Διηγήματα " Περι- Διαβαίνοντας "
Απόσπασμα από το διήγημα " Αφιλόξενος ουρανός "
Αφιερωμένο στον Δημήτρη
.............
Πρώτος έφυγε το μούτρο που δεν άντεξε το κρύο και την πείνα. Μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα έμεινε κουλουριασμένος στα πόδια του, πιστός μέχρι το τέλος. Ο ίδιος, με πολλά προβλήματα υγείας, κάθε ξημέρωμα ένιωθε τα καινούργια παράσημα που είχαν προστεθεί στην καμπούρα του.
Το πρωινό που έσταξε αίμα από το στόμα, μετά από έναν επίμονο βήχα, έμελε να τον βουτήξει στην κολυμπήθρα της μετάνοιας και της συγνώμης γι’ αυτούς που αδίκησε. Δεν ήξερε πια αν ο χρόνος που του υπολείπεται είναι αρκετός να ξανακερδίσει τη χαμένη του ζωή. Τα ρολόγια δε γυρίζουν πίσω τις ημέρες που έφυγαν, μόνο στέκονται σε περασμένα ημερολόγια όταν σκουριάζουν. Αριστοτέλους και Χαλκοκονδύλη, μια μεγάλη κρίση με βήχα και αιμοπτύσεις τον γονάτισε κι, εξαντλημένος όπως ήταν, έχασε τις αισθήσεις του. Θυμάται για κάποια λεπτά να αιωρείται μ’ ένα λευκό σύννεφο πάνω από το ακίνητο σώμα, που το προσπερνούσαν αδιάφορα πεζοί και αυτοκίνητα. Μόνο κάποια αδέσποτα τον μύρισαν, αλύχτησαν κι απομακρύνθηκαν.
Άνοιξε τα μάτια και διέκρινε θαμπά τη μορφή της γυναίκας του και της κόρης του, με βουρκωμένα μάτια κι ένα χαμόγελο κουρασμένο από αγωνία κι απελπισία. Η μάσκα οξυγόνου τον εμπόδιζε να μιλήσει, όμως το βλέμμα του είπε τόσα πολλά, σαν να ξεχύθηκε ένας ποταμός από λέξεις και μηνύματα.
Μετά το πέρας της θεραπείας, τον ικέτευσαν να τις ακολουθήσει στο Βόλο. Δεν τα κατάφεραν.
- Δεν έχω γεμάτες μέρες να με χορτάσουν συμπόνια. Οι αιμοπτύσεις φέρνουν πιο κοντά τη λύτρωση από την κατάντια. Ο βήχας μου είναι το ξυπνητήρι της γειτονιάς, είπε και χαμογέλασε.
@@@
Η βροχή που άρχισε να πέφτει τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρεγμένος ως το κόκαλο σύρθηκε στο τσιμέντο μ’ ένα τρέμουλο σ’ όλο το σώμα. Περίμενε να ξημερώσουν οι ανάσες και να γλυκάνουν οι καρδιές με το καθημερινό ξεροκόμματο της ανάγκης. Τις ώρες τις μετρούσε με τη συχνότητα που τα βήματα τον προσπερνούσαν και τις μέρες με την απόσταση που βυθίζονταν τα μάτια του στο σκοτάδι.
Συνέχισε να μετρά με βαριές ανάσες τον απόπλου που έφτανε.
@@@
Τέσσερις μήνες από τις συναντήσεις που είχαμε στα δικά του στέκια, εκεί που κατέθεσε τις πληγές του στα χέρια μου, τον αναζήτησα επίμονα αλλά μάταια. Κανένας δεν είχε κάτι να πει, κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Ένας μετακινούμενος πληθυσμός χωρίς όνομα και ταυτότητα σερνόταν στις σκιές της πόλης και της πατρίδας των επιτυχημένων αριθμών.
Ήθελα να του δώσω μια ρομφαία, για να τρυπήσει τους ψεύτες και τους υποκριτές. Ήθελα να του χαρίσω ένα χαμόγελο μ’ αλήθειες.
Εύχομαι να γύρισε στην οικογένεια, να βρήκε τις χαμένες ευκαιρίες που ψηλαφούσε στα ρείθρα των βρώμικων πεζοδρομίων.
Ελπίζω να ήταν λάθος η διάγνωση των γιατρών που του έδιναν δύο ως τρεις μήνες ζωή.
Διηγήματα " Περι- Διαβαίνοντας "
Κώστας Βασιλάκος / Εκδόσεις Αγγελάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου