Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι (Giacomo Leopardi, 29 Ιουνίου 1798–14 Ιουνίου1837) ήταν Ιταλός ρομαντικός ποιητής και φιλόσοφος, ένας από τους μεγάλους Ιταλούς ποιητές του 19ου αιώνα.
Από πλούσιους και μορφωμένους γονείς που, σε συνδυασμό με το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον της γενέτειρας του, επιδρούν αρνητικά στη μετέπειτα ζωή του, μελετά από μικρός αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και, σε νεαρή ακόμη ηλικία, γράφει δοκίμια, πραγματείες και ποιήματα. Με εύθραυστη υγεία, μοναχικός χαρακτήρας και ασυμβίβαστος, ταξίδεψε σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, στην προσπάθειά του να αποκοπεί από το περιβάλλον της γενέτειράς του. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών
θεωρείται ο σημαντικότερος Ιταλός ποιητής μετά τον Πετράρχη. Πολυμαθέστατος, πολύγλωσσος, φιλόσοφος και αρχαιογνώστης, ήταν απόγονος παλαιάς οικογένειας ευγενών γαιοκτημόνων η οποία, αρχικά, τον προόριζε για τον εκκλησιαστικό βίο. Από την πρώτη νεότητά του, διακατείχε τον φιλάσθενο κόμη το συναίσθημα της μοναξιάς και της απαισιοδοξίας. Έβρισκε καταφύγιο στη μελέτη και εκπόνησε πλήθος εργασιών σε επιστημονικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα. Έζησε κατά διαστήματα στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Νεάπολη. Ένιωθε εξόριστος στον κόσμο, τον οποίο ο ίδιος ονόμαζε: "τάφο των ζωντανών" και στιγμάτισε την ηθική, διανοητική και πολιτική παρακμή αντιτάσσοντας το σκεπτικισμό, την ειρωνεία, την αφοσίωση στην τέχνη του
Με τα ποιήματά του, που συγκέντρωσε στον τόμο Άσματα (1835) «ρομαντικοποίησε την καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού συναισθήματος». Άλλα κύρια έργα του: Ηθικά έργα (1827) Σκέψεις (1845), Zibaldone (Ανάλεκτα, 1898-1900).
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.
μτφρ. Νάσος Βαγενάς
❀ ❀ ❀ ❀
Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.
❀ ❀ ❀ ❀
Του ιδίουΌλα τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.
❀ ❀ ❀ ❀
❀ ❀ ❀ ❀
Το τραγούδι του κοριτσιού
Τραγούδι επίμονο, μικρής κοπέλας
Έρχεσαι από κλειστό δωμάτιο και πλανιέσαι
Στους ήσυχους δρόμους γιατί - μου ακούγεσαι
Τόσο θλιμμένο; Γιατί μου σφίγγεις τόσο την καρδιά
Και φέρνεις δάκρυα στα μάτια;
Είσαι όμως πρόσχαρο, μια γιορτινή φωνή
Για την ελπίδα. Κάθε σου νότα αντηχεί αναμονή.
Ας είσαι χαρωπό στα αυτιά μου μοιάζεις θρήνος
Κι ο οίκτος τρυπάει την ψυχή μου.
Και μόνο η ιδέα της ελπίδας
Φέρνει πόνο
Σ' αυτόν που καλά τη γνωρίζει.
Μετάφραση Λένα Καλλέργη.
❀ ❀ ❀ ❀
Το Σαββάτο 'ς το χωριό
Ὁ ἥλιος βασιλεύοντας βυθάει,
καὶ ἀπὸ τὸν κάμπο ὴ λυγερὴ γυρνάει
μὲ ἀμασχαλιὰ χορτάρι· 'ς τὸ χεράκι
βαστᾷ ἕνα δεματάκι
τριαντάφυλλα καὶ γιούλια, ποὺ θὰ βάλῃ,
καθὼς ἔχει συνήθεια,
αὔριο ποὺ 'ναι γιορτή, 'ς τ' ὡραῖο κεφάλι
καὶ 'ς τὰ χιονάτα στήθια.
Μὲ ταῖς γειτόνισσαίς της
'ς τὸ σκαλοπάτι κάθεται ἡ γρῃοῦλα
γυρμένη κατὰ 'κεῖ ποὺ σβύν' ἡ 'μέρα·
στρήφοντας ταῖς κλωσταῖς της,
γιὰ τὸν καιρό, ποὺ ἦταν χωριατοποῦλα,
γιὰ τὸν καιρό, ποὺ 'ναι μακρυὰ καὶ πέρα,
τοὺς διηγᾶται πῶς ἦταν στολισμένη
ὅταν εἶχαν γιορτάδες,
καὶ πῶς γερὴ κι' ὠμορφοκαμωμένη
μ' ἐκείνου τοῦ καιροῦ τοὺς χορευτάδες
ἐχόρευε τὸ βράδυ.
Ὡστόσο τὸ σκοτάδι
εἰς τὸν ἀέρα χύνεται·
πλειὸ βαθὺ τ' οὐρανοῦ τὸ χρῶμα γίνεται·
τὸ νειὸ φεγγάρι λάμπει
καὶ ἀπὸ τὸ φῶς του ἀσπρολογοῦν οἱ κάμποι.
Μαυράδια καταιβαίνουν
ἀπ' ταῖς ῥαχούλαις καὶ ἀπ' τὰ σπήτι' ἀράδα·
ἡ καμπάναις σημαίνουν
γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτὴ καὶ βάνουν
εἰς ταῖς καρδιαῖς παρηγοριᾶς γλυκάδα
μὲ τὸν ἀχὸ ποὺ κάνουν.
'Σ τὴν ἀφοδιὰ γελῶντας
μὲ φωναχτὰ πηδῶντας
πλῆθος παιδιὰ χαρούμενο ἐκεῖ παίζει.
Τὸ δειλινὸ νὰ φάῃ
'ς τὸ φτωχικὸ τραπέζι
μὲ τὸ τσαπί του πάει
ὁ δουλευτὴς σφυρίζοντας καὶ ὅλη
ἡ σκέψι του εἶναι ποὺ αὔριο θἄχῃ σκόλη.
Κ' ἔπειτ' ἀφ' οὗ παντοῦ τὰ φῶτα σβυοῦνται
κι' ἄκρα σιωπὴ 'ς τὴν πλάσι βασιλεύει,
μονάχα οἱ χτύποι τοῦ σφυριοῦ γροικιοῦνται
καὶ τοῦ ξυλᾶ γροικιέται τὸ πριόνι,
ὁποὺ 'ς τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ δουλεύει
καὶ βιάζςεται καὶ ἱδρόνει
'ς τὸ κλεισμένο ἀργαστῆρι νὰ τελειώσῃ
γλήγωρα τὴ δουλειὰ πρὶν ξημερώσῃ.
Ἡ καλήτερ' ἡμέρα εἶν' τὸ Σαββάτο
ὅλο ἀπὸ ἐλπίδα καὶ χαρὰ γιομάτο,
πίκρα καὶ πλῆξιν αὔριο
ἡ ὀκναῖς ὥραις θὰ φέρουν· νὰ φροντίζῃ
τοῦ καθενὸς ὁ νοῦς πάλι θ' ἀρχίζῃ
γιὰ ταῖς δουλειαῖς, ποὺ θὲ νὰ 'λθοῦν μεθαύριο.
Ἄκουσε, παιγνιδιάρικο παιδάκι·
τ' ἀνθισμένα σου νειάτα,
ἡμέρα δίχως ἕνα συγνεφάκι,
χαραῖς εἶναι γεμάτα,
παραμονὴ γλυκειά εἶναι τῆς γιορτῆς σου,
χαρμόσυνο Σαββάτο τῆς ζωῆς σου.
Χάρου, παιδί μου, τὴν εὐτυχισμένη
καὶ ἀπίκραντη ἐποχή!
Ἄλλο νὰ 'πῶ δὲν θέλω· ἀλλ', ἂν ἀργῇ
τῆς ζωῆς σου ἡ γιορτή, μὴ σὲ βαραίνῃ.
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Ὁ ἥλιος βασιλεύοντας βυθάει,
καὶ ἀπὸ τὸν κάμπο ὴ λυγερὴ γυρνάει
μὲ ἀμασχαλιὰ χορτάρι· 'ς τὸ χεράκι
βαστᾷ ἕνα δεματάκι
τριαντάφυλλα καὶ γιούλια, ποὺ θὰ βάλῃ,
καθὼς ἔχει συνήθεια,
αὔριο ποὺ 'ναι γιορτή, 'ς τ' ὡραῖο κεφάλι
καὶ 'ς τὰ χιονάτα στήθια.
Μὲ ταῖς γειτόνισσαίς της
'ς τὸ σκαλοπάτι κάθεται ἡ γρῃοῦλα
γυρμένη κατὰ 'κεῖ ποὺ σβύν' ἡ 'μέρα·
στρήφοντας ταῖς κλωσταῖς της,
γιὰ τὸν καιρό, ποὺ ἦταν χωριατοποῦλα,
γιὰ τὸν καιρό, ποὺ 'ναι μακρυὰ καὶ πέρα,
τοὺς διηγᾶται πῶς ἦταν στολισμένη
ὅταν εἶχαν γιορτάδες,
καὶ πῶς γερὴ κι' ὠμορφοκαμωμένη
μ' ἐκείνου τοῦ καιροῦ τοὺς χορευτάδες
ἐχόρευε τὸ βράδυ.
Ὡστόσο τὸ σκοτάδι
εἰς τὸν ἀέρα χύνεται·
πλειὸ βαθὺ τ' οὐρανοῦ τὸ χρῶμα γίνεται·
τὸ νειὸ φεγγάρι λάμπει
καὶ ἀπὸ τὸ φῶς του ἀσπρολογοῦν οἱ κάμποι.
Μαυράδια καταιβαίνουν
ἀπ' ταῖς ῥαχούλαις καὶ ἀπ' τὰ σπήτι' ἀράδα·
ἡ καμπάναις σημαίνουν
γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτὴ καὶ βάνουν
εἰς ταῖς καρδιαῖς παρηγοριᾶς γλυκάδα
μὲ τὸν ἀχὸ ποὺ κάνουν.
'Σ τὴν ἀφοδιὰ γελῶντας
μὲ φωναχτὰ πηδῶντας
πλῆθος παιδιὰ χαρούμενο ἐκεῖ παίζει.
Τὸ δειλινὸ νὰ φάῃ
'ς τὸ φτωχικὸ τραπέζι
μὲ τὸ τσαπί του πάει
ὁ δουλευτὴς σφυρίζοντας καὶ ὅλη
ἡ σκέψι του εἶναι ποὺ αὔριο θἄχῃ σκόλη.
Κ' ἔπειτ' ἀφ' οὗ παντοῦ τὰ φῶτα σβυοῦνται
κι' ἄκρα σιωπὴ 'ς τὴν πλάσι βασιλεύει,
μονάχα οἱ χτύποι τοῦ σφυριοῦ γροικιοῦνται
καὶ τοῦ ξυλᾶ γροικιέται τὸ πριόνι,
ὁποὺ 'ς τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ δουλεύει
καὶ βιάζςεται καὶ ἱδρόνει
'ς τὸ κλεισμένο ἀργαστῆρι νὰ τελειώσῃ
γλήγωρα τὴ δουλειὰ πρὶν ξημερώσῃ.
Ἡ καλήτερ' ἡμέρα εἶν' τὸ Σαββάτο
ὅλο ἀπὸ ἐλπίδα καὶ χαρὰ γιομάτο,
πίκρα καὶ πλῆξιν αὔριο
ἡ ὀκναῖς ὥραις θὰ φέρουν· νὰ φροντίζῃ
τοῦ καθενὸς ὁ νοῦς πάλι θ' ἀρχίζῃ
γιὰ ταῖς δουλειαῖς, ποὺ θὲ νὰ 'λθοῦν μεθαύριο.
Ἄκουσε, παιγνιδιάρικο παιδάκι·
τ' ἀνθισμένα σου νειάτα,
ἡμέρα δίχως ἕνα συγνεφάκι,
χαραῖς εἶναι γεμάτα,
παραμονὴ γλυκειά εἶναι τῆς γιορτῆς σου,
χαρμόσυνο Σαββάτο τῆς ζωῆς σου.
Χάρου, παιδί μου, τὴν εὐτυχισμένη
καὶ ἀπίκραντη ἐποχή!
Ἄλλο νὰ 'πῶ δὲν θέλω· ἀλλ', ἂν ἀργῇ
τῆς ζωῆς σου ἡ γιορτή, μὴ σὲ βαραίνῃ.
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
πηγές
http://ebooks.edu.gr/
http://www.biblionet.gr/
http://www.vakxikon.gr/
https://el.wikisource.org
http://www.bibliotheque.gr/
http://www.ebooks.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου