Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ ''Η ΚΑΠΑΡΝΤΊΝΑ''



Βρίσκονταν και οι δυο από καιρό στην ίδια εφημερίδα. Αυτήν με την μεγαλύτερη κυκλοφορία.
Εκείνη ήταν στα σαράντα τρία . Αλλά φρέσκια στο μυαλό και στην εμφάνιση, δεν την έκανες ούτε τριάντα πέντε. Δούλευε παράλληλα και για κάποιο περιοδικό, να περνάνε πιο εύκολα οι ώρες αφού από τότε που πέθανε ο άντρας της, το σπίτι της φαινόταν ένας άγνωστος χώρος χωρίς αυτόν.
Δεν ανήκε στα ,,επώνυμα,, στελέχη αλλά δεν περνούσε απαρατήρητη.
Στα πηγαδάκια των κουτσομπολιών σκοτώνονταν αν ήταν ωραία, ή καλλονή.
‘’Έλα μωρέ τι καλλονή; Βία να φθάνει το ένα κι εξήντα κι’ αυτό με τα τακουνάκια της! Έλεγε ο Μίλτος που τη λιγουρευόταν στα κρυφά, και τα βράδια δίπλα στη κοιμισμένη γυναίκα του σκεπτόταν γι’ αυτήν ό,τι χυδαιότερο μπορεί να βάλει ο νους του άντρα.
Εκείνος ‘’ επώνυμος’’ ανάμεσα στα πέντε πρώτα στελέχη της εφημερίδας. Πανέξυπνος με μόρφωση ( εκείνη είχε διαβάσει το βιογραφικό του στο γκουγκλ, και ήξερε πως ήταν της νομικής και συγγραφέας που πραγματευόταν περισσότερο τα πολιτικά της χώρας. Λίγο μεγαλύτερος της)
Τον είχε προσέξει πρώτη. Βέβαια αυτόν όλοι τον πρόσεχαν και τον ‘’έγλυφαν,, .
Και τα πράγματα κυλούσαν ήσυχα μέχρι που εκείνη κάποια μέρα διάβασε ένα άρθρο του που της άρεσε πολύ. Δεν ήταν εντελώς πολιτικό, περισσότερο προς το κοινωνικό έγερνε , κι’ έτσι αποφάσισε μόνη της και χωρίς να ρωτήσει ούτε καν τον ίδιο το αναδημοσίευσε στο γυναικείο περιοδικό της με το όνομα του.
Το έμαθαν όλοι στην εφημερίδα την πρώτη κιόλας μέρα που κυκλοφόρησε το περιοδικό, και την κάλεσαν πριν προλάβει να φτιάξει τον καφέ της από το γραφείο της, στο γραφεί του κυρίου γενικού.
-Τι κάνεις; Κλέβεις τα άρθρα της εφημερίδας και τα πουλάς στο περιοδικό σου για δικά σου;- Της φώναξε χωρίς προλόγους αυτός κατακόκκινος χωρίς ούτε καλημέρα να της πει.
-Μα τι λέτε τώρα; Τα άρθρα όσο περισσότερο κυκλοφορούν τόσο το καλύτερο.-
- Αν έχεις τέτοιες απόψεις να τις εφαρμόζεις όταν αποκτήσεις δική σου εφημερίδα. Όχι στη δική μου. - Της φώναξε αλλάζοντας το χρώμα του από κόκκινο προς το μπλε.
Οι φωνές του θα ακούγονται σ’ όλον τον όροφο και όπου νάνε θα κάνει την εμφάνισή του και ο άλλος. Σκέφτηκε κατατρομαγμένη. Πως θα το πάρει άραγε;
-Έχω συζητήσει γι’ αυτό με κάποια από τα στελέχη σας. Άλλωστε το όνομα του συγγραφέα το έβαλα φάτσα –κάρτα. Τι διάολο μου λέτε τώρα;- είπε με σταθερή φωνή προσπαθώντας να ελέγξει το χτυποκάρδι της.
Έχεις συζητήσει γι’ αυτό το άρθρο; Γι’ αυτό; Γι’ αυτό;
-Στο διάολο να πάει! Πόσες φορές να μου πει ‘’γι’ αυτό’’ είπε μέσα της εκείνη που πάντα σιχαινόταν τις επαναλήψεις των λέξεων του κυρίου γενικού, που τον έκανε συχνά να μοιάζει σαν να μιλούσε σε ηλίθιους.
Η πόρτα που άνοιξε τους έκανε να σταματήσουν για λίγο.
Ήταν εκείνος.
Ωχ τώρα; σκέφτηκε η γυναίκα.
-Τι συμβαίνει Ηρακλή; Ακούγεσαι μέχρι κάτω. Μπορώ να βοηθήσω; Είσαι κατακίτρινος-
Του άλλαξε και το χρώμα σκέφτηκε εκείνη και έκρυψε με το ζόρι το γέλιο της. Αφού αυτός ο βλάκας έχει γίνει μπλε.
-Πέστου τι έγινε- είπε ο κύριος γενικός απευθυνόμενος στη γυναίκα. – Όχι πέστου- πέστου- πέστου.
-Τι έγινε; Την ρώτησε αυτός ήσυχα.
Εκείνη του εξήγησε όλη την κατάσταση, μαζί και τις απόψεις της, πως όσο ένα άρθρο κυκλοφορεί τόσο περισσότερο μαθαίνεται η ιστορία και αρχίζει να κυκλοφορεί κι αυτή από στόμα σε στόμα.
-Το μόνο μου ‘’αμάρτημα’’ είπε σαρκαστικά στη λέξη αμάρτημα είναι που δεν ρώτησα τον κύριο γενικό.
-Εσύ τι λες; Ρώτησε ο κύριος γενικός εκείνον.
-Δεν βρίσκω τίποτα το ‘’αξιόποινο’’ είπε εκείνος τονίζοντας ειρωνικά το αξιόποινο. Και ούτε η εφημερίδα θα έβγαζε περισσότερα λεφτά αφού είναι σίγουρο ότι καμιά αναγνώστρια ‘’αυτού’’ του περιοδικού δεν διαβάζει εφημερίδα.
Εκείνη που πρόσεξε ότι το ‘’αυτού’’ του περιοδικού το είπε όλους διόλου περιφρονητικά σαν να μιλούσε για κάτι εντελώς μη αξιόπιστο, άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, όμως εκείνος πρόλαβε και της έκλεισε το μάτι, κι εκείνη πρόλαβε και έκλεισε το στόμα της.
-Οπότε; Τον ρώτησε ο κύριος γενικός.
Οπότε το κέρδος μας είναι διπλό. Απάντησε εκείνος.
-Το δικό σου ίσως! Όχι όμως και της εφημερίδας επέμενε ο κύριος γενικός.
-Το άρθρο κυκλοφόρησε με το όνομα σου βλέπεις.
-Λεπτομέρειες! Έκανε εκείνος βαριεστημένα αν και μέσα του δεν το έβρισκε καθόλου λεπτομέρειες αφού πάντα η εφημερίδα έχει τον πρώτο λόγο να κρίνει και να αποφασίσει για κάτι τέτοιο. Όμως εκείνη ήταν πολύ όμορφη κι εδώ και κάμποσο καιρό σκεπτόταν πως θα βρει τρόπο να την διπλαρώσει και τώρα που η ευκαιρία του ήρθε ουρανοκατέβατη δεν θα άφηνε τον γενικό βέβαια να του πάρει τη μπουκιά απ’ το στόμα.
-Ο κύριος γενικός φύσηξε ξεφύσηξε αλλά είχε εμπιστοσύνη στο κριτήριο αυτού του δημοσιογράφου του και απ’ την άλλη δεν θα τσακωνόταν και μαζί του μιας και δεν ήθελε να τον χάσει απ’ την εφημερίδα του αν τον ζόριζε περισσότερο. –Είναι περιζήτητος ο μαλάκας- σκέφτηκε φουρκισμένος , -ας κάνω πως τον καταλαβαίνω-
-Εντάξει πήγαινε. Είπε σε κείνη – αλλά να μην ξαναγίνει χωρίς να με ρωτήσεις.
Ο συγγραφέας της άνοιξε την πόρτα του γραφείου αβρά και την ακολούθησε αφήνοντας εμβρόντητο τον κύριο γενικό που έβρισκε πως το πιο φυσικό θα ήταν να μείνει εκεί να συζητήσουν το συμβάν και ίσως να έβγαζαν και καμιά ζουμερή ανακοίνωση για κάτι τέτοιες εξυπναδούλες σαν της ‘’ κυρίας’’.
--------------------------------------
-Τι λες; Πάμε να πιούμε έναν καφέ να ηρεμήσεις λίγο. Αυτός ο τρίλεξος βράχνιασε από τις φωνές που σου έβαλε και σε έκανε να χάσεις το χρώμα σου.
-Τρίλεξο το λες εσύ; Πολύ πετυχημένο. Κι εγώ ψάχνω για ένα παρόμοιο παρατσούκλι. Θα κρατήσω αυτό μ’ αρέσει.
Έξω είχε αρχίσει ψιλόβροχο κι εκείνη είχε βγει με ένα ελαφρύ ζακετάκι.
-Κρύο κάνει. Του είπε. –Λέω να πεταχτώ μέσα να πάρω την καπαρντίνα μου.
-Αν θέλεις κι ‘ένα δεύτερο γύρο με το ‘’κύριο’’ γενικό πήγαινε. Της είπε χωρίς να το πιστεύει.
-Λες να έχουμε και συνέχεια; Ρώτησε εκείνη τρομοκρατημένη.
-Λέω πως είναι καλύτερα να τον αφήσουμε να ξεχαστεί. Αν πέσει και δουλειά μαζεμένη εσένα θα σε ξεχάσει.
-μπρρρρ. Τότε καλύτερα πάμε. Άλλωστε η καφετέρια δεν είναι μακριά.
Περπάτησαν λίγο κάτω απ’ το ψιλόβροχο αλλά το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό, κι εκείνη δίπλωσε τα χέρια της γύρω της.
-Έλεγα να σε τυλίξω με την καπαρντίνα μου να σε ζεστάνω λίγο. Αλλά δεν ξέρω αν το θέλεις;
-Το θέλω! είπε εκείνη χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να καθυστερήσει την απάντηση της.
Ωραία θα ήταν μες την αγκαλιά του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που δεν επέμενε να πάει να πάρει την καπαρντίνα της και όχι ο κύριος γενικός. Σκεφτόταν ότι μπορεί και να γινόταν κάτι τέτοιο. Σε τόσες ταινίες το είχε δει να γίνεται.
Εκείνος την τύλιξε με την καπαρντίνα του και άρχισαν να προχωρούν κολλημένοι προχωρώντας πια όσο πιο αργά γινόταν.
-θέλεις να σε σφίξω λίγο πιο πολύ να σε ζεστάνω; Μπαίνει αέρας από την καπαρντίνα.
- Ζέστανέ με ψιθύρισε με τρεμουλιαστή από την συγκίνηση φωνή.
Επιτέλους! Χριστούλη μου επιτέλους! Πόσο το περίμενα!!!
Εκείνος την τύλιξε με την καμπαρτίνα σφίγγοντας την με την καρδιά του να χτυπά δυνατά.
Επιτέλους την κατάφερα! Πόσον καιρό το περίμενα αυτό! Σκέφτηκε προχωρώντας αργά προς την καφετέρια.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟ

Βρισκόμαστε και πάλι στην εφημερίδα, αυτή που λέγαμε με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία .
Έχει περάσει μια εβδομάδα από τη μέρα που το ζευγάρι τυλίχτηκε με την καπαρντίνα. Όταν έφτασαν στην καφετέρια εκείνη τη μέρα αισθάνονταν κι οι δυο γεμάτοι ευφορία.
Εκείνος όσο έπιναν τον καφέ τους άκουγε με μισό αυτί την χαριτωμένη φλυαρία της γυναίκας και σκεπτόταν το επόμενο βήμα.
Την έβλεπε κιόλας γυμνή στο κρεβάτι αλλά για να γίνει αυτό κάτι έπρεπε να μεσολαβήσει. Και κάτι ακόμη να κάνει η να πει εκτός από το τύλιγμα τους με την καπαρντίνα .
Ήταν χωρισμένος δύο χρόνια τώρα, και μετά το σοκ του διαζυγίου δεν μπορούσε να σκεφτεί τι στο διάολο έπρεπε να της πει για να φτάσουν στην πολυπόθητη στιγμή, αφού κόντευε πια να ξεχάσει το σπορ.
Και δεν είχε καιρό για αργοπορίες. Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν πια αναπόφευκτος κι’ αυτός σαν πολεμικός ανταποκριτής θα ήταν αναγκασμένος να φύγει για…. Ποιος ξέρει πάλι για πόσες μέρες η και εβδομάδες.
Οι γυναίκες δεν τα καταλαβαίνουν αυτά. Σε θέλουν κάθε βράδυ στο χαρέμι τους. Αυτός ήταν και ο λόγος του χωρισμού του με την πρώην του. Την αγαπούσε και λαχταρούσε κάθε φορά την ώρα που θα γύριζε στο σπίτι του και στην γυναίκα του. Του άρεσε όταν έφθανε νύχτα και την έβρισκε να κοιμάται ήσυχη στο κρεβάτι τους. Έκανε ένα μπάνιο και το ξενυχτούσαν μέχρι τα χαράματα. Όλα αυτά μέχρι την τελευταία φορά που αποφάσισε να της κάνει την έκπληξη. Ήθελε να τον δει μπροστά της ξαφνικά και να αρχίζει να στριγκλίζει χαρούμενη. Τον καταδιασκέδαζε όταν γινόταν αυτό, και το σεξ γινόταν πιο παθιασμένο, και πιο αυθόρμητο.
Η αναμονή (σε μερικές ώρες θα είμαι εκεί μωρό μου) πάντα την κούραζε.
Έτσι, εκείνη τη μέρα δεν της τηλεφώνησε και όταν έφτασε στο σπίτι, ήταν στο κρεβάτι, αλλά αυτή τη φορά όχι μόνη της. Ο μαντράχαλος ο γείτονας ήταν από πάνω της κι’ εκείνη που είχε χαθεί ολόκληρη από κάτω του, δεν τον πήρε είδηση από τα βογγητά και τις γνωστές μικρές κραυγές της.
Εκείνος τους κοιτούσε αρκετή ώρα χωρίς να μπορεί να κουνηθεί αφού είχε παραλύσει. Στο τέλος χτύπησε δυνατά την πόρτα πίσω του κι’ ώσπου να βγάλει το αυτοκίνητο απ’ το γκαράζ εκείνη κατέβηκε τυλιγμένη στη ρόμπα της και ο μαντράχαλος έτρεχε μισόγυμνος για το σπίτι του. Δεν της ζήτησε καμιά εξήγηση. Της έδωσε δυο γερές ξανάστροφες και όταν αυτή έπεσε στο πάτωμα έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και έφυγε.
Και τώρα είχε απέναντί του αυτήν την πανέμορφη κλέφτρα του άρθρου του και δεν ήξερε τι να κάνει.
Το τηλέφωνο που χτύπησε τον έβγαλε απ’ την αμηχανία. Ήταν ο τρίλεξος και καταταραγμένος του είπε πως έπρεπε να είναι στανμπάι αφού από στιγμή σε στιγμή θα έπαιρναν την τελειωτική απάντηση αν φύγει για Βαγδάτη η όχι.
-Μάτυ (έβγαινε απ’ το Ματίνα του είχε πει στο δρόμο) σήκω κοπέλα μου πρέπει να φύγουμε.
Δεν πρόλαβαν ούτε τον καφέ τους να πιουν ούτε κάποια υπόσχεση να δώσουν αφού δεν είχε γίνει καμιά συζήτηση πάνω στο θέμα που τους απασχολούσε και τους δυο, και σπατάλησαν αυτήν την πολύτιμη ώρα να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων.
Ο Νίκος έφυγε την ίδια μέρα χωρίς να προλάβει ούτε να την χαιρετήσει.
Θα μπορούσε να της τηλεφωνήσει. Μα όλα όσα είχε να της πει δε λέγονταν απ’ το τηλέφωνο. Τι να της έλεγε; Μήπως ήξερε και τίποτα για τη Μάτυ; Δεν ήξερε καν αν είναι παντρεμένη η δεσμευμένη η αν έχει κάποιον στο μυαλό της….. Και τι έγινε που τυλίχτηκαν με την καπαρντίνα και μετά ήπιαν ένα καφέ; Και αν πράγματι ήταν δεσμευμένη; Να κι’ άλλη μια σαν την πρώην του. Να τυλιχτεί στην καπαρντίνα μαζί του, τρέμοντας από συγκίνηση, που ένας άντρας την κρατούσε στην αγκαλιά του. Ένας άγνωστος άντρας. Μπορεί αυτός να την είχε προσέξει και να μπαινόβγαινε χωρίς να έχει καμιά δουλειά στο μεγάλο γραφείο που δούλευαν καμιά δεκαριά, μαζί και η Μάτυ, αλλά δεν θυμόταν αν εκείνη του είχε ρίξει ποτέ καμιά ματιά.
Μπααα! Αυτό που έγινε με την καπαρντίνα δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν!
Αυτό σκεπτόταν η Μάτυ γράφοντας στο υπολογιστή κάτι που της είχε ζητήσει ο κύριος γενικός, όταν άμαθε πως έφυγε σ’ αυτήν την αποστολή στο Ιράκ.
Πολύ απλά έβρεχε λίγο, κι εκείνος προθυμοποιήθηκε να με τυλίξει με την καπαρντίνα του. Αυτό ήταν όλο! Κι’ εγώ το έκανα στο μυαλό μου σαν να βρισκόμαστε ήδη στα σκαλιά της εκκλησίας.
Κάγχασε με το αστειάκι της, αλλά και με την αφέλεια που έδειξε.
Άλλωστε, συνέχισε να σκέπτεται, μπορεί να έχει ήδη κάποια που να είναι μαζί.
Ήξερε για το χωρισμό του. Όλες όσες τον λιμπίζονταν αυτό συζητούσαν στο γραφείο, αλλά καμιά δεν ήξερε αν είναι με κάποια.
-Πάντως εδώ δεν έχουμε δει καμία να τον ζητάει. Ε κορίτσια;
Είπε μια μέρα η Κάτια η πιο κουτσομπόλα του γραφείου. Τι στο διάολο κρύβει τη ζωή του, η πράγματι ζει μόνος του;
Ήταν η Τρίτη μέρα που έλειπε ο αγαπημένος τους συγγραφέας και η συζήτηση τους ήταν το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας γι’ αυτόν.
Ο Νίκος καθισμένος κατάχαμα με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι άκουγε το θόρυβο που έκανε η μάχη από μακριά, και που μάλλον όλο και πλησίαζε, όταν ένιωσε ότι κάποιος ήταν εκεί κοντά. Γύρισε και κοίταξε . Ήταν η Μύρα.
-Επ’ Μύρα κι εσύ εδώ; Την ρώτησε,
Η Μύρα μια Ελληνογαλίδα που έμενε και Παρίσι και Ελλάδα αφού οι γονείς της ήταν χωρισμένοι, και όταν βαριόταν στο μικρό διαμερισματάκι της στο Παρίσι ερχόταν στην Ελλάδα στη μάνα της, περισσότερο για να φάει ένα πιάτο φαί της προκοπής.
Στην ίδια εφημερίδα πάντα ; την ρώτησε.
Ναι σ’ αυτήν. Αφού μέχρι τώρα δεν βρήκα άλλη καλύτερη; Λες να μην αξίζω όσο νομίζω Νικ;
Είσαι από τις καλύτερες! Αλλά βλέπεις είμαστε πολλοί. Και ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.
Ένα σύννεφο σκόνης από μακριά τους ειδοποίησε πως η μάχη ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Πάμε καλύτερα στο ξενοδοχείο. Είπε ο Νίκος και σηκώθηκε.
Εγώ θα περιμένω για λίγο το Ζυλ. Δεν θ’ αργήσει.
Εντάξει αλλά βιαστείτε. Της είπε μπαίνοντας στο τζιπ.
Ακόμη και στο ξενοδοχείο είναι επικίνδυνα. Του είπε κάνοντας αντήλιο με το χέρι της να δει κατά που έστριβε το σύννεφο.
Στο ξενοδοχείο είχε ησυχία. Αισθάνθηκε ασφαλής μέχρι να έρθει καινούρια οδηγία για το που θα πήγαινε.
Έβγαλε το μπλοκ και έγραψε και μέχρι τη στιγμή που το σύννεφο του φάνηκε να στρίβει προς το ξενοδοχείο το δικό τους.
-Μακάρι να κάνω λάθος μουρμούρισε.
Σε λίγο μαζεύτηκαν όλοι οι δημοσιογράφοι κάνοντας απίστευτη οχλαγωγία αφού ο καθένας ήθελε να πει τις δικές του εντυπώσεις από κει που βρισκόταν.
Η Μύρα και ο Ζυλ ήρθαν και κάθισαν δίπλα στο Νίκο.
Τίποτα ενδιαφέρον Νικ; Ρώτησε ο Ζυλ.
Το ήξερε καλά ο Νίκος αυτό το καθίκι το Ζυλ που τα άρθρα του ήταν γραμμένα με συρραφές από τις απαντήσεις που έπαιρνε στις ερωτήσεις του και μόνο κάποιες λίγες παρατηρήσεις δικές του
-Τα ίδια όπως πάντα. Του απάντησε με μισόκλειστα χείλη.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα, όταν ένας εκκωφαντικός θόρυβος που τον ακολούθησε κύμα σκόνης γέμισε το σαλόνι του ξενοδοχείου.
Χτυπήθηκε το ξενοδοχείο!!!!! Ακούστηκαν φωνές από δω κι’ από κει τρεχαλητά διαταγές να ψάξουν για τραυματίες η νεκρούς, παντού το αδιαχώρητο.
Το μάτι του Νίκου πήρε τη μικρόσωμη Μύρα κολλημένη με το στήθος της στον τοίχο, και τις παλάμες της να κλείνουν τα αυτιά της και το μισό πρόσωπό της.
Πήγε κοντά της και την σκέπασε με το σώμα του. Η Μύρα χάθηκε κάτω από τις μεγάλες πλάτες του νιώθοντας πιο ασφαλής.
Πέρασε αρκετή ώρα μέσα σ’ αυτό τον χαμό όταν σιγά- σιγά η ησυχία που επανήλθε σ’ όλο το κτήριο έδειχνε πως η μάχες είχαν αλλάξει κατεύθυνση.
Η Μύρα κοίταξε το Νίκο στα μάτια.
-Πως το κατάφερες αυτό μέσα σε τόσο κόσμο; Τον ρώτησε γελώντας, τραβώντας το παντελόνι της προς τα πάνω.
-Είναι το καλύτερο φάρμακο για το φόβο. Της είπε γελώντας κι’ αυτός δένοντας τη ζώνη του.
Το καλύτερο φάρμακο που δοκίμασα στη ζωή μου. είπε πάλι η Μύρα μη μπορώντας να σταματήσει τα γέλια της.
Είχαν περάσει δέκα ολόκληρες μέρες από τότε που ο Νίκος έφυγε για Βαγδάτη και εκτός από τις ανταποκρίσεις στο γραφείο του κυρίου γενικού, το προσωπικό δεν είχε άλλα νέα.
‘’Ούτε ένα τηλέφωνο δεν μου έκανε’’. Σκεπτόταν η Μάτυ απελπισμένη.
Μάλλον δεν σήμαινε τίποτα τελικά αυτό που έγινε με την καπαρντίνα. Ίσως κι’ άλλος να ήταν στη θέση του να έκανε το ίδιο χωρίς λόγο. Μόνο, …..μόνο που εκείνη είχε προσέξει την ανατριχίλα στα χέρια του από τα πάντα μισοσηκωμένα μανίκια του.
Δε πρόλαβε να αποτελειώσει τη σκέψη της όταν μπήκε ο Νίκος στο μεγάλο τους γραφείο.
-Γεια σας παιδιά! Είπε με τη δυνατή φωνή του χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από τη Μάτυ.
Αχ Θεέ μου εμένα κοιτάει συνέχεια. Ας ελπίσω πως δεν είναι σύμπτωση κι’ αυτό.
Όλοι σηκώθηκαν να το χαιρετίσουν. Τα κορίτσια τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν.
Πάλι ζωντανός μας ήρθε αυτός! είπε ο λογιστής στον διπλανό του. Πάλι δεν θα μας αφήσει κορίτσι για κορίτσι.
Εκείνος τις άφησε όλες και πήγε κατευθείαν στο γραφείο της Μάτυ.
-Με σκέφτηκες καθόλου όλες αυτές τις μέρες; Είπε.
Η Μάτυ τον κοιτούσε και αναρωτιόταν αν έκανε λάθος κοπέλα. Σε κείνην τα είπε όλα αυτά;
-Απέφευγα να σε σκεφτώ. Του απάντησε.
-Εσύ έφυγες σαν να μη με ήξερες καθόλου. Του είπε χαμηλόφωνα.
-Δεν προλάβαινα. Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα.
-Ούτε ένα τηλέφωνο δεν προλάβαινες;
Μιλούσαν τόσο απλά σαν ερωτευμένοι χρόνια, και το περίεργο ήταν ότι δεν το καταλάβαιναν.
-Ούτε ένα τηλέφωνο. Είπε εκείνος. Είμαστε διαρκώς εν κινήσει. Αλλά και τι να σου έλεγα στο τηλέφωνο; Δεν ξέρω καν αν είσαι παντρεμένη αρραβωνιασμένη κάτι τέλος πάντων που να σε δεσμεύει.
Τους Διέκοψε η Μύρα που μπήκε ορμητικά χαιρετώντας όλο τον κόσμο, με την Γαλλική προφορά της. Όλοι την ήξεραν τη Μύρα αφού πάντα μετά την πτήση για Αθήνα έμπαινε στην εφημερίδα για ένα γεια.
Εσύ πως τα πέρασες αυτή τη φορά; Την ρώτησε η Κάτια Φοβήθηκες πολύ; Ακούγαμε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα.
Α! Εγώ πέρασα μια χαρά! Ο Νίκ μου έμαθε πώς να διώχνουμε το φόβο μακριά.
Πως; Ρώτησαν όλοι μαζί.
Ποιο συναίσθημα είναι πιο δυνατό κι’ από το φόβο; Τους ρώτησε.
Το σεξ. Πετάχτηκε ο λογιστής.
Ε αυτό! Είπε γελώντας εκείνη κοιτώντας πονηρά το Νίκο.
Η Μάτυ κοιτούσε άναυδη τη μικρόσωμη Γαλλίδα κι αυτό το ολοφάνερο αστειάκι την έκανε άνω κάτω. Μια ψιλή γραμμή από αίμα έτρεξε στην μύτη της. Ήταν το φυσικό της. Όταν στενοχωριόταν πολύ άνοιγε η μύτη της.
Μύρα σκάσε πια σε περιμένει ο Ζυλ κάτω. Άντε πήγαινε της είπε ο Νίκος κατάχλωμος.
Η Μύρα συνηθισμένη στις βρισιές των ανδρών δεν έδωσε σημασία. Χαιρέτησε όλους με ένα γεια και έφυγε. Ήταν αλήθεια ότι τον είχε στήσει πάλι το Ζυλ.
Ο Νίκος πήρε ένα χαρτί από το κουτί που είχε στο γραφείο της η Μάτυ.
Έλα να σε σκουπίσω. Τρέχει αίμα η μύτη σου της είπε προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα.
Πάμε στην τουαλέτα να βάλουμε λίγο βαμβάκι. Δεν σταματάει να τρέχει. Της είπε και την έπιασε απ’ το μπράτσο κάνοντας τους άλλους να τους κοιτούν μάλλον με περιέργεια.
Πήγαν στην τουαλέτα κι’ όταν σταμάτησε το αίμα να τρέχει, εκείνος κόλλησε τη Μάτυ στο νιπτήρα και την αγκάλιασε.
Ο άντρας μου έχει πεθάνει. Είπε αυτή στην ερώτηση που της είχε κάνει εδώ και μισή ώρα. Είμαι μόνη μου.
Αυτός χαμογέλασε. Τόσα είχαν γίνει αυτήν την μισή ώρα και η Μάτυ θυμόταν την κάθε του ερώτηση.
Κόλλησε πιο πολύ επάνω της ξαναμμένος.
Θέλεις; Της ψιθύρισε φιλώντας τα χείλη της.
-Θέλω είπε εκείνη με τρεμουλιαστή φωνή.
Όταν βγήκαν πια από κει, δεν υπήρχε κανείς στο γραφείο που να μην ήξερε τι γινόταν όλη αυτήν την ώρα έτσι ξαναμμένοι που ήταν κι οι δυο.
Ο Νίκος έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της κοπέλας και τους ανακοίνωσε:
Παιδιά η Μάτυ θα γίνει γυναίκα μου. Όλοι έμειναν αφωνοι μαζί και η Μάτυ αφού δεν της είχε πει τίποτα όλη αυτήν την ώρα.
Νίκο σε ζήτησε ο κύριος γενικός. Του είπε η Κάτια αλαφιασμένη.
Τι κάνει τόση ώρα; Φώναζε. Πότε θα έρθει να μου μιλήσει; Άντε πήγαινε γιατί έτσι μπουρινιασμένο δεν τον έχω ξαναδεί.
Εκείνος τράβηξε τη Μάτυ απ’ το χέρι.
-Έλα πάμε. Της είπε παρασέρνοντας την προς την πόρτα.
-Κι’ αν με ρωτήσει τι να του πω; Τον ρώτησε με απορία η κοπέλα.
Πές του ότι πάω με τη γυναίκα μου να αγοράσουμε ένα δαχτυλίδι. Πες του ότι θέλεις.
Όταν βγήκαν ο Νίκος με τη Μάτυ η Κάτια γύρισε στους άλλους χασκογελώντας, -Α! Ξέρω τι θα τι θα του πω. Ιδέα δεν έχετε πως του αρέσουν κάτι τέτοια πιπεράτα είπε τραβώντας για το γραφείο του κυρίου γενικού.
ΤΕΛΟΣ









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου