Ed. Hopper, Κινηματογράφος, N. Υόρκη. 1939 |
Ανδρέας Εμπειρίκος - Τα μυστικά του σινεμά
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κ αίφνης –διακοπή
Cut! Cut! Coupez!
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρέ
Βωβού ή ομιλούντος
Σαν ποταμός που ρέει
Ή σαν κορδέλα που εκτυλίσσεται
Φθάνει να ρέει η κάθε εικόνα
Με άκραν συνέπειαν στον εαυτόν της
Φθάνει να ζει πλήρη ζωή η καθε μια
Τα μυστικά του σινεμά
Δεν είναι στο νόημα μα στην αλήθεια που έχουν
Τα ορατά οράματα κινούμενα μπροστά μας
Παράλογα ή λογικά
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι και αυτά εικόνες.
J. French Sloan, Ταινίες. Πέντε Σεντς. 1907 |
Λουκάς Κούσουλας - Θερινός κινηματογράφος
Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δυο ονόματα
ηθοποιών.η όλη υπόθεση
απεδείχθη για κλάματα.
Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις
περασμένη πια η ώρα,
χάνοντας ίσως από πάνω και τη δροσιά,
και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα...
Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός.
Το πήραμε εξάλλου ελαφρά.
Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ
με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια
και τα ουράνια πάνω μας
ανοιχτά.
Ξεχώριζαν κάτι αστέρια.
Από το ένα στο άλλο, χωρίς
να το καταλάβουμε καλά-καλά,
ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε,
θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά,
τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη.
Όχι, δεν ήταν μια χαμένη
βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο
καλοκαιρινό σινεμά.
William E. Rochfort, Friday Night Date
|
Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα
-Το βράδι έπεσε αθόρυβα κι ανέκκλητα
σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν μεγάλον έρωτα.
Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους ,
μεταξωτά, μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία, νοσταλγίες,
τα μπαρ με τα ξένα ονόματα, κι οι τράπεζες που κλείνουν,
τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά φέρετρα
κι οι υπάλληλοι που πηγαινόρχονται πάνω στις άσπρες
και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια
σ’ ένα πελώριο φανταστικό σκάκι – αόρατα χέρια
παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.
William E. Rochfort: Tickets for Two |
Μαγιακόφσκι - Ποίημα για τον κινηματογράφο
Για σας ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα.
Για μένα είναι σχεδόν μία αντίληψη του κόσμου.
Ο κινηματογράφος είναι φορέας της κίνησης.
Ο κινηματογράφος ανανεώνει τις λογοτεχνίες.
Ο κινηματογράφος είναι τόλμη.
Ο κινηματογράφος είναι αθλητής.
Ο κινηματογράφος διαδίδει ιδέες.
---Μαγιακόφσκι 1922---
Μίλτος Σαχτούρης - Το Πρωί και το Βράδυ
Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ’ το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί
έξω στο δρόμο
περνάει
τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σωφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι
ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος.
Για σας ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα.
Για μένα είναι σχεδόν μία αντίληψη του κόσμου.
Ο κινηματογράφος είναι φορέας της κίνησης.
Ο κινηματογράφος ανανεώνει τις λογοτεχνίες.
Ο κινηματογράφος είναι τόλμη.
Ο κινηματογράφος είναι αθλητής.
Ο κινηματογράφος διαδίδει ιδέες.
---Μαγιακόφσκι 1922---
James Guentner: Art Cinema in the 1980s |
Μίλτος Σαχτούρης - Το Πρωί και το Βράδυ
Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ’ το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί
έξω στο δρόμο
περνάει
τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σωφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι
ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος.
David Stuttard, Scene Outside A Cinema, 1999 |
Τάκης Σινόπουλος - ΜΕΓΙΣΤΗ ΘΥΡΑ
Τότε μες στη βροχή σηκώθηκε ο μονόφθαλμος.
Το μούτρο του άσπρο σαν την κιμωλία ολάσπρο
καθώς ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος στο φέρετρό του.
Κι εφώναξε.
Παράξενο άκουσα την άσπρη του φωνή
κι αναθυμήθηκα την καμαριέρα στον κινηματογράφο
μιας απαράγραπτης ρουτίνας.
Έλεγε λοιπόν:
βαδίστε ανοίχτε διάπλατα τούτες τις θύρες
πιάστε τη σκόνη που σας έφαγε τα δάχτυλα
διαβάστε τις γραφές ονόματα σβησμένα.
Κι ακούσαμε από πάνω μας φτερούγες
που δεν τις βλέπαμε όμως τις νιώθαμε
σε σύναξη πυκνή σωμάτων ή ίσκιων
κι ακούσαμε το μέγα ψίθυρο
ως να ’ρχονταν χιλιάδες αυτοκίνητα
κι ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος
άσπρος μες τον καπνό των λόφων.
Τάκης Σινόπουλος - ΜΑΡΙΑ
‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.
Τίτος Πατρίκιος - Όπως οι ήρωες των Γουέστερν
Τον μάγευαν οι ήρωες των γουέστερν.
Ύστερα από περιπέτειες που είχε περάσει
Κι αυτός δεν ήθελε να τον αγγίζουν
Να τον αγαπούν, να τον θαυμάζουν,
Δεν ήθελε να είναι αντικείμενο
Ούτε των εντονότερων αισθήσεων,
Των πιο υψηλών συναισθημάτων.
Απαιτούσε ολομόναχος ν’ αποφασίζει
Πότε και ποιον προσωρινά θ’ αγγίξει
Θ’ αγαπήσει, θα θαυμάσει,
Απαιτούσε αυτός να δίνει τέλος
Σ’ ό,τι από μόνος του είχε αρχίσει.
Την ώρα που έφευγε
Κάτι αλλιώτικο προσπάθησε να πει
Όμως τα λόγια μείναν μέσα του
Κανένας τίποτα δεν άκουσε
Κανένας τίποτα δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Τίτος Πατρίκιος - Στον κινηματογράφο
Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο εραστής και ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.
Γ. Σεφέρης - Τρίτη
Τότε μες στη βροχή σηκώθηκε ο μονόφθαλμος.
Το μούτρο του άσπρο σαν την κιμωλία ολάσπρο
καθώς ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος στο φέρετρό του.
Κι εφώναξε.
Παράξενο άκουσα την άσπρη του φωνή
κι αναθυμήθηκα την καμαριέρα στον κινηματογράφο
μιας απαράγραπτης ρουτίνας.
Έλεγε λοιπόν:
βαδίστε ανοίχτε διάπλατα τούτες τις θύρες
πιάστε τη σκόνη που σας έφαγε τα δάχτυλα
διαβάστε τις γραφές ονόματα σβησμένα.
Κι ακούσαμε από πάνω μας φτερούγες
που δεν τις βλέπαμε όμως τις νιώθαμε
σε σύναξη πυκνή σωμάτων ή ίσκιων
κι ακούσαμε το μέγα ψίθυρο
ως να ’ρχονταν χιλιάδες αυτοκίνητα
κι ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος
άσπρος μες τον καπνό των λόφων.
Hilarie Lambert, The Aldine, Philadelphia |
Τάκης Σινόπουλος - ΜΑΡΙΑ
‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.
Cinematographer's Dream Painting by Gregg Chadwick
Τίτος Πατρίκιος - Όπως οι ήρωες των Γουέστερν
Τον μάγευαν οι ήρωες των γουέστερν.
Ύστερα από περιπέτειες που είχε περάσει
Κι αυτός δεν ήθελε να τον αγγίζουν
Να τον αγαπούν, να τον θαυμάζουν,
Δεν ήθελε να είναι αντικείμενο
Ούτε των εντονότερων αισθήσεων,
Των πιο υψηλών συναισθημάτων.
Απαιτούσε ολομόναχος ν’ αποφασίζει
Πότε και ποιον προσωρινά θ’ αγγίξει
Θ’ αγαπήσει, θα θαυμάσει,
Απαιτούσε αυτός να δίνει τέλος
Σ’ ό,τι από μόνος του είχε αρχίσει.
Την ώρα που έφευγε
Κάτι αλλιώτικο προσπάθησε να πει
Όμως τα λόγια μείναν μέσα του
Κανένας τίποτα δεν άκουσε
Κανένας τίποτα δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Πίνακας - Φραγκίσκος Δουκάκης |
Τίτος Πατρίκιος - Στον κινηματογράφο
Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο εραστής και ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.
lado tevdoradze art |
Γ. Σεφέρης - Τρίτη
( Απόσπασμα )
Την άνοιξη του '23 στο λουτρό της
πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι·
τη βρήκανε μέσα στ' αρώματα νεκρή
και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει
Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο
με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια।
Ντίνος Χριστιανόπουλος
«καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε
«βαριέμαι στο δωμάτό σου»
παράξενα παιδιά: προτιμούνε
να καυλώνουν εξ αποστάσεως
παρά εξ επαφής
Σοφία Γουργουλιάνη "Τα θερινά δεν έχουν ιστορία"
Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
ώρα με την ώρα βιαστικά
νιάτα που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω
να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
κάποιος μας τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά
Την άνοιξη του '23 στο λουτρό της
πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι·
τη βρήκανε μέσα στ' αρώματα νεκρή
και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει
Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο
με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια।
Πίνακας - Φραγκίσκος Δουκάκης |
Ντίνος Χριστιανόπουλος
«καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε
«βαριέμαι στο δωμάτό σου»
παράξενα παιδιά: προτιμούνε
να καυλώνουν εξ αποστάσεως
παρά εξ επαφής
Πίνακας - Φραγκίσκος Δουκάκης
Σοφία Γουργουλιάνη "Τα θερινά δεν έχουν ιστορία"
Τα θερινά σινεμά δεν έχουν ιστορία. Κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοεμφανιστήκανε στον κόσμο. Ούτε ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που είδε ποτέ ταινία σε θερινό σινεμά.
Φήμες λένε, πως η πρώτη ταινία που παίχτηκε ήταν η Βιριδιάνα. Φήμες λένε πως ,ακόμα τότε, δεν υπήρχανε κυλικεία με μπύρες και ποπ-κορν. Με αποτέλεσμα οι νηφάλιοι και νηστικοί θεατές να μην καταλάβουν τους συμβολισμούς του Μπουνιουέλ και να φύγουν απογοητευμένοι.
Φήμες, επίσης, λένε πως η επόμενη ταινία που παίχτηκε, με συνοδεία ποπ-κορν και μπύρας, ήταν η Περιφρόνηση. Τα υπέροχα χρώματα του Γκοντάρ και τα γαλάζια νερά της Σικελίας μαγέψανε τους θεατές. Με αποτέλεσμα να διαφανεί για πρώτη φορά η δυναμική του νεόκοπου «θερινού σινεμά».
Τις φήμες αυτές τις διαδίδει ο μπαμπάς μου. Έρχεται κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου πριν κοιμηθώ και μου λέει για εκείνη τη φορά που είδε το Αλφαβίλ με τον αδερφό του στο Ζέφυρο στα Πετράλωνα. Φύσαγε ένα ελαφρύ αεράκι και το κυλικείο κέρναγε ουίσκι. Ο μπαμπάς μου δεν έχει αδερφό. Μου λέει και για εκείνη τη φορά που πήγε με ένα κορίτσι να δούνε το BeforeSunrise στο Σινέ Παρί. Φύγανε και οι δύο κλαίγοντας. Και η Ακρόπολη στο βάθος φαινότανε θολή από τα δάκρυα. Ο μπαμπάς μου δεν είχε γνωρίσει κανένα κορίτσι πριν από τη μαμά μου. Κι εγώ το 1995, όταν πρωτοβγήκε το Before Sunrise, ήμουνα ήδη έξι ετών.
Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να είμαι, πάλι, έξι χρονών, ο μπαμπάς να μου ψιθυρίζει στο αυτί τα βράδια ιστορίες για το Κουρδιστό Πορτοκάλι ή για το Pretty Woman. Να μου μαθαίνει την Αρλέτα και να τραγουδάμε παρέα Batida de Coco. Εγώ να του λέω πως θα ‘ θελα να γκρεμίσουμε τους τοίχους για να κοιμόμαστε όλοι μαζί κι εκείνος να απαντάει ότι αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες.
Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσαμε να βλέπουμε ταινίες κάθε βράδυ με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα. Να κλαίω κάθε βράδυ με τον έρωτα που δε τελειώνει ποτέ στην Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού. Να μου αγγίζεις τη ρώγα γιατί μ’ αγαπάς. Να μου κάνεις έρωτα την ώρα που κλείνουν τα μάτια μου γιατί νύσταξα και το πρωί δουλεύω και γιατί με νανουρίζει το καλοκαιρινό αεράκι. Και ο έρωτας σου να μοιάζει κάθε φορά διαφορετικός και υπέροχος, ακριβώς όπως οι ταινίες του Χέρτζογκ.
Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να σε τραβάω στο Ζέφυρο. Κι εσύ να έρχεσαι γιατί υποσχέθηκα να σε κεράσω ποτό μετά. Και μπροστά μας να κάθεται η Ζιλί Ντελπί ή η Ζιλιέτ Μπινός. Κι εγώ να χαίρομαι γιατί έτσι ίσως δε θα βαρεθείς στο Αγκίρε. Ίσως όταν τελειώσει να σε ρωτήσω αν σ’ άρεσε. Και ίσως να σ’ άρεσε στ’ αλήθεια. Να συζητήσουμε λίγο για το βλέμμα του Κλάους Κίνσκι και για την τρέλα του πολέμου. Μετά να μου πεις πόσο όμορφη είναι από κοντά η Ζιλιέτ Μπινός και να καθίσουμε σε εκείνο το γωνιακό μπαράκι με τις κρεμασμένες καρέκλες για διακόσμηση και τα ψηφιδωτά στο μπαρ. Να πάει η ώρα δύο και να φύγουμε επειδή άρχισα να κρυώνω και ξέχασα να πάρω τη ζακέτα μου.
Τα θερινά σινεμά δεν έχουν ιστορία. Κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοεμφανιστήκανε στον κόσμο. Ούτε ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που είδε ποτέ ταινία σε θερινό σινεμά.
Σοφία Γουργουλιάνη
ΜΟΥΣΙΚΗ
Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
ώρα με την ώρα βιαστικά
νιάτα που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω
να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
κάποιος μας τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά
Στίχοι:Ξενοφώντας Φιλέρης
Μουσική:Κώστας Χατζής
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Σαν μαργαριτάρι πάνω απ' το πανί
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Σκάει το φεγγάρι μέσα στη σκηνή.
Πέφτουνε οι τίτλοι κι αρχίζει η ταινία
Πρώτο πλάνο κι αρχίζει το κακό
Πρώτο πλάνο που θυμίζει τη Βοσνία
Πρώτο πλάνο και το πρώτο φονικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Βγαίνει το φεγγάρι
Απ' το σκηνικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ.
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Εκεί που πάνε μόνο οι ρομαντικοί
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Μπήκαν στην οθόνη όλοι οι μανιακοί.
Μπαίνει ο ράμπο
Κι αρχίζει να σκοτώνει
Μπαίνει ο ράμπο
Και ματώνει η σκηνή
Κι όσο πάει κοκκινίζει η οθόνη
Και το αίμα στάζει έξω απ' το πανί
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Φεύγει το φεγγάρι
Απ' το σκηνικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ.
Και ποτέ ξανά και ποτέ ξανά
Να μην δω ποτέ μου τέτοιο σινεμά
Μάρτυς μου ο Θεός
Μάρτυς μου ο Θεός φεύγω
Απ' το σκοτάδι και γυρνώ στο φως.
Μουσική:Κώστας Χατζής
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Σαν μαργαριτάρι πάνω απ' το πανί
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Σκάει το φεγγάρι μέσα στη σκηνή.
Πέφτουνε οι τίτλοι κι αρχίζει η ταινία
Πρώτο πλάνο κι αρχίζει το κακό
Πρώτο πλάνο που θυμίζει τη Βοσνία
Πρώτο πλάνο και το πρώτο φονικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Βγαίνει το φεγγάρι
Απ' το σκηνικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ.
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Εκεί που πάνε μόνο οι ρομαντικοί
Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά
Μπήκαν στην οθόνη όλοι οι μανιακοί.
Μπαίνει ο ράμπο
Κι αρχίζει να σκοτώνει
Μπαίνει ο ράμπο
Και ματώνει η σκηνή
Κι όσο πάει κοκκινίζει η οθόνη
Και το αίμα στάζει έξω απ' το πανί
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Φεύγει το φεγγάρι
Απ' το σκηνικό
Κι από φονικό σ' άλλο φονικό
Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ.
Και ποτέ ξανά και ποτέ ξανά
Να μην δω ποτέ μου τέτοιο σινεμά
Μάρτυς μου ο Θεός
Μάρτυς μου ο Θεός φεύγω
Απ' το σκοτάδι και γυρνώ στο φως.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Άρης Δαβαράκης
Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά
που μιλάει με τα παιδιά
σου κρύβω την αλήθεια
κι αφήνω από τα στήθια μου να βγουν
παραμύθια για κείνους π' αγαπούν
Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές
Σ' αγκαλιάζω στο σκοτάδι
σε τυλίγω μ' ένα χάδι
τώρα είμαι γυμνός
μοιάζω σαν Θεός
φωτεινός δυνατός,
μπορείς να μ' αγαπήσεις
μπορείς να μου φωτίσεις μια στιγμή
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή
Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές
Στίχοι: Άρης Δαβαράκης
Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά
που μιλάει με τα παιδιά
σου κρύβω την αλήθεια
κι αφήνω από τα στήθια μου να βγουν
παραμύθια για κείνους π' αγαπούν
Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές
Σ' αγκαλιάζω στο σκοτάδι
σε τυλίγω μ' ένα χάδι
τώρα είμαι γυμνός
μοιάζω σαν Θεός
φωτεινός δυνατός,
μπορείς να μ' αγαπήσεις
μπορείς να μου φωτίσεις μια στιγμή
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή
Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές
ΤΑΙΝΙΑ - Σινεμά ο Παράδεισος
Το Σινεμά ο Παράδεισος (πρωτότυπος τίτλος: Nuovo Cinema Paradiso) είναι ιταλική ταινία του 1988 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζουζέπε Τορνατόρε.
Ρώμη, δεκαετία του 80. Ο διάσημος σκηνοθέτης Σαλβατόρε Ντι Βίτα γυρίζει σπίτι του, όπου η ερωμένη του του λέει ότι τηλεφώνησε η μητέρα του για να ενημερώσει πως πέθανε ο Αλφρέντο. Επίσης, ο Σαλβατόρε δεν έχει πάει στο χωριό του, το Τζιανκάλντο στη Σικελία, εδώ και 30 χρόνια.
Τότε αρχίζει μια ιστορική αναδρομή, που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Σαλβατόρε. Στο σινεμά της γειτονιάς του, το Cinema Paradiso, ο Σαλβατόρε (Τότο) πηγαίνει συχνά και γίνεται φίλος με τον άντρα που προβάλλει τις ταινίες, τον Αλφρέντο. Στο σινεμά πηγαίνει πολύς κόσμος και ο παπάς ζητά από τον Αλφρέντο να κόβει τις σκηνές με τα φιλιά, καθώς τις θεωρεί ανήθικες.
Μία μέρα, δημιουργείται επιπλοκή και η αίθουσα που βρίσκεται ο Αλφρέντο παίρνει φωτιά. Τότε ο μικρός Τότο τρέχει και σέρνει τον Αλφρέντο έξω, σώζοντας τη ζωή του.
Μετά από μια δεκαετία, ο Σαλβατόρε είναι μαθητής λυκείου και δουλεύει στο Cinema Paradiso, προβάλλοντας ταινίας. Μια μέρα τον επισκέπτεται ο Αλφρέντο και αποκαλύπτεται πως είναι τυφλός, κάτι που του συνέβη τη νύχτα που κάηκε το σινεμά. Ο Σαλβατόρε είναι ερωτευμένος με την Έλενα, την κόρη ενός τραπεζίτη. Μετά από πολλή προσπάθεια κάνουν σχέση, όμως χωρίζουν λόγω της άρνησης του πατέρα της.
Ο Σαλβατόρε απογοητευμένος, πηγαίνει στον στρατό και στέλνει συνεχώς γράμματα στην Έλενα, χωρίς ανταπόκριση. Όταν γυρίζει στο χωριό του, ο Αλφρέντο τον παρακινεί να φύγει για πάντα από εκεί και να μην ξαναγυρίσει πίσω, ούτως ώστε να εκπληρώσει τα όνειρά του.
Πίσω στο σήμερα, ο Σαλβατόρε γυρίζει στο χωριό του για την κηδεία του Αλφρέντο. Έχει αλλάξει πολύ η όψη της περιοχής και το Cinema Paradiso είναι ένα ερείπιο. Ο ιδιοκτήτης τον πληροφορεί πως έχει κλείσει εδώ και 6 χρόνια και πως σε λίγες μέρες θα το γκρεμίσει ο δήμος για να το κάνει πάρκινγκ.
Η χήρα του Αλφρέντο του λέει πως του έχει αφήσει κάτι. Ο Σαλβατόρε το παίρνει στο σπίτι του και βλέπει πως είναι μια σειρά από φιλμς. Έπειτα, βλέπει ένα βίντεο που είχε τραβήξει παλιά, στο οποίο προβάλλεται η Έλενα, και η μητέρα του του λέει πως όσες φορές τον έχει πάρει τηλέφωνο, έχουν βγει απαντήσει πολλές γυναίκες, όμως καμία δεν ακούγεται σαν να τον αγαπάει. Επίσης, του λέει πως δεν του κρατά κακία που δεν πήγε να την δει 30 χρόνια.
Γυρνώντας στη Ρώμη, ο Σαλβατόρε προβάλλει τα φιλμς που του άφησε ο Αλφρέντο, τα οποία περιέχουν όλες τις σκηνές με τα φιλιά που του είχε πει ο παπάς να κόψει. Ο Σαλβατόρε αισθάνεται αγαλλίαση και ξεσπά σε κλάματα.
πηγές
https://www.vakxikon.gr
http://kokkinoprwi.blogspot.gr/
http://annagelopoulou.blogspot.gr
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr
https://el.wikipedia.org/
http://newstarcinemapoetry.blogspot.gr
https://nickredfern.wordpress.com/
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου