απάγκιαζε κάθε όνειρο του το ξημέρωμα,
με πέταλα βασιλικού,
σε δοξάρι βιολιού,
-στόλισμα πρόσκαιρων τροφών-
και ουρανοσπηλιές αγγέλων.
Έσμιγε απονήρευτες στράτες,
-αστεριών αρμάδες-
σε χρόνους τόσο χαλεπούς,
μιζεροσκονισμένους.
Απομεινάρια παιδικής αθωότητας,
που σταυρώνονται…
σαν σφίγγει την γύμνια τους,
πυρακτωμένη, η μέγγενη της φτώχειας.
Η πανσέληνος, κούρνιασε σε φυλλωσιές δακρύων,
γιατί λούστηκαν την ανέχεια,
από τα γεννοφάσκια τους.
Υπόλογοι και μάρτυρες, αναμάρτητων κυοφορήσεων.
Η ελπίδα απόστρατος λόγιος, λεηλατημένος σκοπός,
σε κολασμένες υπολήψεις,
σέρνεται, σε σκουριασμένους κάδους σκουπιδιών.
Ναυαγοί των λεωφόρων…
κάτι τρύπια παπούτσια,
λάφυρα, από την μεγάλη χωματερή, των σπουδαίων,
που ξεσπίτωσαν, κάθε ίχνος αξιοπρεπείας.
Τώρα αηδόνια, μοιρολογούν αδέξια
Οι αντοχές τρύπωσαν σε καταπακτές απόγνωσης…
Και εκεί… στην γωνία του μεγάλου δρόμου…
Ο επαίτης…
έκλεισε μόλις τα πέντε του…
http://memou-voula.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου