Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά. Γιος κληρικού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του λόγω οικονομικών δυσχερειών. Μαθήτευσε στο Λύκειο Βουκουρεστίου με δάσκαλο τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στις γλωσσικές και φιλοσοφικές απόψεις του Χριστόπουλου. Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία, ξένες γλώσσες και λατινικά στη Βούδα και το 1794 έφυγε για την Πάντοβα, όπου, αν και ξεκίνησε με σπουδές ιατρικής, κατέληξε να αφοσιωθεί στα νομικά. Το 1797 επέστρεψε στο Βουκουρέστι, γνώρισε τον Λάμπρο Φωτιάδη και μπήκε στον κύκλο του Καταρτζή. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως οικοδιδάσκαλος στην Αυλή του ηγεμόνα Μουρούζη και απέκτησε τον τίτλο του καμινάρη. Ακολούθησε ένα διάστημα παραμονής στην Πόλη. Μετά το 1812 πέρασε στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά και ανακηρύχτηκε άρχων μέγας λογοθέτης. Με ανάθεση του Καρατζά ο Χριστόπουλος συνέγραψε το Ιδιωτικό Δίκαιο από κοινού με τον αδερφό του Κυριάκο, και έγινε νομικός σύμβουλος του Καρατζά. Μετά την ανάκληση του τελευταίου από την ηγεμονία το 1820 ο Χριστόπουλος έφυγε για την Τρανσυλβανία, όπου συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ταξίδεψε στα Επτάνησα ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρίας και έμεινε δύο μήνες στη Ζάκυνθο, υπήρξε μέλος της επαναστατικής επιτροπής στις Ηγεμονίες και σύμβουλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μετά την επανάσταση προσπάθησε να εγκατασταθεί στον απελευθερωμένο ελλαδικό χώρο, αναγκάστηκε ωστόσο, κυρίως λόγω του αντιφαναριωτικού πνεύματος που κυριαρχούσε, να φύγει το 1836 ξανά για την Τρανσυλβανία. Πέθανε το Γενάρη του 1847 στο Βουκουρέστι. Το συγγραφικό έργο του Χριστόπουλου περιλαμβάνει μια Γραμματική της αιολοδωρικής διαλέκτου (1805), όπου υποστήριξε τη γλωσσική θεωρία του Καταρτζή και υπεραμύνθηκε της ‘λαλουμένης’ γλώσσας, το τετράπρακτο ιστορικό δράμα Αχιλλεύς, που παραστάθηκε στην Αυλή του Μουρούζη με τον τίτλο Ο θάνατος του Πατρόκλου και αποτελεί πρωτόλειο έργο με σαφείς επιδράσεις από τον Διαφωτισμό και τις ιδέες περί αναβίωσης των αρχαιοελληνικών προτύπων, τα Λυρικά, συλλογή βακχικών και ερωτικών (σύμφωνα με δικούς του χαρακτηρισμούς) ποιημάτων, στα οποία συνυπάρχουν η αισιοδοξία και η μελαγχολία, ο ύμνος του έρωτα και η ηθική της ζωής και της ύπαρξης με το στοιχείο του εφήμερου του βίου. Ο Χριστόπουλος μπόλιασε την φαναριώτικη ποίηση με στοιχεία της γαλλικής ποίησης του 18ου αιώνα και της ιταλικής ανακρεόντειας τάσης και τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους. Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζει τον Χριστόπουλο πρόδρομο του Σολωμού στα πρώτα του βήματα, ως προς τη γλώσσα και τη στιχουργική. Πρέπει να επισημανθεί τέλος η συγγραφή μεταφράσεων, αρχαιολογικών μελετών, πολιτικών σκέψεων και κριτικών δοκιμίων και γενικότερα η πνευματική πολυπραγμοσύνη του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ Α’ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΛΥΡΙΚΩΝ (1811)
πηγή φωτογραφίας |
Τὰ Λυρικὰ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχ. Καμινάρη κυρίου Ἀθανασίου Χριστοπούλου, τὰ ὁποῖα εἰς ὅλην τὴν Κωνσταντινούπολην εἶναι πάγκοινα, δὲν ἔχομεν χρείαν, τυπώνοντάς τα, νὰ τὰ συστήσομεν. Περιτ’ εἶν’ οἱ λόγοι, ὅταν φωνάζουν τὰ πράγματα. Ὅποιος θέλει, ἂς τ’ ἀναγνώσει, καὶ ἂν ἠμπορέσει, ἂς τ’ ἀρέσει. Ἐμεῖς ἐδῶ, βλέποντας ὅτι ὅλοι μ’ ἄκραν ἐπιθυμίαν τὰ ζητοῦν καὶ τ’ ἀντιγράφουν προθυμότατα, θέλοντας νὰ δουλεύσομεν τὸν πόθον τους, καὶ μάλιστα προθυμούμενοι νὰ τὰ κάμομεν καὶ εἰς ἄλλους Ρωμαίους κοινότερα, τὰ τυπώνομεν μὲ τὰ ἔξοδά μας.
Ἀλλὰ θὰ μᾶς εἰποῦν ἴσως οἱ σοβαροὶ ἀπειρόκαλλοι: τ’ εἶν’ ἡ ὠφέλειά τους; Ἀποκρινόμεσθε μὲ στόμα στρογγυλότατον, πὼς καὶ τὸ καλό τους καὶ ἡ ὠφέλειά τους εἶναι εἰς τὴν ποιητικὴν μεγαλώτατα· καὶ τόσα, ὅσα τοῦ Ἀλκαίου, τοῦ Ἀνακρέοντος, τοῦ Πινδάρου καὶ τῶν ἄλλων λυρικῶν παλαιῶν Ἑλλήνων καὶ νέων Εὐρωπαίων: Τάχα τὰ Λυρικὰ τοῦτα κατώτερα εἶναι ἀπὸ τὰ Λυρικὰ ἐκείνων; ἢ μήπως ὁἈπολογούμενος φυσιολόγος Ἔρωτας δὲν ἔχει, καὶ μικρὸς ὄντας, τὸ μεγαλεῖον τῆς ὁμηρικῆς ἐκείνης ἐποποιΐας; Ὅποιος, ὅ,τι θέλει ἂς εἰπεῖ, τὰ καλὰ καλὰ εἶναι πάντοτε.
Ἀλλὰ θὰ μᾶς εἰποῦν ἴσως οἱ σοβαροὶ ἀπειρόκαλλοι: τ’ εἶν’ ἡ ὠφέλειά τους; Ἀποκρινόμεσθε μὲ στόμα στρογγυλότατον, πὼς καὶ τὸ καλό τους καὶ ἡ ὠφέλειά τους εἶναι εἰς τὴν ποιητικὴν μεγαλώτατα· καὶ τόσα, ὅσα τοῦ Ἀλκαίου, τοῦ Ἀνακρέοντος, τοῦ Πινδάρου καὶ τῶν ἄλλων λυρικῶν παλαιῶν Ἑλλήνων καὶ νέων Εὐρωπαίων: Τάχα τὰ Λυρικὰ τοῦτα κατώτερα εἶναι ἀπὸ τὰ Λυρικὰ ἐκείνων; ἢ μήπως ὁἈπολογούμενος φυσιολόγος Ἔρωτας δὲν ἔχει, καὶ μικρὸς ὄντας, τὸ μεγαλεῖον τῆς ὁμηρικῆς ἐκείνης ἐποποιΐας; Ὅποιος, ὅ,τι θέλει ἂς εἰπεῖ, τὰ καλὰ καλὰ εἶναι πάντοτε.
Ἔπειτα, βλέποντας καθένας εἰς αὐτὰ τὴν θαυμαστὴν ποιητικὴν ἁρμονίαν τῆς γλώσσας μας, τὴν ποικιλίαν τῆς φράσεώς της, τὸν μουσικὸν τόνον της, τὴν ρητορικὴν ἔκφρασίν της, τὰ πολυάριθμα εἴδη τῶν στίχων καὶ τ’ ἄλλα τ’ ἀμίμητα θέλγητρά της, βέβαια θα πεισθῆ νὰ δεχθῆ, καὶ μὴ βλέποντας, πὼς αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ κάλλη τῆς παλαιᾶς μητέρας της. Καὶ καθὼς εἰς ἐκείνην τόσοι καὶ τόσοι ἄνθισαν ποιηταί, ἀπαράλλακτα κι εἰς τούτην ἠμποροῦν, ἂν θελήσουν, ν’ ἀνθίσουν καὶ τώρα καὶ μετά. Οἰ Μοῦσες εἶναι θεές. Οἱ Μοῦσες εἶναι πολύγλωσσες. Ἐλάλησαν πρῶτα ἑλληνικά, τώρα λαλοῦν ρωμαίϊκα. Καὶ ἡ φωνἠ τους τόσην χάριν ἔχ’ εἰς αὐτά, ὅσην εἶχεν εἰς ἐκεῖνα. Ὅθεν, διὰ τὲς φλυαρίες τῶν μιξοβάρβαρων ἑλληνιστῶν, προτυπώνομεν κι ἕνα Ὄνειρον, τὸ ὁποῖον τὸ εἶδεν ἕνας μας φίλος εἰς τὸν ὕπνον του. Τυπώνομεν δὲ καὶ μίαν προπαίδειαν τῆς Ρωμαίϊκης στιχουργικῆς, διὰ νὰ γυμνάζονται, ὅσοι θέλουν, τὴν στιχουργίαν διὰ τὴν ποίησιν. Τέλος, τὲς ποιήτριες καὶ ψάλτρες Μοῦσες ἐπικαλούμενοι, καὶ παρακαλώντας τες νὰ χύσουν εἰς ὅλον τὸ Γένος μας τὸ ποιητικόν τους πνεῦμα, προσμένομεν διὰ τὸν τύπον τὴν κοινὴν εὐχαρίστησιν.
Τζαννῆς Κοντουμᾶς
Δρόσος Νικολάου
πηγή φωτογραφίας |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Mετάνοια
Hθέλησα τον πλάνον
τον Έρωτα ν' αφήσω,
να κόψω τους δεσμούς του
και να μετανοήσω.
N' απαρνηθώ φιλίες,
φιλιά και χωρατάδες,
ν' αγκαλιασθώ τες Mούσες,
τες πρώτες φιλενάδες.
Oρμώ λοιπόν στες Mούσες
και βλέπω παρ' ελπίδα
τον Έρωτα στη μέση
που χόρευε κι επήδα.
Eύγε, τες λέγω, εύγε,
σεμνότατες παρθένες,
πολύ σας πρέπ' ο Έρως,
πολ' είσθε τιμημένες.
Kι εκείνες διψασμένα
τον Έρωτα φιλώντας
αυτά τα λόγια μ' είπαν
γλυκά χαμογελώντας:
O Έρωτας είν', φίλε,
του νου μας το ακόνι,
οπόταν στες μελέτες
σπουδάζοντας στομώνει.
Kι εγώ σαν είδα έτσι
τον άρπαξα με ζήλον
τον Έρωτά μου πάλε,
τον πρώτον μου τον φίλον.
(από τα Λυρικά, Eρμής 1970)
Μήλα
Eις κήπον δροσερότατον
αντιπροχθές εμπήκα
και μέσα κηποφύλακα
τον Έρωτα ευρήκα.
Γλυκή μηλιά εφύλαγε
με δυο μοσχάτα μήλα
εις δυο λεπτά μισόσκεπα
παρασυρμένα φύλλα.
Kαι όσο και τα πρόσεχε,
εγώ κρυφά γλιστρούσα
και μύριζα τον μόσχον τους
και τα καταφιλούσα.
Φιλώντας και μυρίζοντας
αχόρταστα με βίαν,
ζαλίσθηκα και μέθυσα
από την ευωδίαν.
Kαι μεθυσμένος λάθευσα,
κι αντί να τα φιλήσω
αγαλινά τα δάγκασα
χωρίς να το θελήσω.
Mα τη μηλίτσα, Έρωτα,
δεν τό 'καμ' από πάθος·
η μέθη με κατάντησε
σ' αυτό τ' ολίγο λάθος.
αντιπροχθές εμπήκα
και μέσα κηποφύλακα
τον Έρωτα ευρήκα.
Γλυκή μηλιά εφύλαγε
με δυο μοσχάτα μήλα
εις δυο λεπτά μισόσκεπα
παρασυρμένα φύλλα.
Kαι όσο και τα πρόσεχε,
εγώ κρυφά γλιστρούσα
και μύριζα τον μόσχον τους
και τα καταφιλούσα.
Φιλώντας και μυρίζοντας
αχόρταστα με βίαν,
ζαλίσθηκα και μέθυσα
από την ευωδίαν.
Kαι μεθυσμένος λάθευσα,
κι αντί να τα φιλήσω
αγαλινά τα δάγκασα
χωρίς να το θελήσω.
Mα τη μηλίτσα, Έρωτα,
δεν τό 'καμ' από πάθος·
η μέθη με κατάντησε
σ' αυτό τ' ολίγο λάθος.
(από τα Λυρικά, Eρμής 1970)
Σύντροφοι
Xθες το βράδυ βυθισμένος
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Eις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Kαιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
H αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Kαιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
H καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί».
Tότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.
Aπελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Tότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Eις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Kαιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
H αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Kαιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
H καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί».
Tότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.
Aπελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Tότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.
(από τα Λυρικά, Eρμής 1970)
Φλουέρα
Φιλέρημη φλουέρα,
νά τούτον τον αέρα
κι αρχίνα να φυσάς.
Kι αν ίσως και σε καίγει,
είν' στεναγμός μου, λέγει,
και μη με τον μισάς.
Oδήγησ' τον να φθάσει
προς τούτ' αυτού τα δάση,
στο στόμα της Hχώς.
Kι απ' την Hχώ ν' αρχίσει
εκεί να καταντήσει,
που ξεύρει μοναχός.
Eιπέ τον να προσέχει
στους βράχους, όπου τρέχει,
να μην εμποδισθή,
μόν' ίσια να περάσει,
ατάραχα να φθάσει,
να κράξει, ν' ακουσθεί.
νά τούτον τον αέρα
κι αρχίνα να φυσάς.
Kι αν ίσως και σε καίγει,
είν' στεναγμός μου, λέγει,
και μη με τον μισάς.
Oδήγησ' τον να φθάσει
προς τούτ' αυτού τα δάση,
στο στόμα της Hχώς.
Kι απ' την Hχώ ν' αρχίσει
εκεί να καταντήσει,
που ξεύρει μοναχός.
Eιπέ τον να προσέχει
στους βράχους, όπου τρέχει,
να μην εμποδισθή,
μόν' ίσια να περάσει,
ατάραχα να φθάσει,
να κράξει, ν' ακουσθεί.
(από τα Λυρικά, Eρμής 1970)
Τώρα
Δεν θέλω να ελπίζω,
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ' αφήνω
στης τύχης την ροήν.
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ' αφήνω
στης τύχης την ροήν.
Το τ' ύστερα θα γένει
και τι με αναμένει
ποσώς* δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ' αναβάνω*,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.
και τι με αναμένει
ποσώς* δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ' αναβάνω*,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.
Ας γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει*
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει*
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.
Εγώ ζητώ το τώρα,
και τούτη μόν' την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον* μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.
και τούτη μόν' την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον* μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.
ΕΡΩΤΑΣ
Μαρμαρένιο Ἐρωτάκι
τῆς θεᾶς μ’ ἀγαλματάκι,
στὴ μυρτιὰ ἁλυσιδωμένο,
μὲς στὸν κῆπον κλειδωμένο,
σιγά˙ μὴ παραπονεῖσαι,
διατὶ δεμένο εἶσαι.
Νά, δεμένον μέτ’ ἐσένα
ἔχεις πάντοτε κι ἐμένα.
Ἀκριβό μου συντροφάκι,
τῆς ψυχῆς μου εἰδωλάκι,
μετ’ ἐσένα συνδεμένος
πάντοτ’εἶμ’ εὐτυχισμένος.
Νά, πιστὰ σὲ βεβαιώνω˙
μὰ τὴ Χάρη σου, ἀμόνω,
μὲ τὰ πύριν’ ἄρματά σου
δὲν χωρίζ’ ἀπὸ κοντά σου.
ΦΕΓΓΑΡΙ
Λαμπροφόρο μου φεγγάρι,
ποῖον ἥλιον ἀντικρύζεις
καὶ μὲ φῶς πολὺ καὶ χάρη
τώρ’ ἀστράφτεις καὶ φωτίζεις;
Τάχα, λέγεις, δὲν εὑρίσκω
πόθεν ἔρχεται κι ἐμπαίνει
στὸ ὁλόφωτό σου δίσκο
τούτ’ ἡ λάμψη σου ἡ ξένη;
Τῆς ἀγάπης μου τὸ κάλλος
ἀπ’ τὴν γῆν εἰς τὸν αἰθέρα
φῶς λαμπρό, σὰν ἥλιος ἄλλος,
στὴ δική σου ρίχνει σφαίρα.
Εὐτυχέστατο φεγγάρι,
εἰς τὴν κύκλον ὅπου τρέχεις,
θαυμαστὴν ἀπόψε χάρη
ἀξιώθηκες νὰ ἔχεις.
Μὰ τ' αὐτὸν τὸν ἥλιόν σου,
σὲ φθονῶ, τῆ ἀληθεία,
στὸν καλὸν ἀντικρυσμόν σου
καὶ στὴ νέα συζυγία.
ΠΗΓΕΣ
http://www.snhell.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου