«Με λένε Παναγιώτη»
Χρόνια περνώ καλοκαίρια στην παραλία της Ζακύνθου. Κάποτε με κτυπούσε το κύμα κι εγώ διέσχιζα περήφανος τη γαλανή θάλασσα. Τώρα ο αέρας σπάει την οργή του επάνω μου χειμώνα καλοκαίρι, καταβροχθίζει τις σκουριασμένες λαμαρίνες μου αλύπητα. Η πίκρα μου ξεχειλίζει. Στο σκοτάδι της νύχτας λέω τον πόνο μου στη θάλασσα κι εκείνη με παρηγορεί, λέει ότι κάποτε θα ξαναγυρίσω κοντά της. Με λένε Παναγιώτη! Όπως καταλάβατε, δεν είμαι άνθρωπος, είμαι πλοίο! Τσιγαράδικο με λέγαν οι ναυτικοί. Ήμουν γρήγορο σαν ένας γλάρος. Σε λίγα μέρη σταματούσα να πάρω φορτίο, τρόφιμα, νερό και πετρέλαια. Μετέφερα τσιγάρα από την Αλβανία. Αλλά οι ναυτικοί τα χάλασαν στη μεταξύ τους μοιρασιά κι απάνθρωπα με άφησαν να πέσω στην ξέρα. Μέσα μου έχω ένα παράπονο κι ένα μεγάλο γιατί. Τώρα είμαι αραγμένος, κατάντησα γραφική φιγούρα μιας παραλίας. Η εφημερίδα έγραψε για μένα στυγνά, φορτηγό πλοίο προσάραξε, για άγνωστη αιτία.. Στην περιοχή έχουν σπεύσει πλωτά σκάφη του λιμενικού σώματος. Για αρκετό καιρό οι άντρες στα καφενεία μιλούσαν για μένα. Μόνος έμεινα στην ακτή του νησιού αβοήθητος σαν παροπλισμένος γέρο ναυτικός που βλέπει τη θάλασσα από μακριά. Κάθε μέρα έρχονται οι γλάροι και με χαιρετούν με μια κραυγή. Εγώ περιμένω να έρθει ο καιρός να ενωθώ με την αγαπημένη μου θάλασσα. Μέσα μου αρνούμαι να μείνω στην ξέρα. Στα όνειρά μου βλέπω ότι είχα ξεκολλήσει από ‘δω. Το όνειρό μου είναι να ξαναμπώ δυναμικά σε ξένα λιμάνια, σε μακρινούς τόπους, με όλα τα φώτα μου να λάμπουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Τον χειμώνα μαζεύω το μολυβί δάκρυ της υγρής αγαπημένης μου, μαζεύω ψίχουλα από τη μοναδική της αφρισμένη αγάπη, το κύμα της και ο νους μου ταξιδεύει σε άλλα μέρη. Μια μέρα ήρθε μια γυναίκα στην παραλία. Έκανε μπάνιο στη θάλασσα, βγήκε απ’ αυτή, φόρεσε μια μακριά μπλούζα κι άρχισε να γράφει. Ξαφνικά γύρισε σε έναν άνδρα που ήρθε και του είπε γλυκά «γι’ αυτό το παλαιό σκαρί γράφω, για τον Παναγιώτη». Ο άνδρας έφυγε να την αφήσει ήσυχη να συνεχίσει να γράφει. Εκείνη έμεινε πολλή ώρα μετά, έγραφε…έγραφε . Εγώ για να την ευχαριστήσω έριξα τον ρημαγμένο, άθλιο ίσκιο μου επάνω της για να μη νοιώθει ζέστη. Πρέπει να με αγάπησε λίγο, γιατί ερχόταν συχνά στην παραλία. Όταν την έβλεπα, χαιρόμουν. Δεν ήξερα τον λόγο αλλά χαιρόμουν ....
(Σοφία Σκουλίκα-Βέλλου)
(από τα «Ταξίδια πολύτιμα του νου», εκδόσεις Όστρια)
αριστουργηματικά γραμμένο!
ΑπάντησηΔιαγραφή