Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο
Είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα- ένα στον ουρανό
Α. Βαλαωρίτης - [Τ’ αστέρια φωτοστόλιστα…]
Τ’ αστέρια φωτοστόλιστα τριγύρω στο φεγγάρι
Τ’ αστέρια φωτοστόλιστα τριγύρω στο φεγγάρι
το συνοδεύουν με χαρά στο μυστικό του δρόμο.
Τ’ αγέρι δεν ανάσαινε· τα δένδρα που εκοιμώντο,
τα λογκωμένα τα βουνά, τα χόρτα, τα λουλούδια
το πανηγύρι τ’ ουρανού θωρούνε ερωτευμένα.
Ακούστηκ’ ένα πάτημα κι αλύχτησαν οι σκύλοι.
Ακούστηκ’ ένα πάτημα κι αλύχτησαν οι σκύλοι.
—Τ’ άλογο εδιάβαινε φωτιά… Στην τρίχα του τη μαύρη
ασπροβολούσαν οι αφροί. Στη σέλα καρφωμένος
ένας Αράπης κάθεται, άσχημος σαν το Χάρο.
Περιμένω λίγο
να σκουρύνουν οι διαφορές και τα’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μη σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τα αστέρια. Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ’ τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ’ άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.
να σκουρύνουν οι διαφορές και τα’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μη σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τα αστέρια. Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ’ τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ’ άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ’ αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ’ αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.
Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα ’τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα ’ρχόταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ’ απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίνουμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.
δεν θα ’τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα ’ρχόταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ’ απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίνουμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.
Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω από αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.
Ο Ελύτης - Η Μάγια
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω από αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.
Vincent van Gogh - The Cafe Terrace at Night |
Ο Ελύτης - Η Μάγια
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Ο Ελύτης - Με το λύχνο του άστρου
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Vincent van Gogh Road with Cypress and Star 1890 |
Ο Ελύτης - Με το λύχνο του άστρου
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Εdv. Munch, Έναστρη νύχτα. 1922-1924 |
Ανδρέας Εμπειρίκος - Αφροδίτη
Εκείνο το βράδυ, εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Όμως, στο νου μου, ήτο ημέρα. Μέσα στο φως της, με κοίταζες Εσύ, αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, και κάποτε-κάποτε ονειρευόμουν αυξάνοντας μέσα μου την ζωηρή φωτοχυσία.
Και όμως, έξω ήτανε νύκτα. Αλλά τι νύκτα; Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
Εγώ κοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων. Αλλά, συγχρόνως, έβλεπα Εσένα.
Αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, στεκόσουν μέσα μου, σε άπλετη φωτοχυσία, και πότε έγερνες δεξιά, και πότε αριστερά την κεφαλή σου, με τον Ωρίωνα, η με τον Σείριο στα μαλλιά σου, με τον Τοξότη στην καρδιά σου.
Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως.
Αγαπητή, ροδόχρους, και απαλά ντυμένη, καθόσουν σε μια καρέκλα μέσα στην καρδιά μου, σε μια απερίγραπτη φωτοχυσία, με την σκιά σου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, και έμενες ασάλευτη, απλή, γλυκειά, ωραιότατη και καθισμένη στην καρέκλα σου με τέτοιο τρόπο, που μου ερχόταν να σε βάλω να καθίσεις στα γόνατά μου, με το ένα μου χέρι στα στήθη σου, και το άλλο κάτω από το φόρεμά σου, ανάμεσα στα σκέλη σου.
Και έλεγα και ξανάλεγα: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, και έβλεπα πάντοτε, και τους αστερισμούς και Εσένα.
Τούτη όμως την φορά, ήσουν ξαπλωμένη –απόλυτα ξαπλωμένη- και τα μαλλιά σου τα ανέμιζε ο αέρας. Το χέρι μου σε έψαυε. Τα μάτια σου μου μιλούσαν. Και εγώ έλεγα και ξανάλεγα με πάθος: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα τώρα πλέον, έβλεπα μονάχα Εσένα.
Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Έσβησαν όλα τα άστρα μονομιάς και έμεινες μόνον Εσύ στον ουρανό μαζί μου, μέσα σε μιαν ανέσπερη ημέρα, στο πλευρό μου. Εγώ σε κοίταζα αγαλλιών, και έλεγα και ξανάλεγα το όνομά σου.
Και Συ;
Εσύ, γλυκειά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου.
Starry night 1893 - Edvard Munch |
Νίκος Καρούζος. - Οχυρούμενος με τ' αστέρια
Σήμερα μόλις το εννόησα πλήρως•
Όλα τραγουδούν στον πλανήτη
Τα τσιγάρα μου τα τρένα τα αυτοκίνητα
Η δασεία η ψιλή η περισπωμένη
/να ξέρεις όμως-: άλλο πράμα του λόγου η μαστοριά
Κι άλλο η μαστορική της αγωνίας/
Όλα τραγουδούν στον πλανήτη
Λουλούδια πύραυλοι ασθενοφόρα κι αεροπλάνα
Γαϊδούρια μοτοποδήλατα ραδιόφωνα οι ψαλτάδες
Νευρώσεις παράνοιες οι βαρειές ψυχώσεις
Και των αθρόων αστραπών η πανουργία
Στου φωτός το θρόισμα
Ο κακοήθης όγκος η αρτηρίτιδα κ’ η διπλή πνευμονία
Τα μωρά της αμυγδαλωτής κυρα-Βασίλαινας
Η αποτυχία η ευτυχία η επιτυχία η δυστυχία
Νίκος Καρούζος - Με τ' αστέρια
Στο ουράνιο πλήθος των ψυχών θα σε ζητήσω
μες στην εκμηδένιση νέος και θεάρεστος.
Εγώ στους μαιάνδρους των ονείρων μπερδεύτηκα
σε κάθε βήμα η γη με ανατρέπει.
Ολόξανθη
θα φεύγεις απ’ τα κράτη
έχοντας και τα δυο σου χέρια
πάνω στην ήβη που σκιρτά
ολόξανθη
γυρίζεις υγρή στις πρωτεύουσες
ένα κοχύλι του θαλάσσιου κρημνού η μαργαρίτα των άκρων σου
και οι νύχτες γλυκά μακροσκελείς…
Θυμάμαι τώρα μονάχος με τ’ αστέρια
χωρίσαμε απόβραδο και πήγαινες
φρεσκοβγαλμένη από την αγκαλιά μου–
ζούσαν ακόμη τα βήματα του κήπου ενώ έφευγες
παίρνοντας το χώρο μαζί σου.
Έχω στη μνήμη το υγρό φυτό με τα φύλλα του
που είναι πεσμένα φτερά πουλιού και τ’ όνομα του
Justita – ο Ήλιος του Εθνικού Κήπου
μέσα στο απόγευμα των φυλλωμάτων μικρός φωτοστέφανος.
Από κόκκινο αίμα ο άγγελος έβγαινε
και χύνεται στη σινδόνη τ’ ουρανού
μα η ρομφαία λάμπει
στίλβοντας τη δικαιοσύνη που είν’ ό έρωτας.
Κάθομαι μια στιγμή στο κορινθιακό κιονόκρανο
πλάι στο ρυάκι με το βυθισμένο σπόνδυλο
για να φέρω τον ιερό απελπισμό, αρχαίες ώρες.
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως
Να πεθάνουν
Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ' τ' ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί
Christian Schloe art
Κ.Γ. Καρυωτάκης - Ανδρείκελα
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά,
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά,
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα
Christian Schloe art
Τζων Κητς - Bright Star (Λαμπρό αστέρι)
“Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
Όχι- μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.”
(Ανθολογία Άγγλων ποιητών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων)
Κλείτος Κύρου - Παλμοί του ουρανού
«Γυμνάζαμε τα μάτια μας στ’ αστέρια
Όταν η μέρα πετούσε το τελευταίο της ρούχο
Σου έλεγα:
“Τούτο τον καιρό με δυναστεύουν τα αστέρια
Όπως και τότε”
Και σου ‘δειχνα τον αμφίβολο Αλκόρ πλάι στον Μιζάρ
Πιο πέρα
Ο Αλντεμπαράν σημάδευε το βλέμμα μας
Με φωτεινές δεσμίδες
(Σου εξήγησα πως στα ελληνικά
Λέγεται Λαμπαδίας)
… Κάποτε
Δυο κοριτσίστικα πόδια
Χάραζαν κύκλους γύρω μας
Σαν τον διαβήτη
Και τα ξέφτια της νύχτας
Δρασκελούσαν στους οριζόντιούς μας έρωτες
Κι οι παλμοί του ουρανού
Την ψυχή μας ταρακουνούσαν
Σου ‘λεγα για τ’ αστέρια
Πώς λαξεύουν τα ωχρά μας ομοιώματα
Σ’ ένα κομμάτι γυαλί
Κι εσύ αναλογιζόσουν
Έναν αράπη
Να ταξιδεύει με τρένο στο Κεντάκυ
Και να γνέφει στο διάβα του
Τάσος Λειβαδίτης -Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
(απόσπασμα)
«… Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου τι
όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο, κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή
την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το
βράδυ είναι δικό μας.
Και κείνο το άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου
και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα, λοιπό, μην κλαις.
Έτσι μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις – να χαμογελάς.
Εμείς θα ζήσουμε, αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό, τι
κι αν κάνουν
θα νικήσουμε.
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.
Θ’ αγοράσουμε τότε κ’ εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο
και θα το βάζουμε να παίζει όλη την ώρα. Ναι, αγάπη μου,
θα κάτσουμε κιόλας στο παράθυρο, κοντά κοντά.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια
Βύρων Λεοντάρης - Είμαι φτωχός
- Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ‘χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ‘βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;
(απόσπασμα)
- Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ‘χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ‘βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;
(απόσπασμα)
Catrin Welz-Stein art
F. G. Lorca - Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν
Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλατ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλατ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
Catrin Welz-Stein art
Wladimir Majakowski
Ακούσετε!
Για ν’ ανάβουν τ’ αστέρια
σημαίνει πως κάποιος τα έχει ανάγκη;
Σημαίνει πως κάποιος επιθυμεί να υπάρχουν;
Σημαίνει πως κάποιος αυτά τα φτυσίματα μαργαριτάρια τα λέει;
Και, φέρνοντας
την καταιγίδα στο κατασκονισμένο μεσημέρι,
βουλιάζει ως το Θεό,
φοβάται μη φτάσει πολύ αργά,
κλαίει,
φιλά το ροζιασμένο του χέρι,
παρακαλεί _
του χρειάζεται ένα αστέρι –
ορκίζεται
πως δεν μπορεί να υποφέρει αυτό το μαρτύριο δίχως αστέρια.
Μετά.
σουλατσάρει την αγωνία του,
τον ήρεμο προσποιείται.
Λέει σε κάποιον:
“Τώρα πηγαίνεις καλύτερα, δεν είναι έτσι;
Πια δεν φοβάσαι;
Ε;”.
Ακούσετε!
Για ν’ ανάβουν
τ’ αστέρια –
σημαίνει πως κάποιος τα έχει ανάγκη;
σημαίνει πως είναι – απαραίτητο,
κάθε βράδυ
πάνω από τις στέγες
ν’ αρχίζει να λάμπει ένα τουλάχιστον αστέρι;
Catrin Welz-Stein art
Όμηρος (Ιλιάδα χ25-30)
τὸν δ᾽ ὃ γέρων Πρίαμος πρῶτος ἴδεν ὀφθαλμοῖσι παμφαίνονθ᾽ ὥς τ᾽ ἀστέρ᾽ ἐπεσσύμενον πεδίοιο, ὅς ῥά τ᾽ ὀπώρης εἶσιν, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαὶ φαίνονται πολλοῖσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ, ὅν τε κύν᾽ Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσι. λαμπρότατος μὲν ὅ γ᾽ ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται,καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν·
...................................................................
Πρώτος ο γέρος Πρίαμος τον είδε στην πεδιάδα,ολόλαμπρος να χύνεται σαν τ’ άστρο που προβάλλειτο φως του καλοκαιρινά και στα πολλά τ’ αστέρια ανάμεσα φεγγοβολεί στο νυκτικό σκοτάδι,που σκύλον του Ωρίωνος τον ονομάζουν κι είναι λαμπρότατ’ άστρο αλλά κακό στον ουρανόν σημείον και τους βαριόμοιρους θνητούς με θέρμες κατακαίει.
Catrin Welz-Stein art
Αλκυόνη Παπαδάκη
“Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.” Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.
“Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.” Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.
Catrin Welz-Stein art
Γιάννης Ρίτσος -Το ίδιο αστέρι
Μουσκεμένες οι στέγες γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο. Οι γυναίκες
τυλίγονται στο μποξά τους. Βιάζονται να κρυφτούν στο σπίτι τους.
Αν μείνουν λίγο ακόμη στο κατώφλι, θα τις δει το φεγγάρι
να κλαίνε.
Αυτός υποψιάζεται μέσα σε κάθε καθρέφτη
μιαν άλλη, διάφανη γυναίκα, αποκλεισμένη μες στη γύμνια της
-όσο κι αν θέλεις να την ξυπνήσεις, δεν ξυπνάει.
Αποκοιμήθηκε μυρίζοντας ένα άστρο.
Κι αυτός μυρίζει το ίδιο εκείνο αστέρι ξαγρυπνώντας.»
Γιάννης Ρίτσος - πρωινό άστρο
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.
Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα απ’ τα στάχυα της έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς μακρύς μακρύς ο δρόμος…
Γιάννης Ρίτσος - Εαρινή Συμφωνία
Κλείνω τα βλέφαρα / κάτω απ” την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα / εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός / του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος / τόσο μεγάλος έγινα
απ” την αγάπη σου / που δε δύνεσαι πια / να μ” αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη / έλα να μοιραστούμε / τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ” το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
‘Ενα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Σαπφώ
ἄστερες ,ὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν ἂψ
ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος ὄπποτα
πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γᾶν ~
ἀργυρία.
..........................
Οσ' άστρα γύρω βρίσκονταιἄστερες ,ὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν ἂψ
ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος ὄπποτα
πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γᾶν ~
ἀργυρία.
..........................
στην έκπαγλη σελήνη.
Το φωτεινό τους πρόσωπο
κρύβουν κάθε φορά
που εκείνη,
ολόγιομη,
καταλάμπει τη γη
ανεβαίνοντας
ασημοκαπνισμένη.
Μετάφραση Ο Ελύτης
Μίλτος Σαχτούρης -Το άστρο
Το ξανθό κεφάλι της
τα ξεβαμμένα χείλη της
η σιωπή της
και λίγο σάλιο που έτρεχε
από το άστρο
το σφύριγμα
το άγριο άστρο που ανοιγόκλεινε
το μάτι του
κι έβλεπε τον Ουρανό
κι έλεγε:
Γ. Σεφέρης, - Χαϊκού
ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ
«Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε ήταν
γεμάτο αστέρια.»
Γιώργος Σεφέρης - Θερινό Ηλιοστάσι
Α´
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα τῆς αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ᾿ άλογα στ᾿ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Ολα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη μια στιγμή
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Ολα τ᾿ αλέθουν οι μυλόπετρες
καὶ γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Γιώργος Σεφέρης - Τελευταίος Σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Stars over the Portland Head Light by artist Elizabeth Fraser |
Α´
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα τῆς αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ᾿ άλογα στ᾿ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Ολα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη μια στιγμή
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Ολα τ᾿ αλέθουν οι μυλόπετρες
καὶ γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Cheryl Tarrant |
Γιώργος Σεφέρης - Τελευταίος Σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Reach For The Stars by Jen Norton |
Σικελιανός Άγγελος - Tο Διάβα του Ελαιώνα
.......................
"T' άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ' το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ' αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα - σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή - και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους...
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ' τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν' ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ' ανασασμό βαθύ μαζί με τ' άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα..."
.......................
"T' άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ' το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ' αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα - σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή - και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους...
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ' τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν' ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ' ανασασμό βαθύ μαζί με τ' άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα..."
P. S. Krøyer, Καλοκαιρινή νύχτα στην παραλία του Skagen. |
Ναζίμ Χικμέτ -Μικρόκοσμος
…..
Είναι μακριά από μας τα αστέρια
μακριά – μακριά, πολύ – πολύ μακριά.
Ανάμεσα στ’ αστέρια η γη μας είναι μια κουκκίδα
μια τόση δα κουκκίδα,
και η Ασία το ένα πέμπτο είναι της γης μας.
Μια χώρα της Ασίας είναι οι Ινδίες,
μες τις Ινδίες μια πόλη είναι η Καλκούτα.
Ο Μπεναρτζή δεν είναι παρά μοναχά ένας άνθρωπος μες τη Καλκούτα.
Και να τι θέλω τώρα να σας πω:
Μές τις Ινδίες, μέσα στη πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο ενός ανθρώπου,
αλυσοδέσαν ενα άνθρωπο που βάδιζε.
Νάτο λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στα αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε τα άστρα είναι μακριά
κ’ η γη μας τόσο δα μικρή.
Ε το λοιπόν ότι κι αν είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα το λοιπόν,
πιό εκπληκτικό και πιο επιβλητικό
και πιο μυστηριακό και πιό μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν.-
,
,
Μετάφραση - Γ. Ρίτσος
https://fineartamerica.com/
http://www.pinterest.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου