Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ Απόσπασμα από το Μυθιστόρημα "ΜΙΑ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ ΓΙΑ ΔΥΟ "


1
Η βάρκα που ερχόταν σιγά – σιγά, έκανε τα παιδιά να στριγκλίζουν από χαρά. 

«Μπαμπά!» φώναξε το κορίτσι.
«Μπαμπά!» φώναξε και το μικρό αγόρι. 
Το κορίτσι άρπαξε το μικρό αγόρι που το περπάτημα του ήταν ακόμη ασταθές, μάλλον και λόγο της ψιλής άμμου, και το τράβηξε πιο κοντά στο νερό. 
«Σιγά παιδιά! Προσέχετε! Όχι τόσο κοντά στο νερό!» φώναξε η μεγάλη γυναίκα και έτρεξε με δυσκολία κοντά τους. 
Με έπιασε αγωνία όσο τα παιδιά πλησίαζαν στο νερό. Ήθελα να τρέξω να τα προλάβω αφού η μεγάλη γυναίκα αργοπορούσε, αλλά ένιωθα τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι.
«Μην τρομάζεις. Ξέρεις πως είναι όνειρο». Μουρμούρισα στον εαυτό μου, και προσπάθησα να ξυπνήσω.
Μόνο που δεν τα κατάφερα και το όνειρο συνεχίστηκε.
Ο πιο νέος από τους δυο ψαράδες που βρίσκονταν στη βάρκα, σηκώθηκε και κούνησε στα παιδιά το χέρι του. Ψηλός, ηλιοκαμένος με τη βρεγμένη μπλούζα κολλημένη επάνω του και το παντελόνι σηκωμένο στις γάμπες, δεν διέφερε σε τίποτα από τον άλλο ψαρά, μόνο που θα πρέπει να ήταν ο πιο όμορφος από τους δυο. Όμως όπως η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο καυτός ήλιος σήκωνε άσπρη αχλή, δε με άφηνε να δω καθαρά.
Η κοψιά του σαν να έφερνε λίγο στο Μάρκο. Αλλά και πάλι όχι. Τον τελευταίο καιρό, όλοι οι άνδρες το Μάρκο μου θύμιζαν. 
Κοίταξα τριγύρω μου παραξενεμένη. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ποια ήταν αυτή η θάλασσα που δεν την είχα ξαναδεί; Και αυτή η ψιλή άμμος μέτρα ολόκληρη πλατιά, και στολισμένη εδώ κι’ εκεί με πολύχρωμους αγκαθωτούς θάμνους; Τι δουλειά είχα εγώ εκεί; Και ποια ήταν η γυναίκα που έβλεπα μόνο την πλάτη της; Κι’ αυτά τα παιδάκια; Και ο όμορφος ψαράς με την κοψιά του Μάρκου;… Ήταν η δεν ήταν ο Μάρκος;
«Γεμάτοι λακκούβες είναι αυτοί οι δρόμοι στα βόρια προάστια!» 
Η γκρινιάρικη φωνή του ταξιτζή με έκανε να τιναχτώ απ’ αυτόν τον ψεύτικο ύπνο που ήμουν βουλιαγμένη. Αλλά αφού αυτό που είπε δε έχριζε απάντησης,… δεν είπα τίποτα. Τι να του πω; Δεν ήξερα ότι και τα βόρεια προάστια είχαν λακκούβες! Πρώτη φορά πήγαινα εκεί. Εγώ είμαι από την Κυψέλη! Γνωρίζω μόνο τις λακκούβες της Κυψέλης. 
Το μυαλό μου πήγε πάλι στο όνειρο. Ήταν η δεύτερη φορά που το έβλεπα αυτό το όνειρο, που όμως δεν ήταν όνειρο αφού ήμουν… μάλλον ξύπνια όταν το είχα δει και την πρώτη φορά, και τώρα. Αυτή τη φορά όμως ήταν τόσο ζωντανό! Πως γίνεται ένα όνειρο να 
το δω και δεύτερη φορά; Ακόμη και οι αγκαθωτοί θάμνοι, ήταν εκεί στη θέση τους. Μόνο που τώρα μου φάνηκαν λίγο πιο κιτρινισμένοι. Ίσως από τον καυτό ήλιο. Αλλά μπορεί και να μην τους θυμόμουν καλά.
Τότε που το διηγήθηκα το όνειρο στην κυρία Στέλλα, τη μαμά της Τασσώς την πρώτη φορά, - λίγες μέρες μετά το χωρισμό μου με το Μάρκο ήταν που το είχα δει,- η κυρία Στέλλα που έχει μεγάλο ταλέντο να εξηγεί τα όνειρα, μου είχε πει πως επειδή ήμουν μισοκοιμισμένη μισοξύπνια όταν το είδα, έμοιαζε περισσότερο με όραμα. 
«Το ξέρεις ότι είσαι αλαφροΐσκιωτη Νίνα; Οράματα δε βλέπει ο καθένας! Τα οράματα πολλές φορές είναι προφητικά κι’ αυτές οι εικόνες, θα μπορούσαν να υπάρξουν ζωντανές στη ζωή μας». 
«Πότε;» την είχα ρωτήσει με περιέργεια.
Η κυρία Στέλλα είχε γελάσει με την ερώτησή μου.
«Κάποτε! Είπε. Ποτέ δεν ξέρεις.
Κι’ αν είμαι αλαφροΐσκιωτη τι άλλο μπορεί να γίνει εκτός του να βλέπω οράματα;» την είχα ρωτήσει περίεργη.
«Πολλά! Είχε πει η κυρία Στέλλα με σιγουριά. Και πρώτα’ απ’ όλα να έχεις προαισθήσεις. Είχες ποτέ καμιά που σου βγήκε;»
Σκέφτηκα λίγο αλλά δε θυμήθηκα τίποτα.
«Όχι!» της είπα. 
«Καμιά φορά με τις αλαφροΐσκιωτες γίνεται ανάποδα». 
«Δηλαδή;»
«Να πώς να στο πω;… Η μάνα μου η συγχωρεμένη, το έλεγε «αλαφροΐσκιωτη μεταδοτικιά». Δηλαδή να δει ένας άλλος κάτι σε σένα! Κάποιος που δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά. Θα μπορούσε κάποιος να σε δει τυλιγμένη μέσα σ’ αυτό που το λέμε αύρα, η μέσα σε αχλή, η σε φως, αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος πολύ- πολύ ιδιαίτερος λόγος. Δεν γίνονται κάθε μέρα τέτοια πράγματα κορίτσι μου!»
«Καλός η κακός πρέπει να είναι αυτός ο ιδιαίτερος λόγος κυρία Στέλλα;»
«Και το ένα και το άλλο θα μπορούσε να είναι. Μην τρομάξεις μ’ αυτό που θα σου πω, αλλά μια φορά μία γνωστή μου είχε δει τον πεθερό της που παραδόξως τον αγαπούσε πολύ, σε ένα τέτοιο όραμα. Είχαν κάποια γιορτή και όλοι της οικογένειας βρίσκονταν στο τραπέζι. Η γνωστή μου όπως τους κοιτούσε έναν- έναν, είδε τον πεθερό της με ένα φωτοστέφανο στο κεφάλι του. Την άλλη μέρα ο άνθρωπος πέθανε».
«Μαμά!» της φώναξε η Τασσώ που τόση ώρα μας άκουγε χωρίς να μιλάει. «Μην την τρομάζεις». 
«Αχ κυρία Στέλλα μου! καλύτερα να μη μου το είχατε πει αυτό!»
«Μα αυτό ήταν μια περίπτωση, ας πούμε ακραία Νίνα μου!» είπε η κυρία Στέλλα κι’ έριξε μια ματιά στην Τασσώ που την κοιτούσε αγριεμένη. «Ξέρω από άλλες διηγήσεις, που μετά από τέτοια οράματα, υπήρξαν μεγάλες αγάπες, έρωτες ακατανίκητοι στις αντιξοότητες, παιδιά που ήρθαν στον κόσμο, αν και οι γονείς τους δεν περίμεναν πια να συμβεί αυτό,… 
«Κυρία Στέλλα τώρα με το Μάρκο τελειώσαμε πια, όμως ξέρετε τι μου είχε πει την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε;»
«Τι σου είχε πει κοπέλα μου;»
«Με είχε ρωτήσει μήπως ξέρω αν οι αχτίδες του ήλιου είναι μοιρασμένες μια για κάθε άνθρωπο. Εγώ δεν ήξερα να του απαντήσω, και τότε εκείνος μου είπε ότι πάντως ήταν σίγουρος πως εγώ έχω τη δικιά μου. 
«Και γιατί στο είπε αυτό; δεν τον ρώτησες;»
«Τον ρώτησα. Όμως εκείνος γέλασε, και μου είπε πως θα μου το έλεγε κάποια άλλη στιγμή. Νομίζω πως φοβήθηκε μήπως τον κοροϊδέψω». 
«Καλά. Μην δίνεις και τόση σημασία σ’ αυτό Νίνα μου! Οι ερωτευμένοι άνδρες συχνά γίνονται ποιητές! Άκου να έχεις τη δικιά σου ηλιαχτίδα! Πρώτη μου φορά που το ακούω αυτό!

Αυτά είχαμε συζητήσει με την κυρία Στέλλα εκείνη τη μέρα, και τώρα που πάλι αυτό το όραμα ήρθε στον ύπνο μου η στον ξύπνιο μου, -αυτό δε μπόρεσα να το ξεχωρίσω ούτε τώρα, ούτε και την πρώτη φορά,- τη θυμήθηκα. Όταν τη δω θα την ξαναρωτήσω. Είπα με το νου μου. Αγωνιούσα γι’ αυτά τα άγνωστα παιδάκια, που πήγαιναν προς το νερό, κι’ εκείνη η γυναίκα αργούσε. 

Το γουργουρητό που έκανε η μηχανή του ταξί, με νανούρισε, κι’ αυτή τη φορά κοιμήθηκα στ’ αλήθεια και ονειρεύτηκα το Μάρκο. 
Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, και χαλαρή- χαλαρή απολάμβανα το χάδι του. 
Με χάιδευε και με φιλούσε πίσω στην πλάτη και στο λαιμό εκεί που τελείωναν τα κοντοκουρεμένα μαλλιά μου. 
«Έχω τρελαθεί μαζί σου αγοροκόριτσο!» είπε. «Τι θα κάνω; Μου λες τι θα κάνω; Πώς τα κατάφερες και μου αναστάτωσες τη ζωή;» 
Στα λόγια του ένιωσα να ανατριχιάζω από φόβο. 
«Μη το λες αυτό». Μουρμούρισα και η φωνή μου ακούστηκε υπόκωφη αφού το πρόσωπο μου ήταν χωμένο στο μαξιλάρι. «Μάρκο μωρό μου ακούγεται σαν απειλή και…»
«Εδώ θα στρίψουμε δεσποινίς;»
Ο ταξιτζής αυτή τη φορά κάτι με ρωτούσε, κι’ εγώ κάτι έπρεπε να απαντήσω. Έκανα μια προσπάθεια και ξύπνησα για τα καλά. Τα όνειρα διαλύθηκαν, και ξαναγύρισα στην πραγματικότητα. 
Εχθές το βράδυ είχα ξαγρυπνήσει να σκέφτομαι αυτή την επίσκεψη στο σπίτι του μπαμπά μου και με είχε πάρει ο ύπνος στο ταξί.
Έκανα μια προσπάθεια να συνέλθω και κοίταξα το χαρτάκι με το σχεδιάγραμμα που κρατούσα στο χέρι μου.
«Πρέπει να είναι ο επόμενος δρόμος». Είπα στον ταξιτζή χωρίς να είμαι και απολύτως σίγουρη. 
Ο προσανατολισμός και η γεωγραφία γενικότερα δεν ήταν αυτό που με έκανε να υπερηφανεύομαι απ’ το σχολείο ακόμη. Μια φορά, παιδί ακόμη, γύρω στα οκτώ θα πρέπει να ήμουν, χάθηκα στο δρόμο τρία τέσσερα στενά μακριά απ’ το σπίτι μου. Αναγκάστηκα να ρωτήσω μια κυρία που περνούσε δίπλα μου, όμως αυτή που έτυχε να είναι φίλη της μαμάς μου και με γνώρισε, με άρπαξε απ’ το χέρι και με πήγε στο σπίτι. Ντράπηκα τόσο πολύ! Από τότε, σε κανέναν δεν ξαναείπα πως έχω αυτό το… ελάττωμα ας το πούμε. Ούτε και θα το πω ποτέ αφού με κάνει να αισθάνομαι σαν βλάκας!
Το ταξί είχε φθάσει στη Φιλοθέη, και είχε κάνει κιόλας δυο κύκλους κάτω από τις οδηγίες τις δικές μου, συνεχίζοντας να ψάχνουμε για το σπίτι του μπαμπά μου. 
Στο σπίτι του μπαμπά μου πήγαινα πρώτη φορά. Καλύτερα να μην είχα ξυπνήσει. 
Το στήθος μου σφίχτηκε πάλι από αγωνία για το τι θα συναντούσα εκεί. Είμαι ένα εξώγαμο πρόσφατα αναγνωρισμένο απ’ τον μπαμπά μου παιδί, και σήμερα στα είκοσι ένα μου χρόνια θα με γνωρίσει στην οικογένειά του. Στη γυναίκα του την Μάρθα, στον αδελφό μου τον Λευτέρη, στον Τίτο, που είναι γιος της Μάρθας απ’ τον πρώτο της γάμο και που ο μπαμπάς μου τον είχε μεγαλώσει σαν παιδί του, και στη γιαγιά μου. 
Περισσότερο ακόμη και απ’ τη γυναίκα του μπαμπά μου την Μάρθα, σκέφτομαι τη συνάντηση με τη γιαγιά μου. Τώρα τελευταία ήταν που έμαθα πως στερήθηκα το μπαμπά μου εξ’ αιτίας της τα τελευταία δέκα χρόνια, και όσο νάναι ένα άχτι την είχα. Και γιατί να πω ψέματα; Τη φοβόμουν κιόλας. Τόσα που είχα ακούσει γι’ αυτήν! Κανονικά, τώρα δεν θα είναι και για να την φοβάμαι βέβαια! Η γιαγιά μου τώρα είναι εβδομήντα δύο, κι’ εγώ που ήμουν στα είκοσι, την έβλεπα σαν θηλυκό Μαθουσάλα! Η δύναμή της θα πρέπει να είναι ξεδοντιασμένη πια. Δεν ξέρω αν είναι και η ίδια. Δεν την έχω δει ποτέ μου. 
«Είσαι μια νόμιμη και πολύ όμορφη κόρη. Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι κανέναν». Μου είχε πει ο Τίτος, μ’ ένα γοητευτικό χαμόγελο όταν τον συνάντησα στο γραφείο του πατέρα μου που δουλεύει κι’ αυτός. Εκτός από πολύ όμορφος ο γιος της Μάρθας, έδειχνε να είναι και πολύ εντάξει τύπος.
Ο μπαμπάς μου, ο Χρήστος Φωτιάδης είναι δικηγόρος όπως ήταν και ο μπαμπάς ο δικός του που πέθανε πριν δυο χρόνια, και του άφησε την εταιρία. Ο Τίτος μου έλεγε πως έτσι πάει αυτή η εταιρία. Από μπαμπά σε παιδί. Όλοι στο γενεαλογικό δέντρο του μπαμπά μου ήταν δικηγόροι. Εγώ δεν τους έμοιασα καθόλου, αφού για να πάρω το χαρτί του λυκείου, και να ξεμπερδεύω από ότι είχε σχέση με σχολείο, πολύ αποφασιστικά έδωσα λευκή κόλα σε όλα τα μαθήματα στις πανελλήνιες, και έτσι η καημένη η μαμά μου απογοητευμένη, δεν ξαναέκανε λόγο για πανεπιστήμιο. 
Δεν ήταν ότι ήμουν ο μπούφος της τάξης! Να μη τα λέω και τραγικά. Αν διάβαζα λίγο παραπάνω μπορεί και να τα κατάφερνα. Ήμουν πάντα καλή μαθήτρια, χωρίς να προσπαθώ πολύ. Απλά δεν το ήθελα το πανεπιστήμιο. Εμένα μου αρέσει περισσότερο ο αθλητισμός και συγκεκριμένα το πιγκ-πονγκ. Είμαι γραμμένη σε μια ομάδα πρώτης κατηγορίας από τα δώδεκα χρόνια μου και έχω ξεχωρίσει εκεί. 
Αλλά και η μαμά αν και εκπαιδευτικός, δεν έδειχνε ότι με θέλει ντε και καλά επιστήμονα. Ίσα- ίσα που πάντα μου έλεγε πως αν θέλω να προοδεύσω, να κάνω αυτό που αγαπάω περισσότερο. Μόνο που εγώ είχα καταλάβει πως θα προτιμούσε να μπω στο πανεπιστήμιο, για να μπει κι’ εκείνη στο μάτι της οικογένειας του μπαμπά μου.
Η μαμά μου αν και με είχε μεγαλώσει μόνη της, δεν ήθελε να την κατηγορήσουν ότι με παραμελούσε. Ε δε νομίζω πως αυτός ο λόγος ήταν και ο πιο πειστικός για να στρωθώ στα θρανία για ένα σωρό χρόνια ακόμη!
Αλλά ας έρθω και πάλι σ’ αυτά που έλεγα για το μπαμπά μου.
Ο μπαμπάς μου, είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης δικηγορικής εταιρίας που εδρεύει στον Πειραιά και είναι πολύ πλούσιος η… τέλος πάντων αρκετά πλούσιος. Δυστυχώς δε μπορώ να μπω σε σύγκριση με το πολύ και το αρκετά, αφού η μαμά μου κι’ εγώ τα βγάζουμε πέρα «μία η άλλη» που λένε, και ποτέ δε μας απασχόλησε το θέμα του πλούτου. Εγώ ας πούμε θα αισθανόμουν πάμπλουτη αν ο μισθός μου έφθανε για όλα τα προσωπικά μου έξοδα, και δεν δανειζόμουν κάθε τρεις και δύο από τη μαμά μου. 
Η μαμά μου εργάζεται σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο της Κυψέλης κι εγώ εδώ και δυο χρόνια απ’ τον καιρό που τελείωσα το Λύκειο σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο. 
Τον μπαμπά μου είχα να τον δω δέκα ολόκληρα χρόνια. Θα ήμουν δέκα όταν μετά από ένα μεγάλο καυγά με την μαμά μου που ακόμη τον θυμάμαι, σταμάτησε να έρχεται στο σπίτι μας. Τον είδα πάλι πριν ένα μήνα στα εικοσιένα μου, τότε που η μαμά μου τον έφερε τρομοκρατημένη να με δει, όταν αρρώστησα βαριά μετά από μια ερωτική απογοήτευση, και που όλοι τότε φοβήθηκαν ότι θα πεθάνω. Τότε ήταν που ο μπαμπάς αποφάσισε να με βγάλει επιτέλους στον κόσμο, χωρίς όπως μου είπε να τον νοιάζει πια τι θα πουν στην οικογένεια του. «Το είχα ως δεδομένο» μου είπε τη μέρα που ήρθε να με δει, «ότι τα παιδιά πεθαίνουν μετά τους γονείς και όλο το ανέβαλα αυτό που θα κάνουμε τώρα».
Μπορεί όλα αυτά που διηγούμαι να φαίνονται μελοδραματικά όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μαμά μου που με μεγάλωσε με πολύ αγάπη και φροντίδα, ποτέ δεν με άφησε να καταλάβω πως είμαστε μια διαφορετική οικογένεια απ’ αυτές που έχουν οι κολλητές μου, η Τασσώ και η Βικτωρία. Δηλαδή μια οικογένεια με μπαμπά και μαμά και αδέλφια και φωτογραφίες του γάμου των γονιών τους ακουμπισμένες στον μπουφέ, όπως έχουν αυτές. Και αν σκεφθεί κανείς ότι την εποχή που γεννήθηκα εγώ οι μονογονεϊκές οικογένειες, δεν υπήρχαν ακόμη ούτε σαν λέξη στο λεξικό,… η μαμά τα κατάφερε σπουδαία!
Με τις κολλητές μου, γνωριζόμαστε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είχαμε γραφτεί την ίδια χρονιά στην πρώτη, σ’ ένα δημόσιο δημοτικό της Κυψέλης, και γίναμε φίλες απ’ την ώρα του Αγιασμού ακόμη! Ένα παιδάκι εκεί στη γραμμή είχε σπρώξει την μικροκαμωμένη Βικτορία που έπεσε και χτύπησε το γόνατό της. Η Τασώ κι εγώ αναλάβαμε την υπεράσπισή της και από κείνη την πρώτη μέρα γίναμε ένα επίσημο δυναμικό τρίο, αντίθετα από τα άλλα παιδάκια της πρώτης, που έρχονταν στο σχολείο κλαίγοντας ακόμη.
Κοντά σε μας γνωρίστηκαν και οι μαμάδες μας και με χαρά ανακαλύψαμε ότι μέναμε και στην ίδια γειτονιά. Όλα αυτά τα χρόνια, η Τασώ η Βικτορία κι εγώ δεν έχουμε χωρίσει ούτε μια μέρα. Οι μαμάδες μας χαίρονταν κι αυτές πολύ για την φιλία μας,…μέχρι και πριν από επτά μήνες. Από κει και πέρα κοντέψαμε να τις τρελάνουμε. Ήταν τότε που αποφασίσαμε να φύγουμε απ’ τα σπίτια μας για να συγκατοικήσουμε οι τρεις μας. Τότε οι μανούλες μας έκαναν σαν να έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους. 
Φυσικά έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να μας αλλάξουν γνώμη. Και τι δεν μας είπαν! Τι λόγια γεμάτα συγκίνηση! Τι νουθεσίες! Τι απειλές ότι δεν πρόκειται να μας… βοηθήσουν! Ειδικά η δική μου, με απείλησε σοβαρά ότι θα μου κόψει τα δανικά. Πλην όμως, εμείς ανένδοτες. Τότε κι’ αυτές τι να έκαναν; Παιδιά τους ήμασταν! Αναγκαστικά «στάθηκαν στο πλάι μας». Αυτό το τελευταίο το είπε η μαμά μου. Όχι τίποτα μεγάλη βοήθεια! Μας βοήθησαν στο καθάρισμα του σπιτιού, μας έραψαν κουρτίνες να μη μας βλέπουν απ’ το δρόμο,… Αυτά!

Το ταξί κόντευε να φτάσει στη Φιλοθέη και το καρδιοχτύπι μου δυνάμωνε. Τουλάχιστον Χριστέ μου, σκεφτόμουν γεμάτη ταραχή, κάνε να μην είναι εκεί ο Μάρκος! Ο Μάρκος μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσα με όλη μου την ψυχή.

Πώς μπόρεσε; αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά. Μετά από αυτό που έκανε, τον είχα διώξει χωρίς δεύτερη σκέψη. Φυσικά κάθε γυναίκα το ίδιο θα έκανε στη θέση μου. Ακόμη και όταν έμαθα ότι απ’ την απελπισία του έσπασε το χέρι του χτυπώντας το δυνατά στον τοίχο του σπιτιού του αφού πιο πριν είχε σπάσει τα πάντα εκεί μέσα, πάλι δεν μπόρεσα να τον συγχωρέσω. Με τον Μάρκο είχαμε τελειώσει.











3 σχόλια:

  1. Γιώργος Βλαχάκης :

    το χω πει ξανα ..ποταμίσιος ο λόγος σου ..εναι σα να πίνεις καφε με τον αναγνώστη σου και του τα διηγείσαι ...ΜΠΡΑΒΟ ...!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ειρηνη! '

    Γιώργο Βλαχάκη Σ' ευχαριστώ για άλλη μια φορά. Η κριτική σου είναι.......μεγαλείο φίλε μου, και τιμή για μένα από έναν σπουδαίο ποιητή - παραμυθά σαν και σένα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή