Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Από την αποφράδα εκείνη νύχτα που είπαμε το στερνό αντίο, σε μιαν αγάπη ακριβή!
Το ‘’πώς’’ και το ‘’γιατί’’ μην το ρωτάς. Στην έναρξη και το κλείσιμο μιας ερωτικής αυλαίας, δεν έχει θέση το γιατί. Το μαγικό ραβδί υπάρχει μόνο που θα σου φέρει κάποιαν απρόσμενη στιγμή ,έναν άνθρωπο κοντά κι ύστερα, ερήμην σου θα σου τον πάρει.
Και μου τον πήρε. Σα δώρο όμως, ίσως και σαν κατάρα, μου άφησε την προσμονή.
Κι ένα πρωϊ, εντελώς τυχαία τον συνάντησα στον δρόμο.
Κοντοστάθηκα. Κοντοστάθηκε και κείνος με την ηδονική αμηχανία να ανιχνεύει, ό,τι είχε απομείνει.
Δώσαμε τα χέρια. Δώσαμε της στερνής μας γνώσης το φιλί και σαν ξένοι υποσχεθήκαμε… εις το επανιδείν.
Και μια νύχτα ιστορική, μου τηλεφώνησε την ώρα και τη μέρα που μου είχε υποσχεθεί.
-Έλα, μου είπε, σε δυο ώρες θα είμαι ελεύθερος, θέλεις να έρθω να σε πάρω;
Αν ήθελα; Ήθελα και τίποτ΄άλλο; Δέκα χρόνια καρτερούσα στη λίστα αναμονής.
Άρχισα να τρέχω με βήματα σημειωτόν. Πώς να διασχίσω τούτον τον αιώνα μέσα σε μια στιγμή! Μπάνια αρώματα και σεσουάρ σε μια προσπάθεια να φυτέψω ‘’άνθη στο χάσμα που είχε ανοίξει ο σεισμός’’
Άνοιξα την ντουλάπα μου. Τόσα ρούχα μέσα και να μην βρίσκω ούτε ένα.
Το μίνι θα φορέσω, να είμαι ερωτική. Α, πα- πα, αυτός είναι ικανός, αλά παλαιά, να μου κάνει σκηνή ζηλοτυπίας.
Α, να, παντελόνι θα φορέσω. Ούτε, ούτε, απόψε πρέπει να είμαι μια οικοδέσποινα κομψή. Φόρεσα ένα μαύρο φόρεμα με ελκυστικό σκίσιμο στην πλάτη και στο βλέμμα, το μακιγιάζ της προσμονής.
Κοίταξα το ρολόι. 11 παρά κάτι, σε λίγο θα είναι εδώ!!! Έτρεξα στους χώρους της υποδοχής και άναψα όλα τα κεριά. Όρμησα στο μπαρ κι ετοίμασα ποτήρια, παγάκια και ποτά, βάζοντας το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι που θα μπορούσε να τον υποδεχτεί.
’’Ο Άγγελος μου, ό Άνθρωπος μου, ο Θάνατός μου, Εσύ’’
Έριξα μια γενική ματιά. Η εξωτερική μου τάξη σε μονομαχία με την εσωτερική μου αταξία, όταν άκουσα το ασανσέρ.
Αυτός είναι. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Ιδρώτας, λαχτάρα, καρδιοχτύπι ,μεταμέλειες, σε έναν εμφύλιο πανικό για το ποιος θα είναι ο νικητής.
Αχ τι κρίμα! Το ασανσέρ σταμάτησε στον επάνω όροφο που είχανε βεγγέρα.
Τα κεριά τώρα είχαν γίνει ένα με τα κηροπήγια, όταν…
όταν χτύπησε το κουδούνι μου, πρίμο σεκόντο με την σειρήνα της καρδιάς μου, στην μπαλάντα των μελλούμενων.
Μια φευγαλέα ματιά πάλι στον καθρέπτη, που έδειχνε την αλαφιασμένη λάμψη, αγκαλιά με το τρέμουλο της ταραχής.
Έριξα πάνω μου το πιο ερωτικό χαμόγελο και άνοιξα την πόρτα με τα χέρια υψωμένα στο βλέμμα του ουρανού, ενώ στα χείλη έτοιμη,
‘’μια λέξη μόνο: Σ΄αγαπάω’’
Αμάν!!!! Αμάν αμάν… ποιος είν΄αυτός?
Με μιας, κλείδωσα το χαμόγελο στον ουρανίσκο και ξεκλείδωσα τα βλέφαρα να εξηγήσω αυτήν την αυταπάτη.
Όχι, δεν έκανα λάθος. Ήταν ένα κολλητό μου φιλαράκι που μου χτυπούσε ανεπίτρεπτα την πόρτα, το μοιραίο εκείνο δευτερόλεπτο που άλλον καρτερούσα.
-Τι θες εσύ εδώ; Εξαφανίσου, περιμένω κόσμο, είπα συνωμοτικά και έκλεισα την πόρτα. Αστραπιαία την ξανάνοιξα να αφουγκραστώ μήπως ο άλλος ανέβαινε από την σκάλα, ενώ τραβούσα αυτόν απ΄το μανίκι.
-Μα καλά, πώς το έκανες εσύ αυτό; Χτυπάς την πόρτα του σπιτιού μου τέτοιαν ώρα, δίχως ένα τηλεφώνημα, ενώ με το άλλο χέρι τον έσπρωχνα στο ασανσέρ, μήπως ο ''έρωτας'' παρουσιαστεί ξαφνικά μπροστά μου.
-Τι σου συμβαίνει κορίτσι μου, μου είπε εκείνος στοργικά, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά που στάλαζαν απελπισία. Δεν σου τηλεφώνησα στις 9 και σου είπα ότι σε 2 ώρες θα έρθω να σε πάρω;
Και τι??? Τι, τι τι? Ήσουνα εσύ? Όχιιιιιιι, πες μου ότι δεν ήσουνα εσύ…θα τρελαθώ!
΄Ηθελα να πάθω εγκεφαλικό, να κλάψω, να ουρλιάξω, με την απάτη αυτής της φαντασίας.
Η δύναμη της αυθυποβολής, με είχε εξαπατήσει, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ακούω άλλον στο τηλέφωνο και να νομίζω, ότι ήταν αυτός που καρτερούσα!
Με την κώφωση στο τύμπανο και στο μάτι μου την τύφλα, έκλεισα τη μπλόφα της ψυχής μου πίσω μου κι έκανα Βουτιά, στην Τελευταία Γουλιά της Υστερίας.
Τώρα κάθομαι και γράφω. Να γράψω, τι;
Άμα χάσεις τη στιγμή, ο ουρανός θα κλάψει.
Η φαντασία της ζωής, την πένα μου έχει θάψει.
-Αχ βρε έρωτα προδότη… έχεις ποτέ σου ερωτευτεί?
Εμ, γι΄αυτό είσαι άπονος και τόσο σαδιστής…
τα τόξα σου με μέλι τα αλείφεις,
ενώ στο βάθος κρύβεις το κεντρί.
Να σου πετάξω εγώ το βέλος στο μεδούλι της ψυχής
κι ύστερα με σαρκασμό να σου φωνάξω…
Άντε και σιχτίρ…
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Oπως πάντα <3
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΙ'ΕΓΩ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΕΣΕΝΑ ΜΑΡΙΟΝ ΝΑ ΣΕ ΑΚΟΥΣΩ...ΠΕΡΑΣΕ ΠΟΛΥΣ ΚΑΙΡΟΣ,ΜΑ,ΗΡΘΕΣ...ΗΡΘΕΣ ΠΑΛΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΕΝΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΑΜΑΙ,ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ , ΗΡΘΑ ΝΑ ΣΑΣ ΓΑΛΗΝΕΨΩ ΤΗΝ ΤΟΣΟ ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΖΩΗ ΣΑΣ...
ΗΡΘΑ,ΝΑ ΣΑΣ ΦΕΡΩ ΤΟ ΒΑΛΣΑΜΟ ΚΑΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ..ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΧΑΣΕΙ ΠΡΟ ΠΟΛΛΟΥ...
ΜΑ, ΓΙΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ,
ΠΟΣΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΟΥ Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ,ΣΟΥ ΕΔΩΣΕ ΜΕ ΤΟΣΗ ΑΠΛΟΧΕΡΙΑ,ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΥΛΑ,ΑΛΛΑ,ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΨΥΧΟ ΧΑΡΤΙ,ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΜΙΣΕΙΣ ΟΤΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ,,ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΖΟΜΠΙ ΟΠΩΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΣ ΜΑΣ ΚΑΝΑΝΕ...
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΥΠΕΡΟΧΗ ΜΑΡΙΟΝ...ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ !!!!!!!!!!!!