Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - 2 ιστορικά ποιήματα για τη Δράμα


1. ΤΟ ΒΟΛΙ 

Το ποίημα αναφέρεται στη σφαγή της Δράμας.
Στη μνήμη του παππού μου, Βασίλη Παγωνίδη, που τον σκότωσαν οι Βούλγαροι τον Σεπτέμβρη του 1941 στον Καλό Αγρό της Δράμας.

Ένα βόλι σφηνωμένο στην καρδιά μας,
ματωμένο, βουλγάρικο βόλι.
Πέρασε πάνω απ’ τον κάμπο με τα στάχυα τα χρυσά,
τα δέντρα τα πανύψηλα,
στάλαξε μαύρο αίμα στου παππού το στήθος το πονεμένο.
Ατέλειωτοι οι λυγμοί εκείνου του φθινόπωρου,
βολές αλάνθαστες στόχευσαν το ριζικό μας.
Τους στήσανε σιμά στις λεύκες και τους πυροβόλησαν.
Εκείνους τους λεβέντες.
Ο ήχος συρτός κι αξημέρωτος,
ο ήχος ο φονικός του θανάτου.
Τους στήσανε την ώρα της θλίψης και τους πυροβόλησαν.
Οι άνανδροι άνομοι του πολέμου.
Το αίμα γλίστρησε σαν φίδι στον κόρφο μας,
μαυροφόρεσε τα δάκρυά μας.
Γεννηθήκαμε με τον πόνο συντροφιά,
χρόνους και χρόνους κρατά το μοιρολόγι μας.
Ένα βόλι μας έριξε κατάχαμα,
οι ψυχές μας ριζωμένες στον Άδη.
Θλιμμένα τα μάτια του παππού τα μεγάλα,
το αίμα νωπό στο πουκάμισό του.
Ολόρθος ξεψύχησε μέσα στο φως.
Λεβέντης περπατά στις νύχτες μας.
«Μη με ξεχνάτε» μας γνέφει ολοζώντανος. 
Άνεμοι σκληροί ορίσαν τις ζωές μας.
Τρέχουμε με λαχτάρα να τον αγκαλιάσουμε,
το αδικοχυμένο αίμα μας παγώνει.
Το βόλι το φονικό, καρφί στον σταυρό του ήλιου μας,
μαύρη κηλίδα στη ζωή μας όλη


✤   ✤   ✤   ✤

2. ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ

Σιωπή των ακίνητων καραβιών,
ησυχία της τρεμάμενης νύχτας.
Πέρασμα του αγέρα απ’ τα κλειστά παραθύρια,
βήματα των σκιών πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα.

Σκληροί σταυροί στα μοιρολόγια του ανέμου,
η βροχή ξεπλένει πρόσωπα θαμμένα στην ανωνυμία.
Χρυσοί αετοί στις ακρογιαλιές των ματιών τους
ζυγιάζονται πάνω απ’ τα λευκά τους όνειρα.
Τ’ αστέρια λαβωμένα στις παλάμες τους,
το βλέμμα τους, περιστέρι στις χούφτες τους.
Αργυρή η όψη τους στο ποτήρι του ορίζοντα,
τα βλέφαρα μανδύες ιεροί.
Η δροσιά απαλή στη σάρκα τους,
τα κόκαλα σιωπηλά στον μόχθο των αιώνων.
Πρόσωπα μυστικά στον φλοίσβο του ανέμου,
η ψυχή ξαγρυπνά στις κορυφές.
Το θυμίαμά της, σιωπή των κυπαρισσιών,
να θυμιατίζουν τις νύχτες,
να προσεύχονται τ’ άγρια πουλιά.
Στ’ αντρειωμένα στήθη λαβωματιές,
ουλές που χώνεψαν την αγωνία.
Τα χέρια μεγάλες φτερούγες,
οι νύχτες γεμάτες αγγέλους.
Η μνήμη αναπαύεται στη φτωχή γη,
το βάρος της ασήκωτο.
Οι ψυχές, καντήλια των βράχων,
ο καιρός σταυρωμένος.
Τα σώματα σταυραετοί,
τα μηνύματά τους, ψιχάλες.
Χλωμά τα μέτωπα τις νύχτες,
τα πρόσωπα αγιάζουν τα φεγγαρόφωτα.
Σαν μεγάλα φύλλα ξαπλώνουν στο χώμα,
δωρίζουν κρίνα στον άνεμο.
Τα φεγγάρια μεγάλα στα μάτια τους,
οι ήλιοι ξημερώνουν στις χρυσές πέτρες.
Τα δέντρα, ανάσες στο στήθος τους,
οι νεκροί τους, κεριά σ’ ερημοκλήσια.
Το αίμα, παράπονο στις ανοιχτές χούφτες,
τα δάκρυα της ερημιάς φτωχά.
Τ’ αστέρια έπεσαν στ’ άγρια κύματα,
οι άνθρωποι, φουρτουνιασμένη γη.
Οι ψυχές, ρίζες κι αγιοκέρια,
το καντήλι τους παρηγοριά ψηλών πεύκων.
Οι πευκοβελόνες προσκεφάλι των νεκρών,
στην αγκάλη τους η αιώνια πλάση.
Σταυροί στ’ ανοιχτά τους πουκάμισα,
τα βήματά τους στην ξενιτιά του καιρού.
Τα χώματα, μύρο θεσπέσιο,
οι θάλασσες, πουλιά απροστάτευτα.
Τα θαύματα ορατά κι ολόλευκα,
οι άγκυρές τους, ηλιοβασιλέματα.

Ιωάννα Αθανασιάδου 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου