J.W. Waterhouse, Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ στη βάρκα. 1888. |
Απομονωμένη στο κάστρο, σ΄ ένα δωμάτιο κλεισμένη, ελάχιστοι
γνωρίζουν αυτή, και την αρχαία της πληγή.
Έγκλειστη, υφαίνει ιστορίες για όποιον εμφανίζεται μπροστά της
Οθόνη του υπολογιστή,
Καθρέπτης μαγικός, περνάνε εικόνες, μόνο εικόνες,
μόνο σκιές.
Κι εκείνη, καταδικασμένη από μια μυστηριώδη κατάρα, ενδογενή,
αιώνιος δεσμώτης.
Δεν μπορεί ν΄ αγγίξει, να μυρίσει, να γνωρίσει,
να συναναστραφεί.
Δεν μπορεί να ζήσει ζωή πραγματική.
Έγκλειστη, υφαίνει ιστορίες,
με μιαν αόρατη υποψία στα μάτια, περιμένοντας τη στιγμή που κάποιος
ιππότης του Λανσελότ θα περάσει από μπροστά της,
ο υπολογιστής θα σπάσει,
θα βγει από τον πύργο, θα πλεύσει στο δικό της ποτάμι,
και σε κείνο το παλάτι του κάποτε θα φθάσει.
Σπάει ο καθρέπτης,
η δική της επικοινωνία με τον έξω κόσμο αρχίζει,
από τον πύργο βγαίνει, κι από την απομόνωση.
Σπάει κι η κατάρα,
καθισμένη στο ποτάμι πλέει, και για βάρκα, το υφαντό της έχει,
γεμισμένο λέξεις.
Φοράει φόρεμα λευκό, έχει μαλλιά φωτεινά, αφημένα,
σε όλους τους ανέμους.
τραγουδάει Heinrich Heine : «Μάη, η αγάπη τί γλυκά που πιάνει»
Τρέχει, και στον ήλιο λάμπει, το ποτάμι.
–Μάη, η αγάπη τί γλυκά που πιάνει».
Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη
(Μάιος 2017)
J. W. Waterhouse, H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ (κοιτάζοντας τον Λάνσελοτ). 1895.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου