Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα.
Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος) |
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
Τις επαρχίες τα χλωμά και κρύα δειλινά
Όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά στο δρόμο
Κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά
Πότε θα’ρθεί πότε θα’ρθεί τα γαλανά
Βασίλεια της χίμαιρας μ’ ερωτικά ανοιγμένη
Την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Αχ και γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;
Όπου ανταλλάσσουν καρτ ποστάλ – «Ιδίως τοπία κι άνθη»
Και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
Με κάποιον νέον που μ’άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
Κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία
ΔΕΙΛΙΝΑ ΠΕΝΘΗ
Την ώρα που το σούρουπο το φθινοπωρινό
καθίζει εφιαλτικό, ψυχρό στην πολιτεία,
που οι καμπάνες, μακρυνές, καλούν σ' Εσπερινό
κι απλώνεται στις κάμαρες μια νεκρική ησυχία,
ο νους μου πάει στους γέροντες και στα ορφανά παιδάκια,
που ως την ψυχή τους κάθεται το παγερό σκοτάδι,
στις πόρνες όπου βγαίνουνε και παίρνουν τα σοκάκια,
άθλιες μέσα στη βροχή και μόνες μεσ' στο βράδυ∙
σ' εκείνους που δε γνώρισαν ποτές την ευτυχία,
στους έρημους και μοναχούς στη μαύρη πολιτεία,
στους νοσταλγούς κάποιας ζωής που πια είναι περασμένη∙
και πιότερο στους άρρωστους που λυώνουν στα κρεβάτια
και που, θαμποί κι αμίλητοι, στηλώνουνε τα μάτια
στην πόρτα τους, σα ν' άκουσαν Κάποιος σιγά να μπαίνει…
ΕΡΩΤΙΚΑ (IV)
Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φως στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου – και σ' το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θύρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ' τα βύθη ενός ληθάργου
βγήκα, σ' εσένα το χρωστάω,
σ' εσένα τους χυμούς που νοιώθω
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φως στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου – και σ' το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θύρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ' τα βύθη ενός ληθάργου
βγήκα, σ' εσένα το χρωστάω,
σ' εσένα τους χυμούς που νοιώθω
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει·
και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλι ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...
Στο πέρασμά του από τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας τ' αλλουνού — κι ειρωνικά γελάνε.
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. 'Aσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε!
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
Πότε θ' ανοίξουμε πανιά
Πότε θ' ανοίξουμε πανιά για τα Νησιά του Νότου,
πότε το ρου θ' ανέβουμε του ποταμού Αμαζόνα;
-Καιρός μας πια να πάψουμε να βλέπουμε μπροστά μας
των ίδιων πάντα λιμανιών τη νυσταγμένη εικόνα!
Ας σβήσει η νέα μας ορμή (σα βήματα στον άμμο
από το κύμα) την παλιάν, ασάλευτη ψυχή μας!
Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι:
δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας!
Μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούργια,
αντίς να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο:
φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους Θαλασσοπόρους
που, μια πατρίδα αφήνοντας-έβρισκαν έναν κόσμο!
Συλλογιέμαι τους ναυτικούς...
Συλλογιέμαι τους ναυτικούς...
Εκείνους που, αυτή την ώρα γυρνούν στους μεγάλους δρόμους του Αμβούργου ή του Μοντεβίδεο, ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα, χαρούμενοι σα μαθητές λυκείου που έχουν έξοδο και που κοιτάν με την ίδια μαγεμένη περιέργεια τις βιτρίνες των καταστημάτων και τις γυναίκες που περνούν.
Εκείνους που κάνουν μακρυνά ταξίδια με γέρικα κι αργοκίνητα φορτηγά και που, καθισμένοι στο κατάστρωμα, διηγούνται μεταξύ τους ιστορίες της ζωής τους ή καπνίζουν σιωπηλοί — κοιτάζοντας να κατεβαίνει η ωκεάνια νύχτα.
Εκείνους που 'χουν μείνει χωρίς δουλειά και περνάν τις ώρες τους στα μικροκαφενεία των λιμανιών παίζοντας χαρτιά, λιπαρά από την πολλή μεταχείριση, ή μετρώντας και ξαναμετρώντας, σκεφτικοί, τα λεφτά που τους απομένουν και που τα 'χουν βγάλει προσεχτικά από τα βάθη του κόρφου τους.
Εκείνους που, σε ξενικά λιμάνια, ακολουθάν την πρώτη γυναίκα του δρόμου που τους έγνεψε και παζαρεύουν μαζί της, με τα δάχτυλα ή με λέξεις από διάφορες γλώσσες, την τιμή του κορμιού της.
Εκείνους που τις μεγάλες μονότονες ώρες του πλου, καθισμένοι στις κουκέτες τους, βγάζουν από τα βάθη των σάκκων τους τις αναμνήσεις τους: ξεθωριασμένες φωτογραφίες, κιτρινιασμένα γράμματα με καμπουριασμένους χαρακτήρες, καρτ-ποστάλ με λουλούδια ή ωραίες, σαν κούκλες, γυναίκες, ξενικές δεκάρες, σουγιάδες και μεταξωτά μαντήλια· και που, με το πρόσχημα να τα ταχτοποιήσουν, ξεχνιούνται —ώρα— κοιτάζοντάς τα...
Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που έχουν αφήσει και με ερωμένη σε κάθε λιμάνι, εκείνους που κάνουν οικονομίες για να στέλνουν επιταγές στο σπίτι τους, εκείνους που αγοράζουν φτηνά μυρωδικά ή έξι πήχες μεταξωτό για τις αρραβωνιαστικές τους — και κείνους που δεν έχουν κανένα στον κόσμο κι έχουν αφοσιωθεί σ' έναν παπαγάλο ή έναν πίθηκο, που λυώνουν από νοσταλγία για τα δάση τους...
Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που αρρωσταίνουν και τους κατεβάζουν σε διάμεσα λιμάνια για να τους αφήσουν, μόνους και ξένους, σε πένθιμα δημόσια νοσοκομεία και που η ανάρρωσή τους, ανάμεσα σ' άλλα ανθρώπινα ναυάγια, είναι πιο πένθιμη κι από την αδιαφορία γιατρών και νοσοκόμων τις μέρες του πυρετού και του αγκομαχητού τους...
Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που πεθαίνουν στο ταξίδι και τους πετούν στην απέραντη κι αδιάφορη θάλασσα κι ύστερα παραδίνουν το φτωχό σάκκο τους, με τα παλιά τους τα ρούχα, το μεγάλο νικέλινο ρολόι τους, τα ξεθωριασμένα γράμματα, τους σουγιάδες, τις ξενικές δεκάρες και το πήλινο αγαλματάκι που παριστάνει την Ελευθερία του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σ' ένα Προξενείο — απ' όπου κανένας, κανένας ποτέ δε θα τον ζητήσει...
[πηγή: Κώστας Ουράνης, Αποχρώσεις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, χ.χ., σ. 88-89]
Χιόνια στην Πάρνηθα του 1930
Πριν το χιόνι να μαζέψει τις τέντες του και να χαθεί, το ίδιο άξαφνα και μυστηριώδικα όπως ήρθε, οι Αθηναίοι που έχουν αυτοκίνητα έτρεξαν να χαρούν την παραμυθένια αυτή παρουσία… Τις δύο – τρεις τελευταίες αυτές μέρες ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος της Πάρνηθος παρουσίαζε τις πρώτες απογευματινές ώρες μια μεγάλη κίνηση ανοιχτών και κλειστών αυτοκινήτων – από τις πολυτελείς “Πακάρ” ίσαμε τις κατσαριδοειδείς “Μόρις”.
Όσο ανεβαίναμε τα χιόνια πλήθαιναν. Στα παραπέτα και στις στροφές του δρόμου οι σωροί τους έφθαναν ως τα γόνατα και τ’ αυτοκίνητα περνούσαν ανάμεσα στις δύο μαύρες γραμμές που είχαν χαράξει μέσα στα χιόνια τ’ άλλα αυτοκίνητα, που είχαν προηγηθεί. Ο αέρας τώρα ήταν δροσερότατος – χωρίς να γίνει ούτε στιγμή παγερός. Διάφοροι, που φοβήθηκαν ν’ ανεβούν ως το τέρμα του δρόμου, μήπως και τ’ αυτοκίνητά τους κολλήσουν στα χιόνια, είχαν σταματήσει στις τελευταίες στροφές και χαίρονταν το ονειρικό θέαμα των άσπιλων χιονιών που αστραποβολούσαν παντού μέσα στον ήλιο. Άλλοι έπαιρναν φωτογραφίες, άλλοι έπαιζαν χιονιές, άλλοι φόρτωναν τις βαθμίδες του αυτοκινήτου τους με χιόνια, για να τα μεταφέρουν… σαν δείγμα στα σπίτια τους, κι άλλοι τσαλαβουτούσαν ίσαμε τα γόνατα μέσα στο στρώμα του χιονιού με παιδική χαρά… Ήταν ακόμα κι άνθρωποι που είχαν εκδράμει πεζή στις κορυφές της Πάρνηθος από το πρωί – και που γυρνούσαν την ώρα εκείνη, ντυμένοι σαν αλπινιστές, μ’ ένα σάκκο τρόφιμα στον ώμο κι ένα μυτερό μπαστούνι στο χέρι.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Υπαίθρια εξοχικά κέντρα
Τα υπαίθρια εξοχικά κέντρα! Πόσες εκατοντάδες να υπάρχουν; Πόσες χιλιάδες; Να μια στατιστική που κανένας δε σκέφθηκε να κάνει και που εν τούτοις θα ‘χε ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσαν να βγουν ένα σωρό συμπεράσματα – ακόμα και κοινωνικά… Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι υπάρχουν άπειρα. Τα συναντάτε στο δρόμο σας, πολυαριθμότερα κι από σαλιγκάρια ύστερα από βροχή, οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν πάρετε με τ’ αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει τόσο στις ακτές της Αττικής, όσο και στα Μεσόγεια, ένα απόκεντρο μέρος, που να μη δείτε εγκαταστημένο ένα από τα “κέντρα” αυτά…
Σ’ όλο το δρόμο που φέρνει στη Βάρκιζα δεν κάνετε άλλο, παρά να συναντάτε, γραμμένη στους τοίχους των καλυβιών, τη ρεκλάμα αυτή: “Μπαρ Τρεζολί. Βάρκιζα”! Μπαρ στη Βάρκιζα και μάλιστα “τρεζολί” – τι ευχάριστη έκπληξη, λέτε. Πηγαίνετε, χαλάτε τον κόσμο σ’ αναζήτησή του, κι επιτέλους ανακαλύπτετε ότι το ρεκλαμαρισμένο “μπαρ” δεν είναι -κι αυτό- παρά μια μικροσκοπική παράγκα, σκεπασμένη με ξερά κλαριά πεύκου και όμοια με κιβωτό του Νώε, γιατί μέσα της ζουν αρμονικά και φύρδην – μίγδην ο καταστηματάρχης, η οικογένειά του, οι κότες του, ένα σκυλί, άπειρες μύγες, μερικοί άδειοι ντενεκέδες βενζίνης, δυο βαρέλια, μια φουφού και διάφορα άλλα ζωντανά ή άψυχα είδη. Εννοείται ότι το μόνο είδος που βρίσκετε στο τρεζολί μπαρ είναι λίγη ρετσίνα – που άλλοτε προσφέρεται σαν σώσμα κι άλλοτε σαν γιοματάρι, χωρίς βέβαια αυτό ν’ αλλάζει την ποιότητά της, που είναι άθλια…
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Η Καλαμάτα του 1930
Η πόλη είναι πάνω στην ανάπτυξή της. Το λιμάνι της είναι πιο ζωντανό από της Πάτρας, το εμπόριο σημαντικό, τα υποκαταστήματα των Τραπεζών αφθονούν – και τη νιώθετε ανυπόμονη ν’ απλωθεί και να συγχρονισθεί πολύ περισσότερο. Χτίζονται σπίτια από μπετόν, δρόμοι ασφαλτοστρώνονται, οι κεντρικές αρτηρίες παρουσιάζουν ζωηρή κίνηση και οι κάτοικοι ζητάν μεγάλα δημόσια έργα: να μεγαλώσει το λιμάνι, να τακτοποιηθεί η κοίτη του Νέδωνα…
Τις τρεις μέρες που έμεινα στην Καλαμάτα τις πέρασα μεταξύ της συντροφιάς ενός ντόπιου τραπεζίτη και της συντροφιάς ενός ντόπιου, επίσης, ποιητή. Ο πρώτος ήταν η σύνθεση της σύγχρονης πόλης: άνθιζε σε στρογγυλότητες, αυτοπεποίθηση και κυριαρχικότητα και δε σκεφτόταν παρά την καλοζωία. Με πήγε ένα βράδυ με το αυτοκίνητό του, από μια μεγάλη ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο, σ’ ένα παράλιο κέντρο, που τα τραπεζομάντηλά του άσπριζαν κάτω από τα πράσινα φυλλώματα ηλεκτροφωτισμένων δέντρων – κι εκεί μου παράθεσε ένα πλούσιο γεύμα. Ο δεύτερος ήταν απλός, σιωπηλός και μελαγχολικός, όπως το παρελθόν. Μαζί του γύρισα τους μικρούς δρόμους της παλιάς Καλαμάτας και σεργιάνισα στην κεντρική πλατεία, που δεν είναι παρά ένας πολύ φαρδύς δρόμος, ακανόνιστος και γεμάτος από τη γραφική κίνηση ενός υπαίθριου λαχανοπάζαρου και γυναικών του λαού με μαύρα τσεμπέρια και παρδαλά φορέματα, που γεμίζουν τα βαρελάκια τους και τις στάμνες τους από τα μεγάλα δημόσια πηγάδια που χάσκουν στη μέση της πλατείας.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
πηγές
http://ebooks.edu.gr/
https://www.aksioprepeiakantoxh.com/
http://pheidias.antibaro.gr/
https://logomnimon.wordpress.com/
http://www.stixoi.info/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου