Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.
Γ. Ρίτσος
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Εδώ το φως είναι σκληρό
σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.
Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.
Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.
Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.
Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάχτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.
Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο
ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ’ το σκισμένο πουκάμισο.
1947
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941-1974), εκδ. ύψιλον, 3η έκδοση, Αθήνα 1991
Γκιγιώμ Απολλιναίρ, «Τα παράθυρα»
«Από το κόκκινο στο πράσινο όλο το κίτρινο σβήνει
Την ώρα που φλυαρούν στα δάση τους οι παπαγάλοι
φτερά λαιμοί λοφία και πιί πιί
Ένα ποίημα μένει να γραφεί για το πουλί με τη μια μονάχα φτερούγα
Θα του το στείλουμε σαν τηλεφωνικό μήνυμα
Τούτη η βαριά λαβωματιά
Να κλαις σε κάνει
Ανάμεσα στις κόρες από το Τουρίνο να κι ένα όμορφο κορίτσι
Το καημένο τ’ αγόρι λέρωσε το ζωστήρα του
άσπρο
Έτσι κάνεις πως σηκώνεις την κουρτίνα
Εν τω άμα ανοίγει και το παράθυρο
Αράχνες εκεί που τα χέρια κλώθαν το φως
Ομορφιά χλωμάδα σκοτάδια αξεδιάλυτα
Του κάκου καρτερούμε να βρούμε ανάπαψη
Από τα μεσάνυχτα αρχινάμε
Τότε που υπ΄ρχει χρόνος και ελευθερία
Αμόνι Μύδι κάψες καμώματα και του ξαπλωμένου ο Αχινός
Ένα ζευγάρι κίτρινα παληά παπούτσια στο παράθυρο εμπρός
Ίλιγγος
Οι δρόμοι είναι ίλιγγος
Πηγάδια
Οι πλατείες γίναν πηγάδια
Πηγάδια
Στις κουφάλες των δέντρων φωλιάζουν πονηρές αλητόβιες
Τα πιτσούνια τραγουδάνε
Στις καστανές πιτσούνες τους σπαραχτικές άριες
Κι η χήνα ουά ουά τρομπέτα στο βορρά
Εκεί που οι κυνηγοί ασβών
Μαδάνε τις κυρίες με τις γούνες
Βανκούβερ
Διαμάντι αστραφτερό
Καθώς το τρένο λευκό από χιόνι και φώτα νυκτερινά
δραπετεύει απ’ το χειμώνα
Ω Παρίσι
Απ’ το κόκκινο στο πράσινο όλο το κίτρινο σβήνει
Παρίσι Βανκούβερ Ιέρ Νέα Υόρκη Μαιντενόν
και εσείς Αντίλλες
Σαν ένα πορτοκάλι φαντάζει στο παράθυρο
Ο Ωραίος καρπός του φωτός»
(μτφ: Ν. Κοντομήτρος/ Calligrammes)
Νικηφόρος Βρεττάκος
i) Νιώθω παράξενα σήμερα. Κάπως
Έτσι περίπου:
Όπως όταν ανοίγει
ένα παράθυρο στον ήλιο κανείς,
νιώθω σα ν’ άνοιξα
μια τρύπα στη γη
και φωτίζω τον Άδη.
ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
****
ii) Ολονυχτία
Δε με κατάλαβες’ όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω
το παράθυρο, πάλευα – όλη τη νύχτα.
Ο αγέρας επέμενε.
Άπλωσα τότε
τις παλάμες μου πάνω σου σαν
δυό φύλλα ουρανού και σε σκέπασα.
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.
Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.
Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα
μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.
Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης
τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;
Ο. ΕΛΥΤΗΣ
i) ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ
I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλί-
σανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βρο-
χερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του
πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασι-
λεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι…
Α! Θέλω να’ ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν’ αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέ-
βουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το
χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!
****
ii) Σ΄ ευλογημένη μέρα
Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο παλιό κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανεβεί ο πικρός καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλί-
σανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βρο-
χερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του
πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασι-
λεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι…
Α! Θέλω να’ ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν’ αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέ-
βουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το
χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!
****
ii) Σ΄ ευλογημένη μέρα
Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο παλιό κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανεβεί ο πικρός καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το "παραπέρα".
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια.
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους..
«Ο ήλιος ο ηλιάτορας»
****
iii) Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα-
«Επτά νυχτερινά επτάστιχα»
****
iv) Nα 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω !
Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται...
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ” αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
πειδή σ” αγαπάω και σ” αγαπάω.
Το Μονόγραμμα
******
v)Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα-
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα-
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Εμπειρίκος Aνδρέας (από την Yψικάμινο, Άγρα 1980)
Γ.ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁμίχλη
Μά, καμιά φορά, ὅταν ξυπνώντας τ' ἀπόγευμα, τήν ὥρα πού ἔλεγα ἄν θά πάω στό σινεμά ἤ στό καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ' τό παράθυρο τό ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καί πορεῖες. Σήκωνα
τό γιακά τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μέ σιγουριά τά σκαλιά κι ἔφευγα γιά τήν
παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Ἡ ὁμίχλη εἶναι γιά νά βαδίζεις μέσα σ' αὐτήν.
Διασχίζεις κάτι πού εἶναι πυκνότερο ἀπό ἀέρας καί σέ στηρίζει. Ἀλλά καί κάτι
ἀκόμα· ὁμίχλη χωρίς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο.
Ίταλο Καλβίνο ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ GNAC
Ακουμπισμένη στα παράθυρα της σοφίτας όπου κατοικούσε, η οικογένεια Μαρκοβάλντο αισθανόταν να τη διαπερνούν αντιφατικά ρεύματα σκέψεων. Ήταν νύχτα και η Ιζολίνα, που τώρα πια ήταν μεγάλο κορίτσι, ένιωθε ζαλισμένη από το φεγγαρόφωτο, η καρδιά της έλιωνε, κι ακόμα και το πιο ασθενικό στρίγκλισμα του ραδιοφώνου από τα κάτω πατώματα της έφτανε σαν μελωδία μιας καντάδας· άναβε το GNAC και το ράδιο φαινόταν να παίρνει έναν άλλο ρυθμό, ένα ρυθμό τζαζ, και η Ιζολίνα σκεφτόταν τις ντισκοτέκ τις γεμάτες φώτα, κι αυτή η καημενούλα εκεί πάνω μόνη. Ο Πετρούτσιο κι ο Μικελίνο γούρλωναν τα μάτια μέσα στη νύχτα κι άφηναν να τους κατακλύζει ένας ζεστός και τρυφερός φόβος πως ήταν περικυκλωμένοι από δάση γεμάτα ληστές· έπειτα το GNAC! και πυροβολούσαν με τεντωμένα δάχτυλα ο ένας τον άλλον: — Ψηλά τα χέρια! Είμαι ο Νέμπο Κιντ! Η Δομιτίλα, η μητέρα, σε κάθε σβήσιμο σκεφτόταν: «Πρέπει να πάρω μέσα τα παιδιά. Κάνει ψύχρα, μπορεί να πάθουν τίποτα. Και η Ιζολίνα στο παράθυρο τέτοια ώρα, δεν είναι σωστό!» Όμως έπειτα τα πλημμύριζε όλα πάλι το ηλεκτρικό, και μέσα όπως κι έξω, και η Δομιτίλα ένιωθε σαν να βρισκόταν σε επίσκεψη σ’ ένα πολύ καθωσπρέπει σπίτι.
Κ. Π. Καβάφης, «Τα παράθυρα»
«Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.»
Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ -[Ο Ερωτόκριτος στο παραθύρι της Αρετούσας]
«…Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε κι ανιμένει,
το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ’ η Νένα την αφήνει,
που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.
Εσίμωσε ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Με ταπεινότη η Αρετή τρέμοντας ‘πιλογάται,
με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.
Εφανερώσαν το κ’ οι δυό, πως είν’ εκεί σωσμένοι,
κι απόκει στέκου’ σα βουβοί, κ’ η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη,
κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Μιάν ώρα εστέκα’ αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,
εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν’ αρχίσουν…»
Ναπολέων Λαπαθιώτης, « Κλείσε τα παράθυρα»
«Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν το κερί και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσε μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου,
δώσ’ μου το χειλάκι σου, πούναι απαλό, νωπό.
Έχω κάτι ολόγλυκο για σένα απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.
Έλα πέσε απάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δεν μας θωρεί κανείς.
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους, να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ’ ακούς; Νωρίς»
Τάσος Λειβαδίτης
i) «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»
(απόσπασμα)
«… Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου τι
όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο, κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή
την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το
βράδυ είναι δικό μας.
Και κείνο το άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου
και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα, λοιπό, μην κλαις.
ii) Ποῦ εἶσαι
(απόσπασμα)
«… Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου τι
όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο, κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή
την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το
βράδυ είναι δικό μας.
Και κείνο το άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου
και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα, λοιπό, μην κλαις.
ii) Ποῦ εἶσαι
Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
iii) ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔY
Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μᾶς – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Βύρων Λεοντάρης, «Η Μαρία στο παράθυρο» - απόσπασμα
«Εγώ είμαι που είχα πει: θα σ’ αγαπώ για πάντα.
Μα όσο περνούν τα χρόνια το για πάντα
όλο και τρέμει πιο πολύ σαν αναφιλητό
κι η αγάπη είναι μια λέξη που αποφεύγουμε
όπως τα μάτια αυτών που γύρισαν από εξορία – και που
θα ξαναπάν […]
Από μια μοναξιά σ’ άλλη περνάμε – αυτό είναι όλο,
αφήνουμε τα χέρια που κρατούσαμε ως τώρα
(χωρίς να μάθουμε ποτέ μας πως μας είχαν χρόνια πριν
εγκαταλείψει)
ζητώντας άλλα χέρια που κι αυτά θα μας εγκαταλείψουν
– μα τι χέρια να ‘ναι αυτά;
Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την είχες συνηθίσει,
ήξερες πια τους τοίχους, τις γωνιές, να μη σκοντάφτεις στο
σκοτάδι,
ήξερες να μην πέφτεις πάνω στις πληγές των άλλων
γνώριζες τα βήματα του «κανείς…»
και το συρτό αλύχτημα της επιθυμίας στα σωθικά σου.
Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την ήξερες,
γιατί γυρεύεις άλλη; …
– Όχι, μη, μη μου μορφάζεις στο σκοτάδι σαν πληγή,
δεν είμαι εγώ που στήνω αυτό το δίλημμα,
εγώ παραμιλώ – άμμος μεθυσμένη από ήλιους και κύματα,
άμμος που πίστη δεν κρατάει, μα επιθυμία μονάχα…
Παραμιλώ γιατί φοβάμαι
το ξέγδαρμα της μέρας που περνάει και φεύγει
τη σκόνη στα γαρίφαλα των βάζων
τους στοιχειωμένους δρόμους, τ’ αυτοκίνητο
που σταματάει μπροστά στον κήπο
– να, σβήνει τώρα τα χρυσά λεπρά του μάτια,
άκου τον παφλασμό της πόρτας του ( σα να πέφτει
και να πνίγεται ένα κορμί στην ίδια του σκιά).
Έρχονται φίλοι που άλλοτε αγωνίζονταν, και τώρα
σταδιοδρομούν,
γεμίζουνε τις κάμαρες προσέχοντας να μην αγγίξουν
τα χθεσινά τους λόγια που έμειναν με βλέφαρα ανοιχτά
πάνω στους τοίχους,
πίνουν, καπνίζουν σαν ερείπια
μαθαίνοντας ο ένας στον άλλον πως γίνεται κανείς,
από άνθρωπος, σκιά – φοβάμαι,
είναι στιγμές που κιτρινίζουν τα πόδια μου
κι ας είμαι ακόμα νέα, νέα πολύ,
τριγυρισμένη από θροΐσματα αστεριών
και στίχους νοτισμένους απ’ το πρόσωπό σου…
Με τα βαριά πολυταξιδεμένα μου ριγμένα τώρα
απ’ τους ανέμους σ’ άλλα πρόσωπα,
πόσο θα σε κρατήσω ακόμα, πόσο,
φως κουρασμένο μέσα μου,
άσπιλη νοσταλγία – πόσο ακόμα; –
με τα μαλλιά ριγμένα τώρα σ’ άλλα πρόσωπα…»
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/ βιβλία)
ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, Απροσδόκητο παράθυρο
Σ’ αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.
Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.
Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από τη περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ’ όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες τής προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.
Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)
Σαρλ Μπωντλαίρ Τα Παράθυρα
Αυτός που απ’ έξω κοιτάζει μέσα σε ένα ανοιχτό παράθυρο δεν βλέπει ποτέ τόσα πράγματα όσα εκείνος που κοιτάζει ένα παράθυρο κλειστό. Δεν υπάρχει αντικείμενο πιο βαθύ, πιο μυστηριώδες, πιο γόνιμο, πιο σκοτεινό, πιο εκθαμβωτικό από ένα παράθυρο που το φωτίζει ένα κερί. Αυτό που μπορούμε να δούμε στο φως του ήλιου είναι πάντα λιγότερο ενδιαφέρον από αυτό που συμβαίνει πίσω από ένα τζάμι. Μέσα σε αυτή τη μαύρη ή φωτεινή τρύπα ζει η ζωή, ονειρεύεται η ζωή, υποφέρει η ζωή.
Πέρα από τις κυματιστές στέγες, διακρίνω μια γυναίκα ώριμη, ήδη ρυτιδωμένη, φτωχή, πάντα σκυμμένη σε κάτι, και η οποία δεν βγαίνει ποτέ. Με το πρόσωπό της, με το ρούχο της, με τη χειρονομία της, σχεδόν με τίποτα, ξανάφτιαξα την ιστορία αυτής της γυναίκας, ή μάλλον το θρύλο της, και καμιά φορά τον διηγούμαι στον εαυτό μου κλαίγοντας. Αν επρόκειτο για έναν φτωχό γέρο άντρα θα είχα ξαναφτιάξει τον δικό του με την ίδια άνεση.
Και πλαγιάζω περήφανος που υπέφερα μέσα σε άλλους και όχι στον εαυτό μου.
Θα μου πείτε ίσως: «Είσαι σίγουρος ότι αυτός ο θρύλος είναι ο αληθινός;»
Τι σημασία έχει ποια μπορεί να είναι η πραγματικότητα που βρίσκεται έξω από μένα, αν με βοήθησε να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω και αυτό που είμαι;
TOΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Φωτεινά παράθυρα
σαν κρεμασμένα από τον ουρανό
στην παγωμένη ερημιά του δρόμου
προβάλλουν κάπου εκεί ψηλά
τα σκόρπια φωτεινά παράθυρα
και μες στη νύχτα εκπέμπουν
ένα χάδι απρόσιτο
για λίγο στέκεται με θαμπωμένα μάτια
ο οδοιπόρος που αγάπησε
αυτό το ξένο φως
από το χτες τόσο παράξενα οικείο
και τώρα τόσο μακρινό
όσο η άνοιξη ή ο έρωτας
μπορεί διστακτικά να φανταστεί
χείλη και μάτια να χαμογελάνε
χέρια ν’ αγγίζουν απαλά
μπορεί σαν μουσική
σχεδόν ν’ ακούσει
λέξεις και φράσεις καθημερινές
να νιώσει μέσα στο σκοτάδι
ίσως κάποια ευτυχία
τα φωτεινά παράθυρα
σαν όνειρο ένας κόσμος μυστικός
για πάντα εκστατικός στη μνήμη
Τίτος Πατρίκιος, «Παράθυρα»
«Ένα παράθυρο βάνει τις μασέλες του
στραβώνει λίγο το σαγόνι, έπειτα κάνει πως γελάει.
Ένα παράθυρο μπορντέλου, χύνουν πιο πίσω τις λεκάνες
με τ’ αποτσίγαρα, τα μεταχειρισμένα προφυλακτικά.
Δέκα παράθυρα του λαϊκού υπνωτηρίου
αδειάζουν στον τυφλόν αγέρα απόπνοιες κορμιού.
Εκατό παράθυρα νοσοκομείων, ασύλων για τρελούς
παραμονεύοντας το θήραμά τους μες στη νύχτα.
Χίλια παράθυρα της φυλακής ρίχνοντας σκιές σταυρών
τρύπες μιας κρεατομηχανής που αλέθει χρόνια ανθρώπων.
Τραχωματικά παράθυρα χοροδιδασκαλείων
παράθυρα μεθυσμένα με χνώτα κρασιού και μουσικής
που γέρνουν στο δρόμο και ξερνούν.
Σ’ αυτή την πόλη τα παράθυρα
με κυνηγούν όπως τα μάτια των χαφιέδων.»
(Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα II, εκδ. Κέδρος)
Fernando Pessoa, Από τα Ασύνδετα Ποιήματα
Δεν αρκεί να ανοίξεις το παράθυρο
για να δεις τους αγρούς και το ποτάμι.
Δεν αρκεί να μην είσαι τυφλός
για να βλέπεις τα δέντρα και τα φυτά.
Πρέπει επίσης να μην έχεις φιλοσοφία καμία.
Με τη φιλοσοφία δεν υπάρχουν δέντρα: υπάρχουν
μόνο ιδέες.
Υπάρχει μόνο ο καθένας από μας, σαν ένα σπή-
λαιο.
Υπάρχει μόνο ένα κλειστό παράθυρο, κι όλος ο
κόσμος απ’ έξω.
Και το όνειρο αυτού που θα μπορούσες να δεις αν
άνοιγε το παράθυρο,
που δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε όταν ανοί-
γει το παράθυρο.
Βλ. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημείωση Μαρία Παπαδήμα, Αθήνα, Gutenberg, 2014, σ. 197.
Γιάννης Ρίτσος
i) «Το παράθυρο» (τρία αποσπάσματα):
«Κάθομαι εδώ στο παράθυρο, κοιτάω τους διαβάτες
και κοιτάζομαι μές στα μάτια τους. Θαρρώ πως είμαι
μια σιωπηλή φωτογραφία, μες στην παλαιά κορνίζα της,
κρεμασμέμη έξω απ’ το το σπίτι, στο δυτικό τοίχο,
εγώ και το παράθυρό μου.
Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος
ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά, κουρασμένα της μάτια –
ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα, η επίπεδη λάμψη απ’ το τζάμι της κορνίζας,
στιγμές – στιγμές, αντίκρυ στο λιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο,
σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο, κ’ είμαι κρυμμένος
πίσω απόνα τετράγωνο φως, χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο,
και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο
χωρίς να με βλέπει. Ελεύθερα, – τι να πούμε;
……………………………………………………………………………….
Γι’ αυτό διαλέγουμε συχνά ένα χώρο στενό που να μας προστατεύει
απ’ το ίδιο μας το απέραντο. Κ’ ίσως γι’ αυτό
κάθομαι εδώ, σε τούτο το παράθυρο να βλέπω
τα νωπά χνάρια απ’ τις πατούσες του βαρκάρη
πάνω στις πλάκες της προκυμαίας να σβήνουν λίγο – λίγο
σα μια σειρά μικρά στενόμακρα φεγγάρια μέσα σ’ ένα παραμύθι.
Κι ούτε που καταλαβαίνω πια τίποτα κι ούτε που προσπαθώ να
καταλάβω.
Μια γυναίκα λουσμένη σκύβει στο πλαινό μπαλκόνι
σιγοτραγουδώντας
για να στεγνώσει τα μαλλιά της με το τραγούδι της. Ένας ναύτης
στέκεται απορημένος, μ’ ανοιχτά τα σκέλια,
μπρος στην πελώρια απογευματινή σκιά του, σα νάναι
όρθιος στην πλώρη ενός καραβιού σε ξένο λιμάνι
και δε γνωρίζει τα νερά και δε γνωρίζει που να ρίξει την άγκυρα.
Αργότερα, που σκοτεινιάζει λίγο – λίγο και σβήνει στους τοίχους
και στις μάντρες
το σιγαλό, βιολετί καρδιοχτύπι του ηλιοβασιλέματος, πριν ανάψουν ακόμη
τα φανάρια του δρόμου,γίνεται μια άξαφνη ζέστα – και τότε
τα πρόσωπα πιότερο μαντεύονται παρά που υπάρχουν,
βλέπεις τη σκιά να εισχωρεί στις ιδρωμένες μασχάλες,
ο ήχος ενός φυγααλέου φορέματος ανεμίζει το φύλλωμα ενός δέντρου
τ’ άσπρα πουκάμισα των νέων παίρνουν ένα απόμακρο χρώμα γαλανό
κι αχνίζουν,
κ’ είναι όλα τόσο καταμόναχα, μαγεμένα κι ασύλληπτα, που ίσως γι’ αυτό
ν’ ανάβουν τα φώτα θετικά για να τα διαλύσουν όλα μες
στον ορισμό τους.
……………………………………………………………………………….
Τι παράπονο λοιπόν μπορώ νάχω απ’ αυτό το παράθυρο;
Αν θες το μισανοίγεις και, δίχως διόλου να κοιτάξεις έξω,
μπορείς μες απ’ τα τζάμια να παρακολουθείς αθέατος
αυθεντικές σκηνές του δρόμου, σ’ ένα χώρο πιο βαθύ και
διαρκέστερο
με τον πράο φωτισμό μιας μεγάλης απόστασης,
ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται κάτω απ’ τα μάτια σου, ένα μέτρο πιο πέρα.
Αν θέλεις πάλι μπορείς να το ανοίξεις ολότελα και να κοιτιέσαι
στο τζάμι, σαν μέσα
σε καθρέφτη μαγικό, και να χτενίζεις τα μαλλιά σου
που αραιώνουν
ή να διορθώσεις κάπως το χαμόγελό σου, Μες απ’ τα τζάμια
όλα φαίνονται ευκτινέστερα – πιο σιωπιλά, πιο ακίνητα,
επομένως κι απαραίτητα κι αγέραστα.
Σούτυχε να κοιτάξεις
μ’ ένα γυαλί μέσα στη θάλασσα; Κάτω απ’ την ταραγμένη
επιφάνεια
φαίνεται εξαίσιος ο βυθός μες στην ακινησία του,
σε μια κρυστάλλινη τάξη, αδιατάρακτη κ’ εύθραυστη ταυτόχρονα,
σε μια βουβή αγιότητα – όπως λέγαμε. Μονάχα
που πιάνεται κάπως η ανάσα σου αν μείνεις έτσι περισσότερη ώρα,
γι’ αυτό σηκώνεις πάλι το κεφάλι σου στον αέρα
ή ανοίγεις αυτό το παράθυρο (ξέροντας όμως τώρα), ή βγαίνεις
απ’ την πόρτα.
Και πια δεν είναι τίποτα που να λυγίζει τη ζωή σου και τα μάτια σου
και τίποτα δεν είναι που να μη μπορείς να το δείξεις περήφανα
και να το τραγουδήσεις,
και τίποτα δεν είναι που να μη μπορείς να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο.»
(Γιάννη Ρίτσου, από την «Τέταρτη Διάσταση», Τόμος ΣΤ’, Εκδ. Κέδρος)
...............................
ii) Κοιτάχτε...
Κάτω απ’το φόρεμά της
Είναι γυμνή
Πάνω απ΄το φόρεμά της
Ολόγυμνη
Μπρος στο παράθυρο
Κρατάει ένα ψηλό ποτήρι
Θα στο προσφέρει;
Δε θα στο προσφέρει;
Το πίνει μόνη της
Δε σε κοιτάει
Έτσι είναι πιο γυμνή
Μ΄ένα τριαντάφυλλο
Ανάμεσα στα στήθη της.
Μικρή Σουιτα σε Κόκκινο Μείζον
.......................................
iii) " Ποζιτάνο»
Ωχρα, κεραμίδι, λευκό,
μέσα στο άφθονο πράσινο των φυλλωμάτων,
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα-
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι - κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα-
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι - κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ - ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σάν ἔρχεται ἥσυχα τό βράδυ
καί τό παιχνίδι σταματᾶ,
γύρω –τριγύρω τό σκοτάδι
βλέπω παράθυρα κλειστά.
…………………………………………..
Εἶναι σέ πολυκατοικίες
καί σέ σπιτάκια φτωχικά.
Ποιός ξέρει πόσες δυστυχίες
νά κλείνουν, Θέ μου, μυστικά.
…………………………………………
Καί μές ἀπό τά ξώφυλλά τους,
-πράσινα καί καφέ καί γκρί-,
πόσοι νά ζοῦν στή μοναξιά τους,
νά νοιώσει τάχα, ποιός μπορεῖ;
……………………………………………
Σάν ἔρχεται ἥσυχα τό βράδυ
καί τό παιχνίδι σταματᾶ,
κοίταξε, Θέ μου, στό σκοτάδι,
πόσα πάράθυρα κλειστά,
………………………………………….
Προσμένουν μές ἀπό τίς γρίλιες,
ἄχ, τή δική Σου τή χαρά,
καί πόσες – μιά καί δυό καί χίλιες;-
καρδιές ζητᾶνε δυό φτερά,
……………………………………………
γιά νά τ᾽ ἀνοίξουν μές στό βράδυ,
Θέ μου, στή χάρη Σου μπροστά
κι ἄς εἶναι γύρω τους σκοτάδι
καί τά παράθυρα κλειστά.
Ἀντώνη Σαμαράκη, Ποιήματα, σελ. 108, Ἐκδόσεις Καστανιώτη
Ἀθήνα 2008 http://www.aganargyroi.gr/
Ουίλιαμ Σαίξπηρ - Ρωμαίος και Ιουλιέτα
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Ο κήπος του Καπουλέτου
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος δεν έπαθε πληγήν, γελά τον πληγωμένον!
(Η Ιουλιέτα φαίνεται εις το παράθυρόν της).
Αγάλια! ‘ς το παράθυρον τι φως εκεί προβάλλει;
Ανατολή επρόβαλε, κ’ η Ιουλιέτα ήλιος!
Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην.
Ιδέ την απ’ την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει,
διότι συ την ξεπερνάς ‘ς την δόξαν και ‘ς τα κάλλη.
Μη την λατρεύης (31)• άφες την, αν είναι και ζηλεύη•
πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει,
και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει(32)• πέταξέ την!
Είν’ η αγάπη μου εκεί• η δέσποινα μου είναι.
Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι• — δεν είπε λέξιν
αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω.
Πλην υπερηφανεύθηκα• δεν ομιλεί εμένα.
Δύο αστέρια τ’ ουρανού, τα ωραιότερα του,
θέλουν ‘ς την γην να καταιβούν, και ως που να γυρίσουν
παρακαλούν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς να λάμπουν.
Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν;
Και τι, εάν κατέβαιναν ς’ την κεφαλήν της τ’ άστρα; —
Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ’ αστέρια,
καθώς θαμπόνει λύχνου φως ‘ς την λάμψιν της ημέρας,
και θα’ χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω
ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα,
που τα πουλιά να κελαδούν ‘σαν να μην ήτο νύκτα!
Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.
Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω
το μάγουλόν της το γλυκόν!
http://www.nikostsintros.gr/
Μίλτος Σαχτούρης
-«…Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:
Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει»
Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Το παράθυρο»:
«Να και πάλι ένα παράθυρο,
πού και πάλι δεν κοιμούνται.
Ίσως – πίνουνε κρασί,
ίσως – έτσι κάθονται.
Ή απλώς – τα χέρια τους
δεν μπορούν οι δυο να χωρίσουν.
Σε κάθε σπίτι, φίλε,
υπάρχει ένα τέτοιο παράθυρο.
Είσαι η κραυγή των αποχωρισμών και των συναντήσεων –
εσύ, παράθυρο στη νύχτα…
Προσευχήσου, φιλαράκο, για το άυπνο το σπίτι,
για το παράθυρο με το φως!»
ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
https://itzikas.wordpress.com/
http://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/
http://digitalschool.minedu.gov.gr/
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΚΟΝΤΗ - Από τη σειρά "Παράθυρα Ψυχής" ,
Εξαιρετική συλλογή εικόνων και ποίησης !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεωργία, ειλικρινά εντυπωσιακός και εμπνευσμένος ο συνδυασμός των παραθύρων της Άννας με λογοτεχνικά κείμενα. Τα αισθητικά εξαιρετικά παράθυρα της Άννας εκτός από αίσθημα, μυστήριο και γοητεία, απέκτησαν ξαφνικά φωνή. Αλλά και τα ποιήματα απέκτησαν εικόνα. Επαναλαμβάνω, καταπληκτική έμπνευση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Θόδωρε, το ίδιο αισθάνομαι και εγώ όσον αφορά το συνδυασμό λόγου και εικόνας !!
ΔιαγραφήΤώρα αυτά τα εξαιρετικά παράθυρα της Αννας ήταν που μου έδωσαν την ιδέα αυτής της δημοσίευσης και την ευχαριστώ πολύ
Ωραία τα παράθυρα σου Άννα
ΔιαγραφήΩραία και η σκέψη της πλαισίωσης με την ποίηση.
Από τις ομορφότερες αναρτήσεις που έχουν γίνει στο Homo Universalis...συγχαρητήρια για τον εξαιρετικό συνδυασμό των φωτογραφιών με τα ποιήματα.Λες και περίμεναν ν' ανταμωθούν!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή