Ο Γκυ ντε Μωπασσάν (Henry René Albert Guy de Maupassant, 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893) ήταν Γάλλος συγγραφέας της νατουραλιστικής σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Γαλλίας.
Γεννήθηκε στο Château de Miromesnil, κοντά στη Διέππη. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον χωρισμό των γονέων του. Έμεινε ως τα δεκατρία του με τη μητέρα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τον πατέρα του (που προβάλλονται σε πολλά από τα έργα του) παρά την κάθε είδους βοήθεια που έπαιρνε από αυτόν.
Αποφοίτησε από το λύκειο της Χάβρης, αφού πρώτα φρόντισε να αποβληθεί από ένα ημιθρησκευτικό εκπαιδευτήριο, και το 1869 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι. Πολέμησε ως εθελοντής στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870 στην πρώτη γραμμή αλλά ο πατέρας του πέτυχε τη μετάθεσή του σε λιγότερο επικίνδυνη μονάδα. Μετά την αποφοίτησή του από τη νομική σχολή, με τη βοήθεια πάντα του πατέρα του, ο Μωπασσάν διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος.
Η μητέρα του ήταν γνώριμη του Φλωμπέρ, ο οποίος ανέλαβε τη λογοτεχνική αγωγή του. Στο σπίτι του Φλωμπέρ ο Μωπασσάν γνώρισε τον Ζολά, τον Τουργκένιεφ, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ και τον Χένρυ Τζαίημς. Κάποια διηγήματά του δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο σε επαρχιακά περιοδικά.
Το 1880 κυκλοφόρησε το βιβλίο Les Soirées de Médan που περιείχε έξι πολεμικές ιστορίες ισάριθμων συγγραφέων μεταξύ των οποίων και ο Ζολά. Την καλύτερη εντύπωση έκανε το Boule de Suif («Μπάλα από λίπος») του Μωπασσάν.
Αμέσως έγινε περιζήτητος από εφημερίδες και περιοδικά, όπου άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και τις μάλλον πικάντικες ιστορίες του. Μεταξύ 1880 και 1890 δημοσίευσε 300 διηγήματα, τρία ταξιδιωτικά, μια ποιητική συλλογή και έξι μυθιστορήματα, με γνωστότερο το Bel-Ami (Ο Φιλαράκος). Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, ο Μωπασσάν ταύτιζε τον εαυτό του με τον ασυνείδητο και αρριβίστα ήρωα του έργου του — ή τουλάχιστον θα ήθελε να ταυτιστεί.
Είχε πια μεγάλη οικονομική άνεση, άρχισε τα ταξίδια και αγόρασε θαλαμηγό την οποία ονόμασε «Bel-Ami». Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έφταναν στα όρια της ερωτομανίας. Τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής (που περιγράφονται στην Μπάλα από λίπος και αλλού), άρχισε μετά την επιτυχία του να συναναστρέφεται τις εταίρες της εποχής, τις λεγόμενες horizontales, και προχώρησε σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Αλλά από τα 20 χρόνια του έπασχε από σύφιλη. Ίσως η ασθένεια να οφειλόταν στην σεξουαλική του ασυδοσία. Αλλά, το γεγονός ότι και αδελφός του έπασχε και πέθανε από αυτή, δείχνει ότι μάλλον ήταν κληρονομική. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1880, τόσο τα συμπτώματα γίνονταν εντονότερα, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο τη μανία μετακίνησης από το ένα μέρος της Γαλλίας στο άλλο. Ενδεικτικό της κατάστασης πανικού που τον διακατείχε και προφητικό ήταν το διήγημά του Le Horla. Έντονος άλλωστε ήταν ο πεσιμισμός του και φανερή η επίδραση του Σοπενχάουερ.
Το 1889 ο αδελφός του πέθανε σε άσυλο ψυχοπαθών. Η λύπη του Μωπασσάν και ο τρόμος για την δική του μοίρα επιδείνωσαν την κατάστασή του. Το 1892 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και πέθανε στα 43 του χρόνια.
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
✿Εισέβαλα στο χώρο της λογοτεχνίας σαν μετέωρο και θα αποχωρήσω σαν κεραυνός.
I entered literary life as a meteor, and I shall leave it like a thunderbolt.
Δήλωσή του προς στον ποιητή Jose Maria de Heredia, όπως αναφέρεται από τον Pol Neveux στο Original Short Stories
✿Ένα νόμιμο φιλί δεν είναι ποτέ τόσο καλό όσο ένα κλεμμένο φιλί.
✿Ένα νόμιμο φιλί δεν είναι ποτέ τόσο καλό όσο ένα κλεμμένο φιλί.
A legal kiss is never as good as a stolen kiss.
A Wife’s Confession
✿Ο πατριωτισμός είναι ένα είδος θρησκείας, είναι το αυγό απ' όπου εκκολάπτονται οι πόλεμοι.
Patriotism is a kind of religion; it is the egg from which wars are hatched.
My Uncle Sosthenes
✿Το πραγματικό μπορεί μερικές φορές να φαίνεται απίθανο.
Le vrai peut quelquefois n’être pas vraisemblable.
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xv
✿Ο καθένας από εμάς είναι απλώς μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ποιητική ψευδαίσθηση, συναισθηματική, χαρούμενη, μελαγχολική, βρώμικη ή σκοτεινή ανάλογα με τη φύση του. Και ο συγγραφέας δεν έχει άλλη αποστολή από το να αναπαράγει αυτή τη ψευδαίσθηση.
Chacun de nous se fait donc simplement une illusion du monde, illusion poétique, sentimentale, joyeuse, mélancolique, sale ou lugubre suivant sa nature. Et l’écrivain n’a d’autre mission que de reproduire fidèlement cette illusion
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xviii
ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΕΡΜΠΟΥΑ αποτελείωναν το γεύμα τους, με ύφος δύσθυμο, ο ένας απέναντι στον άλλο.
Η κυρία Σερμπουά, μια μικροκαμωμένη ξανθούλα με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια, απαλές κινήσεις, έτρωγε αργά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι της, σαν να την απασχολούσε μια θλιβερή κι επίμονη σκέψη.
Ο Σερμπουά, ψηλός, δυνατός, με φαβορίτες και ύφος υπουργού ή επιχειρηματία, φαινόταν νευρικός και συλλογισμένος.
Τελικά είπε, σαν να μονολογούσε:
«Είναι πολύ παράξενο στ’ αλήθεια!»
«Τι πράγμα, καλέ μου;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Που ο Βωντρέκ δε μας άφησε τίποτα».
Η κυρία Σερμπουά κοκκίνισε· κοκκίνισε απότομα, σαν να απλώθηκε ξαφνικά ένα ροζ πέπλο στο δέρμα της από το λαιμό προς το πρόσωπο, και είπε:
«Ίσως υπάρχει καμιά διαθήκη στο συμβολαιογράφο. Μα πού να το ξέρουμε;»
Έδειχνε όμως στην πραγματικότητα να το ξέρει. Ο Σερμπουά απάντησε: «Ναι, είναι πιθανό. Γιατί εν τέλει ο εργένης μας αυτός ήταν ο καλύτερος φίλος και για τους δυο μας. Δεν ξεκολλούσε απ’ το σπίτι μας, έτρωγε εδώ τα βράδια μέρα παρά μέρα. Ξέρω πολύ καλά πως σου έκανε πολλά δώρα και πως αυτό ήταν ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να ξεπληρώνει τη φιλοξενία μας· όμως, μα την αλήθεια, όταν έχεις φίλους σαν κι εμάς, τους σκέφτεσαι στη διαθήκη σου. Είναι βέβαιο πως, εάν είχα αισθανθεί εγώ άρρωστος, θα είχα κάνει κάτι γι’ αυτόν, μολονότι εσύ είσαι η φυσική κληρονόμος μου».
Η κυρία Σερμπουά είχε τα μάτια κατεβασμένα. Και καθώς ο σύζυγός της λιάνιζε ένα κοτόπουλο, φύσηξε τη μύτη της όπως τη φυσάμε όταν κλαίμε.
Εκείνος εξακολούθησε: «Εν τέλει είναι πιθανό να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και κάποιο μικρό κληροδότημα για μας. Δε θα μ’ ενδιέφερε κάτι το σπουδαίο· ένα ενθύμιο, απλώς ένα ενθύμιο, μια σκέψη, για να πειστώ ότι ένιωθε στοργή για μας».
Τότε η γυναίκα του είπε με διστακτική φωνή: «Εάν θέλεις, μετά το φαγητό, πάμε στου κυρίου Λαμανέρ και θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα».
«Ναι, δεν βλέπω τίποτα καλύτερο» είπε εκείνος.
Και καθώς είχε δέσει μια πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό του, για να μη λερώσει με σάλτσα τα ρούχα του, έμοιαζε μ’ έναν αποκεφαλισμένο που μιλούσε, με τις ωραίες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν μαύρες πάνω στο λευκό ύφασμα και το πρόσωπό του σαν ενός μετρ ντ’ οτέλ σε μεγάλο οίκο.
Όταν μπήκαν στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ, παρατηρήθηκε κάποια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους υπαλλήλους, κι όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να πει το όνομά του, παρόλο που τον γνώριζαν πολύ καλά, ο πρώτος γραμματέας σηκώθηκε με ολοφάνερη προθυμία, ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.
Και οδήγησαν τον κύριο και την κυρία Σερμπουά στο γραφείο του αφεντικού.
Το αφεντικό ήταν ένα στρουμπουλό ανθρωπάκι, με κεφάλι σαν σφαίρα καρφωμένη σε μιαν άλλη σφαίρα, η οποία στηριζόταν σε δύο τόσο μικρά, τόσο κοντά πόδια, που σχεδόν έμοιαζαν κι αυτά με δύο σφαίρες.
Χαιρέτησε, τους κάλεσε να καθίσουν και, ρίχνοντας στην κυρία Σερμπουά ένα φευγαλέο συνωμοτικό βλέμμα, τους είπε:
«Τώρα μόλις εσκόπευα να σας γράψω για να σας παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου ώστε να σας γνωστοποιήσω τη διαθήκη του κυρίου Βωντρέκ που σας αφορά».
Ο κύριος Σερμπουά δεν άντεξε και είπε: «Το περίμενα».
Ο συμβολαιογράφος πρόσθεσε:
«Θα σας αναγνώσω αυτό το κείμενο, που είναι άλλωστε σύντομο».
Πήρε ένα χαρτί που βρισκόταν μπροστά του και διάβασε:
«Ο υπογεγραμμένος Πωλ Εμίλ Συπριέν Βωντρέκ, έχων σώας τας φρένας, εκφράζω εδώ την τελευταία μου θέληση.
»Επειδή ο θάνατος μπορεί να μας πάρει οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμώ διά παν ενδεχόμενο να λάβω τα μέτρα μου, και γι’ αυτό συντάσσω τη διαθήκη μου, η οποία θα κατατεθεί στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ.
»Καθώς δεν έχω άμεσους κληρονόμους, αφήνω ολόκληρη την περιουσία μου, που αποτελείται από χρηματιστηριακές αξίες ύψους τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων και ακίνητα ύψους εξακοσίων χιλιάδων περίπου φράγκων στην κυρία Κλαιρ Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμιά εκ μέρους της υποχρέωση ή οποιονδήποτε άλλο όρο. Την παρακαλώ να αποδεχθεί τη δωρεά αυτή ενός πεθαμένου φίλου εις ένδειξιν μιας αφοσιωμένης, βαθιάς και προσήκουσας στοργής.
Εγένετο εν Παρισίοις τη 15η Ιουνίου 1883
υπογραφή: Βωντρέκ»
Η κυρία Σερμπουά είχε χαμηλώσει το κεφάλι και παρέμενε ακίνητη, ενώ ο άντρας της κοίταζε εμβρόντητος μια το συμβολαιογράφο και μια τη γυναίκα του.
Ο κύριος Λαμανέρ, ύστερα από μια στιγμή σιωπής, είπε:
«Εξυπακούεται, κύριε, ότι η σύζυγος σας δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το κληροδότημα χωρίς τη συγκατάθεσή σας».
Ο κύριος Σερμπουά σηκώθηκε. «Ζητώ πίστωση χρόνου για να το σκεφθώ» είπε.
Ο συμβολαιογράφος, που χαμογελούσε με κάποια δόση πονηριάς, υποκλίθηκε: «Καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να σας κάνουν να διστάζετε, αγαπητέ κύριε. Ο κόσμος κάνει μερικές φορές κακόβουλες κρίσεις. Θέλετε να ξανάρθετε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»
Ο κύριος Σερμπουά υποκλίθηκε: «Ναι, κύριε, ες αύριον».
Χαιρέτησε με τσιριμόνιες, πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα του, που ήταν κατακόκκινη σαν παπαρούνα και κρατούσε τα μάτια της πεισματικά χαμηλωμένα, και βγήκε με τόσο επιβλητικό ύφος που οι γραμματείς σάστισαν.
Μόλις επέστρεφαν στην κατοικία τους, ο κύριος Σερμπουά έκλεισε την πόρτα και είπε με στεγνή φωνή:
«Ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Η γυναίκα του, που έβγαζε το καπέλο της, στράφηκε με ένα τίναγμα:
«Τι; Εγώ;»
«Ναι, εσύ!... Δεν αφήνει κανείς ολόκληρη την περιουσία του σε μια γυναίκα χωρίς να...»
Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη και τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσε να δέσει τις μακριές κορδέλες για να τις εμποδίσει να σέρνονται στο πάτωμα.
Μετά από λίγη σκέψη είπε: «Για στάσου... Είσαι τρελός... είσαι τρελός... Εσύ ο ίδιος δεν περίμενες, μόλις πριν από λίγο, ότι θα... θα σου... ότι θα σου άφηνε κάτι;...»
«Ναι, μπορούσε να μου αφήσει κάτι... εμένα,... τ’ ακούς; σ’ εμένα, αλλά όχι σ’ εσένα...»
Τον κοίταξε κατάματα με τρόπο βαθύ και παράξενο, σαν να ’θελε να βρει κάτι εκεί μέσα, να ανακαλύψει το άγνωστο εκείνο του Όντος που δεν εξιχνιάζεται ποτέ και μόλις που μπορούμε να μαντέψουμε αστραπιαία, σε στιγμές που ο άλλος δε φυλάγεται, έχει αφεθεί ή δεν προσέχει, και είναι σαν ν’ αφήνει μισάνοιχτες πόρτες προς τα μυστηριώδη εσώψυχά του· και είπε αργά:
«Νομίζω εντούτοις πως... αν..., πως θα φαινόταν τουλάχιστον παράξενο, ένα τόσο σπουδαίο κληροδότημα εκ μέρους του.. σ’ εσένα».
«Γιατί;» έκανε εκείνος απότομα, σαν άνθρωπος που διαψεύστηκε στις προσδοκίες του.
«Γιατί έτσι» είπε εκείνη κι έστρεψε το κεφάλι της, σαν να την είχε καταλάβει κάποια αμηχανία· ύστερα σώπασε.
Ο άντρας της άρχισε να πηγαινοέρχεται με γρήγορα βήματα.
«Δε θα δεχτείς κάτι τέτοιο, υποθέτω!» της είπε.
«Ασφαλώς» αποκρίθηκε εκείνη αδιάφορα. «Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αξίζει τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο· μπορούμε να ειδοποιήσουμε αμέσως τον κύριο Λαμανέρ».
Ο Σερμπουά στάθηκε μπροστά της, κι έμειναν να αλληλοκοιτάζονται για λίγο στα μάτια από πολύ κοντά, προσπαθώντας να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν, να ανακαλύψουν μέσα στον άλλο, να αναμετρηθούν ως τα μύχια της σκέψης, μέσα σε μιαν από αυτές τις εναγώνιες και βουβές αναζητήσεις δύο όντων που, αν και ζουν μαζί, εξακολουθεί να αγνοεί το ένα το άλλο, αλλά που το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο.
Ύστερα, απότομα, πλησίασε κοντά κοντά και της πέταξε με χαμηλή φωνή:
«Έλα, ομολόγησε πως ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους: «Τι κουτός που είσαι!... Ο Βωντρέκ μ’ αγαπούσε, σίγουρα, όμως δε μ’ έκανε ποτέ δική του..., ποτέ».
«Λες ψέματα, δεν είναι δυνατό» είπε εκείνος χτυπώντας το πόδι.
«Όμως έτσι είναι» του απάντησε ήρεμα.
Εκείνος βάλθηκε πάλι να βαδίζει· ύστερα, σταματώντας και πάλι, είπε:
«Εξήγησέ μου τότε, γιατί αφήνει όλη του την περιουσία σ’ εσένα».
«Είναι πολύ απλό» είπε εκείνη νωχελικά. «Όπως έλεγες κι εσύ προ ολίγου, οι μόνοι φίλοι του ήμασταν εμείς, και ζούσε εξίσου στο σπίτι του και στο σπίτι μας, και τη στιγμή που έκανε τη διαθήκη του εμάς σκέφτηκε. Έπειτα, από αβροφροσύνη, έβαλε το όνομά μου στο χαρτί, αφού το όνομά μου του ήρθε, εντελώς φυσικά, την ώρα που έγραφε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σ’ εμένα έκανε δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Είχε τη συνήθεια να μου φέρνει λουλούδια, να μου δίνει, κάθε 5 του μηνός, ένα μπιμπελό, επειδή γνωριστήκαμε κάποια 5η του Ιουνίου... Το ξέρεις καλά. Εσένα δεν σου έδινε σχεδόν ποτέ τίποτα· δεν του περνούσε καν από το νου. Στις γυναίκες και όχι στους συζύγους προσφέρουν δωράκια. Ε, λοιπόν, σ’ εμένα άφησε το τελευταίο του δώρο κι όχι σ’ εσένα, τίποτα το απλούστερο».
Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο φυσική, που ο Σερμπουά προς στιγμήν αμφέβαλε, αλλά είπε: «Έτσι είναι. Όμως αυτό θα κάνει πολύ κακή εντύπωση. Οι πάντες θα πίστευαν πως κάτι τρέχει. Δεν μπορούμε να δεχθούμε».
«Τότε, λοιπόν, ας μη δεχθούμε, καλέ μου. Τούτο σημαίνει ένα εκατομμύριο λιγότερο για την τσέπη μας, αυτό είν’ όλο».
Εκείνος βάλθηκε να μιλάει, όπως σκέφτεται κανείς φωναχτά, χωρίς ν’ απευθύνεται άμεσα στη γυναίκα του.
«Μάλιστα, ένα εκατομμύριο —είναι αδύνατο—, θα χάναμε την υπόληψή μας —τόσο το χειρότερο—, θα ’πρεπε να μου είχε αφήσει εμένα το μισό, αυτό θα τακτοποιούσε τα πάντα».
Και κάθισε, σταύρωσε τα πόδια και βάλθηκε να πασπατεύει τις φαβορίτες του, όπως έκανε σε στιγμές μεγάλης περισυλλογής.
Η κυρία Σερμπουά είχε ανοίξει το καλαθάκι του εργοχείρου της, από το οποίο τράβηξε την άκρη ενός κεντήματος, και είπε ενώ άρχιζε να εργάζεται:
«Εμένα δε με νοιάζει. Πρέπει να το σκεφτείς εσύ».
Εκείνος έκανε πολλή ώρα ν’ απαντήσει, κατόπιν είπε διστακτικά:
«Να, θα υπήρχε, ας πούμε, ένας τρόπος, αν μου παραχωρούσες παραδείγματος χάριν τη μισή κληρονομιά, με δωρεά εν ζωή. Είμαστε άκληροι, μπορείς να το κάνεις. Έτσι θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου».
«Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά, πώς θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου;» τον ρώτησε με σοβαρότητα.
Εκείνος θύμωσε απότομα: «Είσαι πραγματικά ανόητη. Θα πούμε πως κληρονομήσαμε εξ ημισείας. Και θα είναι αλήθεια. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στο όνομά σου».
Εκείνη τον ξανακοίταξε με διεισδυτικό βλέμμα: «Όπως θέλεις, είμαι έτοιμη».
Τότε ο Σερμπουά σηκώθηκε και ξανάρχισε να περπατάει.
Έμοιαζε και πάλι να διστάζει, αν και το πρόσωπο του αχτινοβολούσε:
«Όχι... ίσως είναι προτιμότερο να αποποιηθείς εντελώς... είναι πιο αξιοπρεπές... ωστόσο... έτσι δε θα έχει κανείς τίποτα να πει... Οι πιο ενάρετοι άνθρωποι θα αναγκαζόντουσαν να κάνουν πίσω... Ναι, έτσι τακτοποιούνται τα πάντα...»
Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του: «Που λες, ελαφίνα μου, θα πάω μόνος μου στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ για να τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω το ζήτημα. Θα του πω ότι προτίμησες αυτή τη λύση από ευπρέπεια, για να μην μπορούν να κουτσομπολεύουν. Από τη στιγμή που αποδέχομαι το μισό αυτής της κληρονομιάς, είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως τη θεωρώ ξεκάθαρη, άμεμπτη. Είναι σαν να σου ’λεγα: "Αποδέξου την κι εσύ, καλή μου, αφού την αποδέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου". Ειδάλλως, αληθινά, δε θα ’ταν σωστό».
«Όπως θέλεις» πρόφερε απλά η κυρία Σερμπουά.
Εκείνος συνέχισε, μιλώντας τώρα με στόμφο: «Ναι, μοιράζοντας την κληρονομιά, όλα εξηγούνται πολύ εύκολα. Κληρονομούμε ένα φίλο που δε θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσά μας, δε θέλησε να μας ξεχωρίσει, που δε θέλησε να μοιάζει πως έλεγε: "Προτιμώ τον ένα ή τον άλλο μετά το θάνατό μου, όπως έκανα κι όταν ζούσα". Και να ’σαι βέβαιη, πως αν το ’χε σκεφτεί, αυτό θα ’κανε. Δεν σκέφτηκε, δεν πρόβλεψε τις συνέπειες. Όπως το ’πες τόσο καλά, σ’ εσένα χάριζε πάντα τα δώρα του. Σ’ εσένα θέλησε λοιπόν ν’ αφήσει ένα τελευταίο ενθύμιο».
Εκείνη τον σταμάτησε έχοντας κάπως απαυδήσει: «Εντάξει, κατάλαβα. Δε χρειάζονται τόσες εξηγήσεις. Πήγαινε αμέσως στο συμβολαιογράφο».
«Έχεις δίκιο. Πηγαίνω» πρόφερε εκείνος κοκκινίζοντας, σαστισμένος ξαφνικά.
Πήρε το καπέλο του και. πλησιάζοντάς την, της πρότεινε τα χείλη για να τη φιλήσει, ενώ ψιθύριζε:
«Θα τα πούμε σε λίγο, χρυσή μου».
Ύστερα ο Σερμπουά έφυγε με χαρούμενο ύφος.
Και η κυρία Σερμπουά παράτησε το εργόχειρο της κι άρχισε να κλαίει.
μτφρ. Φοίβος I. Πιομπίνος
✿ ✿ ✿ ✿
Mια αγοραπωλησία
To κακουργιοδικείο του κάτω Σηκουάνα εκδικάζει την υπόθεση δύο χωρικών, των Μπρουμάν και Κορνύ, πού άποπειράθη καν, σύμφωνα πάντοτε με την κατηγορία, να πνίξουν μέσα ο’ ένα βαρέλι νερό, την κυρία Μπρουμάν, νόμιμη σύζυγο του πρώτου των κατηγορουμένων.
Οί δύο κατηγορούμενοι κάθονται πλάι – πλάι, πάνω στό συνηθισμένο πάγκο. ‘Ο Μπρουμάν είναι ένας κοντόχοντρος τύπος, μέ κοντά χέρια καί πόδια, μ’ ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο κεφάλι, πού λές καί φυτρώνει κατ’ ευθείαν από τό σώμα, χωρίς νά ύπάρχει καθόλου λαιμός. Είναι χοιροτρόφος καί διαμένει σέ μιά κοινότητα τοϋ Κρικελότ, στο Κασσεβίλ-λά—Γκουπίζ.
Ό Κορνύ είναι άνθρωπος ισχνός, μέσου άναστήματος, με πολύ μεγάλα χέρια. Το κεφάλι του είναι στραβό καί αλληθωρίζει. Μιά μπλέ μπλούζα, μακριά σάν πουκαμίσα, φτάνει μέχρι τά πόδια του καί τά άραιά μαλλιά του κίτρινα καί κολλημένα στό κρανίο του, δίνουν στό πρόσωπό του μιά άπόχρωσι βρώμικη, ενα ύφος θλιβερό. Τό παρατσούκλι του είναι «παπάς», γιατί ξέρει νά μιμείται περίφημα τά εκκλησιαστικά τροπάρια καθώς καί τόν ήχο του αρμόνιου. Αύτό τό ταλέντο πού έχει, τόν βοηθάει νά μαζεύει κόσμο στό καμπαρέ του, γιατί είναι καμπαρετζής στό Κρικελότ, μιας καί οί περισσότεροι πελάτες προτιμούν τή «λειτουργία στόν οίκο Κορνύ» από τή λειτουργία στόν οίκο τοϋ καλού θεού.
Η κυρία Μπρουμάν, κάθεται, στίς θέσεις τών μαρτύρων, είναι μιά ισχνή χωρική, πού φαίνεται σά νά είναι συνεχώς κοιμισμένη. Μένει άκίνητη, μέ σταυρωμένα τά χέρια στά γόνατά της, μέ τό βλέμμα της προσκολλημένο σ’ ένα σημείο, μέ ύφος ήλίθιο.
Ό πρόεδρος συνεχίζει τήν άνάκρισι:
—… Έτσι λοιπόν, κυρία Μπρουμάν, μπήκαν στό σπίτι σου καί σ’ έριξαν σ’ ένα βαρέλι γεμάτο νερό. Πές μας πως γίνηκαν τά γεγονότα, μέ κάθε λεπτομέρεια. Σήκω επάνω.
Ή κυρία Μπρουμάν σηκώνεται. Φαίνεται ψηλή σαν ιστίο πλοίου. Μιλάει μέ μιά φωνή συρτή
—Καθάριζα φασόλια καί νά τους πού μπαίνουν οί προκομένοι. Τί διάολο άραγες έχουν; σκέφτηκα μόνη μου.. Τά μούτρα τους δείχναν πονηριά. Μέ κοιτάγαν, νά έτσι, άπό πάνω μέχρι κάτω, προπάντων ο Κορνύ, πού μάλιστα άλλοιθωρίζει. «Τί αγαπάτε» τούς ρώτησα. Μου απαντάνε: «Δέν θέλουμε τίποτα».
Μά εγώ δέν τούς πολυπίστεψα.
‘Ο κατηγορούμενος Μπρουμάν διακόπτει μέ ζωρό τόνο τήν κατηγορουμένη καί λέει.
—Είχα πιει.
Τότε ο Κορνύ, στρεφόμενος πρός τό συνένοχό του, λέει μέ μιά βαθειά φωνή, πού θύμιζε ήχο εκκλησιαστικού οργάνου.
— Πές οτι ήπιαμε και οί δυό μας καί δέ θά πεις ψέματα.
Ό Πρόεδρος: με αύστηρότητα. Θέλετε νά πήτε πως ήσασταν μεθυσμένοι;
Μπρουμάν: Χωρίς συζήτησι.
Κορνύ · Αυτό μπορεί νά συμβεΐ σ’ όλο τον κόσμο.
Ό Πρόεδρος στο θϋμα. Συνέχισε τήν κατάθεσί σου κυρία Μπρουμάν.
—Λοιπόν, νά, ό Μπρουμάν, πού μέ ρωτάει: «Θέλεις νά κερδίσεις 50 φράγκα ;» Ναι θέλω, μιας καί 50 φράγκα δέν βρίσκονται στό δρόμο». Τότε, μου ξαναλέει: «Άνοιξε τά μάτια σου καί κάνε ότι κάνω καί γώ». Καί νάτος πού πάει καί φέρνει ένα κατεστραμένο βαρέλι πού ήταν τοποθετημένο σέ μιά γωνιά τοϋ σπιτιού. Καί τό χειρότερο είναι, ότι τύ άναποδογυρίζει, καί τό χειρότερο είναι, ότι τό φέρνει στην κουζίνα μου, καί τό χειρότερο είναι, ότι τό βάζει δεξιά, στό κέντρο καί τό χειρότερο είναι ότι μου λέει: «Πήγαινε νά φέρεις νερό καί γιόμισέ το».
Νάμε λοιπόν καί γώ πού πηγαίνω στό πηγάδι μέ, δυό γκουβάδες καί φέρνω νερό καί τό χειρότερο άκόμη πού τήν κάνω αυτή τή δουλειά μιά ώρα συνέχεια, γιατί αυτό τό βαρέλι ήταν μεγάλο, μέ τό συμπάθειο κύρ Πρόεδρε, σά μιά στέρνα.
Όλη αυτή τήν ώρα ό Μπρουμάν καί ό Κορνύ κατέβαζαν τά ποτηράκια τους, καί τό χειρότερο ακόμα κι’ άλλα ποτηράκια… κι’ άλλα ποτηράκια, έτσι πού δέν άντεξα καί τούς είπα. «Μωρ’ σεις είσαστε πιο γεμάτοι κι’ άπ’ αυτό τό βαρέλι». Καί νά ό Μπρουμάν πού μ’ απαντάει. «Μή στεναχωριέσαι, κάνε τά κέφια σου τώρα, μά θά γελάσει όποιος γελάσει τελευταίος». Ηταν πιωμένος καί δέν έδωσα προσοχή στις κουβέντες του. “Οταν τό βαρέλι γιόμισε είπα.
«*Η δουλειά τέλειωσε». .
Και νά πού ό Καρνύ μου δίνει 50 φράγκα. “Οχι, ο Μπρουμάν, ό Κορνύ. Ό Κορνύ μοϋ τάδωκε. Μά ό Μπρουμάν μου είπε. —Θέλεις νά κερδίσεις άκόμα πενήντα φράγκα ;
—Ναι, τοϋ είπα, μιας καί δέν ήμουνα συνηθισμένη σέ τέτοιες γαλαντομίες.
Τότε μοϋ είπε.
— Ξεντύσου.
— Νά ξεντυθω;
— Ναί, μου λέει.
— Μέχρι που θέλεις νά ξεντυθω ; Μου λέει. ·
— Μή στενοχωριέσαι, μείνε μέ τήν πουκαμίσα σου, αύτό δέν μάς έμποδίζει σέ τίποτα.
Πενήντα φράγκα, είναι πενήντα φράγκα. Καί νάμαι, αρχίζω νά ξεντύνομαι. Βγάζω το τσεμπέρι μου καί τό χειρότερο τό μποΰστο μου καί τό χειρότερο τή φούστα μου καί τό χειρότερο άκόμα τά παπούτσια μου. Τότε ό Μπρουμάν μοϋ λέει.
«Μή βγάζεις τις κάλτσες σου, είμαστε καλά παιδιά». Καί ό Κορνύ ξαναλέει. «Είμαστε καί φαινόμαστε».
Έμεινα λοιπόν σχεδόν σάν τήν Εύα. Καί όσο μπορούσαν νά σταθούν όρθιοι, τόσο έπιναν, μέ τό συμπάθειο κύρ Πρόεδρε. Τότε τούς είπα. «Τί λογαριάζετε νά κάνετε;»
Καί ό Μπρουμάν είπε- «Τώρα θά ίδεΐς»,
Ό Κορνύ είπε. «Τώρα Θά ίδεΐς».
Καί λέγοντας αύτές τις κουβέντες μ’ αρπάζουν, ό Μπρουμάν άπό τό κεφάλι καί ό Κορνύ άπό τά πόδια, σά νάμουνα κανένα ασπρόρουχα τής μπουγάδας. Έγώ έβαλα τις φωνές. Καί ό Μπρουμάν μου είπε. «Παψε τιποτένιο πλάσμα». Μέ σηκώνουν λοιπόν στά χέρια τους καί μέ χώνουν μές τό βαρέλι, πούταν γιομάτο νερό, έτσι πού μούρθε νά κρεπάρω.
Καί ο Μπρουμάν λέει : «Αυτό λογαριάζαμε».
Ό Κορνύ λέει: «Τίποτα περισσότερο».
‘Ο Μπρουμάν λέει :
«Τό κεφάλι της δέ βράχηκε».
‘Ο Κορνύ λέει :
«Βάλε της το μέσα».
Καί νά πού ο Μπρουμάν μοΰ σπρώχνει τό κεφάλι γιά νά πνιγώ καί τό νερό άρχισε νά μπαίνει άπ’ τή μύτη έτσι πού άρχισα νά βλέπω τόν Παράδεισο. Κι όλο νά μέ σπρώχνει. Ένοιωθα πιά πώς χανόμουνα.
Σέ μιά στιγμή όμως μέ τράβηξε άπό τό νερό καί μου λέει.
«Πήγαινε τώρα νά στεγνώσεις, σκελετωμένο πλάσμα».
Καί γώ τοβαλα στά πόδια καί φτάνω στό σπίτι του παπά πού όταν μέ είδε σχεδόν γυμνή μου δάνεισε μιά φούστα της ύπηρέτριάς του καί ετρεξε αμέσως στή χωροφυλακή καί πήρε μερικούς χωροφύλακες πού μέ συνώδευσαν στό σπίτι.
Έκεΐ βρίσκουμε τό Μπρουμάν κάι τόν Κορνύ πού τσακώνοταν σάν κριάρια.
Ό Μπρουμάν φώναζε.
—Δέν είναι αλήθεια, σοΰ είπα πώς ζυγίζει τουλάχιστον ένα κυβικό μέτρο.
Ό Κορνύ ούρλιαζε.
—Τέσσερις κουβάδες, πού σημαίνει περίπου μισό κυβικό μέτρο.
Ό χωροφύλακας τούς έπιασε αμέσως. Δέν ξέρω τίποτ’ άλλο νά σας πω.
Κάθησε. Το άκροατήριο γελούσε. Οί ένορκοι κοιτούσαν έκπληκτοι . ο ένας τόν άλλον.
Ό Πρόεδρος είπε.
—Κατηγορούμενε Κορνύ, φαίνεται πώς είσαι ύ υποκινητής αυτής τής σκευωρίας. Άπολογήσου.
Ό Κορνύ σηκώθηκε μέ τή σειρά του και είπε.
— Πρόεδρέ μου, είχαμε πιει.
Ο πρόεδρος τόν διέκοψε αύστηρά
—Τό ξέρω. Συνέχισε !
—Προχωρώ. Λοιπόν ό Μπρουμάν είρθε στό μαγαζί μου στίς εννιά ή ώρα, παρήγγειλε δυό κονιάκ καί είπε, «τό ένα γιά σένα Κορνύ». Κάθομαι άπέναντί του, καί άπό ευγένεια του προσφέρω καί γώ ένα. ‘Ύστερα μέ ξανακέρασε αυτός, τόν ξανακέρασα καί γώ καί ποτηράκι ποτηράκι γινήκαμε κι οί δυό φέσι.
Τότε ό Μπρουμάν άρχισε νά κλαίει. Τόν λυπήθηκα καί τόν ρώτησα νά μου πει τι έχει. Μοΰ απάντησε· «Μου χρειάζονται χίλια φράγκα γιά τήν Πέμπτη». Καταλαβαίνετε πώς πάγωσα .ολόκληρος. Καί τότε μοΰ κάνει τήν πρότασι.
— Σου πουλάω τή γυναίκα μου.
Είχα πιει καί είμαι καί χήρος. Καταλαβαίνετε λοιπόν πώς ή πρότασι μου καλάρεσε. Δέ γνώριζα τή γυναίκα του. Αλλά μιά γυναίκα είναι πάντοτε μιά γυναίκα, δέν είναι έτσι κύριε πρόεδρε ; Τόν ρωτάω λοιπόν.
— Πόσο μου τήν πουλάς ;
Σκεφτηκε ή φάνηκε πώς σκεπτότανε. “Οταν έχει πιει κανείς, αύτό δέν φαίνεται καθαρά. Μου απαντάει λοιπόν.
—Σου τήν πουλάω μέ τό κυβικό μέτρο.
—Αυτά δέν μου κανε έντύπωσι, γιατί είχα πιει όσο τουλάχιστον κι αυτός, μά κι άκόμα γιατί στη δουλειά μου μετράμε μέ το κυβικό μέτρο, πού αντιστοιχεί σέ χίλιες λίτρες βάρος.
Δέν συμφωνούσαμε μόνο στη τιμή. Αυτή έξαρτιέται πάντα άπό την ποιότητα. Τόν ρωτώ.
— Πόσο τό κυβικό μέτρο ;
Μοΰ απαντάει.
«Δυό χιλιάδες φράγκα».
’Αναπήδησα σαν λαγός, καί υστέρα σκάφτηκα πως μια γυναίκα δέν μπορεί να Ιχει βάρος περισσότερο άπό τρακόσιες λίτρες. Του είπα αμέσως.
«Είναι πολύ άκριβά».
’Απαντάει: «Δέν μπορώ λιγώτερο. Θά χανώμουνα».
Καταλαβαίνετε : δέν πουλούσε τζάμπα γουρούνια, τό ξερε το επάγγελμά του. Μά άν αυτός είναι πονηρός, εγώ πιάνω πουλιά στον αέρα. Έτσι λοιπόν του λέω :
“Αν ήταν νέα δέ θάλεγα τίποτα. ’Αλλά αυτή είναι δουλεμένη. Έτσι δέν είναι; Σου δίνω λοιπόν χίλιες πεντακόσιες τό κυβικό μέτρο, ούτε δεκάρα παραπάνω. Σύμφωνοι ;
’Απαντάει :
«Σύμφωνοι. Κόλλατο»
Κλείνουμε τη συμφωνία καί φεύγουμε άλλα μπρατσέτα. Πρέπει νά άλληλοβοηθειόμαστε στη ζωή. Μέ φόβιζε όμως μιά σκέψι πού μουρθε στό μυαλό. «Πώς θά μπορούσαμε νά μετράγαμε τή γυναίκα μέ κυβικά μέτρα;»
Τότε άρχισε νά μοΰ εξηγεί την ιδέα του, πράγμα πού δέν ήταν εύκολο, γιατί ήταν πιωμένος. Μου λέει:
«Πέρνω ενα βαρέλι, τό γιομίζω νερό μέχρις απάνω. Βάζω τή γυναίκα μου μέσα. “Οσο νερό βγει, αντιστοιχεί μέ τό βάρος της».
Του λέω
«Αυτό τό καταλαβαίνω». Μά τό νερό πού θά βγεϊ, πώς θά τό μετρήσουμε αφού θά χυθεί κάτω ;
Τότε, μου εξηγεί, πώς δέν έχουμε παρά νά ξαναγιομίσουμε τό βαρέλι, μόλις· βγει ή γυναίκα. “Οσο νερό χρειαστεί νά ξαναβάλουμε, θά αποτελεί τό βάρος της. “Ας υποθέσουμε ότι βάζουμε εξη γκουβάδες; αυτοί μάς κάνουν ενα κυβικό μέτρο. Πραγματικά πρέπει νά παραδεχθήτε κύρ Πρόεδρε, πώς τό μυαλό του κόβει, κι* όταν άκόμα είναι πιωμένος.
Γιά νά μήν τά πολυλογώ βρεθήκαμε σπίτι του. Κοιτάω τήν γυναίκα του. Δέν ήταν ωραία. Όλος ό κόσμος μπορεί νά τό δει. Έγώ λέω μέσα μου Όμορφη ή άσκημη, δέ σημαίνει πολλά πράγματα γιά τή δουλειά πού τη θέλω, ετσι δέν είναι κύρ – Πρόεδρε ; Τό χειρότερο είναι πού είναι αδύνατη σάν κλαδί δέντρου. Τήν υπολογίζω μέ το μάτι. Δέν πρέπει νά πηγαίνει περισσότερο από τετρακόσιες λίτρες .. βλέπετε δουλεύω σέ ποτά καί τό μάτι μου πιάνει
Τά πράγματα γίνηκαν οπως σάς τά είπε αυτή. Της άφήκαμε τήν πουκαμίσα καί τίς κάλτσες κι’ αυτό βάραινε στό λογαριασμό μου.
“Οταν όλα γίνηκαν κι’ αυτή το βαλε στά πόδια είπα- στόν Μπρουμάν.
«Τό νοΰ σου γιατί θά μάς τό σκάσει». Μου άπαντάει.
«Μή φοβάσαι θά ξαναγυρίσει. *Ας μετρήσουμε μεΐς τό νερό πού χύθηκε.»
Μετράμε. Ούτε τέσσερις κουβάδες. Ό Μπρουμάν λέει
— Τήν έπαθα, δέν είναι άρκετό.
Βάζω τίς φωνές, βάζει τίς φωνές. Μου βαράει μιά γροθειά. Τοϋ δείνω άλλη μιά. Καί τό πράγμα πήγαινε κορδέλλα γιατί ήμασταν πιωμένοι γιά καλά.
Μά νά οί χωροφύλακες. Μάς βουτούν καί μάς πάν στό φρέσκο. Αυτά είναι ολα, δέν έχω τίποτ’ άλλο.
Ό κατηγορούμενος κάθησε. ‘Ο Μπρουμάν είπε πώς όσα κατέθεσε ο συγκατηγορούμενός του είναι άληθινά. Τά μέλη τοϋ δικαστηρίου άποσύρθησαν γιά νά έκδώσουν τήν άπόφασι.
Ξανάρθαν υστερα άπό μιά ώρα και ο Πρόεδρος διάβασε τήν άπόφασι μέ τήν οποία άθωώνονταν οί κατηγορούμενοι. Τό σκεπτικό τής άποφάσεως άναφερόταν στη σοβαρότητα του γάμου καί καθώριζε μέ ακρίβεια τά όρια τών εμπορικών άνταλλαγών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου