Ιωάννης Βηλαράς - Σαν πεταλούδα στη φωτιά
Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Και μόλο που φλογίζομαι, πετώ ολόγυρα σου,
να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιγμήν από σιμά σου.
Τα μάγια δεν τα πίστευα και μάγια είσαι ατή σου•
τα μάγια είν’ τα θέλγητρα οπόχει το κορμί σου.
Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση
της νιότης τ’ άνθια ολόβολο προικιό να σου χαρίσει.
Και ποιος είν’ ο αναίσθητος που να σ’ αλησμονήσει,
αφού σε δει για μια φορά, μαζί σου σα μιλήσει;
Τ’ αηδόνι σόδωκε λαλιά, φωνή το καναρίνι,
τη χλωρασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι.
Οι χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου,
της άνοιξης τριαντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου.
Λεν το κοράλλι κόκκινο, μόν’ δίχως νοστιμάδα•
δεν έχει σαν τ’ αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα.
Δοξάρια είναι τα φρύδια σου και με πιτηδειοσύνη
βαρούν, πληγώνουν τις καρδιές, χωρίς ελεημοσύνη.
Στα δυο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει
κι οχ ταύτα τις σαγίτες του στους νιους απάνω αδειάζει.
Το κοίτασμά σου το γλυκό είν’ των καρδιών ο κλέφτης•
αν δεν πιστεύεις, ρώτησε να σου το είπει ο καθρέφτης…
Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Και μόλο που φλογίζομαι, πετώ ολόγυρα σου,
να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιγμήν από σιμά σου.
Τα μάγια δεν τα πίστευα και μάγια είσαι ατή σου•
τα μάγια είν’ τα θέλγητρα οπόχει το κορμί σου.
Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση
της νιότης τ’ άνθια ολόβολο προικιό να σου χαρίσει.
Και ποιος είν’ ο αναίσθητος που να σ’ αλησμονήσει,
αφού σε δει για μια φορά, μαζί σου σα μιλήσει;
Τ’ αηδόνι σόδωκε λαλιά, φωνή το καναρίνι,
τη χλωρασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι.
Οι χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου,
της άνοιξης τριαντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου.
Λεν το κοράλλι κόκκινο, μόν’ δίχως νοστιμάδα•
δεν έχει σαν τ’ αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα.
Δοξάρια είναι τα φρύδια σου και με πιτηδειοσύνη
βαρούν, πληγώνουν τις καρδιές, χωρίς ελεημοσύνη.
Στα δυο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει
κι οχ ταύτα τις σαγίτες του στους νιους απάνω αδειάζει.
Το κοίτασμά σου το γλυκό είν’ των καρδιών ο κλέφτης•
αν δεν πιστεύεις, ρώτησε να σου το είπει ο καθρέφτης…
Aρετή Γουργιώτου - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ
Ανασκαλεύει την ζέουσα στάχτη.
Είπε σήμερα να αποτεφρώσει τις θύμησες.
Μία μία τις έρριξε προσάναμμα κάτω
από μυρωδάτο ελιάς κούτσουρο.
Πήρε αυτό να πυρώνει, θέριεψε η φωτιά
κι άρχισε να λικνίζεται σε ρυθμό μπλούζ.
-Σςςς, του είπε, μην μιλάς! Αφουγκράσου!
Δεν ακούς το τραγούδι των ξύλων;
Για σένα μιλεί.
Έπιασε ν' ακούει.
Δεν ήξευρε πως τα ξύλα τραγουδούν,
σαν με την φωτιά ερωτοχτυπιούνται.
Μέσα στις αντιλαμπές λικνίζονται οι στιγμές του.
Ένα ποτάμι η χαρμολύπη του κελαρυστό,
να ροβολά κατά την θάλασσα με την αλήθεια του.
Μια αηδόνα η ψυχή του, να χτίζει την φωλιά της
σε βουνίσιας ελιάς τα νιόβγαλτα κλαδιά,
αυτής, που τώρα δά τεμαχισμένη εύμορφα καίγεται!
Για ποια ζωή τού μιλεί;;
Αυτή που δεν έζησε;
Ή μήπως την έζησε, αλλά ξεθώριασε;
Ω! Είπε απόψε να κάψει τις θύμησες
κι αφέθηκε στον χορό τους.
Αυτοπυρπολήθηκε!
Αρετή Γουργιώτου
ΦΥΚΟΕΣΣΑ
Είπε σήμερα να αποτεφρώσει τις θύμησες.
Μία μία τις έρριξε προσάναμμα κάτω
από μυρωδάτο ελιάς κούτσουρο.
Πήρε αυτό να πυρώνει, θέριεψε η φωτιά
κι άρχισε να λικνίζεται σε ρυθμό μπλούζ.
-Σςςς, του είπε, μην μιλάς! Αφουγκράσου!
Δεν ακούς το τραγούδι των ξύλων;
Για σένα μιλεί.
Έπιασε ν' ακούει.
Δεν ήξευρε πως τα ξύλα τραγουδούν,
σαν με την φωτιά ερωτοχτυπιούνται.
Μέσα στις αντιλαμπές λικνίζονται οι στιγμές του.
Ένα ποτάμι η χαρμολύπη του κελαρυστό,
να ροβολά κατά την θάλασσα με την αλήθεια του.
Μια αηδόνα η ψυχή του, να χτίζει την φωλιά της
σε βουνίσιας ελιάς τα νιόβγαλτα κλαδιά,
αυτής, που τώρα δά τεμαχισμένη εύμορφα καίγεται!
Για ποια ζωή τού μιλεί;;
Αυτή που δεν έζησε;
Ή μήπως την έζησε, αλλά ξεθώριασε;
Ω! Είπε απόψε να κάψει τις θύμησες
κι αφέθηκε στον χορό τους.
Αυτοπυρπολήθηκε!
Αρετή Γουργιώτου
ΦΥΚΟΕΣΣΑ
Fire Painting - Deep by Mario Sanchez Nevado |
Ιωάννης Γρυπάρης - Εστιάδες
Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.
«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί να 'ν ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ' αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.
Μ' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.
Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες, τις σεμνές, μα κολασμένες.
Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ' έλπιση δεν έχει μείνει.
Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.
Κι αν είν' και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
..............................................................................
Τάχα το θάμα κι έγινε; Πες μου το να σ' το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται - με το σκοπό της!
Lake Of Fire by Arthur Robins |
Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ - Γ΄ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα…
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Η έρημη χώρα, απόσπασμα
PAUL ELUARD - Η ΕΚΣΤΑΣΗ
«Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το παιδί μπρος στη φωτιά
Χαμογελώντας μόλις κι έχοντας στα μάτια δάκρυ
Μπροστά σε τούτο το τοπίο που όλα σκιρτούνε μέσα μου
Όπως θολώνουνε καθρέφτες και καθρέφτες λάμπουνε
Δυό γυμνά αντανακλώντας σώματα εποχή την εποχή
Χίλιες έχω να χαθώ δικαιολογίες
Στη γης αυτήν επάνω τη δίχως δρόμους
Στον ουρανό αυτό από κάτω τον χωρίς ορίζοντα
Δικαιολογίες καλές που χτες τις αγνοούσα
Και που δεν πρόκειται ποτέ να τις ξεχάσω
Καλά κλειδιά βλεμμάτων κλειδιά κορίτσια των αυτών κλειδιών
Μπροστά σε τούτο το τοπίο όπου δική μου είναι η φύση
Εμπρός στη φωτιά η πρώτη φωτιά
Δικαιολογία καλή λόγος κυρίαρχος
Αστέρι γνωστό και αναντίλεκτο
Και στη γης επάνω και στον ουρανό από κάτω
Έξω απ’ την καρδιά μου και στην καρδιά μου εντός
Μπουμπούκι δεύτερο πρώτο φύλλο πράσινο
Που με τα φτερά της το σκεπάζει η θάλασσα
Κι ο ήλιος στο τετέλεσται που βγαίνει από μέσα μας
Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το κλαδί μες στη φωτιά.»
(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Ο. Ελύτης - [Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]
The Burning of the Chicago - Currier & Ives , 1871 |
PAUL ELUARD - Η ΕΚΣΤΑΣΗ
«Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το παιδί μπρος στη φωτιά
Χαμογελώντας μόλις κι έχοντας στα μάτια δάκρυ
Μπροστά σε τούτο το τοπίο που όλα σκιρτούνε μέσα μου
Όπως θολώνουνε καθρέφτες και καθρέφτες λάμπουνε
Δυό γυμνά αντανακλώντας σώματα εποχή την εποχή
Χίλιες έχω να χαθώ δικαιολογίες
Στη γης αυτήν επάνω τη δίχως δρόμους
Στον ουρανό αυτό από κάτω τον χωρίς ορίζοντα
Δικαιολογίες καλές που χτες τις αγνοούσα
Και που δεν πρόκειται ποτέ να τις ξεχάσω
Καλά κλειδιά βλεμμάτων κλειδιά κορίτσια των αυτών κλειδιών
Μπροστά σε τούτο το τοπίο όπου δική μου είναι η φύση
Εμπρός στη φωτιά η πρώτη φωτιά
Δικαιολογία καλή λόγος κυρίαρχος
Αστέρι γνωστό και αναντίλεκτο
Και στη γης επάνω και στον ουρανό από κάτω
Έξω απ’ την καρδιά μου και στην καρδιά μου εντός
Μπουμπούκι δεύτερο πρώτο φύλλο πράσινο
Που με τα φτερά της το σκεπάζει η θάλασσα
Κι ο ήλιος στο τετέλεσται που βγαίνει από μέσα μας
Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το κλαδί μες στη φωτιά.»
(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
The Burning of the Chicago River -Currier & Ives , 1871 |
Ο. Ελύτης - [Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]
«Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει, κακό, τόχουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.»
Απόσπασμα (Ο. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος)
The Burning of the Chicago River -Currier & Ives , 1871 |
Γιώργος Θέμελης, Χειμωνιάτικη φωτιά
[Από την ενότητα Το Δίχτυ των ψυχών, II]
Με είχε προφτάσει καταμεσής στο δρόμο
Απ’ τ’ αδειανό μου πίσω σπίτι στ’ άλλο σπίτι,
Η Νύχτα,
Με είχε σκεπάσει το σύθαμπο.
Το ετοιμόρροπο σώμα σαν ένας επερχόμενος σκελετός,
Δέντρο ρικνό απ’ τον άνεμο.
Έπεφτε το αίμα του ήλιου
Έπεφτε, λίμναζε μέσα στη Δύση.
Τα μάτια μάθαιναν τη θάμπωση,
Τα δάχτυλα την παγωμένη αφή.
Και φάνηκε η Αγάπη,
Πρόφτασε πάνω στο σύνορο,
Πρόφτασε, στάθηκε, σταλμένη από μακριά.
Μάζεψε φλόγα κι άναψε μια χειμωνιάτικη φωτιά.
Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires |
Μενέλαος Λουντέμης - Ερωτικό Κάλεσμα
«Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά
τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια
τις πνίγουν οι νεροποντές
τις κυνηγούν οι βοριάδες
Δεν είμαι δεν είμαι η φωτιά
Έλα κοντά μου δεν είμαι ο άνεμος
τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά
τους βουβαίνουν τα λιοπύρια
τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί
Δεν είμαι δεν είμαι ο άνεμος
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος κατακτητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων
κι αν θέλεις έλα να τ’ ακούσουμε μαζί
Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires
Στράτης Μυριβήλης - Τροία
Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της Αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!
Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνουνται ξυλάρμενα
aνάμεσ᾿ από τρόμους καi λαχτάρες.
Μe θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει
κ᾿ η θάλασσα μ᾿ όλα τα θεριακά της.
Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.
Οἱ Ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ᾿ εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη
καὶ μίαν άσπρη κλωνιά καπνό απ᾿ το παραγώνι.
Θα βρούμε, δε θα βρούμε την Ιθάκη;
Θεός βοηθός! Όμως γιὰ πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία,
οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.
Catching Fire by Donna Blackhall
«Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ’ αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.»
Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires
|
Φωτιά στο δάσος φώναξε πριν γίνει δέντρο
.........................................................................
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν
σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή
γυαλάδα τους
τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ' το σώμα σου
ταΐζουν μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα
τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό
ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά
με δόλο από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν
ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα η μνήμη τους
κοιμάται πράσινη παντού
— ξυπνάει
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος
Fire in the Forest by William McCullagh |
Μανόλης Πρατικάκης - Φλεγόμενο Φλάουτο
«Σπασμέ των λέξεων. Ερωτικό
σώμα του λόγου. Φωτοβόλο
πλάσμα τριαντάφυλλο
ανάγλυφης γυναίκας.
Έρχεσαι πάντα
μέσα απ’ τις γλώσσες
της φωτιάς.»
Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires
|
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Φωτιές του Ἅϊ-Γιάννη
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θα-
λασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
(Λονδίνο, Ιούλιος 1932)
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θα-
λασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
(Λονδίνο, Ιούλιος 1932)
Joseph Mallord William Turner, English - The Burning of the Houses of Lords |
Τάκης Σινόπουλος - Ο καιόμενος
«Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
J.M.W Turner - The Burning of the Houses of Parliament. |
Tristan Tzara - Η Απηγορευμένη Φωτιά
ΙΧ
Η νύχτα φώτιζε τη νύχτα
τη νύχτα μες στις πυγολαμπίδες της
τα κύματα ζητούν ελεημοσύνη στα πουλιά
και το νερό σβήνει μόνο του
κι έκτοτες ήταν σιωπή
που κατεβρόχθιζε τις πόλεις μακριά απ’ τους νεκρούς
σιωπηλή φύλαξ της λάμπας
ροκάνιζε τους σκόρους του φωτός
δίχως άλλη πίκρα δίχως άλλη σιωπή πάρεξ φως
κι ένα μακρύ κρεβάτι γυναικείων μαλλιών
τα μαλλιά πλανώνται κιόλας η φωνή του μωρού
ούτε χαρά ούτε δάκρυ – τα νανουρισμένα νερά
κι οι αρκούδες ακόμη έχουν πόνο στη γη
κι είμαι πάντα εδώ και δεν κούνησα ποτές
απ’ τις πλούσιες σε θηράματα αργίες μας
ουτ’ ελπίς ούτε ψέμα
ανακάλυψαν μάγια
νέα σαν τον κόσμο
δεν είναι δυνατό ν’ αντιλεχθεί
μετάφραση: Ν. Εγγονόπουλος
The Burning of the Houses of Parliament J.M.W Turner |
Μαρίνα Τσβετάγιεβα - Καίγομαι, μέχρι να γίνω στάχτη
Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,
Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,
Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο
Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.
Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος”
Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,
Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα
Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.
Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.
Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,
Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.
Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.
Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,
Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,
Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου
Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου!
Colorado Wild Fire by Lenora De Lude |
Robert Frost- Φωτιά και Πάγος
Κάποιοι λένε ο κόσμος θα τελειώσει στη φωτιά,
Κάποιοι λένε στον πάγο.
Απ’ όση στη ζωή ένιωσα πεθυμιά
Τάσσομαι εγώ μ’ αυτούς που θέλουν τη φωτιά.
Μα αν ήταν να χαθεί δύο φορές,
Νομίζω μίσος γνώρισα αρκετό
Ώστε να πω ότι ο πάγος για καταστροφές
Σπουδαίος είναι και αυτός
Και τη δουλειά θα κάνει επαρκώς.
[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
Fire Storm - Arnold Lowrey |
Robert Frost - Fire And Ice
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ - Όπως ο Κερέμ
Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη
Fire And Passion - Heres To New Beginnings by Eloise Schneider |
" Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;" ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.
Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (απόσπασμα)
Egbert van der Poel - Fire in a Village |
Γιώργος Σουρής - ΧΡΙΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΡΣΙ ΜΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Παν του Ρωμιού τα σύνορα, μα παν κι οι τορναδόροι!
Εκάηκε το μαγαζί του ξυλουργού Δημώρη.
Τώρα θα συνορεύουμε μ΄ Αγίους Θεοδώρους,
κι αντίκρυ μας θα έχουμε καμένους τορναδόρους.
Αλλ΄ όμως ας αφήσουμε αυτά τα κολοκύθια…
πρέπει σ' αυτόν τον δυστυχή να γίνει μια βοήθεια.
Εις τα καλά καθούμενα ο άνθρωπος εχάθη,
και δεν φοβάται συμφορά χειρότερη να πάθει.
Όλα του τάφαγ’ η φωτιά, δεν τ' άφησε σανίδα,
και τώρα κλαίει ο πτωχός χωρίς καμμιά ελπίδα.
Κι όταν κανένας χάνεται, προ πάντων φαμελίτης,
πρέπει καθείς να βοηθεί αληθινός πολίτης.
Εμπρός, στην τόση συμφορά απλώσετε το χέρι,
και ο Ρωμιός ο φουκαράς ό,τι μπορεί προσφέρει.
Saatchi Art Artist Viktor Sheleg, Painting, “Fireplace ” |
Γιώργος Σουρής - ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ
Κοντά στη μια καταστροφή καινούργια μας προφθάνει,
κοντά στις τόσες συμφορές και στις πολλές θυσίες,
δεν ξέρω τίνος βάλθηκε παντού φωτιές να βάνει
και κάθε βράδι νάχουμε φρικτές φωτοχυσίες.
Και δος του νέα πυρκαγιά και κάτω στο παζάρι,
και μέσα στη σαρακοστή εκάη το χαβιάρι.
Εκάηκαν τα βούτυρα, τα μήλα και τ' αχλάδια,
οι μπάμιες τα πετρέλαια, τα ραζακιά σταφύλια,
οι λεμονάδες, οι ελιές το γιάτσο και τα λάδια,
η ζάχαρη και ο καφές, λουμίνια και φυτίλια.
Γιατ' ήλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
να ψήνονται στην αγορά και τ' άγουρα πεπόνια
Ήτο σχεδόν μεσάνυχτα και λίγο περασμένα,
ο Ταβουλάρης έπαιζε στο θέατρο ακόμα,
όταν μπάμ μπούμ ακούσθηκαν στα ύψη σκορπισμένα,
κι όλος ο κόσμος φώναξε αμέσως μ' ένα στόμα:
Συναθροισθήτε, σκαπανείς, ορμήσετε φαντάροι,
απ' άκρη σ' άκρη χαλασμός… φωτιά και στο παζάρι.
Κι ιδού με σκούφους ναυτικούς, με νυχτικά φουστάνια,
γυναίκες κι άνδρες ώρμησαν μέσα στους δρόμους όλοι,
με στάμνες, με πλατύσταμνα, και με τα γιαταγάνια,
κι έβλεπες σαν στρατόπεδο των Αθηνών την πόλη.
Εν τούτοις μες στην ταραχή πολύ παρετηρείτο,
πως μόνον ο πρωθυπουργός στην πυρκαγιά δεν ήτο.
Ως τα επτά ουράνια ανέβαιναν οι φλόγες,
κι εφώτιζαν τα τέσσερα της πόλεως σημεία,
σαν σκάγια εσκορπίζονταν των σταφυλιών οι ρόγες,
και πέριξ διεχέετο μεγάλη ευθυμία.
Κοκκίνζ' η Ακρόπολις απ' την πολλή χαρά της,
που έβλεπε να καίεται το δώρον του Ελγίνου,
γιατί αυτή δεν ξέχασε ακόμη τα παλιά της,
πως θαύμα έγιν' άλλοτε του κλέφτη της εκείνου.
Αν το ξεχνούνε οι Ρωμιοί, οι πέτρες δεν ξεχνούνε
με ποιους εζούσαν άλλοτε και τώρα με ποιους ζούνε.
Ω τόσων αναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
με τ' ακριβά σου κρέατα, τα βρώμια σου τα ψάρια,
τις ξύλινες παράγκες σου, τον κάθε μακελάρη,
τις ζυγαριές τις ξύγκικες, τά ξύγκικα καντάρια,
αιώνια στη μνήμη του κανείς θα σε φυλάττει
και γαίαν έχεις ελαφράν, ω Αγορά φιλτάτη.
Αύγουστος 1884.
https://itzikas.wordpress.com/
https://www.sansimera.gr/
http://redlineagrinio.gr/
http://latistor.blogspot.gr/
https://www.translatum.gr/
http://logoskaitexni.blogspot.gr/
http://aforesmos.blogspot.gr/
https://tokoskino.me
http://exbook3.blogspot.gr/
https://www.poemhunter.com/
http://odosoutopias.blogspot.gr/
http://www.sarantakos.com/
http://digitalschool.minedu.gov.gr/
https://fineartamerica.com/
https://chicagology.com
https://gr.pinterest.com
http://www.stixoi.info/
http://ebooks.edu.gr
http://aforesmos.blogspot.gr/
https://tokoskino.me
http://exbook3.blogspot.gr/
https://www.poemhunter.com/
http://odosoutopias.blogspot.gr/
http://www.sarantakos.com/
http://digitalschool.minedu.gov.gr/
https://fineartamerica.com/
https://chicagology.com
https://gr.pinterest.com
http://www.stixoi.info/
http://ebooks.edu.gr
Fire In The Sky by Carl Rolfe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου