i.ΚΛΑΔΑΚΙΑ ΔΑΦΝΗΣ
Μαλακό κερί το σώμα μας,
λιώνει τις μέρες του,
σιγοκαίει τις καταιγίδες του,
αποχαιρετά τα περιστέρια του.
Χορταριασμένα τα χρόνια της σιωπής του,
σπασμένα κλαδάκια δάφνης τα δάκρυά του.
Πόσος πόνος στις μικρές χαραμάδες
απ’ όπου μας καλωσορίζει το φως!
Πόση λύπη στα μαραμένα χρυσάνθεμα
που απόμειναν ξεχασμένα στην αγκαλιά μας!
ii. ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Όνειρο λησμονημένο η άνοιξη,
δακρυσμένα τα δειλινά.
Σκαλίζουμε γράμματα στο χώμα,
να τα σβήσει το ηλιοβασίλεμα,
να ορφανέψει η φτωχή γη.
Μια τεράστια άσπρη αχιβάδα στα βάθη του νου μας,
μια πέτρινη πόρτα αμετακίνητη,
μια αλογάριαστη αναμέτρηση με την επόμενη μέρα.
Το άγνωστο πάντα μπροστά μας, μόνον αυτό.
Μια ώρα λιγότερη χαμένη για πάντα,
ένα σπασμένο άγαλμα στη διπλανή κάμαρη,
αγωνία κλειδωμένη στις παλάμες.
Θλιμμένες οι γοργόνες στα κύματα,
άφαντος ο Μέγας Αλέξανδρος της ψυχής μας.
iii.ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Μπιγκόνιες κρεμασμένες στα μπαλκόνια οι αναμνήσεις,
όνειρα μυρωμένα στον αμάραντο καιρό.
Κι ο χρόνος μικρό καλοκαιράκι γεμάτο αρώματα.
Στ’ ακρόπρωρα των παλιών υδρορροών
φεγγίζουν τα μάτια κάποιας γοργόνας.
Στο χώμα, το χρώμα της αθωότητας.
Ξεσπάθωτες οι σταγόνες της βροχής στα κεραμίδια,
ανηφορίζουν οι αμαξάδες τα καλντερίμια,
ξυπνώντας τις ανοιξιάτικες κάμαρες.
Ο πυρετός του καλοκαιριού στα ναζιάρικα δελφίνια,
το τραπέζι στρωμένο με χαμομήλια και δαφνολούλουδα.
Στα μέτωπα των αλόγων μαβιές χάντρες,
ο χρόνος, αλήτης στους χωματόδρομους.
Οι αναμνήσεις, φωνές απ’ το βάθος του χρόνου,
μάτια που μας περιμένουν στο τέλος του δρόμου.
Ονειρεύονται τα τρένα που διασχίζουν την ομίχλη
και οι παιδούλες με τις ηλιαχτίδες στα βλέφαρα.
Ονειρεύονται και τα εικονίσματα στα ερημοκλήσια,
χαμογελούν οι ολόσωμοι άγιοι οι καρφιτσωμένοι στα πουκάμισά μας.
Στους φράχτες με τις βατομουριές
μενεξεδένια φορέματα μικρών κοριτσιών,
χάρτινα βαρκάκια στα ρυάκια της βροχής.
Άσπρα σπίτια καθρεφτίζονται στα κύματα,
τ’ αγάλματα σιγοψιθυρίζουν στις ασβεστωμένες κάμαρες.
Οι ψυχές ακολουθούν τα μονοπάτια των ονείρων,
φιλούν τ’ άγρια άλογα των ουρανών.
Τ’ αστέρια, σύμβολα στο σεληνόφωτο,
οι ευχές γράμματα στις γειτονιές των αγγέλων.
vi.ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Όταν ηχήσουν κάποτε των αγγέλων τα κύμβαλα,
κι αντικρίσουμε τη μορφή μας∙
όταν τα μυστικά φανερώσουν την αλήθεια τους
κι η μοίρα λύσει το γρίφο των ημερών∙
όταν όλα θα γίνουν εύκολα κι απλά
κι απορήσουμε που υπήρξαμε τυφλοί∙
τότε μόνο θα περπατήσουμε πάνω απ’ την Αχερουσία,
χωρίς φόβο και δίχως μοναξιά
και το «τίποτα» θα ντυθεί το χρώμα της στάχτης.
Θα μπορούμε να το ψηλαφίζουμε στο μέσα της παλάμης μας
και θα συνειδητοποιήσουμε τότε την αθανασία.
Σαν χάρτινη βαρκούλα καμωμένη από άνεμο και ταπείνωση,
θα τη δούμε ν’ αρμενίζει αμέριμνη.
Ένα πέρασμα, ένα άγγιγμα,
ένας αθάνατος βασιλιάς.
Τα βότσαλά μας θα γεμίσουνε ψιθύρους,
τα βλέφαρά μας θα γίνουνε σπαθιά στου ήλιου το ζωνάρι,
ο ορίζοντας θα παρασύρει τα μικρά μας σώματα.
Και μεις μια χούφτα σκόνη,
άνεμος στην κατεβασιά των αιώνων,
ένα τίποτε, ένας ψεύτης βοριάς.
Θ’ ανοιχτούμε τότε στο πέλαγος,
ήσυχοι για τις προσευχές που ψιθυρίσαμε στη θάλασσα,
γαλήνιοι για τη στοργή που της χαρίσαμε.
Ξανθισμένο λουλούδι στα δάχτυλά μας ανάμεσα η μοίρα,
θα μας διηγείται παραμύθια,
το φεγγάρι θα ξαπλώνει στους ασφοδέλους.
Θα καταλάβουμε τότε πως το «τίποτε» είναι χρώμα του ονείρου,
η ζωή πουκάμισο στον άνεμο
και μεις, οι πρώτοι ταξιδευτές του θανάτου.
«Το νήμα της αιωνιότητας πλέκεται από ταπείνωση κι ανάσταση,
από σκόνη κι άγρια πουλιά» θα μας ψιθυρίσει το αγέρι,
και σιωπηλοί θα περιμένουμε να ξημερώσει το χρυσό φεγγάρι.
Βαδίζουμε αργά κάτω απ’ τις λεύκες.
Πώς αδειάσανε έτσι ξαφνικά οι μέρες μας όλες;
Πώς ακολούθησαν την αιωνιότητα;
Άσπρες πλάκες στα κοιμητήρια των μικρών χελιδονιών,
πώς αντέξαμε τον πόνο;
Οι παπαρούνες γέρνουν κουρασμένες στ’ ανυποψίαστα χέρια μας
και μεις παιδιά ξυπόλυτα δίπλα στα σκιάχτρα,
γυμνοί στα μαρμαρένια αλώνια.
Πόσα καλοκαίρια ξενύχτησαν στο παραθύρι μας;
Πόσες θάλασσες μας ταξίδεψαν στα δειλινά τους;
Κλείνουμε όλα τα όνειρα στις χούφτες μας.
Ζωγραφίζουμε φεγγάρια
και τα ρίχνουμε στα νερά της απεραντοσύνης μας.
Ένα απειροελάχιστο πέρασμα η ζήση μας.
Ο καπετάνιος ακόμη ψάχνει το στίγμα μας στον ορίζοντα.
v.ΜΙΚΡΟΙ ΝΑΥΤΙΛΟΙ
Μικροί ναυτίλοι ταξιδεύουμε καταμεσής στη θάλασσα
με μάτια γεμάτα αγρύπνια, με την ψυχή να ψάχνει στεριά.
Οι στεριές όμως λιγοστές, χάνονται απ’ τα μάτια μας
κι ο καημός βαθύς.
Πώς να προχωρήσουμε αδύναμοι στα πελάγη τ’ ατίθασα;
Σκληρός ο βυθός κι ο πόνος των γοργόνων αβάσταχτος.
Ποια η δύναμη του φθαρτού μας σώματος;
Οι θύελλες καλπάζουν αλύπητες!
Βρυχιώνται τα στοιχειά!
Η όψη μας όμως θρύλος των αθανάτων,
αντρειωνόμαστε στη δίνη της τρικυμίας.
Γρανιτένιοι αναδυόμαστε μέσ’ απ’ τους ανέμους,
εμείς οι γεννημένοι στην απεραντοσύνη,
οι θρεμμένοι με το πέλαγος.
Και γίνεται η ζωή μας μία άλλη θάλασσα,
η μοίρα μας περιστέρι των κυμάτων.
Ασύνοροι, με μόνη περιουσία τον ορίζοντα,
Φτωχοί, με μόνο πλούτο την ελευθερία,
Αδύναμοι, με μόνη δύναμη την ομορφιά.
Οι ρίζες μας στον ωκεανό,
το ριζικό μας στη θάλασσα.
Πανέμορφοι στις χρυσές χαίτες της,
με το τραγούδι της το γλυκό,
μοναδικό κι αγαπημένο μερτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου