Απόψε...
θα κλείσω τα βλέφαρα και θα σε ζωγραφίσω ,αγαπημένε
ανάμεσα σ' ελαιώνες κι αμμουδιές αφρισμένες...
Να, σκύψε. Στις δυο μου χούφτες σου'φερα νερό...
νερό και φως γλαυκό, απ'το φεγγάρι του κήπου.
Έκοψα εν' άστρο...
Θα το κρεμάσω πάνω απ'το τραπέζι σου
να σου φωτίζει να διαβάζεις την κάρδια μου.
Σσσ... Μη μιλάς... μονάχα άκου...
Είναι οι ηδονικοί ψίθυροι της καλοκαιρινής γης...
Οι ερωτευμένοι γρύλοι,
η ανάσα των θυμαριών και των άγριων ρόδων.
Είναι τα όνειρά μου, που δρέπουν τα γκρίζα σου άνθη...
Σώπα... Στο ξέφωτο του ρόδινου δαφνώνα,
άρπαξαν οι νεράιδες την σελήνη...
κόβουν κομμάτια να δειπνήσουν.
Πως να την κλέψω να στη φέρω, αγαπημένε;
Μην κοιμάσαι! Άπλωσε τα μπράτσα σου,
να τα γεμίσω ουρανό,
με όνειρα, με παραμύθια... και με λιβάδια μυστικά.
Απ'τ'ασπρισμένα εξωκκλήσια γαλανών νησιών
φέρνει ο αέρας τις δεήσεις κοριτσιών ερωτευμένων,
παραδομένων στην προσμονή μακρινών καραβιών.
Να,η λεπίδα του πανιού...
στα γαλανά, στ' άσπρα μαλλιά του Ποσειδώνα αρμενίζει...
Άκου το φλάουτο του άνεμου...
πως σεργιανάει στους πευκώνες!
Ένα μικρό κοτσύφι παραληρεί,
αφημένο στης έναστρης νύχτας τα στήθια...
Κλείσε τα βλέφαρα...Πέρα μακριά
πίσω απ'τα θαμπά βουνά, ξυπνάει ο ήλιος...
Έξω απ'το παράθυρο μας, δυο σπουργίτια,
περιμένουν της δικής μας αγάπης τα ψίχουλα.
Φοβάμαι, αγαπημένε.
Μ'ενα πινέλο φως ,έφτιαξα την αγάπη μας απέραντη
σαν ουρανό, σαν ωκεανό, σαν όνειρο.
Άφησα έξω από τη θύρα της
απορημένα μάτια των παιδιών,
τους βρεγμένους δρόμους της πολιτείας,
τις φοβερές βουλήσεις των θεών.
Κουράστηκες;
Φτάνουμε αγαπημένε...
Στην άκρη του δρόμου,
είναι το λιβάδι με τους ασφόδελους
Οι εγγονές της Κίρκης, ντυμένες αρχαίο φως,
κρατούν τις οπώρες της λήθης...
Δεν πεινώ. Μα πρέπει, μου'παν, να δειπνήσω, αγαπημένε...
Στ' αχλύ φως της επόμενης μέρας
δεν θα γνωρίζω, είπαν, να εξηγήσω
πως βρέθηκαν τα γκρίζα άνθη στο μαξιλάρι μου...
Ξύπνησα.. .Κι είσαι ακόμα εδώ...
να κοιμάσαι....έτσι γερμένος τρυφερά, χαμογελάς...
στης δικής μου καρδιάς τα σκεπάσματα...
Δεν ξεχνιέται η αγάπη, ακριβέ μου...
θα κλείσω τα βλέφαρα και θα σε ζωγραφίσω ,αγαπημένε
ανάμεσα σ' ελαιώνες κι αμμουδιές αφρισμένες...
Να, σκύψε. Στις δυο μου χούφτες σου'φερα νερό...
νερό και φως γλαυκό, απ'το φεγγάρι του κήπου.
Έκοψα εν' άστρο...
Θα το κρεμάσω πάνω απ'το τραπέζι σου
να σου φωτίζει να διαβάζεις την κάρδια μου.
Σσσ... Μη μιλάς... μονάχα άκου...
Είναι οι ηδονικοί ψίθυροι της καλοκαιρινής γης...
Οι ερωτευμένοι γρύλοι,
η ανάσα των θυμαριών και των άγριων ρόδων.
Είναι τα όνειρά μου, που δρέπουν τα γκρίζα σου άνθη...
Σώπα... Στο ξέφωτο του ρόδινου δαφνώνα,
άρπαξαν οι νεράιδες την σελήνη...
κόβουν κομμάτια να δειπνήσουν.
Πως να την κλέψω να στη φέρω, αγαπημένε;
Μην κοιμάσαι! Άπλωσε τα μπράτσα σου,
να τα γεμίσω ουρανό,
με όνειρα, με παραμύθια... και με λιβάδια μυστικά.
Απ'τ'ασπρισμένα εξωκκλήσια γαλανών νησιών
φέρνει ο αέρας τις δεήσεις κοριτσιών ερωτευμένων,
παραδομένων στην προσμονή μακρινών καραβιών.
Να,η λεπίδα του πανιού...
στα γαλανά, στ' άσπρα μαλλιά του Ποσειδώνα αρμενίζει...
Άκου το φλάουτο του άνεμου...
πως σεργιανάει στους πευκώνες!
Ένα μικρό κοτσύφι παραληρεί,
αφημένο στης έναστρης νύχτας τα στήθια...
Κλείσε τα βλέφαρα...Πέρα μακριά
πίσω απ'τα θαμπά βουνά, ξυπνάει ο ήλιος...
Έξω απ'το παράθυρο μας, δυο σπουργίτια,
περιμένουν της δικής μας αγάπης τα ψίχουλα.
Φοβάμαι, αγαπημένε.
Μ'ενα πινέλο φως ,έφτιαξα την αγάπη μας απέραντη
σαν ουρανό, σαν ωκεανό, σαν όνειρο.
Άφησα έξω από τη θύρα της
απορημένα μάτια των παιδιών,
τους βρεγμένους δρόμους της πολιτείας,
τις φοβερές βουλήσεις των θεών.
Κουράστηκες;
Φτάνουμε αγαπημένε...
Στην άκρη του δρόμου,
είναι το λιβάδι με τους ασφόδελους
Οι εγγονές της Κίρκης, ντυμένες αρχαίο φως,
κρατούν τις οπώρες της λήθης...
Δεν πεινώ. Μα πρέπει, μου'παν, να δειπνήσω, αγαπημένε...
Στ' αχλύ φως της επόμενης μέρας
δεν θα γνωρίζω, είπαν, να εξηγήσω
πως βρέθηκαν τα γκρίζα άνθη στο μαξιλάρι μου...
Ξύπνησα.. .Κι είσαι ακόμα εδώ...
να κοιμάσαι....έτσι γερμένος τρυφερά, χαμογελάς...
στης δικής μου καρδιάς τα σκεπάσματα...
Δεν ξεχνιέται η αγάπη, ακριβέ μου...
ΒΙΝΤΕΟ: Κυριακη Π - ΑΝΑΣΕΣ ΘΥΜΑΡΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου