπασεν Θησεῖ γέρας,
μηδὲν μάταιον ἐς τρὶς εὔξασθαι θεῶι·
ἡ δ᾽ εὐκλεὴς μὲν ἀλλ᾽ ὅμως ἀπόλλυται
Φαίδρα· τὸ γὰρ τῆσδ᾽ οὐ προτιμήσω κακὸν
τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ
δίκην τοσαύτην ὥστε μοι καλῶς ἔχειν.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε παῖδα Θησέως
στείχοντα, θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα,
Ἱππόλυτον, ἔξω τῶνδε βήσομαι τόπων.
πολὺς δ᾽ ἅμ᾽ αὐτῶι προσπόλων ὀπισθόπους
κῶμος λέλακεν, Ἄρτεμιν τιμῶν θεὰν
ὕμνοισιν· οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἀνεωιγμένας πύλας
Ἅιδου, φάος δὲ λοίσθιον βλέπων τόδε.
✦✦✦✦
Η σκηνή στην Τροιζήνα, μπροστά στο παλάτι.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗΤρανή θεά και κοσμοξακουσμένησε γη και σ᾽ ουρανό, εγώ ᾽μαι η Κύπρη.Κι όσοι ζούνε χαιράμενοι τον ήλιοανάμεσα στον Πόντο και στα πέρατατ᾽ Ατλαντικού, τη δύναμή μου αν σέβονται,τους διαφεντεύω. Κι όσοι πάλι κάνουνπως δε με λογαριάζουν, τους τσακίζω.Το συνηθάει και των θεών το γένοςνα χαίρεται, άμα το τιμούν οι ανθρώποι.Κι ότι λέω την αλήθεια, τώρα αμέσωςθα τ᾽ αποδείξω. Του Θησέα τ᾽ αγόρι,
της Αμαζόνας φύτρο, αναθρεφτόςτου αγνού Πιτθέα, ο Ιππόλυτος, μονάχαετούτος μέσα σ᾽ όλην την Τροιζήνα,λέει πως είμαι η κατώτερη θεάκι αρνιέται ζευγαρώματα και γάμο.Μα του Φοίβου την αδερφή, την Άρτεμη,του Δία τη θυγατέρα, την τιμάεικαι τη λογιάζει πρώτην και καλύτερη.Και στα πράσινα δάση την Παρθένατη συντροφεύει με τα γρήγορά τουλαγωνικά, αφανίζοντας αγρίμια.Κι έχει φιλίες μαζί της περισσότερεςαπ᾽ ό,τι σε θνητούς είναι δοσμένο.Μα δε ζηλεύω! Δεν υπάρχει λόγος!Μα για τις προσβολές, που μὄχει κάνει,σήμερα κιόλας θα τον τιμωρήσω.Και κόπος δε μου χρειάζεται πολύς,από καιρόν είν᾽ η δουλειά στρωμένη.Όταν κάποτες ήρθε απ᾽ την Τροιζήναστην Αττικήν ο νιος να παραστείστης Ελευσίνας τα ιερά Μυστήριακαι να κατηχηθεί, μόλις τον είδενη Φαίδρα, του πατέρα του η γυναίκα,η αρχοντογεννημένη, άναψεν όληαπ᾽ ακράταγον έρωτα, όπως το ᾽θελα.Κι όταν φευγάτος από την Αθήνα,μαζί με τη γυναίκα του, ο Θησέαςάραξ᾽ εδώ να εξαγνιστεί απ᾽ το κρίματου φόνου των Παλλαντιδών (να κάνειενός χρόνου αυτοθέλητη εξορία),από τότες η Φαίδρα μαραζώνεικαι πληγωμένη απ᾽ τις σαγίτες του έρωταβογκάει και δε μιλάει. Κι απ᾽ τους δικούς της
κανείς δεν ξέρει τον καημό της. Κι όμωςέτσι δε θα τελειώσει τούτ᾽ η αγάπη.Θα φανερώσω εγώ το μυστικόστο Θησέα να το μάθει. Τότ᾽ εκείνοςθα σκοτώσει το γιο του, που μ᾽ οχτρεύεται,με των ευχών τη δύναμη, που του ᾽δωκεχάρισμα ο θαλασσόθεος Ποσειδώνας:αν τρία ζητήσει πράματα, θα γίνουν.Κι η Φαίδρ᾽, αν σώσει την τιμή της, όμωςθα χαθεί. Κι ο χαμός της δε με νοιάζει.Δε θα τη λυπηθώ, φτάνει να πάρωαπ᾽ τους οχτρούς μου γδικιωμόν περίσσο,
που να χαρεί η ψυχή μου… Νά τον! Βλέπωτον Ιππόλυτο να ᾽ρχεται απ᾽ το δάσος.Δούλοι πολλοί ακλουθάνε καταπόδιτραγουδώντας υμνητικά τραγούδιαγια την Άρτεμη. Δεν το ξέρει ο δόλιος,πως ανοίξαν γι᾽ αυτόν οι πύλες του ΆδηΜετάφραση Κ Βάρναλης
Θυσία Ιφιγένειας.
Ερυθρόμορφος κιονωτός κρατήρας καλλιτέχνη κοντά στο Ζωγράφο της Ιλίου Πέρσεως, περίπου 370-350 π.Χ. Ο Αγαμέμνονας (ή ο Κάλχας) ετοιμάζεται να θυσιάσει την Ιφιγένεια. Έχει εμφανιστεί ήδη το ελάφι που θα πάρει τη θέση της. Σε υψηλότερο επίπεδο παρακολουθούν τη σκηνή ο Απόλλων (αριστερά) και η Άρτεμη (δεξιά). Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
Στον πρόλογο του έργου συναντούμε τον Αγαμέμνονα να μας κατατοπίζει σχετικά με την προϊστορία του έργου. "Ο Πάρις έκλεψε την Ελένη και οι Αχαιοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα με το στόλο τους για να κυριεύσουν την Τροία και να τη φέρουν πίσω. Όμως άπνοια τους εμποδίζει. Προφητεία του Κάλχαντα θέλει την άπνοια να σταματά, όταν θυσιαστεί στην Άρτεμη η κόρη του Αγαμέμνονα. Με το πρόσχημα πως θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα, έστειλε να φέρουν την Ιφιγένεια με τη γυναίκα του και το γιο του στην Αυλίδα".
Έχει όμως μετανιώσει. Αγαπά υπερβολικά την κόρη του και δεν θέλει να τη θυσιάσει. Τελικά αποφασίζει να στείλει γράμμα με κάποιον (πρεσβύτης) στους δικούς του για να τους ζητήσει να μην έρθουν. Ακολουθεί η πάροδος του χορού. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Μενέλαος που έχει συλλάβει και ανακρίνει τον ταχυδρόμο του Αγαμέμνονα. Έρχεται και ο Αγαμέμνονας και ακολουθεί έντονη λογομαχία ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Αγγελιαφόρος έρχεται και πληροφορεί για την άφιξη της οικογένειας του Αγαμέμνονα.
Συγκινητική είναι η σκηνή κατά την οποία συναντιούνται με τον αρχηγό της οικογένειας, καθώς έρχονται προετοιμασμένοι για γάμο. Ο Αγαμέμνονας ζητά από την Κλυταιμνήστρα ν' αποχωρήσει για να επιβλέπει το παλάτι και της υπόσχεται να κάνει ο ίδιος όλα τα απαραίτητα για το γάμο. Ακολουθεί μια σκηνή εντελώς αντίστροφη με την αρχική. Ο Μενέλαος δεν θέλει πια να σώσει τη γυναίκα του, ενώ ο Αγαμέμνονας φοβάται μήπως ο Κάλχας ή κάποιος άλλος του αποδώσει μομφή και επαναστατήσουν οι Αχαιοί.
Μητέρα και κόρη αποχαιρετιούνται. Φεύγοντας η Κλυταιμνήστρα συναντιέται τυχαία με τον Αχιλλέα που κι αυτός είναι θύμα απάτης. Μαθαίνει και η Ιφιγένεια το σκοπό της άφιξης της. Η μητέρα κατηγορεί με δριμύτητα το σύζυγό της. Η Ιφιγένεια παρακαλεί να την αφήσουν να ζήσει. Ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να προστατεύσει την τιμή του και την Ιφιγένεια, που τώρα όμως έχει πειστεί πως πρέπει να θυσιαστεί για το κοινό καλό, και αποκρούει τις κατηγόριες του Αχιλλέα και της μητέρας της, την οποία και παρηγορεί λίγο πριν ψάλλει ένα τραγούδι στην Άρτεμη καθώς παίρνει τον βαρύ και δυσβάστακτο δρόμο της θυσίας.
Απόσπασμα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (49-114)
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι,
Φοίβη Κλυταιμήστρα τ᾽, ἐμὴ ξυνάορος,
Ἑλένη τε· ταύτης οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι
μνηστῆρες ἦλθον Ἑλλάδος νεανίαι.
δειναὶ δ᾽ ἀπειλαὶ καὶ κατ᾽ ἀλλήλων φόνος
ξυνίσταθ᾽, ὅστις μὴ λάβοι τὴν παρθένον.
τὸ πρᾶγμα δ᾽ ἀπόρως εἶχε Τυνδάρεῳ πατρί,
δοῦναί τε μὴ δοῦναί τε, τῆς τύχης ὅπως
ἅψαιτ᾽ ἄριστα. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε·
ὅρκους συνάψαι δεξιάς τε συμβαλεῖν
μνηστῆρας ἀλλήλοισι καὶ δι᾽ ἐμπύρων
σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε·
ὅτου γυνὴ γένοιτο Τυνδαρὶς κόρη,
τούτῳ ξυναμυνεῖν, εἴ τις ἐκ δόμων λαβὼν
οἴχοιτο τόν τ᾽ ἔχοντ᾽ ἀπωθοίη λέχους,
κἀπιστρατεύσειν καὶ κατασκάψειν πόλιν
Ἕλλην᾽ ὁμοίως βάρβαρόν θ᾽ ὅπλων μέτα.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπιστώθησαν —εὖ δέ πως γέρων
ὑπῆλθεν αὐτοὺς Τυνδάρεως πυκνῇ φρενί—
δίδωσ᾽ ἑλέσθαι θυγατρὶ μνηστήρων ἕνα,
ὅτου πνοαὶ φέροιεν Ἀφροδίτης φίλαι.
ἣ δ᾽ εἵλεθ᾽, ὅς σφε μήποτ᾽ ὤφελεν λαβεῖν,
Μενέλαον. ἐλθὼν δ᾽ ἐκ Φρυγῶν ὁ τὰς θεὰς
κρίνων ὅδ᾽, ὡς ὁ μῦθος Ἀργείων ἔχει,
Λακεδαίμον᾽, ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῇ
χρυσῷ τε λαμπρός, βαρβάρῳ χλιδήματι,
ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ᾽ ἐξαναρπάσας
Ἑλένην πρὸς Ἴδης βούσταθμ᾽, ἔκδημον λαβὼν
Μενέλαον· ὃ δὲ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ οἰστρήσας δρόμῳ
ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται,
ὡς χρὴ βοηθεῖν τοῖσιν ἠδικημένοις.
τοὐντεῦθεν οὖν Ἕλληνες ᾄξαντες δορί,
τεύχη λαβόντες στενόπορ᾽ Αὐλίδος βάθρα
ἥκουσι τῆσδε, ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ὁμοῦ
ἵπποις τε πολλοῖς ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι.
κἀμὲ στρατηγεῖν †κἆτα Μενέλεω χάριν†
εἵλοντο, σύγγονόν γε. τἀξίωμα δὲ
ἄλλος τις ὤφελ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν τόδε.
ἠθροισμένου δὲ καὶ ξυνεστῶτος στρατοῦ
ἥμεσθ᾽ ἀπλοίᾳ χρώμενοι κατ᾽ Αὐλίδα.
Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις ἀπορίᾳ κεχρημένοις
ἀνεῖλεν Ἰφιγένειαν ἣν ἔσπειρ᾽ ἐγὼ
Ἀρτέμιδι θῦσαι τῇ τόδ᾽ οἰκούσῃ πέδον,
καὶ πλοῦν τ᾽ ἔσεσθαι καὶ κατασκαφὰς Φρυγῶν
[θύσασι, μὴ θύσασι δ᾽ οὐκ εἶναι τάδε].
κλύων δ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽, ὀρθίῳ κηρύγματι
Ταλθύβιον εἶπον πάντ᾽ ἀφιέναι στρατόν,
ὡς οὔποτ᾽ ἂν τλὰς θυγατέρα κτανεῖν ἐμήν.
οὗ δή μ᾽ ἀδελφὸς πάντα προσφέρων λόγον
ἔπεισε τλῆναι δεινά. κἀν δέλτου πτυχαῖς
γράψας ἔπεμψα πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμὴν
100στέλλειν Ἀχιλλεῖ θυγατέρ᾽ ὡς γαμουμένην,
τό τ᾽ ἀξίωμα τἀνδρὸς ἐκγαυρούμενος,
συμπλεῖν τ᾽ Ἀχαιοῖς οὕνεκ᾽ οὐ θέλοι λέγων,
εἰ μὴ παρ᾽ ἡμῶν εἶσιν εἰς Φθίαν λέχος·
πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ᾽ ἐμήν,
[ψευδῆ συνάψας ἀντὶ παρθένου γάμον.
μόνοι δ᾽ Ἀχαιῶν ἴσμεν ὡς ἔχει τάδε
Κάλχας Ὀδυσσεὺς Μενέλεώς θ᾽. ἃ δ᾽ οὐ καλῶς
ἔγνων τότ᾽, αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν
εἰς τήνδε δέλτον, ἣν κατ᾽ εὐφρόνης σκιὰν
λύοντα καὶ συνδοῦντά μ᾽ εἰσεῖδες, γέρον.
ἀλλ᾽ εἶα χώρει τάσδ᾽ ἐπιστολὰς λαβὼν
πρὸς Ἄργος. ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς,
λόγῳ φράσω σοι πάντα τἀγγεγραμμένα·
πιστὸς γὰρ ἀλόχῳ τοῖς τ᾽ ἐμοῖς δόμοισιν εἶ.]
✦✦✦✦
ΣΚΗΝΗ: Το στρατόπεδο των Αχαιών στην Αυλίδα· στη μέση, η σκηνή του Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνονας στέκεται μπροστά στη σκηνή του.
Φοίβη Κλυταιμήστρα τ᾽, ἐμὴ ξυνάορος,
Ἑλένη τε· ταύτης οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι
μνηστῆρες ἦλθον Ἑλλάδος νεανίαι.
δειναὶ δ᾽ ἀπειλαὶ καὶ κατ᾽ ἀλλήλων φόνος
ξυνίσταθ᾽, ὅστις μὴ λάβοι τὴν παρθένον.
τὸ πρᾶγμα δ᾽ ἀπόρως εἶχε Τυνδάρεῳ πατρί,
δοῦναί τε μὴ δοῦναί τε, τῆς τύχης ὅπως
ἅψαιτ᾽ ἄριστα. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε·
ὅρκους συνάψαι δεξιάς τε συμβαλεῖν
μνηστῆρας ἀλλήλοισι καὶ δι᾽ ἐμπύρων
σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε·
ὅτου γυνὴ γένοιτο Τυνδαρὶς κόρη,
τούτῳ ξυναμυνεῖν, εἴ τις ἐκ δόμων λαβὼν
οἴχοιτο τόν τ᾽ ἔχοντ᾽ ἀπωθοίη λέχους,
κἀπιστρατεύσειν καὶ κατασκάψειν πόλιν
Ἕλλην᾽ ὁμοίως βάρβαρόν θ᾽ ὅπλων μέτα.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπιστώθησαν —εὖ δέ πως γέρων
ὑπῆλθεν αὐτοὺς Τυνδάρεως πυκνῇ φρενί—
δίδωσ᾽ ἑλέσθαι θυγατρὶ μνηστήρων ἕνα,
ὅτου πνοαὶ φέροιεν Ἀφροδίτης φίλαι.
ἣ δ᾽ εἵλεθ᾽, ὅς σφε μήποτ᾽ ὤφελεν λαβεῖν,
Μενέλαον. ἐλθὼν δ᾽ ἐκ Φρυγῶν ὁ τὰς θεὰς
κρίνων ὅδ᾽, ὡς ὁ μῦθος Ἀργείων ἔχει,
Λακεδαίμον᾽, ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῇ
χρυσῷ τε λαμπρός, βαρβάρῳ χλιδήματι,
ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ᾽ ἐξαναρπάσας
Ἑλένην πρὸς Ἴδης βούσταθμ᾽, ἔκδημον λαβὼν
Μενέλαον· ὃ δὲ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ οἰστρήσας δρόμῳ
ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται,
ὡς χρὴ βοηθεῖν τοῖσιν ἠδικημένοις.
τοὐντεῦθεν οὖν Ἕλληνες ᾄξαντες δορί,
τεύχη λαβόντες στενόπορ᾽ Αὐλίδος βάθρα
ἥκουσι τῆσδε, ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ὁμοῦ
ἵπποις τε πολλοῖς ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι.
κἀμὲ στρατηγεῖν †κἆτα Μενέλεω χάριν†
εἵλοντο, σύγγονόν γε. τἀξίωμα δὲ
ἄλλος τις ὤφελ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν τόδε.
ἠθροισμένου δὲ καὶ ξυνεστῶτος στρατοῦ
ἥμεσθ᾽ ἀπλοίᾳ χρώμενοι κατ᾽ Αὐλίδα.
Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις ἀπορίᾳ κεχρημένοις
ἀνεῖλεν Ἰφιγένειαν ἣν ἔσπειρ᾽ ἐγὼ
Ἀρτέμιδι θῦσαι τῇ τόδ᾽ οἰκούσῃ πέδον,
καὶ πλοῦν τ᾽ ἔσεσθαι καὶ κατασκαφὰς Φρυγῶν
[θύσασι, μὴ θύσασι δ᾽ οὐκ εἶναι τάδε].
κλύων δ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽, ὀρθίῳ κηρύγματι
Ταλθύβιον εἶπον πάντ᾽ ἀφιέναι στρατόν,
ὡς οὔποτ᾽ ἂν τλὰς θυγατέρα κτανεῖν ἐμήν.
οὗ δή μ᾽ ἀδελφὸς πάντα προσφέρων λόγον
ἔπεισε τλῆναι δεινά. κἀν δέλτου πτυχαῖς
γράψας ἔπεμψα πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμὴν
100στέλλειν Ἀχιλλεῖ θυγατέρ᾽ ὡς γαμουμένην,
τό τ᾽ ἀξίωμα τἀνδρὸς ἐκγαυρούμενος,
συμπλεῖν τ᾽ Ἀχαιοῖς οὕνεκ᾽ οὐ θέλοι λέγων,
εἰ μὴ παρ᾽ ἡμῶν εἶσιν εἰς Φθίαν λέχος·
πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ᾽ ἐμήν,
[ψευδῆ συνάψας ἀντὶ παρθένου γάμον.
μόνοι δ᾽ Ἀχαιῶν ἴσμεν ὡς ἔχει τάδε
Κάλχας Ὀδυσσεὺς Μενέλεώς θ᾽. ἃ δ᾽ οὐ καλῶς
ἔγνων τότ᾽, αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν
εἰς τήνδε δέλτον, ἣν κατ᾽ εὐφρόνης σκιὰν
λύοντα καὶ συνδοῦντά μ᾽ εἰσεῖδες, γέρον.
ἀλλ᾽ εἶα χώρει τάσδ᾽ ἐπιστολὰς λαβὼν
πρὸς Ἄργος. ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς,
λόγῳ φράσω σοι πάντα τἀγγεγραμμένα·
πιστὸς γὰρ ἀλόχῳ τοῖς τ᾽ ἐμοῖς δόμοισιν εἶ.]
✦✦✦✦
ΣΚΗΝΗ: Το στρατόπεδο των Αχαιών στην Αυλίδα· στη μέση, η σκηνή του Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνονας στέκεται μπροστά στη σκηνή του.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Τρεις θυγατέρες έκαμε του Θέστιου
η κόρη η Λήδα: Φοίβη, Κλυταιμήστρα
κι Ελένη· η Κλυταιμήστρα ταίρι μου είναι·
για την Ελένη πήγανε μνηστήρες
τα πρώτα της Ελλάδας αρχοντόπουλα.
Και τρομερές ξεστόμιζαν φοβέρες
και φόνο ανάμεσά τους μελετούσαν·
ο καθείς, αν δε θα ᾽παιρνε τη νύφη.
Δύσκολη η θέση του Τυνδάρεου ήταν
του πατέρα της· πώς το πράμα τούτο,
δίνοντας ή μη δίνοντας την κόρη,
θα βόλευε καλύτερα. Και τέλος
βρήκε: οι μνηστήρες να ορκιστούν, να δώσουν
τα χέρια, στους βωμούς σπονδές να ρίξουν,
να βεβαιώσουν ότι, όποιου γυναίκα
κι αν γίνει η θυγατέρα του Τυνδάρεου,
θα βοηθήσουν τον άντρ᾽ αυτόν, αν κάποιος
του την αρπάξει από το σπίτι κι έτσι
απ᾽ τη νόμιμη κλίνη τον στερήσει,
τον άρπαγα ότι με όπλα θα χτυπήσουν
κι ότι θα του γκρεμίσουνε τη χώρα,
ελληνική, βαρβαρική, ό,τι να ᾽ναι.
Μετά απ᾽ τη δέσμευση —έτσι ωραία ο γέρος
με το γερό μυαλό τούς τύλιξε όλους—
την κόρη αφήνει, όποιου η γλυκιά τη σύρει
ερωτική πνοή, σ᾽ αυτόν να πάει.
Κι εκείνη το Μενέλαο, που μακάρι
ποτέ να μην την έπαιρνε, διαλέγει.
Κι όταν στη Λακεδαίμονα απ᾽ την Τροία
έφτασε κείνος που, όπως λεν οι Αργείοι,
μπήκε στις θεές κριτής, λαμποκοπώντας
από χρυσαφικά, βαρβάρων λούσα,
άρπαξε την Ελένη —την ποθούσε
και τον ποθούσε— κι έφυγε στις στάνες
της Ίδης. Ο Μενέλαος ήταν τότε
στα ξένα. Σαν τρελός με βία γυρίζει
την Ελλάδα, τους όρκους του Τυνδάρεου
θυμίζει τους παλιούς, και λέει πως πρέπει
να τον βοηθήσουν σαν αδικημένον.
Πόλεμο τότε οι Έλληνες σηκώνουν,
αδράχνουν τα όπλα κι έρχονται δω πέρα,
στο στενό της Αυλίδας, με καράβια,
με πλήθος άρματα, άλογα κι ασπίδες.
Και διάλεξαν εμένα στρατηγό τους,
γιατί αδερφός εγώ ᾽μαι του Μενέλαου.
Κάλλιο τ᾽ αξίωμα τούτο κάποιος άλλος
να το ᾽παιρνε, όχι εγώ. Συγκεντρωμένος,
συγκροτημένος ο στρατός ενώ ήταν,
δεν έκανε καιρό για τα καράβια
και στην Αυλίδα μέναμε. Κι ο Κάλχας,
ο μάντης, ενώ εμείς δε βρίσκαμε άκρη,
μας έδωσε χρησμό: την Ιφιγένεια,
την κόρη μου, θυσία να την προσφέρω
στην Άρτεμη που εδώ ᾽χει το ναό της·
και τότε, καθώς είπε, και ταξίδι
μα και της Τροίας το γκρέμισμα θα γίνει,
[αν τη θυσιάσουμε· όχι, αν αρνηθούμε.]
Σαν τ᾽ άκουσα εγώ, πρόσταξα, ο Ταλθύβιος
να διαλαλήσει δυνατά πως όλος
ο στρατός απολύεται· δε δεχόμουν,
είπα, ποτέ την κόρη μου να σφάξω.
Μα ο αδερφός μου, φέρνοντας κάθε είδος
επιχείρημα, μ᾽ έκαμε τη φρίκη
ν᾽ αποκοτήσω αυτή. Κι έγραψα γράμμα
στη γυναίκα μου, εδώ τη θυγατέρα
να στείλει· θα την έδινα είπα τάχα
στον Αχιλλέα· κι αράδιαζα κι επαίνους
γι᾽ αυτόν, και πρόσθετα ότι δε δεχόταν
με τους Αχαιούς να κάμει το ταξίδι,
αν κόρη απ᾽ το δικό μας σόι στη Φθία
δεν πήγαινε για νύφη· μόνον έτσι
μπορούσα τη γυναίκα μου να πείσω
[στα ψέματα παντρεύοντας την κόρη.
Απ᾽ τους Αχαιούς το μυστικό το ξέρουν
ο Κάλχας, ο Μενέλαος κι ο Οδυσσέας.
Τώρα το λάθος που έκαμα διορθώνω
και γράφω το σωστό σ᾽ αυτό το γράμμα
που με είδες, γέρο, να το λύνω, μέσα
στα σκοτεινά, και πάλι να το δένω.
Μα παρ᾽ το, νά, και σύρε αμέσως στο Άργος.
Κι όσα έγραψα, θα πω και με το στόμα
σ᾽ εσέ, γιατί και στη γυναίκα μου είσαι
πιστός, αλλά και στο δικό μου σπίτι.]
η κόρη η Λήδα: Φοίβη, Κλυταιμήστρα
κι Ελένη· η Κλυταιμήστρα ταίρι μου είναι·
για την Ελένη πήγανε μνηστήρες
τα πρώτα της Ελλάδας αρχοντόπουλα.
Και τρομερές ξεστόμιζαν φοβέρες
και φόνο ανάμεσά τους μελετούσαν·
ο καθείς, αν δε θα ᾽παιρνε τη νύφη.
Δύσκολη η θέση του Τυνδάρεου ήταν
του πατέρα της· πώς το πράμα τούτο,
δίνοντας ή μη δίνοντας την κόρη,
θα βόλευε καλύτερα. Και τέλος
βρήκε: οι μνηστήρες να ορκιστούν, να δώσουν
τα χέρια, στους βωμούς σπονδές να ρίξουν,
να βεβαιώσουν ότι, όποιου γυναίκα
κι αν γίνει η θυγατέρα του Τυνδάρεου,
θα βοηθήσουν τον άντρ᾽ αυτόν, αν κάποιος
του την αρπάξει από το σπίτι κι έτσι
απ᾽ τη νόμιμη κλίνη τον στερήσει,
τον άρπαγα ότι με όπλα θα χτυπήσουν
κι ότι θα του γκρεμίσουνε τη χώρα,
ελληνική, βαρβαρική, ό,τι να ᾽ναι.
Μετά απ᾽ τη δέσμευση —έτσι ωραία ο γέρος
με το γερό μυαλό τούς τύλιξε όλους—
την κόρη αφήνει, όποιου η γλυκιά τη σύρει
ερωτική πνοή, σ᾽ αυτόν να πάει.
Κι εκείνη το Μενέλαο, που μακάρι
ποτέ να μην την έπαιρνε, διαλέγει.
Κι όταν στη Λακεδαίμονα απ᾽ την Τροία
έφτασε κείνος που, όπως λεν οι Αργείοι,
μπήκε στις θεές κριτής, λαμποκοπώντας
από χρυσαφικά, βαρβάρων λούσα,
άρπαξε την Ελένη —την ποθούσε
και τον ποθούσε— κι έφυγε στις στάνες
της Ίδης. Ο Μενέλαος ήταν τότε
στα ξένα. Σαν τρελός με βία γυρίζει
την Ελλάδα, τους όρκους του Τυνδάρεου
θυμίζει τους παλιούς, και λέει πως πρέπει
να τον βοηθήσουν σαν αδικημένον.
Πόλεμο τότε οι Έλληνες σηκώνουν,
αδράχνουν τα όπλα κι έρχονται δω πέρα,
στο στενό της Αυλίδας, με καράβια,
με πλήθος άρματα, άλογα κι ασπίδες.
Και διάλεξαν εμένα στρατηγό τους,
γιατί αδερφός εγώ ᾽μαι του Μενέλαου.
Κάλλιο τ᾽ αξίωμα τούτο κάποιος άλλος
να το ᾽παιρνε, όχι εγώ. Συγκεντρωμένος,
συγκροτημένος ο στρατός ενώ ήταν,
δεν έκανε καιρό για τα καράβια
και στην Αυλίδα μέναμε. Κι ο Κάλχας,
ο μάντης, ενώ εμείς δε βρίσκαμε άκρη,
μας έδωσε χρησμό: την Ιφιγένεια,
την κόρη μου, θυσία να την προσφέρω
στην Άρτεμη που εδώ ᾽χει το ναό της·
και τότε, καθώς είπε, και ταξίδι
μα και της Τροίας το γκρέμισμα θα γίνει,
[αν τη θυσιάσουμε· όχι, αν αρνηθούμε.]
Σαν τ᾽ άκουσα εγώ, πρόσταξα, ο Ταλθύβιος
να διαλαλήσει δυνατά πως όλος
ο στρατός απολύεται· δε δεχόμουν,
είπα, ποτέ την κόρη μου να σφάξω.
Μα ο αδερφός μου, φέρνοντας κάθε είδος
επιχείρημα, μ᾽ έκαμε τη φρίκη
ν᾽ αποκοτήσω αυτή. Κι έγραψα γράμμα
στη γυναίκα μου, εδώ τη θυγατέρα
να στείλει· θα την έδινα είπα τάχα
στον Αχιλλέα· κι αράδιαζα κι επαίνους
γι᾽ αυτόν, και πρόσθετα ότι δε δεχόταν
με τους Αχαιούς να κάμει το ταξίδι,
αν κόρη απ᾽ το δικό μας σόι στη Φθία
δεν πήγαινε για νύφη· μόνον έτσι
μπορούσα τη γυναίκα μου να πείσω
[στα ψέματα παντρεύοντας την κόρη.
Απ᾽ τους Αχαιούς το μυστικό το ξέρουν
ο Κάλχας, ο Μενέλαος κι ο Οδυσσέας.
Τώρα το λάθος που έκαμα διορθώνω
και γράφω το σωστό σ᾽ αυτό το γράμμα
που με είδες, γέρο, να το λύνω, μέσα
στα σκοτεινά, και πάλι να το δένω.
Μα παρ᾽ το, νά, και σύρε αμέσως στο Άργος.
Κι όσα έγραψα, θα πω και με το στόμα
σ᾽ εσέ, γιατί και στη γυναίκα μου είσαι
πιστός, αλλά και στο δικό μου σπίτι.]
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.
Η Αθηνά αποτρέπει τον Θόαντα να καταδιώξει την Ιφιγένεια και τον Ορέστη.Cracht, Pieter de, περίπου 1648-1662 Rijksmuseum, Amsterdam
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ
Το δράμα προλογίζει η Ιφιγένεια. Μαθαίνουμε πως δεν θυσιάστηκε στην Αυλίδα αλλά η θεά έβαλε ένα ομοίωμα στη θέση της και την ίδια τη μετέφερε στη μακρινή χώρα των Ταύρων, ιέρεια στο ναό της. Όλοι τη θεωρούν χαμένη.
Ένα κακό όνειρο τη νύχτα την κάνει να πιστέψει ότι ο Ορέστης δεν υπάρχει πια. Στη σκηνή μπαίνει ο Ορέστης με τον Πυλάδη για να κλέψουν το ξόανο της θεάς που βρίσκεται στο ναό. Η μεταφορά του στην Ελλάδα θα απαλλάξει τον Ορέστη απ' τις Ερινύες. Με αγγελική ρήση πληροφορούμαστε για μια έξαρση της κρίσης του Ορέστη, που (μετά την κατασκοπευτική είσοδο είχε απομακρυνθεί περιμένοντας την ευκαιρία) οδήγησε στη σύλληψη των νέων.
Ντόπιος νόμος επιβάλλει να θυσιάζονται οι ξένοι. Το έργο αυτό επιτελεί η Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια θέλει να σώσει έναν από τους δυο για να μεταφέρει γράμμα της στην πατρίδα. Έτσι συντελείται και η αναγνώριση, αφού η Ιφιγένεια διατυπώνει για σιγουριά και προφορικά το μήνυμα. Τη χαρά ακολουθεί ένα προσεκτικό σχέδιο.
Η Ιφιγένεια είναι έτοιμη να θυσιαστεί η ίδια. Ο Ορέστης σκέφτεται την κοινή σωτηρία. Η Ιφιγένεια εξαπατά τον θόαντα(βασιλιάς) λέγοντάς του ότι επιβάλλεται εξαγνισμός του ξόανου και των αιχμαλώτων στην ακρογιαλιά.
Δεύτερη αγγελική ρήση μας πληροφορεί για μάχη που γίνεται μεταξύ των τριών και των Ταύρων. Τελικά η εμφάνιση της Αθηνάς δίνει τη λύση. Οι νέοι θα φύγουν και θα καθιερωθεί η λατρεία της Άρτεμης στη Βραυρώνα της Αττικής............
Απόσπασμα - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν
θοαῖσιν ἵπποις Οἰνομάου γαμεῖ κόρην,
ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν· Ἀτρέως δὲ παῖς
Μενέλαος Ἀγαμέμνων τε· τοῦ δ᾽ ἔφυν ἐγώ,
τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς,
ἣν ἀμφὶ δίναις ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς
αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει,
ἔσφαξεν Ἑλένης οὕνεχ᾽, ὡς δοκεῖ, πατὴρ
Ἀρτέμιδι κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος.
ἐνταῦθα γὰρ δὴ χιλίων ναῶν στόλον
Ἑλληνικὸν συνήγαγ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ,
τὸν καλλίνικον στέφανον Ἰλίου θέλων
λαβεῖν Ἀχαιούς, τούς θ᾽ ὑβρισθέντας γάμους
Ἑλένης μετελθεῖν, Μενέλεῳ χάριν φέρων.
δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων,
ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε, καὶ λέγει Κάλχας τάδε·
Ὦ τῆσδ᾽ ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας,
Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμήσῃ χθονός,
πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις
λάβῃ σφαγεῖσαν· ὅ τι γὰρ ἐνιαυτὸς τέκοι
κάλλιστον, ηὔξω φωσφόρῳ θύσειν θεᾷ.
παῖδ᾽ οὖν ἐν οἴκοις σὴ Κλυταιμνήστρα δάμαρ
τίκτει —τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων—
ἣν χρή σε θῦσαι. καί μ᾽ Ὀδυσσέως τέχναις
μητρὸς παρείλοντ᾽ ἐπὶ γάμοις Ἀχιλλέως.
ἐλθοῦσα δ᾽ Αὐλίδ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ὑπὲρ πυρᾶς
μεταρσία ληφθεῖσ᾽ ἐκαινόμην ξίφει·
ἀλλ᾽ ἐξέκλεψεν ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου
Ἄρτεμις Ἀχαιοῖς, διὰ δὲ λαμπρὸν αἰθέρα
πέμψασά μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα,
οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος
Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς
εἰς τοὔνομ᾽ ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν.
ναοῖσι δ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἱερέαν τίθησί με·
ὅθεν νόμοισι τοῖσιν ἥδεται θεὰ
Ἄρτεμις, ἑορτῆς, τοὔνομ᾽ ἧς καλὸν μόνον—
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ, τὴν θεὸν φοβουμένη—
[θύω γὰρ ὄντος τοῦ νόμου καὶ πρὶν πόλει,
ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Ἕλλην ἀνήρ.]
κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει
ἄρρητ᾽ ἔσωθεν τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
ἃ καινὰ δ᾽ ἥκει νὺξ φέρουσα φάσματα,
λέξω πρὸς αἰθέρ᾽, εἴ τι δὴ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἄκος.
ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς
οἰκεῖν ἐν Ἄργει, παρθενῶσι δ᾽ ἐν μέσαις
εὕδειν, χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ,
φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν
δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος
βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
μόνος λελεῖφθαι στῦλος εἷς ἔδοξέ μοι,
δόμων πατρῴων, ἐκ δ᾽ ἐπικράνων κόμας
ξανθὰς καθεῖναι, φθέγμα δ᾽ ἀνθρώπου λαβεῖν,
κἀγὼ τέχνην τήνδ᾽ ἣν ἔχω ξενοκτόνον
τιμῶσ᾽ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡς θανούμενον,
κλαίουσα. τοὔναρ δ᾽ ὧδε συμβάλλω τόδε·
τέθνηκ᾽ Ὀρέστης, οὗ κατηρξάμην ἐγώ.
στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες·
θνῄσκουσι δ᾽ οὓς ἂν χέρνιβες βάλωσ᾽ ἐμαί.
[οὐδ᾽ αὖ συνάψαι τοὔναρ ἐς φίλους ἔχω·
Στροφίῳ γὰρ οὐκ ἦν παῖς, ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.]
νῦν οὖν ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς
παροῦσ᾽ ἀπόντι —ταῦτα γὰρ δυναίμεθ᾽ ἄν—
σὺν προσπόλοισιν, ἃς ἔδωχ᾽ ἡμῖν ἄναξ
Ἑλληνίδας γυναῖκας. ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας
οὔπω τίνος πάρεισιν; εἶμ᾽ ἔσω δόμων
ἐν οἷσι ναίω τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
✦✦✦✦
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, όταν
πήγε στην Πίσα άρμα γοργό οδηγώντας,
με του Οινόμαου παντρεύτηκε την κόρη·
γιος αυτωνών ο Ατρέας, και γιοι του Ατρέα,
Μενέλαος κι Αγαμέμνονας· πατέρας
δικός μου αυτός, και του Τυνδάρεου κόρη
η μάνα μου· ναι, εγώ είμαι η Ιφιγένεια,
που πιστεύουν πως μ᾽ έσφαξε ο γονιός μου
στην Άρτεμη για χάρη της Ελένης
στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας,
όπου ολοένα ο Εύριπος σβουρίζει,
από συχνούς στριφογυρίζει ανέμους
και τη γαλάζια θάλασσα ταράζει.
Χίλια καράβια ελληνικά εκεί πέρα
ο Αγαμέμνονας είχε μαζεμένα
νίκης λαμπρής ποθώντας το στεφάνι
για τους Αχαιούς να πάρει από την Τροία,
μα και για το Μενέλαο, που τον είχαν
προσβάλει αρπάζοντάς του την Ελένη.
Απ᾽ αγριοκαίρια στη στεριά δεμένος
μαντεία φωτιάς ζητούσε, κι είπε ο Κάλχας:
«Του ελληνικού στρατού αρχηγέ Αγαμέμνονα,
από τ᾽ αραξοβόλια πλοίο δε βγαίνει,
αν η Άρτεμη την κόρη σου Ιφιγένεια
για σφαχτό δεν τη λάβει στο βωμό της·
θύμα στη φωτοκράτα θεά είχες τάξει
της χρονιάς τ᾽ ομορφότερο βλαστάρι.»
Και πρώτη εμένα κρίνοντας στα κάλλη
προσθέτει: «Η Κλυταιμήστρα σου έχει κάμει
σπίτι σου κόρη· ανάγκη να τη σφάξεις.»
Και δολερά απ᾽ τη μάνα μου με πήραν
με του Οδυσσέα τις πονηριές, πως τάχα
γυναίκα θα γινόμουν του Αχιλλέα.
Σαν πήγα στην Αυλίδα, ανάερα πάνω
απ᾽ το βωμό με πιάσανε τη δόλια
και με σπαθί με σφάζαν· η Άρτεμη όμως
κρυφά με πήρε, αντίς για με ένα λάφι
έδωσε στους Αχαιούς, κι από τη λάμψη
περνώντας με του αιθέρα, εδώ στη χώρα
να κατοικήσω μ᾽ έφερε των Ταύρων,
που την ορίζει, βάρβαρος βαρβάρων
ρήγας, ο Θόας· τον ονομάσανε έτσι
γιατί φτερά στα πόδια του λες κι έχει.
Μ᾽ έβαλε εδώ για ιέρεια του ναού της·
με τα έθιμα —χαρές της θεάς— βαδίζω
μιας γιορτής, που είναι μόνο τ᾽ όνομά της
ωραίο, όσο για τ᾽ άλλα πια ... σωπαίνω·
τη θεά φοβούμαι. Εδώ αν κανείς ξεπέσει
Έλληνας, για θυσία τον ετοιμάζω
—αυτή ηταν η συνήθεια και πριν νά ᾽ρθω—,
μα της σφαγής της άρρητης την έγνοια
μες στο ιερό της θεάς την έχουν άλλοι.
Τ᾽ όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ᾽ αυτή τη χώρα,
στ᾽ Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φυτρώσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρωπινή λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ —θυσία των ξένων—
του ᾽ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους,
για να σφαχτεί. Και νά πώς το ξηγάω
τ᾽ όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ᾽ είναι
τ᾽ αρσενικά παιδιά των σπιτιών στύλοι,
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ᾽ άλλους δικούς τ᾽ όνειρο δεν ταιριάζει·
σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
χοές να ρίξω θέλω από δω χάμω
—το μόνο που μπορώ— με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου. Αλλά ποιός να ᾽ναι ο λόγος
κι ακόμα δε φανήκανε; Πηγαίνω
μες στο ναό, που αυτός και σπίτι μου είναι.
Μπαίνει στο ναό. Παρουσιάζονται ο Ορέστης και ο Πυλάδης,
βαδίζοντας με προφύλαξη.
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.
ΙΩΝ
Με την ονομασία Ίων φέρεται σπουδαία τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης που αναφέρεται στον μυθικό Ίωνα, η οποία και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 412 π.Χ..
Το έργο αυτό του Ευριπίδη έχει χαρακτηριστεί γενικά ως «περιπλεγμένη τραγωδία» λόγω του ότι δύο φορές ο ποιητής χρησιμοποιεί στην πλοκή τον «από μηχανής θεό», μία στην αρχή και μία στο τέλος. Ο Αρχηγέτης του Βασιλικού Οίκου της Αττικής Ίων αποδεικνύεται τέκνο της Κρεούσης εκ του θεού Απόλλωνα.
Η διδασκαλία του τοποθετείται γύρω στο 419-418. Το έργο αποτελεί δράμα χαρακτήρων. Στη συγγραφή του, ο Ευριπίδης διαπραγματεύεται τον αντιτραγικό ρεαλισμό μέσα από την πολιτική πραγματικότητα. Ο Ίων δεν προκαλεί το έλεος και τον φόβο και δεν δημιουργεί ανάγκη κάθαρσης.
Το έργο διαδραματίζεται στους Δελφούς. Η Κρέουσα που απέκτησε ένα γιο, τον Ίωνα, με τον Απόλλωνα τον εγκαταλείπει στην Ακρόπολη. Ο Ερμής βρήκε το παιδί και το έφερε στους Δελφούς. Η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο, που συμμάχησε με τους Αθηναίους και πήρε την εξουσία. Το ζευγάρι μένει άτεκνο και ο Ξούθος πάει στους Δελφούς για να πάρει χρησμό ο οποίος έλεγε ότι ο γιος του θα είναι αυτός που θα συναντούσε βγαίνοντας από το ναό. Ο Ίωνας ακολουθεί τότε το Ξούθο στην Αθήνα. Η Κρέουσα αρχικά είναι ενάντια του Ίωνα, και οργανώνει απόπειρα δηλητηρίασής του, όμως οι θεοί τον σώζουν. Με την αποκάλυψη από την Πυθία των σπαργάνων του συντελείται η αναγνώριση μητέρας και γιου. Η Αθηνά εμφανίζεται και λέει ότι ο Ίωνας είναι τέκνο του Απόλλωνα και ζητά την εγκατάσταση του στο θρόνο, ενώ προφητεύει τη γέννηση του Αχαιού και του Δώρου.
Ο Ίωνας γράφτηκε στα χρόνια της σύναψης της «Νικίειας ειρήνης», όχι τόσο ευνοϊκής για τους Αθηναίους. Ο Ευριπίδης επιθυμεί την τόνωση του ηθικού των συμπατριωτών του προβάλλοντας την Κρέουσα ως πρόγονο όλων των ιωνικών φυλών. Είναι η μητέρα του Ίωνα και από αυτήν θα γεννηθούν ο Δώρος και ο Αχαιός. Ο ποιητής ανάγει την γέννηση της ιωνικής φυλής σε ένα θεό, για αυτό δικαιολογεί, κατά κάποιο τρόπο, την επιθυμία της να ηγεμονεύσει.
Το δράμα αυτό μιμήθηκε αργότερα και ο Άουγκουστ Σλέγκελ, Γερμανός κριτικός και μεταφραστής φιλόλογος, με το έργο του «Ίων» το 1803.
Απόσπασμα - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΡΜΗΣ (μόνος)
Ο Άτλας, που τον ουρανό, την κατοικία την παληά
των αθανάτων, συγκρατεί στη ράχη του τη χάλκινη,
με μιαν απ' της πολλές θεές εγέννησε τη Μαία,
κι' αυτή εμένα τον Ερμή, των αθανάτων δούλο,
με τον μεγάλο εγέννησε τον Δία. Στων Δελφών τη γη
έρχομ' εδώ, που τραγουδεί ο Φοίβος καθισμένος
στον ομφαλό της, στους θνητούς τα μέλλοντα ορίζοντας
και τα παρόντα. Βρίσκεται μια πόλι στην Ελλάδα
που δεν είν' απ' της άσημες, και τόνομα έχει πάρη
απ' την Παλλάδα τη θεά με το χρυσό κοντάρι, —
εκεί που ο Φοίβος με τη βια, την κόρη του Ερεχθέως
απόλαυσε, την Κρέουσα, στου βράχου της Παλλάδος
του βορεινού τους πρόποδας, στην άκρη της Αθήνας,
που οι άρχοντες της Αττικής Μακρά τη λένε Πέτρα.
Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, --γιατί έτσι
το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά
το τέκνο της εκράτησε· μα όταν ήλθ' η ώρα,
εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε
η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά,
εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά,
και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή,
σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου
του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.
Τότε κ' η κόρη του Διός έβαλ' εκεί κοντά του
δυο δράκοντες για φύλακα, κ' ύστερα στης παρθένες
της Αγλαυρίδες το 'δωκε για φύλαξι και πάλι·
γιατί το έχουν έθιμο στου Ερεχθέως τη γενιά,
σε κούνιες με χρυσόφιδα πλεγμένες τα παιδιά τους
να τρέφουν πάντα· και γι αυτό είχε περάσ' η κόρη
εις του παιδιού της το λαιμό ένα στολίδι τέτοιο, —
μα για να δώση θάνατο. Μου λέει τότε ο αδελφός
ο Φοίβος: «Συ, που είσαι μ' εμέ από την ίδια τη γενιά,
τρέχα στον ντόπιο το λαό της ένδοξης Αθήνας,—
ξέρεις την πόλι της θεάς, — και πάρε απ' τη σπηλιά
το νεογέννητο παιδί, και με τα σπάργανά του
και με την κούνια του μαζύ, και φέρνοντας το στους
[Δελφούς,
εκεί που δίνω τους χρησμούς, απόθεσε το κάτω
εις του δικού μου του ναού την είσοδο μπροστά·
κι' όσο για τάλλα πειά, εγώ μονάχος θα φροντίσω,
γιατί δικό μου είν' το παιδί, καθώς καλά το ξέρεις.»
Για χάρι του Απόλλωνος κ' εγώ του αδελφού μου,
παίρνω την κούνια την πλεχτή και το παιδί αποθέτω
μπροστά στης σκάλες του ναού, αυτή την κούνια την πλεχτή
ανοίγοντας, για να φανή πως το παιδί έχει μέσα.
Κ' έτσι έγινε· την ώρα δε που ο καβαλλάρης ήλιος
εφάνηκε στον ουρανό τον κύκλο του να κάνη,
εμβήκε κ' η προφήτισσα μέσ' στο μαντείο του θεού·
μα μόλις το μικρό παιδί στα μάτια της αντίκρυσε,
ετρόμαξε, μήπως καμμιά δυστυχισμένη κόρη
απ' της Ιέρειες των Δελφών εκρυφογέννησεν εκεί
και το παιδί της στου θεού τους τόπους είχε αφήση,
και να το ρίψ' ηθέλησε απ' έξω απ' την θυμέλη·
μα πάλι την σκληρότητα η ευσπλαχνία ενίκησε,
γιατί ο Απόλλων βοηθός εφάνη στο παιδί του
να μη διωχθή απ' το ναό· για τούτο κ' η προφήτισσα
τανάθρεψε, τη μάννα του χωρίς ποτέ να μάθη
κ' εκείνον που το γέννησεν, αν ήτανε ο Φοίβος.
Μα και το ίδιο το παιδί δεν ξέρη τους γονιούς του,
και όσω ήτανε παιδί, έπαιζε κ' εμεγάλωνε
με της τροφές, που άφηναν τριγύρω στους βωμούς·
μα όταν άνδρας γίνηκε, του δώσανε οι Δελφοί
των θησαυρών τη φύλαξι, και 'ς όλα επιστάτη
τον διωρίσανε πιστόν, και στου θεού το ανάκτορο,
στον τόπο αυτό, περνά ζωή σεμνή και τιμημένη.
Μα η Κρέουσα, που το παιδί τώχε κρυφά γεννήση,
τον Ξούθον επανδρεύθηκε για μιαν αιτία τέτοια:
Οι κάτοικοι των Αθηνών και οι Χαλκωδοντίδες,
που κατοικούν την Εύβοια, είχαν πολέμους στήση·
με το να βγη λοιπόν κι' αυτός για συμπολεμιστής
την Κρέουσα γυναίκα του επήρε γι' αμοιβή του
μόλο που ήταν Αχαιός, και όχι απ' την Αθήνα
ντόπιος, και του Αιόλου γυιός, που ήταν γόνος τού Διός.
Κι' όμως αυτός κ' η Κρέουσα με το να μείνουνε καιρό
χωρίς παιδί, και θέλοντας για ν' αποχτήσουν ένα,
εις το Μαντείο ήρθανε του Απόλλωνος κ' οι δυο.
Φαίνεται πως δεν ξέχασε το γυιό του ο Λοξίας,
κι' αυτόν το δρόμο έδωκε μονάχος του στην τύχη.
Κ' έτσι την ώρα που θα μπη ο Ξούθος στο μαντείο,
'ς αυτόν το ίδιο του παιδί θα δώση ο Απόλλων
και θα τον κάνη να πεισθή πως απ' αυτόν γεννήθη·
κ' έτσι όταν η Κρέουσα για γυιό του τον γνωρίση,
και το παιδί θ' ασφαλισθή στο πατρικό το σπίτι,
και του Λοξία οι έρωτες θα μείνουνε κρυφοί.
Ίωνα θα τον βγάλουνε σε όλην την Ελλάδα
και τόνομά του θα δοθή σε χώρες της Ασίας.
Και τώρ' ας μπω μέσα 'ς αυτές της δαφνοσκέπαστες σπη-
[ληές,
να μάθω τι ωρίσθηκε για το παιδί να γίνη·
γιατί κι' ο ίδιος πρόβαλλεν, ο γόνος του Λοξία,
δάφνης κλαδιά στου ιερού της πύλες ναποθέση.(προς το μέρος, εκ του οποίου θα εισέλθη ο Ίων).— Ίων! προτήτερα εγώ απ' όλους τους θεούς
σου παραδίδω τόνομα, οπού θα φέρνης πάντα.(Αποσύρεται και γίνεται άφαντος εις τους εν τω βάθει της σκηνής
σπηλαιώδεις βράχους. -Εισέρχεται ο Ίων ακολουθούμενος από ιερείς του
Απόλλωνος και θεράπαινες της Κρεούσης, και τάσσεται εις το μέσον
αυτών).http://mpolsebixos.blogspot.gr/
ΚΥΚΛΩΨ
Ο Οδυσσεύς επιστρέφων από την Τροία, μετά την άλωσιν της πόλεως, ρίπτεται υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Σικελίας, και προ του σπηλαίου εις το οποίον κατοικεί ο Κύκλωψ Πολύφημος. Απουσιάζοντος του Κύκλωπος εις κυνήγιον, ο Οδυσσεύς ζητεί από τους Σατύρους τροφάς προσφέρων εις αντάλλαγμα οίνον. Φθάνει όμως ο Κύκλωψ, ο οποίος κατατρώγει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέως. Αλλ' ο Οδυσσεύς κατορθώνει να τον μεθύση και να τον τυφλώση και τοιουτοτρόπως φεύγει με τους συντρόφους του και με τους Σατύρους. http://www.hellenicaworld.com/
Απόσπασμα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-40)
ΣΙΛΗΝΟΣ
Ὦ Βρόμιε, διὰ σὲ μυρίους ἔχω πόνους
νῦν χὤτ᾽ ἐν ἥβηι τοὐμὸν εὐσθένει δέμας·
πρῶτον μὲν ἡνίκ᾽ ἐμμανὴς Ἥρας ὕπο
Νύμφας ὀρείας ἐκλιπὼν ὤιχου τροφούς·
ἔπειτά γ᾽ ἀμφὶ γηγενῆ μάχην δορὸς
ἐνδέξιος σῶι ποδὶ παρασπιστὴς βεβὼς
Ἐγκέλαδον ἰτέαν ἐς μέσην θενὼν δορὶ
ἔκτεινα — φέρ᾽ ἴδω, τοῦτ᾽ ἰδὼν ὄναρ λέγω;
οὐ μὰ Δί᾽, ἐπεὶ καὶ σκῦλ᾽ ἔδειξα Βακχίωι.
καὶ νῦν ἐκείνων μείζον᾽ ἐξαντλῶ πόνον.
ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν
ληιστῶν ἐπῶρσεν, ὡς ὁδηθείης μακράν,
‹ἐγὼ› πυθόμενος σὺν τέκνοισι ναυστολῶ
σέθεν κατὰ ζήτησιν. ἐν πρύμνηι δ᾽ ἄκραι
αὐτὸς λαβὼν ηὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ,
παῖδες δ᾽ ‹ἐπ᾽› ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα
ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν σ᾽, ἄναξ.
ἤδη δὲ Μαλέας πλησίον πεπλευκότας
ἀπηλιώτης ἄνεμος ἐμπνεύσας δορὶ
ἐξέβαλεν ἡμᾶς τήνδ᾽ ἐς Αἰτναίαν πέτραν,
ἵν᾽ οἱ μονῶπες ποντίου παῖδες θεοῦ
Κύκλωπες οἰκοῦσ᾽ ἄντρ᾽ ἔρημ᾽ ἀνδροκτόνοι.
τούτων ἑνὸς ληφθέντες ἐσμὲν ἐν δόμοις
δοῦλοι· καλοῦσι δ᾽ αὐτὸν ὧι λατρεύομεν
Πολύφημον· ἀντὶ δ᾽ εὐίων βακχευμάτων
ποίμνας Κύκλωπος ἀνοσίου ποιμαίνομεν.
παῖδες μὲν οὖν μοι κλειτύων ἐν ἐσχάτοις
νέμουσι μῆλα νέα νέοι πεφυκότες,
ἐγὼ δὲ πληροῦν πίστρα καὶ σαίρειν στέγας
μένων τέταγμαι τάσδε, τῶιδε δυσσεβεῖ
Κύκλωπι δείπνων ἀνοσίων διάκονος.
καὶ νῦν, τὰ προσταχθέντ᾽, ἀναγκαίως ἔχει
σαίρειν σιδηρᾶι τῆιδέ μ᾽ ἁρπάγηι δόμους,
ὡς τόν τ᾽ ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ᾽ ἐμὸν
καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ᾽ ἐσδεχώμεθα.
ἤδη δὲ παῖδας προσνέμοντας εἰσορῶ
ποίμνας. τί ταῦτα; μῶν κρότος σικινίδων
ὁμοῖος ὑμῖν νῦν τε χὤτε Βακχίωι
κῶμος συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους
προσῆιτ᾽ ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι;
✦✦✦✦
ΣΙΛΗΝΟΣ
Διόνυσε Κοσμοχαλαστή, δες τί τραβώ για σένα
τώρα, μα και στα νιάτα μου, που ᾽χα γερό κορμί.
Θυμάσαι που σου εσάλεψε τον νου σου η Ήρα, κι έφυγες,
μακριά απ᾽ τις παραμάνες σου, τις Νύμφες των βουνών;
Ή πιο μετά, σαν πολεμάγαμε τα τέρατα που φύτρωσαν
από τη μάνα Γη —τους Γίγαντες με τ᾽ όνομα—,
δεξί σου χέρι, υπασπιστής, βράχος ακλόνητος εγώ,
του ᾽δωσα μια του Εγκέλαδου, κέντρο δοξαπατρί,
με το κοντάρι μου γερά και τάβλα τον εξάπλωσα.
—Ένα λεπτό: ονειρεύομαι;— Όχι, το δίχως άλλο,
αφού έδειξα, μα τον Θεό, τα λάφυρα στον Βάκχο.
Μα οι φουρτούνες μου δεν τέλειωσαν· άλλες με πνίγουν τώρα.
Βλέπεις, σαν έμαθα πως έστειλε τους πειρατές οι Ήρα
για να σε διώξει μακριά, σ᾽ αγύριστο ταξίδι,
μπάρκαρα με τα τέκνα μου, κι εκίνησα να σέ ᾽βρω.
Έκατσα το λοιπόν εγώ στην πρύμνη άκρην άκρη,
και κουμαντάριζα το δίσκαρμο πλεούμενο — καπετάνιος!
Οι γιοι μου αδράξαν τα κουπιά, κι ελεύκαιναν χτυπώντας
τη γαλανή τη θάλασσα με παφλασμό κι αφρό.
Προορισμός του ταξιδιού εσύ ᾽σουν, άρχοντά μας.
Σαν πιάσαμε Καβομαλιά, Λεβάντες μανιασμένος
εφύσηξε· μας έριξε στης Σικελίας τα βράχια.
Μένουν εδώ μονόφθαλμα παιδιά του Ποσειδώνα,
οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες, στις έρημες σπηλιές.
Μας αιχμαλώτισε ένας τους και δούλους του μας έχει
—Πολύφημος με τ᾽ όνομα· τούτος είν᾽ ο αφέντης μας.
Κι αφήσαμε του Βάκχου μας την ιερή λατρεία,
και βόσκουμε του Κύκλωπα του ανόσιου τα κοπάδια.
Τα παιδιά μου, το λοιπόν, σαν νεαρούληδες που είναι,
μικρά βόσκουν προβατάκια στις πλαγιές ψηλά ψηλά.
Εγώ έμεινα δω πέρα — κι έχω ένα σωρό αγγαρείες:
να γεμίσω τις ποτίστρες, να σκουπίσω τη σπηλιά,
να ετοιμάσω το τραπέζι —φριχτό, ανόσιο φαΐ—
του Κύκλωπα, του απάνθρωπου, του τρισκαταραμένου.
Τώρα πρέπει το λοιπόν, όπως μ᾽ έχουνε προστάξει,
τη σπηλιά να συγυρίσω με τη σιδεροτσουγκράνα.
(Δείχνει το εργαλείο που βαστά στο χέρι του.)
Να στραφτοκοπά από πάστρα η σπηλιά, σαν θα γυρίσει
ο αφέντης μου ο Κύκλωψ — και τα πρόβατα μαζί του.
(Ο Χορός των Σατύρων αρχίζει να πλησιάζει στην ορχήστρα από τη δεξιά είσοδο· χορεύουν ζωηρά. Τους συνοδεύουν δούλοι, που αργότερα θα μαντρώσουνε τα πρόβατα στη σπηλιά του Κύκλωπα [στ. 82-83].)
Βρε, καλώς τα τά παιδιά μου! Σαλαγούνε κατά δω
τα κοπάδια. —Μα τί ᾽ν᾽ τούτο; Βρε σεις, πιάσατε χορό;
Τσιφτετέλια, ντιριντάχτα, βαρύ ποδοβολητό;
Έτσι κάνατε παλιά, τότε που τρεκλίζατε,
διμοιρία μεθυσμένη, από το ᾽να σπίτι στ᾽ άλλο,
για τις μπερμπαντιές του Βάκχου η τιμητική φρουρά!
—Όλοι σεινάμενοι κουνάμενοι, νταούλια και ζουρνάδες.
Μτφρ. Β. Λιαπή.
ΜΗΔΕΙΑ
Ο Πελίας άρπαξε το θρόνο από τον αδελφό του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού. Όταν μεγάλωσε ο γιος του Αίσονα, Ιάσονας και ζήτησε να του δοθεί η πατρική βασιλεία, ο Πελίας έμεινε σύμφωνος να του τη δώσει, αν του έφερνε το χρυσόμαλλο δέρας, που, αφιερωμένο από τον Φρίξο, το φύλαγε ένας άγρυπνος δράκος στο άλσος του Άρη στη μακρινή Κολχίδα. Ο Ιάσονας δέχεται και με τους γενναίους της εποχής του ταξιδεύει για την Κολχίδα με την Αργώ, που είχε ναυπηγήσει ο Άργος, γιος του Φρίξου.
Εκεί ο Αιήτης, ο βασιλιάς των Κόλχων, όταν του ζήτησε ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, του πρότεινε να ζέψει στο αλέτρι ταύρους που είχαν χάλκινα πόδια και έβγαζαν φωτιές από τα ρουθούνια τους. Ο Ιάσωνας το κατορθώνει με τη βοήθεια της πριγκίπισσας Μήδειας, που τον είχε ερωτευθεί. Ο Αιήτης όμως, δεν κρατάει την υπόσχεσή του. Τότε με τη βοήθεια πάλι της Μήδειας παίρνει το δέρας. Και με τη Μήδεια και τους συντρόφους του ανεβαίνει στην Αργώ και κάνει πανιά για την Ελλάδα. Ο Αιήτης τους κυνηγάει με καΐκι. Η Μήδεια όμως, για να τον αργοπορήσει, σφάζει τον αδελφό της Άψυρτο, που τον είχε πάρει μαζί της, τον κομματιάζει και τον πετάει στη θάλασσα. Έτσι ο Αιήτης απασχολήθηκε να μαζέψει τα κομμάτια του παιδιού του και η Αργώ γλύτωσε από την καταδίωξη και έφτασε στην Ιωλκό.
Εκεί ο Ιάσονας δε βρήκε ούτε τους γονείς του ούτε τον αδελφό του. Πατέρα και αδελφό τους είχε σκοτώσει ο Πελίας, που δεν πίστευε πως θα γύριζε ο Ιάσονας από το επικίνδυνο ταξίδι ο Ιάσονας. Η μητέρα του είχε πεθάνει από τη λύπη.
Τότε η Μήδεια, για εκδίκηση, μηχανεύτηκε ένα δόλο. Έσφαξε ένα γέρικο κριάρι, το έβρασε και με μάγια το έκανε αρνί. Κατάπληκτες από το θαύμα αυτό οι κόρες του Πελία, δέχονται να γίνει το ίδιο και στον πατέρα τους. Τον σφάζουν και τον βράζουν. Η Μήδεια όμως αρνείται να προφέρει τα μαγικά τα λόγια και έτσι ο Πελίας ούτε ζωντανός ούτε νέος γίνεται. Τότε ο Άκαστος, γιος του Πελία, διώχνει από την Ιωλκό τον Ιάσονα και τη Μήδεια, που με τα παιδιά τους καταφεύγουν στην Κόρινθο, όπου τους φιλοξενεί ο βασιλιάς ο Κρέοντας.
Ανάλυση της τραγωδίας
Η σκηνή στην Κόρινθο, μπροστά στο σπίτι της Μήδειας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-130): Μια γερόντισσα σκλάβα, παλιά παραμάνα (τροφός) της Μήδειας, βγαίνει θλιμμένη από το σπίτι. Κάποια μεγάλη συμφορά έχει βρει την κυρά της. Αχ! Αν δεν ταξιδεύανε, λέει, οι Αργοναύτες για την Κολχίδα, κανένα κακό δε θα γινόταν από όσα έγιναν μετά. Δε θα ακολουθούσε ερωτοχτυπημένη η Μήδεια τον Ιάσονα στην Ιωλκό, όπου για το χατίρι του έσφαξε τον Πελία κι έτσι αναγκάστηκε κι αυτή κι ο Ιάσονας να πάρουν τα παιδιά τους και να καταφύγουν στην Κόρινθο. Εκεί άλλα βάσανα την περίμεναν. Ο άντρας της ξέχασε και γυναίκα και παιδιά και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Κρέοντα. Γι’ αυτό τώρα λειώνει στο κλάμα η Μήδεια, νοσταλγεί το πατρικό της σπίτι, θυμάται τον πατέρα της, που τόσο μακριά του έφυγε. Θέλει να εκδικηθεί. Μισεί ακόμα και τα παιδιά της. Όταν τα βλέπει, δε γελάει το πρόσωπό της. Κάτι κακό θα κάνει. Την ξέρει η γερόντισσα.
Μα ο παιδαγωγός, που ήρθε από έξω την ώρα αυτή με τα παιδιά, έχει κι άλλα νέα: Ο Κρέοντας σκοπεύει να διώξει τη Μήδεια από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά. Αν το μάθει η Μήδεια; Γι’ αυτό με τρόμο στην ψυχή της η γερόντισσα συμβουλεύει τον παιδαγωγό να κρύψει τα παιδιά από την αγριεμένη μάνα τους. Την έχει δει να τα αγριοκοιτάζει, όταν βρίσκονται κοντά της. Με την οργή που έχει, κάποιο μεγάλο κακό θα κάνει.
Και δεν είναι ασύστατοι οι φόβοι της γερόντισσας. Αυτή την ώρα ένα άγριο ξεφωνητό ακούεται από μέσα από το σπίτι. Είναι η Μήδεια που τη δέρνει βαριά ταραχή και άγρια την πνίγει η απελπισία (97). Και σαν είδε τα παιδιά της, που μπήκαν μέσα μαζί με τον παιδαγωγό, με άλλη κραυγή ξεσπάει ασυγκράτητα το μίσος της και γι’ αυτά και για τον Ιάσονα και για όλο του το σπίτι (112-114).
Έτσι η άγρια κραυγή της Κολχίτισσας, που ακούστηκε σαν βροντή και σαν απόμακρο αχολόι θύελλας που ολοένα πλησιάζει, βεβαιώνει τα όσα είπε η παραμάνα για το χαρακτήρα της κυράς της.
ΠΑΡΟΔΟΣ (131-212): Δέκα πέντε Κορίνθιες - ο Χορός - ακούσανε τις κραυγές της Μήδειας. Έρχονται και στέλνουν την παραμάνα μέσα στο σπίτι να φωνάξει την κυρά της έξω. Ελπίζουν να την καταπραΰνουν.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (213-409): Βγήκε η Μήδεια από το σπίτι και στενάζει για την απιστία του άντρα της. Τώρα θέλει να πεθάνει. Πρώτα όμως θα εκδικηθεί τον άπιστο, τον καινούργιο πεθερό του και τη νεόνυμφη. Τη στιγμή αυτή παρουσιάζεται ο Κρέοντας (271) και την προστάζει να φύγει αμέσως από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά της. Αλλά η Μήδεια τον πείθει να την αφήσει για μια μέρα μονάχα, για να ετοιμαστεί.
Άλλα όμως είχε στο νου της η Μήδεια. Και τα εκμυστηρεύεται (364-409) στο Χορό. Της φτάνει αυτή η μια μέρα, λέει με άγρια χαρά, για να σκοτώσει τρεις εχθρούς, πεθερό, νύφη και γαμπρό.
«Θα φτάσω σε άγρια τόλμη» βεβαιώνει αποφασισμένη να μη λησμονήσει, γιατί δε θέλει να χαρούν οι εχθροί της με τις συμφορές της. Ξέρει να εκδικηθεί. Οι απόγονοι του Σίσυφου και η καλή του Ιάσονα δε θα γελάσουν με την εγγονή του Ήλιου. Πρέπει να εκδικηθεί.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (410-445): Φέρνοντας στο νου του ο Χορός το δόλο του Ιάσονα, που πάτησε τους όρκους του, ανυψώνεται σε γενικότερη θεώρηση και, καθώς παίρνει αφορμή ο ποιητής από τα προ του 431 π.Χ. χρόνια, οπότε συνθήκες είχαν καταπατηθεί, η δυσπιστία κι ο δόλος είχε κυριαρχήσει, η μια πόλη συκοφαντούσε την άλλη κι όλοι ετοιμάζονταν για πόλεμο, που τον κληρονομούσαν και τα εγγόνια τους, με δυσθυμία διαπιστώνει τη γενική των πάντων ανατροπή σε μια εικόνα, που κάθε αναστατωμένη εποχή θα την αναγνώριζε για καθρέφτισμα δικό της. Τίποτα δε μένει στη θέση του: «Πίσω πάνε τα ιερά νερά των ποταμών, κι ανάστροφα γυρνούν και η δικαιοσύνη κι όλα».
Και αυτό που λέγανε, ότι οι γυναίκες είναι πονηρές, τώρα αποδεικνύεται ότι οι άντρες είναι πονηροί.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (446-626): Έρχεται ο Ιάσονας και βρίσκει ότι σε όλα φταίει η Μήδεια, που κακολογεί το βασιλικό σπίτι. Κανένας δεν θα την έδιωχνε, αν είχε τη γλώσσα μαζεμένη. Μα πάλι αυτός έχει τη φροντίδα της και είναι, της λέει, έτοιμος να της δώσει χρήματα, για να μπορεί να ζήσει κι αυτή και τα παιδιά της στους ξένους τόπους που θα πάνε.
Αφρίζοντας από το κακό της η Μήδεια, απορεί για την αδιαντροπιά του άπιστου και, για να ξαλαφρώσει την ψυχή της, τον βρίζει με τα πιο καυτερά λόγια για την αχαριστία του.
Μα ο Ιάσονας δε δυσκολεύεται να απαντήσει. Δεν του λείπουν οι σοφιστικές δικαιολογίες. Ό,τι έκανε γι’ αυτόν η Μήδεια, δεν το έκανε από καλοσύνη της, αλλά γιατί τον είχε ερωτευθεί. Μα κι αυτή δε βγήκε ζημιωμένη. Κατοικεί πια στην Ελλάδα, όπου η σοφία της έγινε πασίγνωστη. Και πρέπει ακόμα να παραδεχτεί η Μήδεια, ότι για την ευτυχία και τα δική της και των παιδιών της παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Τώρα θα γίνει πια πλούσιος και δε θα τους λείπει τίποτα. Θα είναι πολύ ευτυχισμένοι όλοι τους.
Αλλά και τώρα είναι έτοιμος να της δώσει χούφτες το χρυσάφι και να τη συστήσει στους φίλους του, για να την καλοδεχτούν.
Κι όταν η Μήδεια δήλωσε ότι δε θέλει καμιά βοήθεια από αυτόν, έκραξε τους θεούς μάρτυρες των καλών σκοπών, που είχε και για την Κολχίτισσα και τα παιδιά τους. Και φεύγει με ήσυχη τη συνείδηση, ενώ πικρά και χλευαστικά τον κυνηγούν τα λόγια της παρατημένης, να τρέξει γρήγορα στη νύφη, που καταλήγουν (626) στη φοβερή απειλή:
«Θα κάνεις τέτοιο γάμο, που γάμο δε θα τον λες».
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (627-662): Τη συγκλονιστική εντύπωση των γυναικών του Χορού από την κακοτυχία της Μήδειας φανερώνει τούτο το Στάσιμο, όπου εύχονται να ζουν αρμονικά με τους άντρες τους στην πατρίδα και παράφορος έρωτας να μην τις χτυπήσει. Μαλακά ας είναι τα βέλη της Αφροδίτης. Και οι αίτιοι τέτοιων συμφορών σαν της Μήδειας να μη ζουν, γεμάτος συμπόνια για την ξένη ψάλλει ο Χορός.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (663-823): Μα να! ένας ξένος χαιρετάει τη Μήδεια. Είναι ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας. Έρχεται από τους Δελφούς, όπου ο Απόλλωνας του έδωσε ένα σκοτεινό χρησμό, όταν τον ρώτησε πώς θα αποχτήσει παιδιά. Του λέει και η Μήδεια τις συμφορές της και του υπόσχεται ότι θα του δώσει βοτάνια, για να αποχτήσει παιδιά, αν τη δεχτεί στη χώρα του. Δέχεται την πρότασή της ο Αιγέας και συνεχίζει το δρόμο του. Όταν θελήσει, μπορεί να πάει στην Αθήνα η Μήδεια.
Εξασφαλισμένη τώρα η Μήδεια ανακοινώνει στο Χορό τα σχέδια της. Θα καλέσει τον άντρα της και, κάνοντας τη μετανιωμένη για όσα του είπε, θα του πει να παρακαλέσει τον Κρέοντα να φύγει μονάχα αυτή και να μείνουν τα παιδιά κοντά στον πατέρα τους. Και για να το δεχτεί αυτό και η νεόνυμφη, θα της στείλει φανταχτερά δώρα, ένα πέπλο και χρυσό στεφάνι, που σαν τα φορέσει θα τη θανατώσουν. Μετά θα σφάξει και τα παιδιά της. Έτσι θα αφανίσει το σπίτι του Ιάσονα. Αυτό είναι εκδίκηση.
Του κάκου την αποτρέπει η Κορυφαία. Αυτή στέλνει την παραμάνα να της φέρει τον Ιάσονα. Ό,τι σχεδίασε, θα γίνει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (824-865): Μα στη χώρα, όπου σκέφτεται να πάει, την αγαπημένη από τους θεούς, της λέει ο Χορός, οι ευτυχισμένοι εκεί άνθρωποι είναι και σοφοί και αγαπάνε με άδολη αγάπη κάθε ευγενικό και ωραίο. Δεν είναι το ίδιο οι έρωτες τους - θέλει να αφήσει στην ψυχή της Μήδειας ο Χορός σαν καταστάλαγμα του ύμνου της Αθήνας - δεν είναι το ίδιο οι έρωτες εκείνοι και η δική σου παραφορά, που σε σπρώχνει στο έγκλημα. Τέτοια πόλη πώς θα σε δεχτεί; ρωτάει με εναγώνια φωνή ο Χορός. Μη σκοτώσεις τα παιδιά σου! Και καλπάζοντας με τη φαντασία του φέρνει μπρος στα μάτια της ψυχής της μανιασμένης τη φρικτή σκηνή, να προσπέφτουν δακρυσμένα τα παιδιά μπροστά στην αδυσώπητη μητέρα, καθώς θα υψώνει από πάνω τους μαχαίρι ακονισμένο. Κι από εδώ, σαν από αδύνατη κλωστή, κρέμεται η ελπίδα του Χορού, ότι δε θα μπορέσει η αγριεμένη σκληρόκαρδη μητέρα να βάψει το χέρι της στο αίμα των παιδιών της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (866-975): Ήρθε ο Ιάσονας και η συνάντησή του με τη Μήδεια είναι φιλικότατη. Του ζητάει συγχώρεση για τα πικρά της λόγια και φωνάζει τα παιδιά να έρθουν να φιλήσουν τον πατέρα τους. Αφού φιλιώθηκε η μάνα τους, ας φιλιωθούν κι αυτά μαζί του.
Όμως το κακό, που μελετάει για τα παιδιά της και το κρύβει βαθιά στο νου της, της φέρνει δάκρυα στα μάτια. Δακρυσμένες και οι γυναίκες του Χορού την παρακαλούν:
«Μακάρι να μη μεγαλώσει πιο πολύ ακόμα το κακό».
Ο Ιάσονας πέφτει στην παγίδα. Δεν καταλαβαίνει την απάτη. Επαινεί την τωρινή φρονιμάδα της Μήδειας και για τα παιδιά προβλέπει ζωή ευτυχισμένη. Ας μη θλίβεται η Μήδεια. Φροντίζει αυτός. Και η Μήδεια του ζητάει να μη φύγουν μαζί της τα παιδιά, ας μεγαλώσουν στα χέρια του πατέρα τους. Δέχεται ο Ιάσονας να μεσολαβήσει στον Κρέοντα. Και για να ευχαριστήσει τη νεόνυμφη βασιλοπούλα, η Μήδεια της στέλνει με τα παιδιά της τα θανατηφόρα δώρα, που είδαμε να γίνεται λόγος στο προηγούμενο επεισόδιο.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (976-1001): Τώρα πια ο Χορός δεν έχει καμιά ελπίδα ούτε για τα παιδιά ούτε για τη νεόνυμφη. Γι’ αυτό κλαίει και τον Ιάσονα, που ανίδεος θα χάσει και νύφη και παιδιά, και στενάζει και για τη δυστυχισμένη μάνα, που για ένα νυφικό κρεβάτι θα σφάξει τα παιδιά της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ε' (1002-1080): Χαρούμενος έρχεται από το παλάτι ο παιδαγωγός και αναγγέλλει στη Μήδεια ότι όλα πάνε καλά: Η βασιλοπούλα ευχαριστήθηκε από τα δώρα, τα παιδιά δε θα φύγουν.
Τόσο ευχάριστο άγγελμα, κι όμως η Μήδεια σάστισε και κλαίει!
Βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ τραγική σκηνή του δράματος. Δυο πολύ δυνατά πάθη παλεύουν στην ψυχή της Μήδειας: γλυκιά και τρυφερή στοργή της μάνας και ζήλεια ασυγκράτητη και μίσος άγριο της περιφρονημένης συζύγου για τον άντρα της. Δακρυσμένη αγκαλιάζει και φιλάει τα δυο μικρά της και τους μιλάει με λόγια διφορούμενα. Αυτά θα κατοικούν για πάντα κάπου - στον Άδη δηλαδή - κι αυτή θα πλανιέται ξένη κι αποδιωγμένη σε ξένους τόπους. Πικρή και θλιβερή θα είναι η ζωή της. Δε θα τη γηροκομήσουν τα παιδιά της - θα είναι στον Άδη.
Αλλά καθώς την κοιτάνε τα μικρά κατάματα και της χαμογελούν, της λυγίζουν την καρδιά κι αποφασίζει να μην τα σκοτώσει. Όχι, θα τα πάρει και θα φύγει!
«Στο καλό, η πρώτη μου βουλή. Θα τα πάρω τα παιδιά μου από εδώ».
Μα έτσι θα μείνει ατιμώρητος ο άντρας της και θα γελάει! Και νικημένη από το μίσος αλλάζει γνώμη. Αποφάσισε να τα σκοτώσει και τα στέλνει μέσα στο σπίτι, όπου θα μπει κι αυτή οπλισμένη μ’ ένα μαχαίρι.
Τώρα μόνη πια, πότε δειλιάζει και πότε την κυριεύει η εκδικητική μανία, που βρίσκει τρόπο να τη δικαιολογήσει: Αν δεν τα σκοτώσει αυτή, θα τα σκοτώσουν οι εχθροί της και μάλιστα με μαρτύρια.
Τα ξαναφωνάζει πάλι έξω και τους δίνει τον τελευταίο ασπασμό, με όλο τον πόνο της μητέρας που ξεπροβοδίζει τα παιδιά της για το αγύριστο ταξίδι και, όταν τα ξανάστειλε μέσα, εξομολογείται στο Χορό την τρικυμία της ψυχής της (1078-79):
«Και ξέρω το κακό που πάω να κάνω, μα νικάει το λογισμό μου ο θυμός».
ΜΕΣΩΔΙΚΟ (1081-1115): Η Κορυφαία του Χορού καλοτυχίζει όσους δεν απόχτησαν παιδιά, γιατί αυτοί δε γεύονται πόνους στη ζωή τους.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ' (1116-1250): Η Μήδεια δεν είχε πάει ακόμα να βρει τα παιδιά της με το μαχαίρι στα χέρια μες στο σπίτι. Περίμενε να μάθει το θάνατο της νύφης. Και το ευχάριστο άγγελμα δεν άργησε. Τρεχάτος ήρθε ο αγγελιαφόρος και της είπε ότι η νεόνυμφη κι ο πατέρας της κάηκαν από φλόγες που τινάχτηκαν από το χρυσό στεφάνι και το πέπλο.
Τώρα βρίσκει η Μήδεια ότι είναι πια καιρός να καταπιαστεί με το δεύτερο μέρος της εκδίκησης, με τη σφαγή των παιδιών της. Και με κραυγή δυνατή σαν αλαλαγμό και με αλύγιστη σκληρότητα ενθαρρύνει τον εαυτό της: «Εμπρός, καρδιά μου, ετοιμάσου! Λησμόνα τα για λίγο τώρα κι ύστερα τα κλαις». Και μεθυσμένη από τη μανία να ξεθεμελιώσει το σπίτι του Ιάσονα και να του προσφέρει την πιο πικρή οδύνη, ορμά προς την κάμαρα, όπου ανίδεα για το κακό που τα περιμένει, παίζουν τα παιδιά.
ΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤ' (1251-1292): Τρομαγμένος ο Χορός από την άγρια μανία της Μήδειας, κράζει τον Ήλιο και τη Γη να προλάβουν το φρικτό κακούργημα και να διώξουν τη φόνισσα την αγριεμένη και διψασμένη για αίμα, που του κάκου πασχίζει να της ξυπνήσει τη στοργή, έστω και την τελευταία στιγμή, με την κραυγή:
«Του κάκου βασανίστηκες για τα παιδιά σου! Του κάκου, καθώς φαίνεται, τα γέννησες τα ακριβά σου...».
Μα τώρα ακούγεται πίσω από την κλεισμένη πόρτα η κραυγή των παιδιών, που ζητούν βοήθεια να τα γλυτώσει από την αγριεμένη μάνα τους. Ορμούν οι γυναίκες του Χορού στην πόρτα, τη χτυπούν, αλλά δεν ανοίγει, είναι αμπαρωμένη.
Τα παιδιά σφάζονται πίσω από την κλεισμένη πόρτα. Η φρίκη των θεατών, δυνατή και συγκλονιστική, έφτασε στο κατακόρυφο. Και ο Χορός θυμάται έναν παλιό θρύλο, που σ’ αυτόν μονάχα αναφέρεται ότι στα παλιά τα χρόνια, που σβήνουν στην ομίχλη των αιώνων, άλλη μια - μονάχα μια - μητέρα σκότωσε τα παιδιά της.
ΕΞΟΔΟΣ (1293-1419): Έρχεται ο Ιάσονας, για να σώσει τα παιδιά του από τα χέρια των συγγενών της νύφης και του πεθερού του. Μαθαίνει όμως από την Κορυφαία του Χορού πως η μάνα τους είναι η φόνισσα. Ορμά στην κλειστή την πόρτα, για να μπει στο σπίτι να σκοτώσει τη φόνισσα, αλλά δεν μπορεί κι αυτός να την ανοίξει και δε θα κάνει τίποτα. Η Μήδεια ανεβασμένη σ’ ένα άρμα, που το σέρνουν δράκοι φτερωτοί, βρίσκεται επάνω σ’ ένα ύψωμα. Έχει και τα σφαγμένα παιδιά μαζί της. Ο Ιάσονας μια τη βρίζει και μια την ικετεύει να του δώσει τα παιδιά του, για να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει, να τα θάψει. Η Μήδεια χαίρεται με τον πόνο του και, ανένδοτη στα παρακάλια του, φεύγει με το φτερωτό της άρμα για την Αθήνα, όπου θα τη φιλοξενήσει ο Αιγέας.
Μια από τις πιο παθητικές και ίσως η πιο άψογη καλλιτεχνικά από τις τραγωδίες του Ευριπίδη είναι η Μήδεια, όπου ο τραγικός φανέρωσε την τρικυμία, που δέρνει την ψυχή μιας γυναίκας που την άφησε ο άντρα της.
Μήδεια: Η άγρια ζήλεια της προς τη γυναίκα, που της έκλεψε τον άντρα, θα της εμπνεύσει έναν πρωτότυπο σε σκληρότητα τρόπο να τη θανατώσει. Και θα αισθανθεί ως τα κατάβαθα της ψυχής την εντονότερη χαρά, όταν θα μάθει πόσο πικρές στάθηκαν οι τελευταίες στιγμές της βασιλοπούλας και του πατέρα της, που δεν τη συλλογίστηκε καθόλου αυτήν, μια γυναίκα ξένη σε ξένο τόπο, όταν τον άντρα της τον έκανε γαμπρό του.
Άγριο και αδυσώπητο είναι το μίσος της για τον Ιάσονα, που τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, που για χατίρι του χωρίστηκε από τους δικούς της και τον ακολούθησε στην Ελλάδα, βασισμένη στους όρκους του. Και η μανία της θα την σπρώξει ως την απόφαση να σφάξει τα παιδιά της, που έχει από αυτόν. Έτσι θα του κάψει την καρδιά.
Και για να πετύχει όλους τους σκοπούς της, θα καταχωνιάσει την οργή στα βάθη της ψυχής της, και γλυκομίλητη θα παρασύρει στην παγίδα πρώτα τον Κρέοντα και μετά τον Ιάσονα, ώσπου να έρθει η ώρα να στείλει και στη νύφη γαμήλια δώρα. Και τότε θα δουν... Διψασμένη για εκδίκηση κρύβει και τη ζήλεια και το μίσος και τα θανάσιμα σχέδιά της. Ξέρει να υποκρίνεται.
Ξέρει πως η θανάτωση των παιδιών της θα βυθίσει τον Ιάσονα στη δυστυχία. Μα ίσα-ίσα που τη δυστυχία του θέλει και η Μήδεια. Κι αυτή η επιθυμία της τη βοήθησε να νικήσει την αγωνία και την ταραχή της, όταν έφτασε πια η ώρα να παλέψει το μίσος, που είχε για τον άντρα της, με τη μητρική στοργή. Η εκδίκηση είναι γι’ αυτήν η γλυκύτερη απόλαυση. Γι’ αυτό δε θα ανοίξουν τα φύλλα της καρδιάς της, για να περάσουν μέσα οι φωνές των παιδιών και δε θα δει το δάκρυ τους, όταν θα αστράφτει μπρος στα μάτια τους το κοφτερό μαχαίρι της. Έχει καιρό να τα κλάψει αργότερα. Τώρα θα εκδικηθεί.
Ιάσονας: Κερδοσκόπος, ελεεινός συμφεροντολόγος και αδιάντροπος μέχρι κυνισμού παρουσιάζεται εδώ ο ηγέτης των Αργοναυτών. Για συμφέρον πήρε γυναίκα του τη Μήδεια, όχι όπως εκείνη από αγάπη. Για συμφέρον την άφησε κι αυτήν και τα παιδιά του, για να πάρει άλλη γυναίκα, την πλούσια βασιλοπούλα. Ψεύτης και στρεψόδικος θέλει να σκεπάσει την απιστία του με σοφιστικά επιχειρήματα, γεμάτα κυνισμό.
Αιγέας: Συμπαθητικός είναι ο βασιλιάς της Αθήνας, που ποθεί να αποχτήσει παιδιά, ενώ ένας άλλος, που είχε την ευτυχία να είναι πατέρας, τα αφήνει στους πέντε δρόμους και η μητέρα τους σε λίγο θα τα σφάξει.
Κρέων: Την αυστηρότητα των αδύνατων ανθρώπων, που φοβούνται να μην τους έρθει κανένα κακό, έχει ο βασιλιάς της Κορίνθου.
Τροφός: Πονάει την κυρά της η τροφός κι όπως ξέρει το χαρακτήρα της, δοκιμάζει όλον τον τρόμο του ανθρώπου που μαντεύει αλάθητα το κακό.
Παιδαγωγός: Έχει κι αυτός ενδιαφέρον για τα ζητήματα της κυράς του. Και γι’ αυτό κρυφακούει στην αγορά τι λένε γι’ αυτήν και με χαρά της αναγγέλλει πως δέχτηκε ο βασιλιάς να μείνουν τα παιδιά της στην Κόρινθο.
Η «Μήδεια» διδάχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια του 431 π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου. Τότε το πρώτο βραβείο το πήρε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής και το τρίτο ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες «Μήδεια», «Φιλοκτήτη», «Δίκτυ» και με το σατυρικό δράμα, τους «Θεριστές». Από αυτά μονάχα η «Μήδεια» σώζεται.
ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας, μηδ᾽ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε τμηθεῖσα πεύκη, μηδ᾽ ἐρετμῶσαι χέρας ἀνδρῶν ἀρίστων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν᾽ ἐμὴ Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ᾽ Ἰωλκίας ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος· οὐδ᾽ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν φυγὰς πολίταις ὧν ἀφίκετο χθόνα αὐτῷ τε πάντα ξυμφέρουσ᾽ Ἰάσονι· ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία, ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ. νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα. προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται, γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός. Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ. κεῖται δ᾽ ἄσιτος, σῶμ᾽ ὑφεῖσ᾽ ἀλγηδόσιν, τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη, οὔτ᾽ ὄμμ᾽ ἐπαίρουσ᾽ οὔτ᾽ ἀπαλλάσσουσα γῆς πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων, ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ᾽ ἀποιμώξῃ φίλον καὶ γαῖαν οἴκους θ᾽, οὓς προδοῦσ᾽ ἀφίκετο μετ᾽ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει. ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται. δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον· [βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ᾽ ἀνέξεται κακῶς πάσχουσ᾽· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι᾽ ἥπατος, σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος, ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.] δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον ᾄσεται. ἀλλ᾽ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ. ✦✦✦✦
ΤΡΟΦΟΣΩ, ας γινόταν να μην πέταγε η Αργώανάμεσα στις μαύρες Συμπληγάδεςταξιδεύοντας για τη χώρα των Κόλχων·να μην είχε πέσει ποτέ στα φαράγγια του Πηλίουκομμένο το πεύκο,να μη γινότανε κουπί στα χέρια5ανδρών ηρώων, που πήγανε για χάρη του Πελίακαι φέραν το πάγχρυσο δέρας.Τότε και η δέσποινα η δική μου, η Μήδεια,δεν θα είχε πλεύσει ώς τα τείχη της Ιωλκούμε την ψυχή συγκλονισμένη από έρωτα για τον Ιάσονα·ούτε θα έπειθε τις κόρες του Πελίανα θανατώσουν τον πατέρα τους10και δεν θα ζούσε τώρα εδώ στη γη της Κορίνθουμαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της,φροντίζοντας και στους πολίτες της χώραςόπου ευρέθη εξόριστη να είναι αρεστήκαι με τον ίδιο τον Ιάσονα να συμπορεύεται στα πάντα,αυτό που είναι και το μέγιστο,15όταν η γυναίκα με τον άντρα δεν διχογνωμεί.Τώρα βασιλεύει παντού το μίσοςκαι ό,τι αγαπήθηκε με πάθος δοκιμάζεται.Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μουγια την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας,και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.20Και η Μήδεια η δύσμοιρη, ατιμασμένη,ωρύεται για τους όρκους, επικαλείται την ύψιστη πίστηπου αυτός εκύρωσε με το δεξί του χέρικαι καλεί τους θεούς να είναι μάρτυρες,να δούνε πώς την ανταμείβει ο Ιάσονας.Κείτεται άσιτη, το σώμα της αφημένο στους πόνους,25κάθε στιγμή της πνίγεται στο δάκρυ,από τότε που ένιωσε πως την αδίκησε ο άντρας της.Δεν σηκώνει το βλέμμα,δεν παίρνει από τη γη το πρόσωπό της.Όσο και ο βράχος ή το κύμα της θαλάσσηςακούει τους φίλους που τη νουθετούν,30πάρεξ εάν, καμιά φορά, στρέψει τον πάλλευκο λαιμό τηςκαι μιλώντας μόνη σπαράξει για τον αγαπημένο της πατέρα,τη γη της, το σπίτι της, για όσα θυσίασεγια να έρθει εδώ με τον άντρα που τώρα την ταπεινώνει.Τη δίδαξε τη δύσμοιρη η συμφορά35τί θα πει να μην αφήνεις τη γη των πατέρων σου.Μισεί τα παιδιά της, να τα βλέπει δεν χαίρεται.Τη φοβάμαι — φοβάμαι μήπωςσυλλάβει ο νους της κάτι ανήκουστο.[Είναι αδυσώπητη η ψυχή της.Δεν θα ανεχθεί το κακό που της κάνουν—την ξέρω καλά— και φοβάμαι μήπως μπει αθόρυβαστο σπίτι, όπου είναι στρωμένο το κρεβάτι,40και καρφώσει στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι,ή ακόμα σκοτώσει τη βασιλική κόρη και τον γαμπρό,και ύστερα την εύρει πιο μεγάλη συμφορά.]Είναι ανελέητη. Όποιος συγκρουστεί μαζί της45δεν θα τραγουδήσει εύκολα ύμνο επινίκιο.Όμως νά τα παιδιά της, τέλειωσαν το τρέξιμο, έρχονται.Η δυστυχία της μητέρας τους ούτε που τους περνάει από τον νου.Οι τρυφερές ψυχές δεν αγαπάνε, λέει, τον πόνο.
Μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλος
Ο Ορέστης σκοτώνει την Κλυταιμνήστρα.Χάλκινο έλασμα, περίπου 570 π.Χ. Ο Ορέστης με την προτροπή της Ηλέκτρας διαπερνάει με το ξίφος το κορμί της Κλυταιμνήστρας. Ο Αίγισθος τρέχει προς τον βωμό να προστατευτεί, κοιτώντας πίσω του. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Βρισκόμαστε στο αρχαίο Άργος. Ο Ορέστης έχοντας δολοφονήσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, είναι άρρωστος και τον περιποιείται η αδελφή του Ηλέκτρα.
Η Ηλέκτρα κλαίει και οδύρεται για τις συμφορές της, τις οποίες συνδέει με την τύχη του οίκου των Ατρειδών, από τους οποίους κατάγεται και από τους οποίους φαίνεται να έχει κληρονομήσει αυτήν τη άτυχη μοίρα. Φοβάται ότι ο λαός των Αργείων θα αποφασίσει θάνατο γι'αυτήν και τον αδελφό της. Ελπίζει να αλλάξει το κλίμα, με την αναμενόμενη άφιξη του θείου της Μενελάου, ο οποίος έρχεται από την Τροία, όμως φέρνει μαζί του την Ελένη.
Όντως Μενέλαος και Ελένη φθάνουν στο Άργος. Στη σκηνή εμφανίζεται η Ελένη όπου συνομιλεί με την Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα την ενημερώνει για την άσχημη κατάσταση του Ορέστη και η Ελένη δείχνει να συμπονά τον άτυχο νέο. Παράλληλα η Ελένη τονίζει ότι όλα έγιναν εξαιτίας του Απόλλωνα, καθώς οι θεοί ουσιαστικά ξεκίνησαν τον πόλεμο. Επίσης, ζητά από την Ηλέκτρα να πάει χοές στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, γιατί η ίδια φοβάται να πάει μόνη της εξαιτίας του ότι δεν ξέρει πως θα την αντιμετωπίσουν μέσα στην πόλη συγγενείς θυμάτων του Τρωικού Πολέμου. Η Ηλέκτρα αρνείται, όμως προτείνει να πάει τις χοές η Ερμιόνη, κόρη της Ελένης, καθώς η Ερμιόνη ήταν υπό την προστασία της Κλυταιμνήστρας όσο έλειπε η Ελένη και πράγματι η Ερμιόνη πηγαίνει τις νεκρικές χοές.
Η Ηλέκτρα μαζί με γυναίκες της ηλικίας της (Χορός) πενθούν για τα δεινά των δυο αδελφών και οι φωνές ξυπνάνε τον Ορέστη. Ο Ορέστης συνομιλεί με την αδερφή του και της αναφέρει ότι δε μπορεί τις τύψεις, καθώς έξι μέρες μετά το θάνατο της μητέρας του, οι Ερινύες τον κυνηγούν παντού. Η Ηλέκτρα τον καθησυχάζει λέγοντας του για την άφιξη του Μενελάου και του δείχνει ότι τον αγαπά και τον νοιάζεται.
Ο Μενέλαος έρχεται και συνομιλεί με τον Ορέστη, αναφέρει ότι έμαθε τα άσχημα μαντάτα και ότι δε γνωρίζει καθόλου τον Ορέστη εξωτερικά, καθώς η κατάθλιψη και η κόπωση τον άλλαξε. Ο Ορέστης ζητά τη βοήθειά του και εκείνος λέει ότι θέλει να σκεφτεί ψύχραιμα πριν πάρει την απόφαση να μεσολαβήσει στο λαό των Αργείων.
Μπαίνει στη σκηνή ο παππούς του Ορέστη ο Τυνδάρεως ο οποίος κατακεραυνώνει τον Ορέστης και ζητά από το Μενέλαο να μη μεσολαβήσει για τον Ορέστη ειδάλλως δε θα έχει θέση στο Άργος, ουσιαστικά τον απειλεί. Ο Ορέστης εξηγεί πώς έκανε τη δολοφονία μετά από παρότρυνση του Απόλλωνα και πως το έκανε σαν ηθικό χρέος προς τον πατέρα του. Κατηγορεί τον Ορέστη και δε θέλει να τον βλέπει μπροστά του, φεύγει μανιασμένος και κατευθύνεται προς τη συγκέντρωση του λαού. Ο Ορέστης παρακαλά ξανά τον Μενέλαο, ο οποίος είναι σαφές ότι δεν παίρνει θέση.
Εμφανίζεται ο Πυλάδης, φίλος και σύντροφος του Ορέστη, ο οποίος τον στηρίζει στενά και του προτείνει να πάνε μαζί στη συνέλευση μπας και αλλάξουν το αποτέλεσμα.
Η Ηλέκτρα συνομιλεί με το Χορό, ο οποίος την πληροφορεί ότι οι δυο νέοι πήγαν μόνοι τους στη συγκέντρωση. Αγγελιοφόρος την πληροφορεί ότι ο λαός αποφάσισε θάνατο και για τους δυο.
Η Ηλέκτρα θρηνεί για την απόφαση και δείχνει στον Ορέστη την αγάπη της για εκείνον. Οι τρεις νέοι στη συζήτηση που έχουν, σκέφτονται πως πρέπει να τιμωρήσουν το Μενέλαο για την αδιαφορία. Ο Πυλάδης προτρείνει να σκοτώσουν την Ελένη για εκδίκηση, πράγμα που θα κάνουν, όμως η Ηλέκτρα προτείνει και την αρπαγή της Ερμιόνης για να ασκήσουν ψυχολογική βία στο Μενέλαο.
Οι νέοι μπαίνουν στο παλάτι και ακούγονται κραυγές. Ερχόμενη η Ερμιόνη προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και η Ηλέκτρα της λέει ότι αποφασίστηκε η θανάτωση Ηλέκτρας και Ορέστη, όμως η Ερμιόνη θέλει πραγματικά να τους βοηθήσει. Μη ξέροντας, ότι αν μπει στο παλάτι θα την αρπάξει ο Ορέστης με τον Πυλάδη, ακούει την Ηλέκτρα που της λέει να μπει, ούτως ώστε να δει τον Ορέστη που πήγε να παρακαλέσει την Ελένη στο παλάτι, για να μη σκοτώσουν εκείνον και την αδελφή του.
Από το παλάτι βγαίνει ένας Φρύγας δούλος της Ελένης ο οποίος μας πληροφορεί ότι την ώρα που πηγαίνανε να σφάξουν την Ελένη, εκείνη ξαφνικά εξαφανίστηκε. Παράλληλα έρχεται ο Μενέλαος ο οποίος βλέπει στην οροφή του παλατιού τον Ορέστη να κρατά την Ερμιόνη, και καλεί σε βοήθεια το λαό του Άργους για βοήθεια, παρότι φοβάται για τη ζωή της κόρης του.
Ο Ορέστης είναι έτοιμος να πυρπολήσει το παλάτι, όταν εμφανίζεται ως "από μηχανής θεός" ο Απόλλωνας και λέει ότι η Ελένη αναλήφθηκε και θεοποιήθηκε, ότι ο Ορέστης θα λείψει για ένα διάστημα και μόλις επιστρέψει θα αθωωθεί από τον Άρειο Πάγο και ότι στο μέλλον θα παντρευτεί την Ερμιόνη και ο Πυλάδης την Ηλέκτρα. Τέλος, τόνισε ότι όλα γίνανε με τη θεία βούληση και έτσι συμφιλώθηκαν όλοι.
Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο.Ερυθρόμορφη αττική πελίκη (α' όψη). Βρέθηκε στην Ετρουρία και αποδίδεται στον Ζωγράφο του Βερολίνου, περίπου 500 π.Χ. Βιέννη ΡΗΣΟΣ
Το υλικό της τραγωδίας «Ρήσος» προέρχεται κατευθείαν από την Ιλιάδα σχεδόν ατόφιο, με ελάχιστες αλλαγές στο βασικό του πυρήνα και εμπλουτισμένο βέβαια σύμφωνα με το μέτρο που συνήθως η δραματική τέχνη πλουτίζει τα θέματα της μυθολογίας ή της επικής παράδοσης, όταν τα διαχειρίζεται ως υποθέσεις δραμάτων.
Τα γεγονότα του «Ρήσου» περιέχονται στη ραψωδία Κ και είναι γνωστά με τον τίτλο «Δολώνεια».
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα οι Αχαιοί σε σύντομη σύσκεψη αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα με το Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα κι ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει στο ελληνικό στρατόπεδο το Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από το Διομήδη και τον Οδυσσέα κι ανακρίνεται. Τους πληροφορεί ότι έχει φτάσει σύμμαχος της Τροίας, ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρήσος. Μαθαίνοντας αυτοί όσα ήθελαν, σκοτώνουν τον Δόλωνα, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις τρωικές θέσεις, σκοτώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Αυτά τα περιστατικά της Ιλιάδας αποτελούν τον πυρήνα της τραγωδίας που εξετάζουμε.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Στα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη συγκαταλέγεται και ο «Ρήσος», που γι’ αυτόν διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου τραγικού ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από μια αρχαία μαρτυρία και στη νεώτερη εποχή έχουμε απόψεις και γνώμες που με επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι αυθεντικό. Παράλληλα όμως υπάρχουν και εργασίες της νεότατης φιλολογικής επιστήμης ή ακόμα στοιχεία και ενδείξεις, οι οποίες αποδεικνύουν αντίθετα τη γνησιότητα του έργου.
Παραθέτουμε συνοπτικά την υπέρ και κατά της γνησιότητας σχετική επιχειρηματολογία που αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της τεχνικής, της μετρικής κλπ., όσο και σ’ εκείνα του ύφους, των χαρακτήρων και της δομής του έργου.
Κανένας αρχαίος συγγραφέας ή γραμματικός δεν υπαινίσσεται πουθενά ότι ο «Ρήσος» είναι νόθος. Η μοναδική πληροφορία που εκφράζει αμφιβολίες για τη γνησιότητά του, είναι εκείνη που διασώθηκε στην πρώτη από τις δύο «Υποθέσεις» της τραγωδίας: «Τούτο το δράμα ένιοι νόθον υπενόησαν ως ουκ ον Ευριπίδου, τον γαρ Σοφόκλειον υποφαίνει χαρακτήρα».
Στη νεώτερη φιλολογία διάφοροι μελετητές του θέματος αρνούνται τη γνησιότητα, αντλώντας τα επιχειρήματά τους από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κείμενο.
Έτσι οι ελάχιστοι γνωμοδοτικοί στίχοι που υπάρχουν, η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή του προλόγου, οι δύο από μηχανής θεοί, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα.
Απέναντι σε όλα αυτά μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:
Υπάρχουν τρία σημεία στον Αριστοφάνη που μας οδηγούν στη βεβαιότητα σχεδόν, ότι ο κωμικός ποιητής γνωρίζει τον «Ρήσο» σαν έργο του Ευριπίδη και παρωδεί στίχους του κατά τη γνωστή του συνήθεια που έχει κυρίως στόχο τον μεγάλο τραγικό. Τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω:
Στους «Αχαρνείς», ο Χορός πέφτοντας πάνω στον Δικαιόπολη κραυγάζει: «Αυτός ο ίδιος είναι, αυτός. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα, βάρα του, βάρα του τον βρωμερό» (στ. 280 κε.). Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν σαν παρωδία εκείνων του «Ρήσου», όταν ο Χορός των Τρώων κυνηγάει τον Οδυσσέα φωνάζοντας: «Εε, εε. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπησέ (τον). Σκότωσε, σκότωσέ (τον). Ποιος είναι ο άντρας;» (στ. 675 κε.).
Στους «Αχαρνείς» επίσης ο στίχος όπου ο Λάμαχος έχει γυρίσει στη σκηνή και θρηνολογεί: «…Ω μαύρη συμφορά μου!» (στ.1203), παρωδεί προφανώς ανάλογο στίχο του Ηνίοχου στο «Ρήσο», όταν αυτός πληγωμένος θρηνεί το φόνο του αρχηγού του: «…βαριά συμφορά των Θρακών» (στ. 731).
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τον στίχο 840 των Βατράχων: «Αληθινά, παιδί θεάς του χωραφιού», που παρωδεί στο δεύτερο ημιστίχιο τον 974 στίχο του «Ρήσου»: «…τη θαλασσινή θεά».
Το ότι πρόκειται για παρωδία ευριπίδειου στίχου το βεβαιώνει κατηγορηματικά και ο Σχολιαστής: «Είρηται δ’ ο στίχος παρά τα Ευριπίδου, άληθες, ω παι της αρουραίας θεού».
Κάποιοι ανώνυμοι αρχαίοι κριτικοί αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα το έργου και η αμφιβολία τους αυτή αιτιολογείται με το Σοφόκλειο χαρακτήρα του δράματος. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Το πρώτο είναι η έλλειψη του πάθους, όπως τουλάχιστον το βρίσκουμε στη «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Εκάβη». Το δεύτερο οφείλεται στο γεγονός ότι η υπόθεση του «Ρήσου» είναι πιστή σχεδόν αντιγραφή των περιστατικών της «Δολώνειας» της Ιλιάδας. Είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης, αντίθετα από τον Σοφοκλή, διασκεύαζε ελεύθερα το επικό υλικό ή τους μύθους που χρησιμοποιούσε στα δράματά του και μια τέτοια πιστότητα φαίνεται ξένη στη θεατρική τεχνική του. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι το έργο γράφτηκε από τον ποιητή σε μια ηλικία που οπωσδήποτε ήταν ακόμα νέος (η πληροφορία αυτή παρέχεται από τον Κράτη), τότε ο Σοφόκλειος χαρακτήρας δικαιολογείται ως νόμιμη επίδραση της τεχνοτροπίας ενός μεγαλύτερου προκατόχου στο νεώτερο, που ακόμα δεν έχει διαμορφώσει οριστικά τη μορφή της τέχνης του.
Στην ίδια «Υπόθεση» έχουμε επίσης τη μαρτυρία ότι: «Εν μέντοι ταις διδασκαλίαις ως γνήσιον αναγέγραπται…». «Διδασκαλίες» ήταν οι κατάλογοι στους οποίους η πόλη καταχωρούσε τα ονόματα όσων λάβαιναν μέρος κάθε χρόνο σε δραματικούς αγώνες, τους νικητές, τους νικημένους, τα δράματά τους και τα σχετικά. Τέτοιους έγραψαν ο Αριστοτέλης, ο Καλλίμαχος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι. Κανένας όμως δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αμφιβολία για τη γνησιότητα του έργου.
Εξάλλου στον «Βίο» του Ευριπίδη αναφέρονται ως νόθες μόνο οι τραγωδίες «Τέννης», «Ροδάμανθυς», «Πειρίθους».
Η εξονυχιστική έρευνα, σύγκριση και παραβολή που κάνει ο Ritchie στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μετρική του «Ρήσου» και των άλλων τραγωδιών είναι αποκαλυπτική. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική τεχνική του Ευριπίδη, αδιαμόρφωτη κάπως, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική.
Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι τα εξωτερικά στοιχεία και οι σχετικές γνώμες ή μαρτυρίες δεν μπορούν να στηρίξουν μια ισχυρή άποψη που να αρνείται πειστικά τη γνησιότητα του έργου.
Εξετάζοντας τώρα τη δραματουργική υφή του «Ρήσου», το ήθος, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, καταλήγουμε σε μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα.
Η ζωηρή σκηνή του προλόγου όπου οι φρουροί ανήσυχοι και τρομαγμένοι ξυπνούν τον Έκτορα και του αναγγέλλουν τα νέα, δίνεται με γοργότητα και ρεαλισμό, δημιουργώντας μέσα σε λίγους στίχους ολοζώντανη την ατμόσφαιρα του αναστατωμένου νυχτερινού στρατοπέδου.
Η επεξεργασία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα των ομηρικών προσώπων, δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της Ιλιάδας, με μόνη εξαίρεση ίσως τον Αινεία που παρουσιάζεται κάπως πιο στοχαστής από ό,τι στο έπος, σε αντίθεση με την ασύνετη ορμητικότητα του Έκτορα. Ο Ρήσος, ο βάρβαρος Θρακιώτης αρχηγός, είναι γεμάτος κομπαστική βεβαιότητα για τη νίκη του, ένα ήθος, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο με τη βαρβαρική του καταγωγή. Ο αγώνας «λόγων» που γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Έκτορα, όχι τόσο «ρητορικός» όπως σε άλλες τραγωδίες του ίδιου, ανήκει στη γνώριμη ευριπίδεια τεχνική.
Η «αγγελική ρήση» του βοσκού αλλά και το μέρος του Ηνίοχου έχουν αδρότητα και δύναμη υποβολής καθόλου τυχαίες.
Τα χορικά εξάλλου, κυρίως το Γ' Στάσιμο, το τραγούδι της βάρδιας, στέκεται άνετα δίπλα στα καλύτερα λυρικά κομμάτια του ποιητή.
Τέλος οι δύο από μηχανής θεοί, η Αθηνά και η Μούσα, που εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο γνησιότητας, αφού η χρήση του από μηχανής θεού είναι χαρακτηριστική και συνηθισμένη στον Ευριπίδη.
Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Από την πληροφορία που μας δίνουν τα σχόλια των στίχων 527-531: «Κράτης αγνοείν φησί τον Ευριπίδην την περί τα μετάρσια θεωρίαν δια το νέον έτι είναι ότε τον Ρήσον εδίδασκε», και σύμφωνα με μια συνηθισμένη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν ιστορικούς υπαινιγμούς στα δράματα του Ευριπίδη, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το έργο μπορεί να διδάχτηκε γύρω στα 453, όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.
Πάντως η τραγωδία πρέπει να γράφτηκε στην πρώτη συγγραφική περίοδο του ποιητή, όπως υποθέτει ο Ritchie, δηλαδή ανάμεσα στο 455 και στο 440.
Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ «ΡΗΣΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ένα ακόμα επιχείρημα ότι ο «Ρήσος» είναι νόθο δημιούργημα του Ευριπίδη υπήρξε, όπως είπαν, και η έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας που αναπτύσσει. Νομίζουμε όμως ότι το τραγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του «Ρήσου», δηλαδή στην ύβρη που προκαλεί η αλαζονεία και στον τρόπο που κορυφώνεται.
Αυτής της αλαζονείας λοιπόν έχουμε τρεις διαδοχικές διαβαθμίσεις, που από πρόσωπο σε πρόσωπο αυξάνουν φτάνοντας σε μια εσωτερική κορύφωση για να δώσουν αμέσως τη θέση τους στην αντίδραση της «θεϊκής αρμονίας και του μέτρου», στο φόνο δηλαδή του Ρήσου.
Την πρώτη διαβάθμιση αποτελεί ο μονόλογος του Έκτορα (στιχ.56 κε.), όπου με κομπασμό ασυνήθιστο παραπονιέται γιατί νύχτωσε και η νικηφόρα ορμή του σταμάτησε αναγκαστικά.
Η δεύτερη διαβάθμιση είναι οι μεγαλαυχίες του Δόλωνα (στιχ.214-224) καθώς αυτός ξεκινάει για να κατασκοπεύσει τους Έλληνες. Η σιγουριά που δείχνει για την επιτυχία του είναι συγχρόνως υβριστική και παράλογη.
Η τρίτη διαβάθμιση αρχίζει, κορυφώνεται και τελειώνει στο μέρος του Ρήσου (στιχ.443-517). Εδώ ο Θρακιώτης αρχηγός κομπάζει μ’ έναν τέτοιο προκλητικό και κουφό τρόπο, που κι αυτός ο αλαζονικός Έκτορας, από αντίδραση ή δεισιδαίμονα φόβο, δείχνεται ρεαλιστής και μετριοπαθής. Σαν αντίρροπη δύναμη στην αυξανόμενη υπερβολή που πάνω από κάθε μέτρο διασαλεύει την τάξη του κόσμου, επέρχεται η τιμωρία με την εκμηδένιση του ενόχου. Ο υβριστής Ρήσος σκοτώνεται, έτσι τιμωρείται κι ο αλαζονικός Έκτορας και οι ενδόμυχες ίσως ελπίδες του, για μια τελειωτική νίκη πάνω στους Έλληνες, αφανίζονται.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος – Πάροδος του Χορού (στ. 1-51): Ο Χορός που τον αποτελούν Τρώες φρουροί μπαίνει βιαστικά από την πάροδο ανήσυχος και ταραγμένος. Ξυπνά τον κοιμισμένο Έκτορα και του αναγγέλλει ότι οι εχθροί έχουν ανάψει παντού φωτιές στους ναύσταθμους. Αυτό το φεγγοβόλημα πρέπει να σημαίνει κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό χρειάζεται γρήγορα να ετοιμαστούν οι Τρώες για μάχη.
Επεισόδιο Α' (στ. 52-223): Ο Έκτορας παραπονιέται για την κακή του τύχη, που τέλειωσε γρήγορα το φως της μέρας και τον ανάγκασε να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Κατηγορεί ακόμα και τους οιωνοσκόπους του που τον συμβούλευσαν να περιμένει. Βέβαιος τώρα ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μες στη νύχτα, αποφασίζει να τους επιτεθεί αμέσως. Στο
μεταξύ έρχεται ο Αινείας και ρωτάει ανήσυχος τι συμβαίνει. Μαθαίνοντας τους σκοπούς του Έκτορα, με συνετές συμβουλές τον αποτρέπει από το παράτολμο κι επικίνδυνο σχέδιό του της νυχτερινής επίθεσης και τον συμβουλεύει να στείλει κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα του φέρει, να πράξει. Πράγματι εκείνος δέχεται τις υποδείξεις του Αινεία και ζητάει κάποιον εθελοντή. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμβάνει ο Δόλων. Σαν ανταμοιβή πετυχαίνει να του υποσχεθεί ο αρχηγός του τα θαυμαστά και αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Εξηγεί μετά στο Χορό το τέχνασμα που θα μεταχειριστεί. Θα ρίξει πάνω του ένα τομάρι λύκου κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του φεύγει.
Στάσιμο Α' (στ. 224-263): Ο Χορός στην πρώτη στροφή επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα που είναι προστάτης της Τροίας. Τον παρακαλεί να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα. Στην πρώτη αντιστροφή και στη δεύτερη στροφή εύχεται την επιτυχία της αποστολής του κατασκόπου και υμνεί την πολύτιμη ανταμοιβή του, τα άλογα του Αχιλλέα. Θαυμάζει το μεγάλο του θάρρος και τον πατριωτισμό του. Στη δεύτερη αντιστροφή τον φαντάζεται να μπαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και να θριαμβεύει.
Επεισόδιο Β' (στ. 262-341): Καθώς τελειώνει ο Χορός το τραγούδι του φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός που αναγγέλλει στον Έκτορα ότι έρχεται ένας τρανός σύμμαχος. Ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊκό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό που φέρνει. Ο Έκτορας περιφρονητικά εκφράζει τη σκέψη ότι ο Ρήσος είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία έρχεται καθυστερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί μαζί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γι’ αυτό σκέφτεται να τον δεχθεί ψυχρά και να αρνηθεί τη βοήθειά του. Μεταπείθεται όμως από το Χορό και το βοσκό.
Στάσιμο Β' (στ. 342-388): Στην πρώτη στροφή και αντιστροφή ο Χορός εκφράζει πολύ μεγάλο θαυμασμό κι εμπιστοσύνη στη δύναμη του Ρήσου που τον βλέπει σαν ελευθερωτή. Στη δεύτερη στροφή και αντιστροφή, βέβαιος για τον οριστικό λυτρωμό της Τροίας, αποτέλεσμα της βοήθειας του Θρακιώτη αρχηγού, φαντάζεται τους χορούς και τις γιορτές που θα ακολουθήσουν, όταν οι Έλληνες κυνηγημένοι θα φεύγουν για την Ελλάδα. Στην επωδό που μπορεί να θεωρηθεί και υπόρχημα, καθώς μπαίνει μεγαλοπρεπής και φανταχτερός ο Ρήσος με τη συνοδεία του, ο Χορός θαυμάζει την κορμοστασιά του και τα λαμπερά όπλα, παρομοιάζοντάς τον με θεό που έρχεται να ανακουφίσει την Τροία.
Επεισόδιο Γ' (στ. 389-526): Ο Ρήσος χαιρετά τον Έκτορα φιλικά και του λέει για το σκοπό που ήρθε. Ο Έκτορας τον κατηγορεί για αχαριστία και αδιαφορία που φτάνει τα όρια της προδοσίας. Ο Θρακιώτης αρχηγός, δίκαια οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της μεγάλης του αργοπορίας. Πολεμούσε με τους Σκύθες, και με αλαζονική αυτοπεποίθηση τον βεβαιώνει ότι μέσα σε μια μέρα αυτός θα πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Τρώες σε δέκα χρόνια. Θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέλει να πολεμήσει μοναχός με το στρατό του κι αφού τους νικήσει, να μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Κατηγορεί τον Έκτορα για έλλειψη αντιδράσεων όταν αυτός εκφράζει τη γνώμη ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένος, αν ο πόλεμος τελειώσει. Ο αρχηγός των Τρώων του λέει έπειτα το σύνθημα και τον οδηγεί στο μέρος, όπου τελικά θα κατασκηνώσει με το θρακικό στράτευμά του.
Στάσιμο Γ' (στ. 527-564): Στη στροφή ο Χορός κοιτάζει το νυχτερινό ουρανό και βλέποντας ότι πέρασε πια η ώρα της δικής του σκοπιάς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν ύστερα από αυτόν. Είναι η σειρά των Λυκίων που έχουν την πέμπτη βάρδια. Στην Αντιστροφή ακούει το μακρινό λάλημα του αηδονιού που κελαηδεί στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, ακούει τις φλογέρες των βοσκών καθώς αυλίζουν στο βουνό της Ίδης τα κοπάδια τους. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα των φρουρών και κουρασμένοι φεύγουν για να ξυπνήσουν τους αντικαταστάτες τους.
Επεισόδιο Δ' (στ. 565-691): Στην άδεια σκηνή μπαίνουν με προφύλαξη ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Βαστούν τα λάφυρα που πήραν από το Δόλωνα: Τα όπλα του και το λυκοτόμαρο. Πλησιάζουν προσεκτικά τη σκηνή του Έκτορα. Σκοπός της επιδρομής τους είναι να τον σκοτώσουν. Καθώς δεν τον βρίσκουν, απογοητεύονται και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Διομήδη που θέλει να σκοτώσει τον Αινεία ή τον Πάρη. Τότε αμφανίζεται η Αθηνά και τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες, αν αυτός ζήσει ως την άλλη μέρα και πολεμήσει εναντίον τους. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα άλογά του. Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει τρέχοντας ο Πάρις να ειδοποιήσει τον αδελφό του Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή και την ομιλία της Αφροδίτης τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον. Ο Πάρις φεύγει ήσυχος. Πριν αποχωρήσει η θεά με δυνατή φωνή φωνάζει στον Οδυσσέα και τον Διομήδη να βιαστούν, γιατί οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν και τρέχουν καταπάνω τους.
Επιπάροδος (στ. 692-827): Μπαίνει ο Χορός κυνηγώντας τον Οδυσσέα που τον περικυκλώνει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των δολοφόνων του Ρήσου, ξεγλιστρά και φεύγει. Στη στροφή κι αντιστροφή που ακολουθούν, οι φύλακες συνειδητοποιούν σιγά – σιγά ότι αυτός που έφυγε ήταν ίσως ο Οδυσσέας. Τους κυριεύει φόβος γιατί πιστεύουν ότι ο Έκτορας θα τους θεωρήσει σαν μοναδικούς υπεύθυνους του κακού που έγινε.
Επεισόδιο Ε' (στ. 828-881): Ενώ ο Χορός κάνει όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, ακούγεται θρήνος και σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο πληγωμένος Ηνίοχος του Ρήσου που εξιστορεί τα γεγονότα του φόνου του αρχηγού του και κάνει υπαινιγμό πως όλα αυτά είναι έργα φίλων κι όχι εχθρών. Οι φρουροί προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Έρχεται οργισμένος ο Έκτορας και τους απειλεί με πολύ σκληρή τιμωρία, γιατί εξαιτίας τους έγινε ό,τι έγινε. Έντρομοι αυτοί τον βεβαιώνουν ότι έμειναν ξάγρυπνοι και προσεκτικοί. Ο λαβωμένος Ηνίοχος παρεμβαίνει και κατηγορεί με επιχειρήματα τον Έκτορα σαν αυτουργό του φόνου, επειδή ήθελε να αποκτήσει τα άλογα του Ρήσου. Εκείνος αντικρούει την κατηγορία κι αρχίζει να υποθέτει σχεδόν με βεβαιότητα μήπως δράστης αυτών ήταν ο Οδυσσέας. Ο Ηνίοχος δεν παραδέχεται την άποψη αυτή κι εύχεται να πέθαινε στην πατρίδα του. Τέλος πείθεται να τον μεταφέρουν στην Τροία, όπου θα του περιποιηθούν το τραύμα. Ακόλουθοι του Έκτορα τον παίρνουν και φεύγουν.
Έξοδος (στ.889-995): Καθώς ο Χορός θλιμμένος απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων, εμφανίζεται από ψηλά η Μούσα κρατώντας το σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρώες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της, και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη που τον σκότωσαν και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του. Έπειτα εξιστορεί πώς γεννήθηκε, πώς ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Ρήσος. Ο Έκτορας εκφράζει τη λύπη του και προθυμοποιείται να θάψει τιμητικά τον Θρακιώτη αρχηγό. Η Μούσα όμως προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμονα, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει το θάνατο του Αχιλλέα. Τέλος, θρηνώντας για τις συμφορές που φέρνει ο θάνατος των παιδιών στους γονείς, αποσύρεται. Ο Έκτορας δίνει εντολή στο Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώες να ετοιμαστούν για επίθεση. Κι ο Χορός φεύγει με την ευχή ο θεός να τους χαρίσει τη νίκη μαζί με το φως της ημέρας που έρχεται.
ΤΡΩΑΔΕΣ
Γραμμένη το 415 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, συχνά θεωρείται σχολιασμός στην κατάληψη της Μήλου και την εν συνεχεία σφαγή και υποταγή του πληθυσμού της από τους Αθηναίους νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. To 415 π.Χ. ήταν επίσης η χρονιά της σκανδαλώδους βεβήλωσης των ερμών και της δεύτερης εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία, γεγονότα που επίσης μπορεί να επηρέασαν τον συγγραφέα.
Τριλογία
Οι Τρωάδες ήταν η τρίτη τραγωδία μιας τριλογίας, που αναφέρεται στον Τρωικό Πόλεμο. Η πρώτη τραγωδία, Αλέξανδρος ως θέμα είχε την αναγνώριση του πρίγκιπα της Τροίας Πάρι, που είχε εγκαταλειφθεί μωρό από τους γονείς του και ξαναβρέθηκε στην εφηβεία. Η δεύτερη τραγωδία Παλαμήδης αναφέρεται στην κακομεταχείρηση από τους Ελληνες του συμπατριώτη τους Παλαμήδη. Αυτή η τριλογία παρουσιάστηκε στα Διονύσια μαζί με το σατυρικό δράμα Σίσυφος. Οι υποθέσεις αυτής της τριλογίας δεν συνδέονται μεταξύ τους, όπως εκείνες της Ορέστειας του Αισχύλου. Ο Ευριπίδης δεν ευνοούσε τέτοιες συνδεδεμένες τριλογίες.
Ο Ευριπίδης για το έργο αυτό κέρδισε το δεύτερο βραβείο, χάνοντας από τον αφανή τραγικό Ξενοκλή.
Οι τέσσερις Τρωάδες γυναίκες του έργου είναι οι ίδιες που εμφανίζονται στο τελευταίο βιβλίο της Ιλιάδας, θρηνώντας πάνω από το πτώμα του Εκτορα. Της ίδιας περίπου εποχής είναι και η Εκάβη, άλλο έργο του Ευριπίδη. Η τραγωδία αυτή περιέχει πλείστα επεισόδια από την άλωση της Τροίας αλλά και από τις συμφορές που επήλθαν στην οικογένεια του Πριάμου και κατ΄ επέκταση των Τρώων.
Υπόθεση
Το έργο του Ευριπίδη παρακολουθεί την τύχη των γυναικών της Τροίας, αφού η πόλη τους είχε λεηλατηθεί, οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί και οι οικογένειές τους που απέμειναν πρόκειται να παρθούν ως σκλάβες. Εντούτοις ξεκινά με τους θεούς Αθηνά και Ποσειδώνα να αναζητούν τρόπους για να τιμωρήσουν τον Ελληνικό στρατό, για την απαγωγή της Κασσάνδρας, μεγαλύτερης κόρης του Βασιλιά Πρίαμου και της Βασίλισσας Εκάβης, Οσα ακολουθούν δείχνουν πόσο οι Τρωαδίτισσες έχουν υποφέρει.Ο Ελληνας Ταλθύβιος φτάνει για να πει στην εκθρονισμένη βασίλισσα Εκάβη τι περιμένει αυτή και τα παιδιά της. Την Εκάβη θα την πάρει ο Οδυσσέας και η κόρη της Κασσάνδρα προορίζεται να γίνει παλλακίδα του νικητή Αγαμέμνονα.Προβλέπει ότι όταν θα φθάσουν στο Άργος η πικραμένη γυναίκα του νέου κυρίου της, η Κλυταιμνήστρα, θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και αυτόν. Φθάνει η χήρα πριγκίπισσα Ανδρομάχη και η Εκάβη μαθαίνει από αυτήν ότι η νεότερη κόρη της Πολυξένη έχει σκοτωθεί θυσιαζόμενη στον τάφο του Αχιλλέα. Στην Ανδρομάχη έλαχε να γίνει παλλακίδα του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου και φοβερότερα νέα πρόκειται να φτάσουν για τη βασιλική οικογένεια. Ο Ταλθύβιος διστακτικά την πληροφορεί ότι το βρέφος της, ο Αστυάνακτας, έχει καταδικασθεί σε θάνατο. Η Ελένη, αν και όχι γυναίκα της Τροίας, αναμένεται να υποφέρει εξ ίσου. Ο Μενέλαος φθάνει για να την πάρει μαζί του στην Ελλάδα, όπου την περιμένει καταδίκη σε θάνατο. Η Ελένη εκλιπαρεί το σύζυγό της να της χαρίσει τη ζωή και αυτός φαίνεται αποφασισμένος να τη σκοτώσει, αλλά ο χορός γνωρίζει ότι θα την αφήσει να ζήσει και θα την πάρει μαζί του. Οχι μόνο αποκαλύπτεται στο τέλος του έργου ότι ζει, αλλά στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος θα μάθει πως η μυθική ομορφιά της Ελένης της χάρισε τη συγχώρεση.
Στο τέλος ο Ταλθύβιος επιστρέφει φέρνοντας μαζί του το πτώμα του μικρού Αστυάνακτα πάνω στην ασπίδα του Εκτορα. Επιθυμία της Ανδρομάχης ήταν να θάψει η ίδια το παιδί της, εκτελώντας τις πρέπουσες τελετουργίες σύμφωνα με τα έθιμα της Τροίας, αλλά το πλοίο της είχε ήδη αναχωρήσει. Ο Ταλθύβιος δίνει το άψυχο σώμα στην Εκάβη, που προετοιμάζει το σώμα του εγγονού της για την ταφή, πριν τελικά αναχωρήσουν με τον Οδυσσέα.
Το έργο τη νεότερη εποχή
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ έγραψε μια εκδοχή, που παραμένει κατά μέγα μέρος πιστή στο αρχικό κείμενο. Προσθέτει κεκαλυμμένες αναφορές στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό στην Ασία και μικρότερη έμφαση σε κοινά υπαρξιακά θέματα. Ο Ισραηλινός θεατρικός συγγραφέας Χάνοχ Λέβιν έγραψε επίσης τη δική του εκδοχή του έργου, προσθέτοντας περισσότερο τρομερές σκηνές και αηδιαστικές λεπτομέρειες.
Το ΄Las Troyanas΄, μία Μεξικάνικη ταινία του 1963 σε σκηνοθεσία του βραβευμένου Μεξικανού σκηνοθέτη Σέρχιο Βεγιάρ και διασκευή του συγγραφέα Μιγκουέλ Αγγέλ Γκαριμπάι και του ίδιου του Σέρχιο Βεγιάρ, παρέμεινε πιστό στο κείμενο. Πρωταγωνιστεί η Οφήλια Γκιλμάιν ως Εκάβη με ασπρόμαυρη φωτογραφία του Αγκουστίν Χιμένεθ.
Ο Ελληνας σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης χρησιμοποίησε το έργο του Ευριπίδη (στην περίφημη μετάφραση της Έντιθ Χάμιλτον) ως βάση για την ομώνυμη ταινία του το 1971. Στο έργο πρωταγωνιστούσαν η Αμερικανίδα ηθοποιός Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, οι Βρετανοί Βανέσα Ρεντγκρέιβ και Μπράιαν Μπλεσντ ως Ανδρομάχη και Ταλθύβιος, η Γαλλοκαναδή ηθοποιός Ζενεβιέβ Μπιζολντ ως Κασσάνδρα, η Ελληνίδα ηθοποιός Ειρήνη Παππά ως Ελένη και ο Πάτρικ Μαγκί, ηθοποιός γεννημένος στη Βόρεια Ιρλανδία, ως Μενέλαος.
Αλλη ταινία βασισμένη στο έργο κυκλοφόρησε το 2004, σκηνοθετημένη από το Μπραντ Μέιζ. Η παραγωγή στην πραγματικότητα ήταν μια ταινία ντοκουμέντο της θεατρικής παραγωγής, που ο Μέιζ σκηνοθέτησε για την Αρκ Θίατερ Κόμπανι το 2003. Ενόψει της αναμενόμενης με πολυμέσα παραγωγής του για το ΄΄Κουρδιστό Πορτοκάλι΄΄ ο Μέιζ χρησιμοποίησε μια οριακή προσέγγιση με πολυμέσα, ανοίγοντας το έργο με ένα ψεύτικο ρεπορτάζ του CNN με πρόθεση να αναφερθεί στον σε εξέλιξη τότε πόλεμο στο Ιράκ.
Ο Τσαρλς Μήη διασκεύασε τις ΄Τρωάδες΄ ώστε να έχουν μια πιο σύγχρονη επικαιροποιημένη άποψη για τον πόλεμο. Περιέλαβε πρωτότυπες συνεντεύξεις με επιζώντες του Ολοκαυτώματος και της Χιροσίμα. Το έργο του ονομάζεται ΄Τρωάδες 2.0΄.
Η Σέρι Τέπερ διασκεύασε τις ΄Τρωάδες΄ στο φεμινιστικής επιστημονικής φαντασίας μυθιστόρημά της ΄Η Πύλη της Χώρας των Γυναικών΄.
Απόσπασμα (1294-1332)
ΕΚ. ὀττοτοτοτοτοῖ. [αντ. α]
1295λέλαμπεν Ἴλιος Περ-
γάμων τε πυρὶ καταίθεται τέραμνα
καὶ πόλις ἄκρα τε τειχέων.
ΧΟ. πτέρυγι δὲ καπνὸς ὥς τις οὐ-
ρίᾳ πεσοῦσα δορὶ καταφθίνει γᾶ.
1300μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα
δαΐῳ τε λόγχᾳ.
ΕΚ. ἰὼ γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων. [στρ. β]
ΧΟ. ἒ ἔ.
ΕΚ. ὦ τέκνα, κλύετε, μάθετε ματρὸς αὐδάν.
ΧΟ. ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύεις.
1305ΕΚ. γεραιά τ᾽ ἐς πέδον τιθεῖσα μέλε᾽ ‹ἐμ›ὰ
καὶ χερσὶ γαῖαν κτυποῦσα δισσαῖς.
ΧΟ. διάδοχά σοι γόνυ τίθημι γαίᾳ
τοὺς ἐμοὺς καλοῦσα νέρθεν
ἀθλίους ἀκοίτας.
1310ΕΚ. ἀγόμεθα, φερόμεθ᾽… ΧΟ. ἄλγος ἄλγος βοᾷς.
ΕΚ. δούλειον ὑπὸ μέλαθρον… ΧΟ. ἐκ πάτρας γ᾽ ἐμᾶς.
ΕΚ. ἰώ.
Πρίαμε Πρίαμε, σὺ μὲν ὀλόμενος
ἄταφος ἄφιλος
ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ.
1315ΧΟ. μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε
θάνατος ὅσιος ἀνοσίαις σφαγαῖσιν.
ΕΚ. ἰὼ θεῶν μέλαθρα καὶ πόλις φίλα, [αντ. β]
ΧΟ. ἒ ἔ.
ΕΚ. τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα δορός τε λόγχαν.
ΧΟ. τάχ᾽ ἐς φίλαν γᾶν πεσεῖσθ᾽ ἀνώνυμοι.
1320ΕΚ. κόνις δ᾽ ἴσα καπνῷ πτέρυγι πρὸς αἰθέρα
ἄιστον οἴκων ἐμῶν με θήσει.
ΧΟ. ὄνομα δὲ γᾶς ἀφανὲς εἶσιν· ἄλλᾳ δ᾽
ἄλλο φροῦδον, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστιν
ἁ τάλαινα Τροία.
1325ΕΚ. ἐμάθετ᾽, ἐκλύετε; ΧΟ. περγάμων ‹γε› κτύπον.
ΕΚ. ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις… ΧΟ. ἐπικλύσει πόλιν.
ΕΚ. ἰώ.
τρομερὰ τρομερὰ μέλεα, φέρετ᾽ ἐ-
μὸν ἴχνος· ἴτ᾽ ἐπὶ [τάλαιναν]
1330δούλειον ἁμέραν βίου.
ΧΟ. ἰὼ τάλαινα πόλις· ὅμως δὲ
πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν.
✦✦✦✦
ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!
Φλόγες, φλόγες το Ίλιο τρώνε,
τριγυρνούν παντού οι φωτιές,
στα στεφάνια ορμούν του κάστρου,
ζώνουν των σπιτιών σκεπές,
μας ρημάζουν τα παλάτια
—συφορά!—
με τις λόγχες συντροφιά
των οχτρώνε.
ΧΟΡ. Κονταροπαρμένη
πάει η χώρα, πάει·
σαν καπνός
1300που άνεμος τον παίρνει και σκορπάει.
Η Εκάβη πέφτει κατάχαμα και χτυπά τη γη.
ΕΚΑ. Γη, των παιδιών μου τροφέ!
ΧΟΡ. Συφορά!
ΕΚΑ. Νιώστε, παιδιά μου, της μάνας σας είναι η φωνή.
ΧΟΡ. Με μοιρολόι τους νεκρούς απ᾽ τον Άδη, απ᾽ τον Άδη καλείς.
ΕΚΑ. Ναι, και τα γέρικα μέλη στο χώμ᾽ ακουμπώ·
ναι, και τη γη με τα δυο μου τα χέρια χτυπώ.
Οι γυναίκες πέφτουν χάμω κι αυτές και χτυπούν τη γη.
ΧΟΡ. Νά, γονατίζω κι εγώ και τον άντρα μου
κράζω, καλώ
μέσ᾽ απ᾽ τον κόρφο της γης.
ΕΚΑ. Μας ξεσηκώνουν, μας παίρνουνε…
1310ΧΟΡ. Ω, πόνο η φωνή σου γεμάτη.
ΕΚΑ. προς της σκλαβιάς μας τη στέγη…
ΧΟΡ. στα ξένα, μακριά απ᾽ την πατρίδα.
ΕΚΑ. Ω!
Πρίαμε, χάθηκες άταφος, πλάι σου δεν είναι οι δικοί σου
κι ούτε που ξέρεις εγώ τί τραβώ.
ΧΟΡ. Θάνατος όσιος τον έχει αναπάψει,
όσο κι αν ήταν ανόσια η σφαγή.
Όλες σηκώνονται και κοιτάζουν κατά την πόλη.
ΕΚΑ. Χώρ᾽ ακριβή κι ω ναοί,
ΧΟΡ. Συφορά!
ΕΚΑ. φλόγα σάς τρώει φονική και κοντάρι του οχτρού.
ΧΟΡ. Θα σωριαστείτε στη γη μας κι ούτ᾽ όνομα θα ᾽χετε πια.
1320ΕΚΑ. Όπως σκεπάζει τα ουράνια καπνός φτερωτός,
όμοια και η σκόνη θα κρύψει το σπίτι μου, νά.
ΧΟΡ. Και θα χαθεί και της χώρας μας τ᾽ όνομα,
όλα χαμός,
Τροία δεν έχουμε πια.
Το κάστρο σωριάζεται.
ΕΚΑ. Νιώσατε, ακούσατε τίποτα;
ΧΟΡ. Ο κρότος του κάστρου που πέφτει.
ΕΚΑ. Ένας σεισμός πέρα ώς πέρα…
ΧΟΡ. θα κρύψει σαν κύμα την πόλη.
Ακούγονται σάλπιγγες· οι στρατιώτες πλησιάζουν τις γυναίκες.
ΕΚΑ. Ω!
Δόλιο κορμί μου που τρέμεις, οδήγα το βήμα μου, οδήγα·
1330πάμε ν᾽ αρχίσω ζωή της σκλαβιάς.
ΧΟΡ. Άμοιρη Τροία μας, γλυκιά μου πατρίδα.
Στων Αχαιών τα καράβια τραβώ.
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.
Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης ενώ μεταφέρονται νεκροί κατά την διάρκεια της μάχης. Εικονογράφηση του Alfred Church (1897).
ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ
Οι Φοίνισσες είναι έργο ομόθεμο με τους Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου (Κείμενο 61). Στο επίκεντρο και των δυο έργων βρίσκεται η διαμάχη των γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, για τον θρόνο της Θήβας, η οποία θα τερματιστεί με τον θάνατο και των δύο. Στον Αισχύλο τα δυο αδέλφια δεν συναντώνται ποτέ πριν από τη μοιραία μονομαχία στην έβδομη πύλη της επτάπυλης Θήβας. Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας εν μέρει τον Στησίχορο (Κείμενο 39), μεταπλάθει τον μύθο και εισάγει μια -ατελέσφορη τελικά- προσπάθεια της Ιοκάστης να συμφιλιώσει, την ύστατη στιγμή, τους δυο γιους της. Χάρη στην πρωτοβουλία της, ο Πολυνείκης, ο οποίος στους Επτά είναι απλώς ένα όνομα στα στόματα των άλλων, που τον παρουσιάζουν με τα μελανότερα χρώματα, έρχεται στη Θήβα. Με τον τρόπο αυτό ο Ευριπίδης διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για τον ἀγώνα λόγων (Κείμενο 72, Εισαγωγικό σημείωμα), για τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος καταλληλότερους αντιπάλους από τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο αγώνας λόγων των Φοινισσών,στον οποίο, εκτός από τους δύο αδελφούς, συμμετέχει και η Ιοκάστη, και μάλιστα όχι με την ουδετερότητα του κριτή αλλά με το πάθος και την αγωνία του άμεσα ενδιαφερόμενου, είναι αριστοτεχνικός. Όχι άδικα έχει γραφεί ότι αν μιμήθηκαν μεταγενέστεροι τις Φοίνισσες, τις μιμήθηκαν κυρίως για τη σκηνή του αγώνα. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται απ᾽ αυτή τη σκηνή. Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκεκριμένη περικοπή και για τον λόγο ότι απηχούνται ευκρινώς προβληματισμοί και αναζητήσεις της εποχής, κυρίως από τη διδασκαλία κάποιων σοφιστών.
Η Ιοκάστη κατηγορεί τους γιους της.Velyn, Philippus, 1816, χαλκογραφία. Η Ιοκάστη κατηγορεί τους γιους της, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, τείνοντας προς αυτούς με ένταση το δεξί χέρι της. Με το αριστερό καλύπτει προστατευτικά τη γονατιστή Αντιγόνη που την αγκαλιάζει. Δεξιά της Ιοκάστης η Ισμήνη, κι αυτή γονατιστή, είναι στραμμένη προς τον τοίχο, δηλώνοντας από τη μια τη θλίψη της κι από την άλλη την αποστασιοποίησή της από τα γεγονότα. Αριστερά τα δύο αδέλφια. Ο ένας ετοιμάζεται να τραβήξει το ξίφος του, ο δεύτερος το κρατά ήδη στο χέρι, ενώ κοιτάζονται με μίσος. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1900,1231.669 © Trustees of the British Museum
Απόσπασμα ( 469- 525 )
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ,
0κοὐ ποικίλων δεῖ τἄνδιχ᾽ ἑρμηνευμάτων·
ἔχει γὰρ αὐτὰ καιρόν· ὁ δ᾽ ἄδικος λόγος
νοσῶν ἐν αὑτῷ φαρμάκων δεῖται σοφῶν.
ἐγὼ δὲ πατρὸς δωμάτων προυσκεψάμην
τοὐμόν τε καὶ τοῦδ᾽, ἐκφυγεῖν χρῄζων ἀρὰς
ἃς Οἰδίπους ἐφθέγξατ᾽ εἰς ἡμᾶς ποτε·
ἐξῆλθον ἔξω τῆσδ᾽ ἑκὼν αὐτὸς χθονός,
δοὺς τῷδ᾽ ἀνάσσειν πατρίδος ἐνιαυτοῦ κύκλον,
ὥστ᾽ αὐτὸς ἄρχειν αὖθις ἀνὰ μέρος λαβὼν
καὶ μὴ δι᾽ ἔχθρας τῷδε καὶ φθόνου μολὼν
κακόν τι δρᾶσαι καὶ παθεῖν, ἃ γίγνεται.
ὁ δ᾽ αἰνέσας ταῦθ᾽ ὁρκίους τε δοὺς θεοὺς
ἔδρασεν οὐδὲν ὧν ὑπέσχετ᾽, ἀλλ᾽ ἔχει
τυραννίδ᾽ αὐτὸς καὶ δόμων ἐμὸν μέρος.
καὶ νῦν ἕτοιμός εἰμι τἀμαυτοῦ λαβὼν
στρατὸν μὲν ἔξω τῆσδ᾽ ἀποστεῖλαι χθονός,
οἰκεῖν δὲ τὸν ἐμὸν οἶκον ἀνὰ μέρος λαβὼν
καὶ τῷδ᾽ ἀφεῖναι τὸν ἴσον αὖθις ‹εἰς› χρόνον,
καὶ μήτε πορθεῖν πατρίδα μήτε προσφέρειν
πύργοισι πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις,
ἃ μὴ κυρήσας τῆς δίκης πειράσομαι
δρᾶν. μάρτυρας δὲ τῶνδε δαίμονας καλῶ
ὡς πάντα πράσσων σὺν δίκῃ δίκης ἄτερ
ἀποστεροῦμαι πατρίδος ἀνοσιώτατα.
ταῦτ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα, μῆτερ, οὐχὶ περιπλοκὰς
λόγων ἀθροίσας εἶπον ἀλλὰ καὶ σοφοῖς
καὶ τοῖσι φαύλοις ἔνδιχ᾽, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
ΧΟΡΟΣ
ἐμοὶ μέν, εἰ καὶ μὴ καθ᾽ Ἑλλήνων χθόνα
τεθράμμεθ᾽, ἀλλ᾽ οὖν ξυνετά μοι δοκεῖς λέγειν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
εἰ πᾶσι ταὐτὸ καλὸν ἔφυ σοφὸν θ᾽ ἅμα,
οὐκ ἦν ἂν ἀμφίλεκτος ἀνθρώποις ἔρις·
νῦν δ᾽ οὔθ᾽ ὅμοιον οὐδὲν οὔτ᾽ ἴσον βροτοῖς
πλὴν ὀνομᾶσαι· τὸ δ᾽ ἔργον οὐκ ἔστιν τόδε.
ἐγὼ γὰρ οὐδέν, μῆτερ, ἀποκρύψας ἐρῶ·
ἄστρων ἂν ἔλθοιμ᾽ αἰθέρος πρὸς ἀντολὰς
καὶ γῆς ἔνερθε, δυνατὸς ὢν δρᾶσαι τάδε,
τὴν θεῶν μεγίστην ὥστ᾽ ἔχειν Τυραννίδα.
τοῦτ᾽ οὖν τὸ χρηστόν, μῆτερ, οὐχὶ βούλομαι
ἄλλῳ παρεῖναι μᾶλλον ἢ σῴζειν ἐμοί·
ἀνανδρία γάρ, τὸ πλέον ὅστις ἀπολέσας
τοὔλασσον ἔλαβε. πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αἰσχύνομαι
ἐλθόντα σὺν ὅπλοις τόνδε καὶ πορθοῦντα γῆν
τυχεῖν ἃ χρῄζει· ταῖς γὰρ ἂν Θήβαις τόδε
γένοιτ᾽ ὄνειδος εἰ Μυκηναίου δορὸς
φόβῳ παρείην σκῆπτρα τἀμὰ τῷδ᾽ ἔχειν.
χρῆν δ᾽ αὐτὸν οὐχ ὅπλοισι τὰς διαλλαγάς,
μῆτερ, ποιεῖσθαι· πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος
ὃ καὶ σίδηρος πολεμίων δράσειεν ἄν.
ἀλλ᾽, εἰ μὲν ἄλλως τήνδε γῆν οἰκεῖν θέλει,
ἔξεστ᾽· ἐκείνο δ᾽ οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι–
ἄρχειν παρόν μοι, τῷδε δουλεύσω ποτέ;
πρὸς ταῦτ᾽ ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα,
ζεύγνυσθε δ᾽ ἵππους, πεδία πίμπλαθ᾽ ἁρμάτων,
ὡς οὐ παρήσω τῷδ᾽ ἐμὴν τυραννίδα.
εἴπερ γὰρ ἀδικεῖν χρή, τυραννίδος πέρι
κάλλιστον ἀδικεῖν, τἄλλα δ᾽ εὐσεβεῖν χρεών.
✦✦✦✦
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ο λόγος της αλήθειας είναι απλός -περίπλοκα
σοφίσματα το δίκαιο δεν χρειάζεται· μιλά από μόνο του.470
Ο άδικος λόγος, που νοσεί, χρειάζεται φάρμακα σοφά.
Εγώ με μόνην έγνοια του οίκου μας το μέλλον,
αλλά και αυτού και το δικό μου, να αποφύγω θέλησα
τις κατάρες που εξαπέλυσε εναντίον μας ο Οιδίπους·475
και εκούσια εξορίστηκα απ᾽ τη χώρα, παραδίνοντας
σε αυτόν την εξουσία, να κυβερνήσει για ένα χρόνο
και ύστερα να αναλάβω εγώ με τη σειρά μου,
για να μην πέσει έχθρα ή φθόνος μεταξύ μας
και πράξω ή πάθω τίποτε κακό, καθώς συμβαίνει πάντα.480
Αλλά αυτός, ενώ σε όλα με όρκο συμφώνησε,
πατώντας την υπόσχεσή του, ακόμα νέμεται
και το δικό μου μέρος απ᾽ την εξουσία
κι απ᾽ την περιουσία μας. Ωστόσο, είμαι έτοιμος και τώρα,
αν πάρω πίσω ό,τι μου ανήκει, να απομακρύνω
από τη χώρα το στρατό και να επιστρέψω εδώ,485
παραχωρώντας και σε αυτόν το δίκαιο μερίδιό του.
Και υπόσχομαι μήτε την πόλη να εκπορθήσω μήτε
σκάλες στα τείχη να στηρίξω, και να ανακαλέσω ευθύς
όσα απειλώ να πράξω, αν δεν μου αποδοθεί δικαιοσύνη.490
Μάρτυρες τους θεούς καλώ πως δίκαια ενεργώ
και πως στερούμαι την πατρίδα μου άδικα. Μητέρα,
τα είπα όλα απλά, όπως είναι, δίχως λόγια
περίπλοκα, δίκαια για την κρίση των σοφών495
αλλά και των ανόητων, όπως εγώ νομίζω.
ΧΟΡΟΣ
Εγώ, και ας μη μεγάλωσα σε χώρα ελληνική,
διακρίνω, μολαταύτα, σύνεση στα λόγια σου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν για όλους ταυτιζόταν το ωραίο με το σοφό,
λογομαχίες τους ανθρώπους δεν θα χώριζαν·500
αλλά τίποτε δεν είναι ίσο ούτε όμοιο για όλους
παρά μόνο στα λόγια -από τα έργα πόρρω απέχει.
Κι εγώ απροκάλυπτα, μητέρα, θα μιλήσω:
λοιπόν, εγώ θα έφθανα, αν μου ήταν δυνατό,
ώς και στων αστεριών το θόλο και ώς τα έγκατα της γης,505
για να μη στερηθώ την εξουσία, τη μέγιστη θεά.
Αυτόν το θησαυρό, μητέρα μου, για μένα τον κρατώ,
δεν τον χαρίζω κανενός. Είναι άναντρο να χάσεις το πολύ
και να επαναπαυθείς στο λίγο· όπως αναίσχυντο510
θεωρώ που τώρα ήρθε αυτός αρματωμένος
να εκπορθήσει αυτή τη γη, για να ανακτήσει
ό,τι του ανήκει. Τι ταπείνωση, στ᾽ αλήθεια, θα ήταν
και για τη Θήβα, αν από φόβο μπρος στην απειλή
του μυκηναίου στρατού τα σκήπτρα παρατούσα,
για να τα πάρει αυτός! Δεν έπρεπε ένοπλος, μητέρα,515
για συμφιλίωση να μιλάει, αφού ο λόγος πετυχαίνει
και όσα τα όπλα ενός εχθρού μπορούν. Αν με άλλους όρους
εδώ θέλει να κατοικήσει, έχει την άδεια. Όσο έχω δύναμη
την εξουσία να κρατώ, να γίνω εγώ υπήκοός του;520
Λοιπόν, φωτιές ανάψτε, τα σπαθιά τραβήξτε, ζέψτε
τα άλογα, την πεδιάδα πλημμυρίστε με στρατό
-εγώ δεν πρόκειται την εξουσία να του παραδώσω.
Και αν χρειαστεί γι᾽ αυτήν το άδικο να πράξω,
υποχωρώ στην ωραιότερη αδικία· ευσέβεια
διαθέτω όσην χρειάζεται για όλα τα υπόλοιπα.525
Μετάφραση : Ν. Χουρμουζιάδης
Διαμάχη Ετεοκλή Πολυνείκη. Μπρούτζινος ετρουσκικός καθρέφτης, περίπου 500 π.Χ. Ο Ετεοκλής (Evzicle) και ο Πολυνείκης (Fulnice), καθώς αντιμάχονται. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1847,0909.2 © Trustees of the British Museum
πηγές
ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ http://www.greek-language.gr/
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου