Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια…
Θωμάς Γκόρπας
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια…
Θωμάς Γκόρπας
Μανόλης Αναγνωστάκης - Εποχές 2
IIIΈτσι όπως πια δεν το αποφάσιζες να φύγεις
Για κάθε πίκρα σου μη νιώθοντας οδύνη
Για κάποια δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμα
Για μιαν αρρώστια σου παλιά μη λογαριάζεις
Σκυμμένος πάλι μες στη νύχτα χωρίς λάμπα
Κάτω απ’ τις στέγες τις νεκρές της πολιτείας
Προσμένοντας μια Αυγή που σου ’χαν τάξει
Χρόνια ταξίδεψες διψώντας κάποιο γράμμα
-Μέσα σου πλήθος τ’ αμαρτήματα, τις τύψεις-
Με μια σβησμένη νοσηρή χρονολογία
Κι ούτε κανείς πια δε μ’ αντάμωσε σαν πρώτα
(Ούτε κανείς, αλήθεια, πρόσμενε να φέξει)
Έτσι όπως έμεινα κι εγώ τότε μια νύχτα
Ξένος ολότελα κι απ’ όλους ξεχασμένος
Με τη δική σου μοναχά τη συντροφιά
-Με σένα τόσα χρόνια μακριά μου-
Ξένος πολύ μέσα σε τούτο το παλιό το καφενείο
Έτσι όπως έμεινα μονάχος κάποια νύχτα
Μέσα σε τούτο το παλιό το καφενείο
Στο νυσταγμένο καφενείο όλη τη νύχτα
Στου Πειραιά, νύχτα, το βρόμικο λιμάνι
Καφενείο τη νύχτα, Βαν Γκογκ |
Τα τασάκια
τα πιατάκια
τα φλιτζάνια
αναλήφθηκαν
τα πήρε η άχνα του καφέ.
Σωριάστηκαν με πάταγο
στον ουρανό.
Βάσος Γερμενής - Υπαίθριο καφενείο |
Nίκος Εγγονόπουλος - Καφφενεία και κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα
οι ταξιδιώτες ήρθαν κι’ έφυγαν
κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του
ίδιου πάθους
υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου
και μπροστά τους ν’ απλώνωνται όσο παίρνει το μάτι
κι’ η καρδιά
τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα
να μπλέχουν στα κατάρτια τους
να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους
ναν τους σφυράν κρυφά μέσα στ’ αυτί με τη μπουρού
την ίδια οδύνη
λες ένα κίτρινο χρυσό
λαμπερό
να βάψη αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο
που το τρυπούν σκληρά
τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων
τα νυσταγμένα φώτα μιας αξιοδάκρυτης ―ιδανικής―
πορνείας
και της ψωριάρικιας γκαμήλας το νυσταλέο «che vuoi ?»
λες ;
σκέψου πως είν’ αδύνατο
πως είναι κι’ απολύτως περιττό να ξεφωνίσης και να πης
όλη τούτη τη φλόγα
όπου τρώει τα σωθικά σου
και την κρατάς
ε, συ !
τόσο καλά
τόσο σφιχτά
τόσο βαθειά φυλακισμένη
μέσα σου
οι ταξιδιώτες λες εφύγαν ήρθανε
ελύσανε τα μάγια
λύσανε τις πριμάτσες
που τους κρατούσανε δεμένους στο μουράγιο
; δεν είταν
ένας χορός ευγενικά θλιμμένος
όλες τούτες οι εξάρσεις των νοσταλγών
που σβει το κύμα
ως δαγκάνει λυσσαγμένο
των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ ;
των πεύκων που εμεταμφιέστηκαν μόνο γι’ απόψε
μόνο
για να γενούν κομήτες ;
ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του
λέει:
«εσύ ‘σαι
ο νέος προφήτης
μέσα στην τάφρο των δικών σου λιονταριών»
The Night Cafe in the Place Lamartine in Arles by Vincent Van Gogh |
Μάνος Ελευθερίου - Στο νεκρό καφενείο
Διασχίζει το νεκρό καφενείο με τον αέρα του κόσμου.
Κρυστάλλινα τα μαλλιά της και τα πόδια ηλεκτρισμένα.
Μου είπε κάτι που ήταν για άλλον πριν από χρόνια-
ίσως απάντηση σε κείνον που με παρότρυνε
να μάθω πιάνο.
Τα χέρια του, άκουσα τα χέρια του παιδιού
είναι φτιαγμένα για πιάνο.
Κάπνιζε αρρώστιες και χόρτο της αγάπης.
Η φθορά ξεκολλούσε απ’ το σώμα σοβάδες.
T.S. Eliot - Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ
(απόσπασμα)
…Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τα πρωινά και τις βραδιές,
Μέτρησα τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ·
Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν σε θανάσιμη κατηφόρα
Κάτω απ’ τις μουσικές του δωματίου από πίσω.
Λοιπόν πώς θα μπορούσα να τολμήσω;…
Απόδοση στα ελληνικά: Χάρης Γαρουνιάτης
Καφενείο Μυτιλήνης - Σπύρος Παπαλουκάς
Ο. Ελύτης
|
Κ. Π. Καβάφης - Ένας Γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…. Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Καφενείο Μυτιλήνης ( Σκόπελος Γέρας)Σπύρος Παπαλουκάς |
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - ΣΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ
Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου
διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.
Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε
σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Ερως –
πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά·
υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα·
πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο
κι αφίνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα
ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη
διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.
Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε
σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Ερως –
πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά·
υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα·
πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο
κι αφίνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα
ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη
Παναγιώτης Τέτσης - Καφενείο, 1957 |
Χρήστος Λάσκαρης - Παραλλαγή σ’ ένα θέμα
Σαν τον καφέ και η ζωή.
Μόνο οι πρώτες ρουφηξιές
αξίζουν.
Αζίζ Νεσίν - Ο καφές και η δημοκρατία
(απόσπασμα)
«Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. το ένα είναι
το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας
έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα
τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το
χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου
αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι
περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για
την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την
ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη
χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που
όλο λέμε:
“Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…”
“Η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
“Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις
καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη
Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.
Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που
αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ,
σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ’
άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.
Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε
καταλάβει. αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο
της Δημοκρατίας. “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά
στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι
τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε
μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να
μην είναι το ίδιο κάνει…
Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει,
αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν
γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει
μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η
Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η
Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη μπόλικη
Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη
Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία
τζάμπα… Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη
Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ. Σάμπως δεν
έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον
καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ ‘το φρέσκο, το
νοθεμένο απ’ το σκέτο.
Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο
καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε.
Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν
έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. αν και καταπίνουμε όλες
τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε
απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…»
(Αζίζ Νεσίν,» Ο καφές και η δημοκρατία,»από τις εκδ. θεμέλιο)
Στο φλιτζάνι
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Γ.Ρίτσος -Σονάτα του Σεληνόφωτος
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι
για καμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον;
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να έρθω μαζί σου….
Σαν τον καφέ και η ζωή.
Μόνο οι πρώτες ρουφηξιές
αξίζουν.
Τάσος Λειβαδίτης - Πρώτες Βοήθειες
Αργά.
Το καφενείο άδειασε.
Οι φίλοι έφυγαν.
Κι εγώ ρεμβάζω ολομόναχος,
κάνοντας τάχα πως παίζω με τις τρίχες του στήθους μου,
ενώ βγάζω προσεχτικά μια μια
τις σφαίρες της συνομιλίας.
Το καφενείο άδειασε.
Οι φίλοι έφυγαν.
Κι εγώ ρεμβάζω ολομόναχος,
κάνοντας τάχα πως παίζω με τις τρίχες του στήθους μου,
ενώ βγάζω προσεχτικά μια μια
τις σφαίρες της συνομιλίας.
Edward Hopper - Chop Suey |
Αζίζ Νεσίν - Ο καφές και η δημοκρατία
(απόσπασμα)
«Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. το ένα είναι
το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας
έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα
τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το
χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου
αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι
περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για
την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την
ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη
χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που
όλο λέμε:
“Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…”
“Η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
“Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…”
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις
καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη
Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.
Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που
αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ,
σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ’
άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.
Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε
καταλάβει. αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο
της Δημοκρατίας. “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά
στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι
τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε
μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να
μην είναι το ίδιο κάνει…
Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει,
αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν
γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει
μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η
Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η
Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη μπόλικη
Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη
Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία
τζάμπα… Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη
Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ. Σάμπως δεν
έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον
καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ ‘το φρέσκο, το
νοθεμένο απ’ το σκέτο.
Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο
καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε.
Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν
έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. αν και καταπίνουμε όλες
τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε
απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…»
(Αζίζ Νεσίν,» Ο καφές και η δημοκρατία,»από τις εκδ. θεμέλιο)
Coffee Drinking Women - Ernst Ludwig Kirchner |
Τίτος Πατρίκιος - Όταν μιλούν
Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μέσα απ’ το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μέσα απ’ το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων
The Coffee Drinkers by Michael Singletary |
Ζακ Πρεβέρ –Πρωινό γεύμα
Έβαλε τον καφέΣτο φλιτζάνι
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Woman by Isaac Maimon |
Γ.Ρίτσος -Σονάτα του Σεληνόφωτος
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι
για καμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον;
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να έρθω μαζί σου….
Ivana Kobilca - Kofetarica |
Μίλτος Σαχτούρης - Το καφενείο
Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα
από τη βιτρίνα
μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε
να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της
το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε
με καταδιώκει
πέταξε γύρω-γύρω τρεις φορές
ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου
και μου φώναξε:
– Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε,
θα σε σκοτώσω!
εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω
για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε
με τις καλογριές
ήτανε όλα τόσο άσχημα, φριχτά
που άρχισα να γελάω
να γελάω
να γελάω
είδα και τον εαυτό μου να περνάει
έξω από τη βιτρίνα
ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός»
Μίλτος Σαχτούρης - Στο καφενείο με τις λίρες
Στο καφενείο
έρχεται ο χοντρός νονός μου
με τις λίρες
Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει
γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.
Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
— Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
Στο καφενείο
έρχεται ο χοντρός νονός μου
με τις λίρες
Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει
γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.
Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
— Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
Πίνακας -Natalia Makovezkaya. |
Μίλτος Σαχτούρης - Η μικρή ιστορία
Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου
είναι άδειο
μόνο εγώ υπάρχω
έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο
γιατί ούτε εγώ υπάρχω.
Γεώργιος Σουρής - Ὁ Ῥωμηός
Στον καφενέ απ’ όξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μία καρέκλα το’ να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
Αχνίζει ομπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μου αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα Ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στα τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
«Λοιπόν γελώ πολλές φορές κλαμώντα
τους με μισούσι να γελούν θωρώντα…»
(Κυπριακό δημοτικό τραγούδι)
Δεν με σκοτίζει τι θα πουν πια ή τι θα πω
κι αν επιστρέψεις σύντομα απ’ το ταξίδι αυτό
που τόσο ακόμα θα κρατήσει
θα βρεις έναν Ταχτσή
ελαττωμένον κατά το ήμισυ
εσού απόντος
ήρθαν δίσεκτες χρονιές
δριμύτερους χειμώνες κανένας δεν θυμήθηκε – και όχι
απ’ την συνήθη εξιδανίκευση του παρελθόντος
τα μάτια μου τα χάρισα για να μπολιάσουν καστανιές
«Θυμάμ’ εκείνη τη βραδιά
που βγήκαμ’ απ’ το σινεμά…»
στάθηκες και μ’ αγόρασες ένα χωνάκι κάστανα…
εκείνοι που μ’ αγάπησαν δεν τραγουδάνε πια
τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι
δεν ξέρω αύριο τι μας περιμένει
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΙΓΩΤΕΡΑ, ΕΙΝ’ Η ΩΡΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ
συγγνώμη σας ζητώ, ω συγγνώμην
μα σ’ έναν τόπον σαν κι αυτόν! Καταλαβαίνετε…
είν’ το βραδάκι έτσι γλυκό!
σφύριζα κάποιο τραγουδάκι, και σκεπτόμουν –
πως όλα πια τα βάλαμε στο υποκοριστικό
μα έχουν κι οι νεκροί κάποιο σκοπό!
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΚΥΡΙΕ – ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ!
συγγνώμην – ήθελα να πω – αυτός ο λόφος πέρα
και το κίτρινο φεγγάρι από πάνω του –
στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε
ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει
ο Οδυσσέας στο αεροπλάνο του –
κι αυτό σωστό. Κι αυτό πολύ σωστό
το είχα προς στιγμήν ξεχάσει
μα σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν!
σας καληνύχτισα λοιπόν
εγώ
πηγαίνω τώρα στο «Βυζάντιο» να σιωπήσω
σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δεν θα τραγουδήσω
θα κάτσω σ’ ένα τραπεζάκι
και θα ζητήσω από το Μπάμπη ένα νεράκι
τώρα
το τάβλι και τα πούλια
ο Αυγερινός, ο Θόδωρος κι ο Χρήστος
γεια σας!
α, τέρατα!
τα χείλια σας και τα κατάμαυρα μαλλιά σας!
δεν θέλω πια να μου μιλάτε
το βλέπω μ’ αγαπάτε, μ’ εκτιμάτε,
προωθείτε τα συμφέροντά σας
α, πουλημένοι!
έναν καφέ – ένα πουκάμισο – ευχαρίστως!
μα είν’ η καρδιά μου αλλού δοσμένη
κι όμως το ξέρεις
ότι σε λίγο θα κυλήσεις
σαν τη μπαλίτσα του μπιλιάρδου
το ξέρω
θα ρίξω πάλι ζάρια και θα φέρω –
Αργύρης Χιόνης
Πνίγομαι μέσα σε μια κούπα καφέ
κάποιος με ανακατεύει αφηρημένος
μ ‘ανακατεύει μ’ ανακατεύει.
Δε βλέπει που δεν λιώνω
να με βγάλει να σωθώ
Αργύρης Χιόνης
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Σαν τον καφέ είναι ο έρωτας
σαν τον καφέ είναι ο έρωτας
άλλοι τον προτιμούν βαρύγλυκο
άλλοι τον θέλουν με ολίγη
οι πιο πολλοί τον πίνουν μέτριο
κι όλοι το ίδιο τον πληρώνουν
Στίχοι: Salvatore Adamo
Ελληνικοί στίχοι: Γ. Μπακόλας
Μουσική: Salvatore Adamo
Ερμηνεία: Salvatore Adamo – Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Στο καφέ της ξεγνοιασιάς
επιστρέφω εκεί
μέρα αδιέξοδη, σκληρή…
Λέω: ‘Τι θέλεις; Τι ζητάς;’
Πέρασε ο καιρός
μα ήμουν τρελά τυχερός!
Στο καφέ της μοναξιάς
παλιά γεμάτη τσέπη
γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια
του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη
Η ψυχή μου έμεινε εκεί
στις μέρες της χαράς
πολυτέλεια, ζωή γιορτινή
Στο καφέ της μοναξιάς
παλιά γεμάτη τσέπη
γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια
του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη
Au café du temps perdu - Adamo & Thomas Dutronc
Au café du temps, je suis retourné
Un jour où rien n'allait plus
J'avais peur d'être déçu mais rien n'avait changé
Bonsoir amis bienvenu,
La patronne m'a reconnu malgré mon costume de notable
Et comme si elle m'avait attendu
Elle m'avait gardé la même table
Au café du temps perdu, j'allais quand j'étais riche,
De tous ces riens dont on se fiche quand on a pignon sur rue
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Et les promesses en sarabande d'un avenir non avenu
Je l'aimais ce temps perdu, cette liberté
Ces trésors, ce luxe absolu
Mais la vie bien entendu n'a pas supporté
Que j'ignore les sentiers battus
Alors à la place du cœur elle m'a greffé une calculette
Et ce soir avec les rêveurs nous allons chanter à tue-tête
Au café du temps perdu, j'allais quand j'étais riche,
De tous ces riens dont on se fiche quand on a pignon sur rue
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Qui vous requinquait sur demande
Chaqu' fois qu'on n'y croyait plus
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Το καφενείο η «Ωραία Ελλάς». Το πρώτο χρηματιστήριο
http://www.greek-language.gr/
http://www.snhell.gr/
http://logocafe.blogspot.gr/
http://www.kavafis.gr/
http://kapodistria.blogspot.gr/https://www.phorum.gr/
http://poihsh.pblogs.gr/
http://www.poiein.gr/
Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου
είναι άδειο
μόνο εγώ υπάρχω
έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο
γιατί ούτε εγώ υπάρχω.
Marie-Claire Houmeau- Pause café |
Γεώργιος Σουρής - Ὁ Ῥωμηός
Στον καφενέ απ’ όξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μία καρέκλα το’ να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
Αχνίζει ομπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μου αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα Ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στα τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
Peder Mork Monsted - Interior with a man smoking a cigar and reading the newspaper 'Politiken' |
Κώστας Ταχτσής - ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟ " ΒΥΖΑΝΤΙΟ "
( Απόσπασμα )
«Λοιπόν γελώ πολλές φορές κλαμώντα
τους με μισούσι να γελούν θωρώντα…»
(Κυπριακό δημοτικό τραγούδι)
Δεν με σκοτίζει τι θα πουν πια ή τι θα πω
κι αν επιστρέψεις σύντομα απ’ το ταξίδι αυτό
που τόσο ακόμα θα κρατήσει
θα βρεις έναν Ταχτσή
ελαττωμένον κατά το ήμισυ
εσού απόντος
ήρθαν δίσεκτες χρονιές
δριμύτερους χειμώνες κανένας δεν θυμήθηκε – και όχι
απ’ την συνήθη εξιδανίκευση του παρελθόντος
τα μάτια μου τα χάρισα για να μπολιάσουν καστανιές
«Θυμάμ’ εκείνη τη βραδιά
που βγήκαμ’ απ’ το σινεμά…»
στάθηκες και μ’ αγόρασες ένα χωνάκι κάστανα…
εκείνοι που μ’ αγάπησαν δεν τραγουδάνε πια
τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι
δεν ξέρω αύριο τι μας περιμένει
συγγνώμη σας ζητώ, ω συγγνώμην
μα σ’ έναν τόπον σαν κι αυτόν! Καταλαβαίνετε…
είν’ το βραδάκι έτσι γλυκό!
σφύριζα κάποιο τραγουδάκι, και σκεπτόμουν –
πως όλα πια τα βάλαμε στο υποκοριστικό
μα έχουν κι οι νεκροί κάποιο σκοπό!
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΚΥΡΙΕ – ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ!
συγγνώμην – ήθελα να πω – αυτός ο λόφος πέρα
και το κίτρινο φεγγάρι από πάνω του –
στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε
ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει
ο Οδυσσέας στο αεροπλάνο του –
κι αυτό σωστό. Κι αυτό πολύ σωστό
το είχα προς στιγμήν ξεχάσει
μα σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν!
σας καληνύχτισα λοιπόν
εγώ
πηγαίνω τώρα στο «Βυζάντιο» να σιωπήσω
σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δεν θα τραγουδήσω
θα κάτσω σ’ ένα τραπεζάκι
και θα ζητήσω από το Μπάμπη ένα νεράκι
τώρα
το τάβλι και τα πούλια
ο Αυγερινός, ο Θόδωρος κι ο Χρήστος
γεια σας!
α, τέρατα!
τα χείλια σας και τα κατάμαυρα μαλλιά σας!
δεν θέλω πια να μου μιλάτε
το βλέπω μ’ αγαπάτε, μ’ εκτιμάτε,
προωθείτε τα συμφέροντά σας
α, πουλημένοι!
έναν καφέ – ένα πουκάμισο – ευχαρίστως!
μα είν’ η καρδιά μου αλλού δοσμένη
κι όμως το ξέρεις
ότι σε λίγο θα κυλήσεις
σαν τη μπαλίτσα του μπιλιάρδου
το ξέρω
θα ρίξω πάλι ζάρια και θα φέρω –
(Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα, εκδ. Ερμής)
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑΝ
(απόσπασμα)
(απόσπασμα)
Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό
Τασία – έναν καφέ παρακαλώ
αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
Τασία – παρακαλώ έναν καφέ
Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σ’ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σ’ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου
κι έσβησα τα όνειρά μου
Πνίγομαι μέσα σε μια κούπα καφέ
κάποιος με ανακατεύει αφηρημένος
μ ‘ανακατεύει μ’ ανακατεύει.
Δε βλέπει που δεν λιώνω
να με βγάλει να σωθώ
Lesser Ury Im Cafe Bauer |
Αργύρης Χιόνης
Άρχισαν να κουνιούνται μέσα στις κορνίζες τους, ν’ αλλάζουν πόζες και εκφράσεις, σαν για να ξεμουδιάσουν – οι φωτογραφίες νεκρών μελών της οικογενείας.
Ύστερα, λες και ξεθάρρεψαν, άρχισαν να γέρνουν έξω απ ‘τις κορνίζες τους, σαν έξω από παράθυρα, να περιεργάζονται το δωμάτιο – οι φωτογραφίες κάτι προγόνων που είχαν πεθάνει πριν αυτός γεννηθεί.
Άρχισαν να βγαίνουν απ’ τις κορνίζες τους, να πηγαίνουν στην κουζίνα, να ψήνουν καφέδες, να καπνίζουνε τσιγάρα, να συζητούν… Τον ίδιο τον αγνοούσαν, σαν να μην υπήρχε.
Μα πίνετε τον καφέ μου, καπνίζετε τα τσιγάρα μου, καθόσαστε στις καρέκλες μου, φώναζε, πώς γίνεται να μ’ αγνοείτε; Υπάρχω κι εγώ!
Αυτοί επέμεναν να τον αγνοούν, να ψήνουν καφέδες, να καπνίζουνε τσιγάρα, να λένε τα δικά τους….
Χαμένος ανάμεσά τους, ένιωθε σαν φωτογραφία που ακόμα δεν τραβήχτηκε, που θα τραβιόταν μετά από πολλά χρόνια, όταν θα άρχιζε να υπάρχει.
σαν τον καφέ είναι ο έρωτας
άλλοι τον προτιμούν βαρύγλυκο
άλλοι τον θέλουν με ολίγη
οι πιο πολλοί τον πίνουν μέτριο
κι όλοι το ίδιο τον πληρώνουν
ΜΟΥΣΙΚΗ
Στίχοι: Salvatore Adamo
Ελληνικοί στίχοι: Γ. Μπακόλας
Μουσική: Salvatore Adamo
Ερμηνεία: Salvatore Adamo – Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Στο καφέ της ξεγνοιασιάς
επιστρέφω εκεί
μέρα αδιέξοδη, σκληρή…
Λέω: ‘Τι θέλεις; Τι ζητάς;’
Πέρασε ο καιρός
μα ήμουν τρελά τυχερός!
Στο καφέ της μοναξιάς
παλιά γεμάτη τσέπη
γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια
του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη
Η ψυχή μου έμεινε εκεί
στις μέρες της χαράς
πολυτέλεια, ζωή γιορτινή
Στο καφέ της μοναξιάς
παλιά γεμάτη τσέπη
γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια
του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη
Au café du temps perdu - Adamo & Thomas Dutronc
Au café du temps, je suis retourné
Un jour où rien n'allait plus
J'avais peur d'être déçu mais rien n'avait changé
Bonsoir amis bienvenu,
La patronne m'a reconnu malgré mon costume de notable
Et comme si elle m'avait attendu
Elle m'avait gardé la même table
Au café du temps perdu, j'allais quand j'étais riche,
De tous ces riens dont on se fiche quand on a pignon sur rue
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Et les promesses en sarabande d'un avenir non avenu
Je l'aimais ce temps perdu, cette liberté
Ces trésors, ce luxe absolu
Mais la vie bien entendu n'a pas supporté
Que j'ignore les sentiers battus
Alors à la place du cœur elle m'a greffé une calculette
Et ce soir avec les rêveurs nous allons chanter à tue-tête
Au café du temps perdu, j'allais quand j'étais riche,
De tous ces riens dont on se fiche quand on a pignon sur rue
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Qui vous requinquait sur demande
Chaqu' fois qu'on n'y croyait plus
Au café du temps perdu, j'allais retrouver la bande
Μουσική: Νένα Βενετσάνου
Στίχοι: Μπέτυ Κομνηνού
Θα σου πω τη μοίρα
και του καφέ το παραμύθι θ’ ακουστεί
μια τύχη βλέπω ταιριαστή.
Εδώ στο τραπέζι πάνω στα καρώ
θα σου βρω τα μελλούμενα και θα στα πω
θά `ρθει του τσιγάρου
ο βαρύς καπνός, σοβαρός, στολισμένος
θά `ναι σαν γαμπρός.
Θα σου βρω τον ήχο
στου πεπρωμένου την ανέμη τη λεπτή
βγαίνουν δύο δρόμοι αγκαλιαστοί.
Μαζί θα πηδάμε μέσα στις μικρές
τις όμορφες φούσκες που `χει ο καφές
κι οι δρόμοι σαν φίδια άσπρα και σοφά
θα υμνούν της αγάπης τ’ άστρα τα χρυσά.
Θα μ’ αναγνωρίσεις
τον έρωτά μας στον καφέ βλέπω καιρό
δυο χρόνια τώρα σ’ αγαπώ.
Εδώ με της κούπας τη γριά γωνιά
θα πετούν τα φλυτζάνια σα λευκά πουλιά
η μάγισσα θά `ρθει μ’ εκατό ραβδιά
και θα δεις το χαλάκι πέρα να πετά
Στίχοι:Μάνος Ελευθερίου από το "Καφέ Γκρέκο"
Είχα μι'αγάπη από παιδί
γιά κάποια καφενεία
που ήταν κοντά στη θάλασσα
και βλέπαν ουρανούς.
Που είχαν καλάμια στη σκεπή
και μέσα,στη γωνία
ένα σβηστό γραμμόφωνο
γιά να σου φεύγει ο νους.
Χρόνια ζητώ να πιώ καφέ
σε τέτοια καφενεία
ν'ακούγονται τα κύματα
σα να'ναι μουσική.
Να βρω πως είν' η θάλασσα
σ'αυτή την ιστορία
σε καφενεία που γερνούν
κοντά της μιά ζωή.
Τα' φερε ανάποδα ο καιρός
κι άλλαξε σ'όλα κάτ
κι αναβολή σ'αναβολή
δεν βρήκα αυτό το απλό.
Ένα παραθαλάσσιο
μικρό καφενεδάκι
που να με κάνει μιά στιγμή
γλυκά να ξεχαστώ.
Στίχοι και Μουσική: Ορφέας Περίδης Όσα τ' ανακατέματα του τούρκικου καφέ τόσα ξενύχτια έκανα κι εγώ για σένανε Η αγάπη σου η άστατη, μια τώρα μια ποτέ μια γλυκιά, μια πικρή, ζάχαρη και καφέ Η αγάπη σου η άχαρη μια καφέ, μια ζάχαρη Όσα τα μάτια που έκανε ο τελευταίος μου καφές τόσα κομμάτια μ' έκανε εκείνο το "εσύ φταις" Κι εκείνα τα μαντέματα που μου παν στον καφέ ήτανε όλα ψέματα τα λόγια του ντελβέ
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Αυτό το βράδυ
μη μ' αφήνεις μόνο
σ' ένα ναρκοπέδιο γυρνώ,
αυτό το βράδυ που σε πίνω και στεγνώνω
ή θα σωθώ ή θα χαθώ.
Μείνε ακόμα λίγο μέχρι που να ξεφύγω
και κράτησέ με αν θες όσο κρατάει ένας καφές.
Μείνε ακόμα λίγο μέχρι που να ξεφύγω
κι ύστερα πες μου "γεια" και πως θα 'ρθείς ξανά.
Αυτό το βράδυ μη μ' αφήνεις μόνο
το μυαλό μου πάει στο κακό,
αυτό το βράδυ παρηγόρα μου
τον πόνο ξεγέλασέ με, αγάπη, σαν μωρό..
Μουσική: Μάνος Λοΐζος Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Το λαϊκό το καφενείο
έχει μια πόρτα που όλο τρίζει
κι από το τζάμι μπαίνει κρύο,
που μας θερίζει.
Όλες τις μέρες είναι άδειο,
τις Κυριακές κάργα ως στη σκάλα,
γιατί ανοίγουμε το ράδιο
κι ακούμε μπάλα.
Οι τακτικοί του οι πελάτες,
ο χωροφύλακας ο Αντρέας,
πέντε-έξι άνεργοι εργάτες
και ο κουρέας.
Κι εγώ που λες παιδάκι πράμα,
ποτέ ταμπής, πότε γκαρσόνι,
χρόνια να καρτερώ το θάμα,
που με ζυγώνει.
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
χωρίς σκοινιά, περάστε κόσμε.
Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια δυο δραχμές
ποιος θα τη δει; Περάστε κόσμε.
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι
μ’ ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και τρεις δραχμές, περάστε κόσμε.
Θα σου πω τη μοίρα
και του καφέ το παραμύθι θ’ ακουστεί
μια τύχη βλέπω ταιριαστή.
Εδώ στο τραπέζι πάνω στα καρώ
θα σου βρω τα μελλούμενα και θα στα πω
θά `ρθει του τσιγάρου
ο βαρύς καπνός, σοβαρός, στολισμένος
θά `ναι σαν γαμπρός.
Θα σου βρω τον ήχο
στου πεπρωμένου την ανέμη τη λεπτή
βγαίνουν δύο δρόμοι αγκαλιαστοί.
Μαζί θα πηδάμε μέσα στις μικρές
τις όμορφες φούσκες που `χει ο καφές
κι οι δρόμοι σαν φίδια άσπρα και σοφά
θα υμνούν της αγάπης τ’ άστρα τα χρυσά.
Θα μ’ αναγνωρίσεις
τον έρωτά μας στον καφέ βλέπω καιρό
δυο χρόνια τώρα σ’ αγαπώ.
Εδώ με της κούπας τη γριά γωνιά
θα πετούν τα φλυτζάνια σα λευκά πουλιά
η μάγισσα θά `ρθει μ’ εκατό ραβδιά
και θα δεις το χαλάκι πέρα να πετά
Στίχοι:Μάνος Ελευθερίου από το "Καφέ Γκρέκο"
Είχα μι'αγάπη από παιδί
γιά κάποια καφενεία
που ήταν κοντά στη θάλασσα
και βλέπαν ουρανούς.
Που είχαν καλάμια στη σκεπή
και μέσα,στη γωνία
ένα σβηστό γραμμόφωνο
γιά να σου φεύγει ο νους.
Χρόνια ζητώ να πιώ καφέ
σε τέτοια καφενεία
ν'ακούγονται τα κύματα
σα να'ναι μουσική.
Να βρω πως είν' η θάλασσα
σ'αυτή την ιστορία
σε καφενεία που γερνούν
κοντά της μιά ζωή.
Τα' φερε ανάποδα ο καιρός
κι άλλαξε σ'όλα κάτ
κι αναβολή σ'αναβολή
δεν βρήκα αυτό το απλό.
Ένα παραθαλάσσιο
μικρό καφενεδάκι
που να με κάνει μιά στιγμή
γλυκά να ξεχαστώ.
Στίχοι και Μουσική: Ορφέας Περίδης Όσα τ' ανακατέματα του τούρκικου καφέ τόσα ξενύχτια έκανα κι εγώ για σένανε Η αγάπη σου η άστατη, μια τώρα μια ποτέ μια γλυκιά, μια πικρή, ζάχαρη και καφέ Η αγάπη σου η άχαρη μια καφέ, μια ζάχαρη Όσα τα μάτια που έκανε ο τελευταίος μου καφές τόσα κομμάτια μ' έκανε εκείνο το "εσύ φταις" Κι εκείνα τα μαντέματα που μου παν στον καφέ ήτανε όλα ψέματα τα λόγια του ντελβέ
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Αυτό το βράδυ
μη μ' αφήνεις μόνο
σ' ένα ναρκοπέδιο γυρνώ,
αυτό το βράδυ που σε πίνω και στεγνώνω
ή θα σωθώ ή θα χαθώ.
Μείνε ακόμα λίγο μέχρι που να ξεφύγω
και κράτησέ με αν θες όσο κρατάει ένας καφές.
Μείνε ακόμα λίγο μέχρι που να ξεφύγω
κι ύστερα πες μου "γεια" και πως θα 'ρθείς ξανά.
Αυτό το βράδυ μη μ' αφήνεις μόνο
το μυαλό μου πάει στο κακό,
αυτό το βράδυ παρηγόρα μου
τον πόνο ξεγέλασέ με, αγάπη, σαν μωρό..
Μουσική: Μάνος Λοΐζος Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Το λαϊκό το καφενείο
έχει μια πόρτα που όλο τρίζει
κι από το τζάμι μπαίνει κρύο,
που μας θερίζει.
Όλες τις μέρες είναι άδειο,
τις Κυριακές κάργα ως στη σκάλα,
γιατί ανοίγουμε το ράδιο
κι ακούμε μπάλα.
Οι τακτικοί του οι πελάτες,
ο χωροφύλακας ο Αντρέας,
πέντε-έξι άνεργοι εργάτες
και ο κουρέας.
Κι εγώ που λες παιδάκι πράμα,
ποτέ ταμπής, πότε γκαρσόνι,
χρόνια να καρτερώ το θάμα,
που με ζυγώνει.
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
χωρίς σκοινιά, περάστε κόσμε.
Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια δυο δραχμές
ποιος θα τη δει; Περάστε κόσμε.
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι
μ’ ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και τρεις δραχμές, περάστε κόσμε.
Τα φιλολογικά καφενεία της παλιάς Αθήνας
Το ιστορικό Πατάρι του Λουμίδη
Παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα λειτουργήσει επί της Σταδίου το «Πατάρι», που αποτελούσε συμπλήρωμα του καφεκοπτείου των αδελφών Λουμίδη το οποίο βρισκόταν στο ισόγειο.
Εδώ θα γεννηθεί ο ελληνικός μοντερνισμός με ποιητές όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος, αλλά και ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό και ο Μιχάλης Κατσαρός.
Σε αυτό θα βρεθούν ακόμα ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης, καθώς και εικαστικοί όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Γιάννης Τσαρούχης.
Στο «Πατάρι» ο χώρος ήταν αυστηρά οριοθετημένος. Στο βάθος της αίθουσας κάθονταν καλλιτέχνες και συγγραφείς ενώ στα μπροστινά τραπέζια μαζεύονταν δημοσιογράφοι, επιθεωρησιογράφοι και ηθοποιοί.
Μαζί, ωστόσο, με τα λογοτεχνικά καφενεία δοξάστηκαν στο παρελθόν και τα φιλολογικά σαλόνια. Ένα από τα πιο γνωστά ήταν το φιλολογικό σαλόνι του Μάρκου Αυγέρη και της Έλλης Αλεξίου, στην οδό Αλωπεκής, στο Κολωνάκι.
Στη δεκαετία του 1960 κάθε Πέμπτη βράδυ συγκεντρωνόταν εκεί η αφρόκρεμα της αριστερής τέχνης και διανόησης:
Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ρώτας, Βούλα Διαμιανάκου, Ζήσης Σκάρος, Γιάννης και Ρόζα Ιμβριώτη, Νίκος Παπάς και Ρίτα Μπούμη-Παπά, Διδώ Σωτηρίου, Λιλίκα Νάκου, Μέλπω Αξιώτη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Δημήτρης Φωτιάδης.
"Καφενείον Ζαχαράτου" |
Τα καφενεία Γιαννόπουλου - Ζαχαράτου
Η ενδεικτική περιπλάνηση γα τα καφενεία, όπου σύχναζε εκείνος τον πληθυσμό που οι παλαιότεροι ονόμαζαν «λογοτεχνικές συντροφιές», ξεκινάει από αυτό του Γιαννόπουλου, στο ομώνυμο μέγαρο της Πλατείας Συντάγματος, που λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1890.
Εκεί θα συναντήσουμε τις εμβληματικές μορφές του Παλαμά, του Ροΐδη και του Γεωργίου Δροσίνη. Στο ίδιο κτίριο θα λειτουργήσει αργότερα το καφενείο του Ζαχαράτου, που θα μεταφερθεί εν συνεχεία στην κοντινή οικία Βούρου.
Το καφενείο του Ζαχαράτου πρωταγωνίστησε στην πολιτική, αλλά και στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έπιναν τον καφέ τους δίπλα στα τραπέζια των συγγραφέων και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως στου Ζαχαράτου έσπευσε να πιει τον καφέ του και ο Καβάφης κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του, το 1901, στην Αθήνα.
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Το 1836 ο Ιταλός Μπιρινταρέλλι εγκαινιάζει στην Οθωνική Αθήνα το καφενείο του «Bella Grecia» (σ΄έναν άλλον Ιταλό, τον Καζάλι, ανήκε το μοναδικό, τότε, ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, με το όνομα «Νέον Ξενοδοχείον» ή «Albergo Nuovo», που λειτούργησε το 1835). Το καφενείο βρισκόταν στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου και για 45 χρόνια θα αποτελέσει το κέντρο της πολιτικής ζωής του νεοσύστατου κράτους. Με το πέρασμα των χρόνων το καφενείο θα εξελληνιστεί και θα μετονομαστεί «Ωραία Ελλάς».
Κατά την παράδοση, όταν ο Όθων διόριζε νέα κυβέρνηση, έβγαινε για περίπατο με την Αμαλία στην Αιόλου (ο σημαντικότερος δρόμος της εποχής) και περνούσε μπροστά από το καφενείο. Αν οι θαμώνες έβγαιναν έξω και τον χειροκροτούσαν, σήμαινε ότι η νέα κυβέρνηση είχε λαϊκό έρεισμα. Αν αντίθετα έμεναν στις καρέκλες τους, καθώς περνούσε το βασιλικό ζεύγος, δήλωναν την αντίθεση τους. Το καφενείο ήταν το πιο μοντέρνο της εποχής (διέθετε και μπιλιάρδο) και γι αυτό ήταν το στέκι των διανοούμενων και των προοδευτικών Αθηναίων. Με τον καιρό έγινε το κέντρο της αντιβασιλικών. Αντίθετα, οι φιλοβασιλικοί σύχναζαν στο καφενείο «Πράσινο Δέντρο», στην αρχή της Ιερά Οδού και επιδίδονταν σε αγώνες τοξοβολίας (στην αυλή του καφενείου).
Η Ωραία Ελλάς εθεωρείτο το άντρο των αντί-οθωνικών και γι αυτό Βαυαροί στρατιώτες αλλά και «αγανακτισμένοι πολίτες» συχνά – πυκνά εισέβαλαν και ξυλοκοπούσαν τους θαμώνες. Ειδικά όσους φορούσαν ψάθινα καπέλα (σκιάδια), τους λεγόμενους σκιαδιστές. Την εποχή εκείνη (1859-1861) όποιος φορούσε ψάθινο καπέλο εθεωρείτο αντιβασιλικός και τον σάπιζαν, απροειδοποίητα, στο ξύλο.
Το 1870, στο ίδιο κτήριο με το καφενείo (αλλά στον πρώτο όροφο), λειτούργησε «Λέσχη των Εμπόρων Αθηνών» που χρησίμευε ως τόπος συναντήσεως των επαγγελματιών, αλλά και για να διαπραγματεύονται τα ομολογιακά δάνεια και οι μετοχές (η Αθήνα δε διέθετε, ακόμα τότε, χρηματιστήριο). Και όταν δεν τους χωρούσε ο πρώτος όροφος κατέβαιναν και στο καφενείο όπου συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις με ούζα και κονιάκ. Γύρω από το μπιλιάρδο του καφενείου «Ωραία Ελλάς» λειτούργησε το πρώτο λαϊκό χρηματιστήριο και φυσικά οι αετονύχηδες κορόιδευαν τον κοσμάκη, με αποκορύφωμα τις υπερτιμημένες μετοχές των μεταλλείων του Λαυρίου. Αντίθετα, σήμερα, η υπερσύγχρονη Σοφοκλέους εγγυάται τη σοβαρότητα της επένδυσης (ρωτήστε κανένα «εγκλωβισμένο» του 1999 για να σας το επιβεβαιώσει)http://www.24grammata.com/
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/http://www.greek-language.gr/
http://www.snhell.gr/
http://logocafe.blogspot.gr/
http://www.kavafis.gr/
http://kapodistria.blogspot.gr/https://www.phorum.gr/
http://poihsh.pblogs.gr/
http://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου