Έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος. Μαζί έκλεισε και τ’ αυτιά της, να μην ακούει το σπαραχτικό κλάμα της Φωτεινούλας. Μάταια η γιαγιά της μικρής προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Το κοριτσάκι έκλαιγε με σπασμούς φωνάζοντας τη μαμά του. Μπήκε στο ασανσέρ δακρυσμένη. Οι φωνές της μικρής κορούλας της, μυτερά καρφιά στο στήθος της. Και τι να κάνει; Ήδη είχε καθυστερήσει. Αν έχανε το τραμ, όπως είχαν αραιώσει τα δρομολόγια λόγω καλοκαιριού, δεν θα προλάβαινε να είναι στην ώρα της στο μαγαζί. Εποχιακή ήταν, για τους καλοκαιρινούς μήνες, σε παραλιακό καφέ, από Ιούνιο ως Σεπτέμβριο. Έπειτα από οκτώ μήνες ανεργίας, δεν την έπαιρνε να χάσει τη δουλειά. Έλπιζε μήπως την κρατήσουν και το χειμώνα, έστω για λίγα μεροκάματα το μήνα, τα σαββατοκύριακα και τις γιορτές.
Το μεγάλο της πρόβλημα ήταν η μικρή, δεν είχε πού να την αφήσει. Τον Ιούνιο, όταν έκλεισε το νηπιαγωγείο, είχε βολευτεί με κάτι προγράμματα του Δήμου. Μετά την άφηνε στη μάνα της, άλλοτε πρωί άλλοτε απόγευμα, ανάλογα με τη βάρδια της. Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Ξυραφιές τα παράπονά της: «δεν σ’ αγαπάω μανούλα, δεν σ’ αγαπάω». Μαχαιριές οι φωνές και το κλάμα της. Ξεσήκωνε την πολυκατοικία. Την καταλάβαινε, όλη μέρα κλεισμένη στο δυάρι με την γιαγιά, σαν φυλακισμένη ήταν. Μα δεν είχε άλλη επιλογή. Τον άλλον ούτε που τον ένοιαξε. Τον πήρε, του εξήγησε την κατάσταση ήρεμα. Ασυγκίνητος. Στο τέλος δεν άντεξε, του έβαλε τις φωνές.
«Είναι και δικό σου παιδί, ρε γαμώτο»! Ούτε που την άκουσε, πήρε την γκόμενα και φύγανε στα νησιά.
«Τα είχαμε συμφωνήσει», της είπε, «τα καλοκαίρια θα την παίρνεις στο χωριό σου».
«Ναι, αλλά τότε ήταν αλλιώς. Τότε δούλευα στην εταιρία, την έστελνα στο χωριό, πήγαινα κι εγώ στην άδειά μου. Τότε η μάνα μου μπορούσε, τώρα με το ζόρι περπατάει. Δεν μπορώ να τις στείλω στο χωριό μόνες τους», μονολόγησε και γύρισε το βλέμμα της να δει αν την είχαν ακούσει οι λιγοστοί επιβάτες του τραμ.
«Να τα σκεφτόσουν αυτά πριν μείνεις έγκυος, εγώ δεν ήθελα παιδί, στο είχα πει», της πέταξε το φαρμάκι. Ξαναήρθαν όλα ξανά στο μυαλό της.
«Αιτία διαζυγίου;», την είχε ρωτήσει ο δικηγόρος της, «τι να γράψω;».
«Εγκυμοσύνη», του είπε κι εκείνος έβαλε τα γέλια καθώς την είδε με την κοιλιά φουσκωμένη, ήταν ήδη στον έβδομο. Μετά σοβάρεψε καθώς του πέρασε μια ιδέα.
«Από άλλον;», την ξαναρώτησε διστακτικά.
«Όχι, του άντρα μου είναι αλλά δεν το θέλει, ούτε εμένα θέλει τώρα», απάντησε βουρκωμένη. «Του φόρτωσα ανεπιθύμητες ευθύνες, είπε». Την έπιασε νευρικό γέλιο, τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι και στην κοιλιά της η αγέννητη Φωτεινούλα κλωτσούσε με μανία τον αμνιακό σάκο. Όντως ήταν για γέλια, το πιο γελοίο ζευγάρι του πλανήτη. Ο δικηγόρος σάστισε.
«Θα την απορρίψει», της είπε.
«Μη φοβάσαι, είμαι γερό σκαρί, μου είπε ο γιατρός, δεν κινδυνεύω», νόμιζε πως της μίλησε για το έμβρυο. Ο δικηγόρος ξανάβαλε τα γέλια.
«Ο δικαστής, λέω, θα την απορρίψει την αίτηση διαζυγίου». Ξεκαρδίστηκαν και οι δύο.
«Γράψε δεν τον θέλω, δεν με θέλει, δεν θελόμαστε, γράψε ό,τι θες, τέλος πάντων, αρκεί να βγει το κωλόχαρτο. Πατέρας να σου πετύχει!», είπε δυνατά ενώ το τραμ έστριβε στην παραλιακή. Ένας παππούς που πήγαινε το εγγονάκι του στη θάλασσα, παρεξηγήθηκε.
«Κάνε μας τη χάρη κυρά μου», της πέταξε. Ευτυχώς είχε φτάσει στη στάση της, κατέβηκε κι άρχισε να τρέχει.
Μέχρι να βγει το διαζύγιο, είχε γεννήσει. Δεν ήρθε καν να την δει, ούτε το επώνυμό του ήθελε να δώσει στη μικρή. «Να της δώσεις το δικό σου», της είπε στο τηλέφωνο, «έτσι και αλλιώς χωρίζουμε, σχεδόν εξώγαμο είναι». Στο ληξιαρχείο το έπαιξε προοδευτικός, ότι δήθεν υποχώρησε επειδή η μάνα ήταν μοναχοπαίδι, για να μη χαθεί το επώνυμο. Μη χαθεί το σπάνιο επώνυμο… Δημητροπούλου, ο γελοίος.
Αργότερα άλλαξε γνώμη καθώς κατάλαβε πως είχε νομικές ευθύνες. Υπογράψαμε και ένα χαρτί. Τα σαββατοκύριακα την έπαιρνε, της έκανε όλα τα χατίρια, της αγόραζε παιχνίδια και γλυκά και μετά άντε εγώ να την ξαναφέρω στα ίσια. Άσε που όταν έκλεισε η κωλοεταιρία κι έμεινα άνεργη δεν είχα και φράγκα. Αν δεν υπήρχε η σύνταξη της μάνας μου, θα είχαμε πεινάσει.
Έφτασε στο καφέ, στο τσακ. Το αφεντικό είχε αρχίζει να μουρμουρίζει. Ευτυχώς το μαγαζί ήταν άδειο ακόμα. Έπιασε να ετοιμάζεται, το μυαλό της ξεμπλόκαρε, για πότε πήγε πέντε ούτε που το κατάλαβε. Στην επιστροφή, στο τραμ, ξανά-μανά τα ίδια σκατά στο κεφάλι της. Τα έβαλε με τον εαυτό της καθώς είχε ξεχάσει ένα αυγό-σοκολάτα με παιχνιδάκι που είχε αγοράσει της μικρής, να την ξεγελάσει, μην αρχίσει πάλι τα παράπονα και την κλάψα. Μπήκε αγχωμένη στο ασανσέρ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, κατέβηκε. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, άνοιξε η πόρτα.
«Μανούλα, μανούλα!», η Φωτεινή έτρεξε φωνάζοντας στην αγκαλιά της. Την γέμισε φιλιά. Την πήρε από το χέρι και κατέβηκαν από τις σκάλες. Το στόμα της πήγαινε ροδάνι. Έλεγε, έλεγε, έλεγε, έμαθε όλα τα παιδικά νέα της ημέρας, δηλαδή όλες τις εξελίξεις από τα καρτούν που είχε δει στην τηλεόραση.
«Μανούλα, χτες σου είπα ένα ψέμα», της πέταξε ξαφνικά με απολογητική διάθεση.
«Δεν πειράζει», απάντησε, «αρκεί να μην το ξανακάνεις».
«Είπα κάτι που σε στεναχώρησε», επέμεινε η Φωτεινή, «αλλά δεν ήταν αλήθεια».
«Σου είπα, δεν πειράζει».
«Είπα πως δεν σε αγαπάω αλλά δεν είναι αλήθεια», μουρμούρισε κοιτώντας τα πέδιλά της.
«Και ποια είναι η αλήθεια;», χαμογέλασε δήθεν απορημένη η μάνα.
«Η αλήθεια είναι ότι σε αγαπώ πολύύύ…», φώναξε δυνατά και της αγκάλιασε τα πόδια.
«Αυτό αξίζει ένα παγωτόόό…», φώναξε με τη σειρά της και την πήρε αγκαλιά.
Κάθισαν σε ένα παγκάκι. Σε λίγο δίπλα της ένας μικροσκοπικός κλόουν είχε πασαλείψει μύτη και μάγουλα με σοκολάτα και φράουλα.
«Χωράει η ευτυχία σε ένα παγωτό ξυλάκι;» αναρωτήθηκε κι έβαλε τα γέλια.
Θοδωρής Μπελίτσος
17 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου