Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ " Αρκεί να βρίσκει στέγη η ψυχή "



   Το αγόρι περπατούσε κατά μήκος του πεζοδρομίου. Κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε στην εσοχή που σχημάτιζε ο τοίχος πολυκατοικίας με το τέλος του πεζοδρομίου.
Εκεί, πάνω σε ένα στρώμα κάθονταν ένας ηλικιωμένος κύριος με αραδιασμένα γύρω του τα λιγοστά του υπάρχοντα. Τέτοιες εικόνες ήταν πλέον συνήθεις στην Αθήνα της κρίσης. Εκείνο όμως που τράβηξε το βλέμμα του νεαρού αγοριού δεν ήταν ο ίδιος ο άστεγος, αλλά αυτό που κρατούσε στα χέρια του. Ο ηλικιωμένος κύριος κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο. Στην προσπάθεια του το αγόρι να καταλάβει τι ακριβώς διαβάζει, πλησίασε ακόμα πιο κοντά, και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως ο κύριος δεν διάβαζε κάποιο βιβλίο του συρμού, αλλά το “Έγκλημα και τιμωρία” του Φ. Ντοστογιέφσκυ. Πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο, και λίγο πριν γίνει αντιληπτός από τον άστεγο, αντιλήφθηκε την παρουσία μιας μισανοιγμένης βαλίτσας από την οποία ξεπρόβαλλαν δεκάδες βιβλία. Μπόρεσε να διακρίνει ανάμεσά τους: Τουέιν, Ουγκώ, Τολστόι, Ουάιλντ, Φλωμπέρ, Μαν, Τσέχωφ, Λειβαδίτη, Ελύτη, Καζαντζάκη,Σεφέρη…
   Κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Δεν είπαν τίποτα, αλλά τα βλέμματα που αντάλλαξαν ήταν τόσο φλύαρα, τόσο διεισδυτικά, που τα λόγια ήταν περιττά. Φαντάστηκε το σπίτι του ηλικιωμένου κυρίου να γκρεμίζεται από κάποιο σεισμό ή,να παίρνει φωτιά, κι εκείνον να προσπαθεί να περισώσει την ψυχή του σπιτιού του ―τη βιβλιοθήκη του· ούτε τα χρήματα, ούτε πολύτιμα αντικείμενα που τυχόν να υπήρχαν, κι αυτή η εικόνα ήταν τόσο δυνατή! Έβγαλε από την τσάντα του το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο· ήταν ο “Μωρίς” του Ε. Φόρστερ, και το εναπόθεσε πάνω στο στρώμα που κάθονταν ο γεράκος. “Δεν ξέρω εάν είναι του γούστου σας ή αν το έχετε διαβάσει, αλλά όπως και να ’χει ένα βιβλίο είναι πάντα ένας καλός φίλος”, είπε το αγόρι. “Ακόμα και αν το έχετε διαβάσει, μπορείτε να το δώσετε σε κάποιον άλλον, αυτός άλλωστε είναι ο λόγος ύπαρξης των βιβλίων, να γυρίζουν από χέρι σε χέρι”, συμπλήρωσε το αγόρι.
   Τότε ο γερασμένος κύριος σηκώθηκε και αγκάλιασε το αγόρι. Παρέμειναν εκεί για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να αποχωριστούν. Φεύγοντας γύρισε για τελευταία φορά το βλέμμα του στον ηλικιωμένο άστεγο και κατάφερε να διακρίνει τα βουρκωμένα μάτια του, καθώς απομακρύνονταν σήκωσε το χέρι του προς ένδειξη χαιρετισμού, ενώ με το άλλο του χέρι, το νεαρό αγόρι σκούπισε τα μάτια του.

*Το συγκεκριμένο διήγημα γράφτηκε μετά από έναν περίπατο που είχα κάνει το χειμώνα σε μια γειτονιά της Αθήνας. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν τόσο δυνατή, που με ενέπνευσε να γράψω το συγκεκριμένο κείμενο.
Ιωάννης Χριστοδούλου 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου