Ήταν ο δρόμος μου από κει. Τον έβλεπα κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι Ακαθορίστου ηλικίας 45- 60? Εκεί γύρω. Δε μπορούσα να καταλάβω έτσι βρώμικος που ήταν και με μακριά του γένια. Με τα κουρέλια του που είχε για σκεπάσματα, Πότε να κρέμονται από δω κι από κει. Και ποτέ να τα διπλώνει με προσοχή. Ανάλογα τις δουλειές του σκεπτόμουν. Μια μέρα σταμάτησα διστακτικά στο παγκάκι Ήθελα κάτι να του πω από μέρες. Με κοίταξε περίεργος. «Του δήμου είσαι?» με ρώτησε. « όχι όχι» βιάστηκα να πω. «Ξέρετε μου περισσεύουν στο σπίτι κάνα δυο Κουβέρτες. Μήπως……. Δεν με άφησε να συνεχίσω. «Αν σου περισσεύουν πέταξε τες» «Ήθελα να σας πω» του είπε ευγενικά. «Ξέρω τι ήθελες να μου πεις. Μη με ζαλίζεις. Στο κάτω κάτω εδώ είναι το άσυλο μου,, και μου το καταπατάς. Εκείνη τη στιγμή πήγε μια μικρούλα γάτα κοντά του, γλείφοντας τα χείλη της. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του στοργικά, και η γάτα Χώθηκε με οικειότητα μέσα στο μπουφάν του αφήνονταν έξω μόνο τη χαριτωμένη μουσουδίτσα της. Χωρίς να διστάσω της έπιασα τη μουσούδα της και τη ρώτησα: «Τι μεζεδάκι βρήκες κι έφαγες?» Νιάου έκανε γυρίζοντας προς το μέρος του φίλου της του άστεγου. Εκείνος καθησύχασε τη γάτα του, χωρίς να με κοιτάξει. Είπα ένα γεια σου σαν να το έλεγα στη γάτα ή σ’ αυτόν κι έφυγα. Την άλλη μέρα πάλι την ίδια ώρα, πέρασα πάλι από το ‘’σπίτι’’ του άστεγου «Η γατούλα σου που είναι» τον ρώτησα. Φάνηκε να με γνωρίζει. «Κάπου εδώ θα τριγυρίζει» μου είπε καλόβολα. «Κοίτα τι της έφερα»! Είπα και έβγαλα από την τσάντα μου Ένα μπιμπερό γεμάτο γάλα και του το έβαλα στο χέρι. «Είσαι αμετανόητη ε? εχθές δεν σου είπα δεν σε θέλω στο άσυλο μου» Έκανα ένα βήμα πίσω, και των ρώτησα» Εδώ καλά είμαι? Μέχρι που ορίζεις το άσυλο σου.» Χαμογέλασε. Όταν θα κάνω το συμβόλαιο θα σου πω. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η γατούλα και όρμησε στο μπιμπερό Που πάρα λίγο να πέσει απ’ το χέρι του άστεγου. Αυτός της έβαλε στο στόμα το μπιμπερό και η γατούλα άρχισε να πίνει λαίμαργα. Δεν σου είπα να μην κάνεις σαν πεινάλα? Δεν είναι ευγενικό. Θες να νομίζει η κυρία ότι πεινάμε? Είπε στη γάτα και Ξαναχαμογέλασε σε μένα. Έχω και για σένα κάτι είπα και έβαλα επάνω στο παγκάκι ένα τάπερ Μα φασολάκια φρέσκα, και έφυγα βιαστικά. Γύρισα και του έριξα μια ματιά και όταν τον είδα να με κοιτάει ήσυχος Ξαναγύρισα κοντά του. Στάθηκα δυο βήματα πιο κει που τελείωνε το άσυλο ‘’Να μου φυλάξεις το τάπερ.’’ Του είπα. ‘’Αύριο που θα περάσω πάλι να μου το δώσεις.’’ Δάκρυσε! Και δάκρυσα κι εγώ. Ήθελα να τον ρωτήσω πως? ‘’Μην πεις τίποτα’’ μου είπε. ΄΄ξέρεις πως! τα ακούς κάθε μέρα Έκανα να φύγω κι ο άστεγος με φώναξε. ‘’πως σε λένε’’ μου είπε. ‘’Βάσω.’’ ‘’πρόσεχε Βάσω’’ ‘’Θα προσέχω……. ‘’Μάνο με λένε’’ ‘’Κι εσύ πρόσεχε Μάνο. Γεια σου.’’ ---------------- Μικρές ιστορίες από τον καιρό του ΔΝΤ
Ετικέτες
- Άρθρα
- Βιβλιοπαρουσίαση
- Γλυπτική
- Διαθεματικότητα
- Εκδηλώσεις
- Επιστήμη
- Ζωγραφική
- Θέατρο
- Ιστορία
- Κινηματογράφος
- Κοινωνία
- Λαογραφία
- Λογοτεχνία
- Μνήμες
- Μουσική
- Μουσική.
- Μυθολογία
- Παιδεία
- Περιβάλλον
- Σαν Σήμερα
- Σύγχρονη Λογοτεχνία
- Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις
- Τέχνη
- Τεχνολογία
- Τηλεόραση
- Υγεία
- Φιλοσοφία
- Φωτογραφία
- Ψυχολογία
Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016
ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ " Ο άστεγος "
Ήταν ο δρόμος μου από κει. Τον έβλεπα κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι Ακαθορίστου ηλικίας 45- 60? Εκεί γύρω. Δε μπορούσα να καταλάβω έτσι βρώμικος που ήταν και με μακριά του γένια. Με τα κουρέλια του που είχε για σκεπάσματα, Πότε να κρέμονται από δω κι από κει. Και ποτέ να τα διπλώνει με προσοχή. Ανάλογα τις δουλειές του σκεπτόμουν. Μια μέρα σταμάτησα διστακτικά στο παγκάκι Ήθελα κάτι να του πω από μέρες. Με κοίταξε περίεργος. «Του δήμου είσαι?» με ρώτησε. « όχι όχι» βιάστηκα να πω. «Ξέρετε μου περισσεύουν στο σπίτι κάνα δυο Κουβέρτες. Μήπως……. Δεν με άφησε να συνεχίσω. «Αν σου περισσεύουν πέταξε τες» «Ήθελα να σας πω» του είπε ευγενικά. «Ξέρω τι ήθελες να μου πεις. Μη με ζαλίζεις. Στο κάτω κάτω εδώ είναι το άσυλο μου,, και μου το καταπατάς. Εκείνη τη στιγμή πήγε μια μικρούλα γάτα κοντά του, γλείφοντας τα χείλη της. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του στοργικά, και η γάτα Χώθηκε με οικειότητα μέσα στο μπουφάν του αφήνονταν έξω μόνο τη χαριτωμένη μουσουδίτσα της. Χωρίς να διστάσω της έπιασα τη μουσούδα της και τη ρώτησα: «Τι μεζεδάκι βρήκες κι έφαγες?» Νιάου έκανε γυρίζοντας προς το μέρος του φίλου της του άστεγου. Εκείνος καθησύχασε τη γάτα του, χωρίς να με κοιτάξει. Είπα ένα γεια σου σαν να το έλεγα στη γάτα ή σ’ αυτόν κι έφυγα. Την άλλη μέρα πάλι την ίδια ώρα, πέρασα πάλι από το ‘’σπίτι’’ του άστεγου «Η γατούλα σου που είναι» τον ρώτησα. Φάνηκε να με γνωρίζει. «Κάπου εδώ θα τριγυρίζει» μου είπε καλόβολα. «Κοίτα τι της έφερα»! Είπα και έβγαλα από την τσάντα μου Ένα μπιμπερό γεμάτο γάλα και του το έβαλα στο χέρι. «Είσαι αμετανόητη ε? εχθές δεν σου είπα δεν σε θέλω στο άσυλο μου» Έκανα ένα βήμα πίσω, και των ρώτησα» Εδώ καλά είμαι? Μέχρι που ορίζεις το άσυλο σου.» Χαμογέλασε. Όταν θα κάνω το συμβόλαιο θα σου πω. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η γατούλα και όρμησε στο μπιμπερό Που πάρα λίγο να πέσει απ’ το χέρι του άστεγου. Αυτός της έβαλε στο στόμα το μπιμπερό και η γατούλα άρχισε να πίνει λαίμαργα. Δεν σου είπα να μην κάνεις σαν πεινάλα? Δεν είναι ευγενικό. Θες να νομίζει η κυρία ότι πεινάμε? Είπε στη γάτα και Ξαναχαμογέλασε σε μένα. Έχω και για σένα κάτι είπα και έβαλα επάνω στο παγκάκι ένα τάπερ Μα φασολάκια φρέσκα, και έφυγα βιαστικά. Γύρισα και του έριξα μια ματιά και όταν τον είδα να με κοιτάει ήσυχος Ξαναγύρισα κοντά του. Στάθηκα δυο βήματα πιο κει που τελείωνε το άσυλο ‘’Να μου φυλάξεις το τάπερ.’’ Του είπα. ‘’Αύριο που θα περάσω πάλι να μου το δώσεις.’’ Δάκρυσε! Και δάκρυσα κι εγώ. Ήθελα να τον ρωτήσω πως? ‘’Μην πεις τίποτα’’ μου είπε. ΄΄ξέρεις πως! τα ακούς κάθε μέρα Έκανα να φύγω κι ο άστεγος με φώναξε. ‘’πως σε λένε’’ μου είπε. ‘’Βάσω.’’ ‘’πρόσεχε Βάσω’’ ‘’Θα προσέχω……. ‘’Μάνο με λένε’’ ‘’Κι εσύ πρόσεχε Μάνο. Γεια σου.’’ ---------------- Μικρές ιστορίες από τον καιρό του ΔΝΤ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
26 κοινοποιήσεις Γεωργία μου. Ρεκόρ για μένα
ΑπάντησηΔιαγραφή