Γ. ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ‘’ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ’’
|
Τη βραδιά αυτή, ακολούθησαν κι άλλες με μοναδικό σινιάλο το τραγούδι που κάθε βράδυ ένας Έλληνας τραγουδιστής, έλεγε στο γειτονικό μας κλαμπ, στην Κύπρο.
‘’Μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα
Βρέχει ο Θεός και θα βραχώ’’
Μόλις λοιπόν άκουγα το ρεφραίν αυτό, έτρεχα στο θείο μας λημέρι να τη συναντήσω, όπως εκείνη τη νύχτα, που όμοια της δεν θα ήθελα να ξαναζήσω.
Ήταν μία τα μεσάνυχτα κι εγώ κρυμμένος στις φυλλωσιές του κήπου της στο πίσω μέρος της έπαυλης, να προσδοκώ την άφιξή της.
Κάποια στιγμή την είδα στην τζαμαρία της κουζίνας, να μου κάνει νόημα να φύγω. Καμώθηκα ότι δεν κατάλαβα και άρχισα να μπουσουλώ ως τη σκαλίτσα της υπηρεσίας και μ΄ένα σάλτο, μπήκα μέσα.
-Φύγε, φύγε, Άγγελε, μου ψιθύρισε ενοχικά, αυτός δεν κοιμήθηκε ακόμα.
Της έκλεισα το στόμα κι αφουγκράστηκα. Τα ουρλιαχτά των ενοχών μου άκουγα μονάχα.
Το ανθρώπινο σώμα όμως, με τις επιτακτικές ανάγκες της ψυχής, στραγγάλισαν με μιας τις ενοχές μου.
Ελεύθερο πουλί ο έρωτας και πώς να τον μαντρώσεις!
Την άρπαξα στην αγκαλιά μου και την ξάπλωσα πάνω στην μοκέτα.
Στης ζήσης την ουσία, μίζερες σκέψεις δεν χωρούν!
Γονάτισα μπροστά της. Το Διονυσιακό γιορτάσι φλόγιζε τώρα με ηδονικούς ψαλμούς τη σάρκα, όταν…..
Όταν ακούσαμε πίσω μας βήματα του άντρα της, που όλο και πλησίαζαν.
Με μια ενστικτώδικη ορμή την κάλυψα ολόκληρη με το κορμί μου, σαν τον ξεβρασμένο ναυαγό από μεγάλη τρικυμία.
Αυτήν τη γυναίκα που εγώ την είχα οδηγήσει σε τούτο τον κλεψίγαμο έρωτα, έπρεπε με κάθε τρόπο να τη σώσω.
Να τη σώσω! Πώς; Μ΄αυτήν την ημίγυμνη ''μοιχεία'' που εγκυμονούσε διασυρμό;
Μαστιγώνομαι από ντροπή.
Θέλω να κλάψω, να κλάψω σαν άντρας που δεν έκλαψε ποτές του.
Οι πατημασιές του όλο και δυνάμωναν τώρα, μαχαιρώνοντας και την τελευταία ελπίδα σωτηρίας.
Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, για να μη δω την ψυχή μου ανυπεράσπιστη να αναδύεται, στων ματωμένων Αγγέλων τη μανία.
-Αν δεν πεθάνω απόψε, ποτέ δεν θα φοβηθώ το θάνατο ξανά, συλλογίστηκα με ό,σο λογισμό μπορεί να διαθέτει την ύστατη στιγμή ένας μελλοθάνατος.
Θα πρέπει να μείναμε κει, ίσαμε μισό αιώνα, κουλουριασμένοι σε στάση σιαμαίων εμβρύων, προσμένοντας την καταδίκη της διχοτόμησής μας, που αργούσε όμως να φανεί.
Κάποια στιγμή, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Να ανοίξω τα μάτια μου και ν΄ αντικρύσω κατάματα το δήμιό μας.
Να τολμήσω θέλω.
Να εξαγνιστώ στην τιμωρία της ταπείνωσης.
Να παραδοθώ γυμνός και ντροπιασμένος.
Αιμορραγώ από ντροπή ως το μεδούλι της ασυδοσίας μου. Κόλαση.
Ανοίγω τα μάτια. Νεκρικό σκοτάδι μέσα.
Ήμαρτον Θεέ μου! Και ο διακόπτης που άκουσα, πού είχε ανάψει; Ανασηκώθηκα. Ένα φως αντιφέγγιζε στο μπάνιο και κείνος βρισκόταν μέσα.
Το ζορισμένο ένστικτο, με ώθησε αστραπιαία να σηκώσω το χέρι μου και να στομώσω τα χείλια της Χριστίνας που έβγαζαν επιθανάτιους ρόγχους, ενώ με το άλλο την ακινητοποιούσα. Και ο παραμικρός θόρυβος θα τον οδηγούσε στην επ΄αυτοφώρω σύλληψή μας.
Κόλαση. ‘’Μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις’’
Άλλος μισός αιώνας αυτοκαταδίκης, ως τη στιγμή που τα βήματά του άρχισαν να απομακρύνονται από τον Ιερό τόπο του Εγκλήματος!
Η τιμωρία, είχε δώσει για άλλη μια φορά συγχωροχάρτι στη ζωή μου, που είχε μισέψει πριν καλά, καλά, τη ζήσω!
Εκείνη τη νύχτα, είπα στη Χριστίνα...
Κάποια μέρα που θα΄ναι κοντινή, θα νιώσεις, τι σημαίνει να ανεβαίνεις τα σκαλιά της εκκλησίας, μ΄αυτόν που αγαπάς!!
Με μιας, άνθισαν οι ουρανοί !!!
Κι εκείνη, μοσχοβόλησε!!!
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου