Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Χάινριχ Μπελ ( 21 Δεκεμβρίου 1917 - 16 Ιουλίου 1985 )

Όλο το γράψιμο αρχίζει με το να είσαι αναγνώστης.


Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll, 21 Δεκεμβρίου 1917 - 16 Ιουλίου 1985) ήταν Γερμανός πεζογράφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 1972.

Γιος επιπλοποιού, από καθολική και αντιναζιστική οικογένεια, πολέμησε στο ρωσικό και σε άλλα μέτωπα στα έξι χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίστηκε αρκετές φορές και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς.
Μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο, σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται το 1947. Στα πρώτα απ’ αυτά περιγράφει την άθλια ζωή των στρατιωτών κατά την διάρκεια του πολέμου, ενώ στη συνέχεια η κριτική του στράφηκε στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της σύγχρονής του Γερμανίας.
Το εκτενέστερο και γνωστότερο του έργο του, το Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία, είναι μια αναπαράσταση της ζωής στην Γερμανία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1970, με καυστική σάτιρα και κοινωνικό προβληματισμό.
Ο Μπελ είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Γερμανούς συγγραφείς και θεωρείται αυτός που εκφράζει αμεσότερα την μεταπολεμική γερμανική συνείδηση.

ΕΡΓΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 


Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία




Περιγραφή:
Στις σελίδες αυτές θα γνωρίσουμε τη Λένι, μας διαβεβαιώνει ο αινιγματικός, ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου, που έχει αναλάβει να ανασυνθέσει τη βιογραφία της μέσα από τις ποικίλες μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν. Ποια είναι όμως η Λένι; Μια απλή γυναίκα, χωρίς καμία φιλοδοξία ηρωισμού, που μεγάλωσε την εποχή της γιγάντωσης του ναζισμού στη Γερμανία, που έζησε τον πόλεμο και επέζησε αυτού, και τώρα, στη δημοκρατική μεταπολεμική Δυτική Γερμανία του ’60, βιώνει τα απόνερα μιας εποχής που μάλλον δεν είναι τόσο περασμένη όσο δείχνει.

Στο "Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία", ένα κορυφαίο έργο του μοντερνισμού, την "κορωνίδα της δημιουργίας του Χάινριχ Μπελ", σύμφωνα με τη διατύπωση της επιτροπής που του απένειμε το βραβείο Νόμπελ το 1972, αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαρκασμό, με φαινομενική αφέλεια κι ωστόσο εκπληκτική εμβρίθεια, τα πεπρωμένα και οι επιλογές ενός λαού σε κρίση. Κάθε "μαρτυρία" φωτίζει όχι μόνο τη ζωή της Λένι αλλά και καθενός από τη χορεία εκείνων που την πλαισιώνουν στο "ομαδικό πορτρέτο", τον αισθησιασμό, την ποταπότητα και τη μεγαλοσύνη της ανθρώπινης φύσης. Και απρόσμενα, σχεδόν μαγικά, βλέπουμε να αναδύεται ένα ακόμα πορτρέτο: το ψηφιδωτό μιας ολόκληρης ηπείρου - το πορτρέτο της Ευρώπης μας.

***

Ο Μπελ, μέσα από τον σαγηνευτικό χαρακτήρα της Λένι, διατυπώνει μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον ανθρωπισμό, με φόντο τη σύγχρονη γερμανική ιστορία. Η Λένι, συνεσταλμένη, λιγομίλητη και αισθησιακή, ενσαρκώνει μια αμεσότητα και μια αυθεντικότητα που την τοποθετούν πέρα και πάνω από τις κοινωνικές συμβάσεις και υποκρισίες και την καθιστούν ικανή να αντέξει τις δοκιμασίες της ζωής μένοντας πιστή στον εαυτό της, χωρίς πικρία και δίχως καμία διάθεση μεταμέλειας. Η συμπεριφορά της απέναντι σε όλους (την Εβραία Ραχήλ, τον Ρώσο αιχμάλωτο πολέμου Μπόρις, μοναδικό αληθινό της έρωτα, τους Τούρκους εργάτες) υπαγορεύεται από την προσωπικότητά της και μόνο.

Το Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία αποτελεί τυπικό υπόδειγμα εκείνου που ο Μπελ αποκαλεί «αισθητική του ανθρώπινου». Ο Μπελ οδηγεί ώς το τέλος τον συλλογισμό του: Το άτομο είναι το μέτρο της Ιστορίας. Η Λένι, με λιγοστές έστω χειρονομίες (προσφέρει καφέ σ’ έναν Ρώσο αιχμάλωτο, χωρίς να την τρομάζει η παρουσία ναζιστών), ενσαρκώνει μια μορφή αντίστασης. Αν και εντελώς απολίτικη, αποκτά μια επαναστατική –με την ευγενέστερη έννοια του όρου– πλευρά.

Jean-Jacques Pollet


Σταυρός χωρίς αγάπη

Το Σταυρός χωρίς αγάπη είναι το πρώτο μεγάλο μεταπολεμικό έργο του Χάινριχ Μπελ και ασφαλώς βαθύτατα επηρεασμένο από τη δίνη των γεγονότων της εποχής. Πρόκειται για την ιστορία των αδελφών Μπάχεμ, η οποία εκτυλίσσεται από το 1932 μέχρι το 1946 και κατά μία έννοια είναι η ιστορία δύο άλλων Κάιν και Άβελ. Ενώ λοιπόν ο Χανς αφοσιώνεται με υπέρμετρο ενθουσιασμό στο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα και κατατάσσεται στα Ες Ες, ο Κρίστοφ με το χριστιανικό πνεύμα που τον διακρίνει αντιστέκεται στο μιλιταρισμό και στην απανθρωπιά με πραγματικό ψυχικό σθένος· παρ’ όλα αυτά δεν γλιτώνει από τη φρίκη του πολέμου. Οι δρόμοι που ακολουθούν είναι τελείως διαφορετικοί, διασταυρώνονται όμως εντέλει κάπου στο ανατολικό μέτωπο - μια συνάντηση που αποτελεί και τη δραματική κορύφωση του έργου. Ο Μπελ περιγράφει με τρόπο αριστοτεχνικό τα στρατιωτικά γυμνάσια, τον τρόμο του μετώπου, όλη την ατμόσφαιρα εκείνων των δύσκολων χρόνων με μια ακρίβεια πραγματικά ανατριχιαστική και ταυτόχρονα επιτυγχάνει να πλάσει ένα μυθιστόρημα γεμάτο αγωνία, ένταση και συγκίνηση.
http://www.metaixmio.gr/


Το τέλος ενός υπηρεσιακού ταξιδιού

Σε ένα μικρό Ειρηνοδικείο του Ρήνου εκδικάζεται μια πολύ περίεργη υπόθεση. Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα, οι συνθήκες όμως άκρως ιδιάζουσες. Κατηγορούμενοι είναι δύο τεχνίτες, πατέρας και γιος, οι οποίοι δεν φτιάχνουν απλώς έπιπλα, αλλά διακατέχονται από μια σχεδόν προκλητική ανεξαρτησία. Συνελήφθησαν, όταν με μεγάλη ικανοποίηση παρακολουθούν ένα τζιπ του στρατού να καίγεται, το οποίο προφανώς προηγουμένως είχαν καταβρέξει με βενζίνη και του είχαν βάλει φωτιά. Η δίκη θα μπορούσε λοιπόν να προσφέρει πρωτοσέλιδα, παραμένει όμως -πιθανώς λόγω κάποιων κυβερνητικών συμφερόντων- στα ψιλά των εφημερίδων. Τα συμβαίνοντα στην αίθουσα του δικαστηρίου έχουν χαρακτηριστικά οικογενειακής συνάθροισης. Όλοι οι παρόντες είναι μεταξύ τους συγγενείς, φίλοι, γείτονες, κι έτσι η δίκη μετατρέπεται σε ένα εξαίσιο ψυχογράφημα της μικρής πόλης.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΠΛΟΥΜ


Η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει να αποκτήσει διαμερισμάκι και -μεταχειρισμένο- Φολκσβάγκεν, γίνεται άθελά της "πρόσωπο της ημέρας": σ' ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λούντβιχ Γκαίτεν που, όπως αποδεικνύεται, καταζητείται από την αστυνομία για διάφορα "εγκλήματα". Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την Εφημερίδα- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο Ταίτγκες. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)




Το τρένο ήρθε στην ώρα του

.. Αν μπορούσα να κλάψω! Πώς να μπορέσω όμως μ όλα αυτά που έχω κάνει; Νιώθω να πονά η καρδιά μου, νιώθω συντριμμένος, όμως δεν μπορώ να κλάψω. Όλοι οι άλλοι μπορούν, ακόμη κι ο ξανθός, εγώ όμως όχι. Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη να κλάψω...
Πρέπει να υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα που δεν μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Ανθρωποι που περιφρονούσα και σιχαινόμουν και τους πρόσβαλλα νοερά, όπως για παράδειγμα εκείνον που είπε: Ουσιαστικά, τον πόλεμο τον έχουμε ήδη κερδίσει. Μου προκάλεσε αηδία με τα λόγια του κι όμως πίεσα τον εαυτό μου να προσευχηθεί για χάρη του επειδή ήταν τόσο ανόητος. Πρέπει ακόμη να προσευχηθώ για κείνον που είπε ότι τα Ες-Ες θα τα καταφέρουν, και για όλους εκείνους που τραγουδούσαν τον Κυνηγό με τέτοιο κέφι.
Τους μισούσα όλους, όλους εκείνους που πέρασαν με τα τρένα τραγουδώντας τον Κυνηγό... και το Χαϊντεμαρι... και το Η ζωή του στρατιώτη είν η καλύτερη... και το Δική μας σήμερα η Γερμανία, όλος ο κόσμος αύριο. Τους μισούσα όλους, όλους εκείνους που στριμώχνονταν γύρω μου στα τρένα και τους στρατιώτες. Θεέ μου, αυτοί οι στρατιώτες

Οι απόψεις ενός κλόουν

Ο Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογενείας, εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του και των «ισχυρών» που τους περιστοιχίζουν, και διαλέγει το μόνο επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει: γίνεται κλόουν, δίνει παραστάσεις από πόλη σε πόλη, κι έχει μαζί του Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει για να πατρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού, κι ο Χανς, που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, κατρακυλάει σταθερά. Ζητιάνος πια, θα καταλήξει στα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού της Βόννης, περιμένοντας τη Μαρί να επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της.http://www.protoporia.gr







Μικρό Διήγημα – Οι νεκροί δεν υπακούνε πια

Ο ανθυπολοχαγός είπε πως έπρεπε να ξαπλώσουμε, κι εμείς ξαπλώσαμε. Ήταν στην άκρη ενός δάσους, κι ο ήλιος έλαμπε, ήταν άνοιξη, όλα ήταν σιωπηλά, και ξέραμε ότι ο πόλεμος τελείωνε. Όσοι είχαν ακόμα καπνό, άρχισαν να καπνίζουν, κι εμείς οι άλλοι προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί ήμασταν κουρασμένοι, εδώ και τρεις μέρες είχαμε φάει ελάχιστα κι είχαμε κάνει πολλούς αντιπερισπασμούς. Ήταν υπέροχα ήσυχα, και κάπου κελαηδούσαν και πουλιά, και ο αέρας ανέδινε μια απαλή, υγρή τρυφερότητα …

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός άρχισε να ουρλιάζει.

Ξεφώνιζε: «Ει!» Μετά μάνιασε και φώναξε: «Ει, εσύ εκεί!» Και μετά τον έπιασε μια λύσσα, και η φωνή του αναποδογυρισε: «Ει, εσύ, έι, εσύ εσύ!»

Και τότε είδαμε ποιον εννοούσε, Απέναντι, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, καθόταν κάποιος και κοιμόταν. Ήταν ένας απλός γκρίζος φαντάρος, που είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο και κοιμόταν’ κι αυτός ο φαντάρος χαμογελούσε πολύ γλυκά με το φακιδιασμένο πρόσωπό του, κι εμείς σκεφτήκαμε πως ο ανθυπολοχαγός θα τρελαινόταν. Σκεφτήκαμε επίσης ότι κι ο κοιμισμένος θα τρελαινόταν, γιατί ο ανθυπολοχαγός τσίριζε όλο και πιο πολύ, κι ο κοιμισμένος χαμογελούσε όλο και πιο πολύ …

Αυτοί που είχαν αρχίσει να καπνίζουν, έπαψαν τώρα να καπνίζουν, κι αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν, είχαν ξυπνησει, και μερικοί από μας χαμογελουσαν επίσης.’Ηταν άνοιξη, μαλακιά και γλυκιά, και ξέραμε πως ο πόλεμος τελείωνε.

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός έπαψε να τσιρίζει, τινάχτηκε πάνω, διέσχισε με δυο βήματα το μονοπάτι, και χτύπησε τον κοιμισμένο στο πρόσωπο.

Τότε όμως είδαμε πως ο κοιμισμένος ήταν νεκρός.

Χωρίς να πει κουβέντα έπεσε κάτω, και δε χαμογελούσε πια: Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια απαίσια γκριμάτσα, και τον ανθυπολοχαγό, που γύρισε πίσω άσπρος σαν το πανί, δεν τον λυπηθήκαμε καθόλου, γιατί δε νιώθαμε πια καμιά χαρά για τον ήλιο, ούτε και για τον απαλό, υγρό, τρυφερό ανοιξιάτικο αέρα, και μας φαινόταν αδιάφορο πια αν ο πόλεμος τελείωνε η όχι. Ξαφνικά νιώσαμε πως ήμαστε όλοι νεκροί, ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, γιατί τώρα ψευτογελούσε και δε φορούσε πια στολή …http://antikleidi.com/

Διήγημα - Το λυπημένο μου πρόσωπο

Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν' αγναντέψω τους γλάρους, το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ' εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ' ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες. Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο.
Είχα καρφώσει το βλέμμα σ' ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμα του. Με τον τρόμο χελιδονιού που προαισθάνεται κακοκαιρία πετούσε σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια του νερού και μόνο πότε πότε ξεθάρρευε ν' ανέβει ψηλά κρώζοντας, να σμίξει το δρόμο του με κείνον των συντρόφων. Αν λαχταρούσα κάτι, ήταν χωρίς άλλο ένα ψωμί να ταϊσω τους γλάρους, να το κόψω κομμάτια και στο ανάκατο πέταγμα να βάλω ένα άσπρο σημάδι, ένα στόχο που κατά πάνω του θα πετούσαν. Ρίχνοντας ένα κομμάτι ψωμί σ' αυτό το ανεβοκατέβασμα των μπερδεμένων τροχιών που έκρωζε, να τους κατεύθυνα σα να 'τανε δεμένοι με σχοινιά.

 Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε:

"Ακολούθα με!". Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: "Σίγουρα δεν είστε καλά!". "Συνάδερφε", είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, "σε προειδοποιώ". "Αφεντικό...", ανταπόδωσα. "Δεν υπάρχουν αφεντικά", φώναξε οργισμένος. "Συνάδερφοι είμαστε όλοι." Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη μάτια του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. "Για ποιο λόγο;..." πήγα να πω. "Για σοβαρό λόγο", είπε. "Για το λυπημένο σου πρόσωπο". Γέλασα. "Άσε τα γέλια!". Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το 'κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη*, ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. "Ακολούθα με!...". "Μα γιατί;" ρώτησα συγκρατημένα...
Διαβάστε περισσότερα εδώ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου