Ούτε που θυμόταν από πότε υπήρχε εκεί η άγκυρα,σίγουρα πολύ πριν τη γέννησή της. Είχε κάποτε ρωτήσει τη μάνα της
κι εκείνη της είχε απαντήσει,σαν να το συνειδητοποιούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή,"αν σου πω ότι ποτέ δεν ρώτησα τη γιαγιά,
θα με πιστέψεις;",και συμπλήρωσε:"Νόμιζα πάντα,ότι ήταν διακοσμητικό εξάρτημα του κήπου,ίσως επειδή η μάνα μου ήταν φανατική
της θάλασσας.Τι να σου πω;Μου άρεσε κι εμένα,κι έτσι την άφησα να μας "ταξιδεύει' έστω και καταγής.Τώρα που το λες όμως..."
Η γιαγιά,που ίσως θα μπορούσε να λύσει και στις δυο τους την απορία,ζούσε παρέα με την άνοιά της,αμίλητη,μήνες τώρα,καθισμένη
στην ίδια θέση που την έβαζαν κάθε πρωί,στην πολυθρόνα,σχεδόν κολλημένη στο παράθυρο του δωματίου της,ατενίζοντας (;) ίσως
μια ανύπαρκτη θάλασσα στο βάθος του κάδρου του μυαλού της.
"Θα ψάξω στα συρτάρια της,μήπως κάτι μου δώσει απάντηση",είπε η μικρή.
Τίποτα δεν βρήκε,όσο κι αν τα έκανε "φύλλα και φτερό".
"Να τη βάψουμε",είπε λίγο αργότερα στη μάνα της."Αξίζει τον κόπο".
Δύο μέρες μετά,καταπιάστηκαν μ' αυτό,μάνα και κόρη.Δύσκολη δουλειά.Δεν ήταν "παίξε γέλασε".
Ρώτησαν κι έμαθαν τι έπρεπε να κάνουν.Χορταριασμένη,σκουριασμένη,πολυκαιρισμένη.Βουνό τους φάνηκε,όμως το ξεκίνησαν.
"Τα γυναικεία χέρια, δεν είναι για τέτοιες εργασίες", τους είπε ο διπλανός γείτονας,συνταξιούχος ναυτικός,όταν τις είδε να παιδεύονται
να την ξεχορταριάσουν.Προσφέρθηκε να βοηθήσει.Στην ουσία,ανέλαβε όλη τη δουλειά.Σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα κράτησε όλο
εκείνο το πανηγύρι.Η γιαγιά, πάντα στην ίδια θέση,στη πολυθρόνα της,την κολλημένη σχεδόν στο παράθυρο,παρακολουθούσε (;) αμίλητη.
Στο στάδιο του βαψίματος βρισκόταν η δουλειά.
Ήταν η ώρα που συνήθως πρόσφεραν τον απογευματινό καφέ στον καλό τους γείτονα,όταν τον άκουσαν να τους φωνάζει:"τούτο
εδώ,το έχετε δει;".Έσκυψαν οι δυο γυναίκες να δουν.
Χαραγμένα,πάνω στην άγκυρα υπήρχαν κάποια λόγια,ίσα που μποορούσες να τα διακρίνεις:" να τη φροντίζεις,κι όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια.
Είναι η άγκυρα που έριξα στο σπιτικό σου,όταν σε γνώρισα,και θέλω να σου θυμίζει πως πάντα θα βρίσκομαι εδώ κοντά σου.Γ.Κ 18/7/46".
Κοιτάχτηκαν μάνα και κόρη.Ο γείτονας χαμογέλασε. "Εδώ υπήρχε ένας έρωτας μεγάλος"
είπε, κι ετοιμάστηκε για το βάψιμο.
"Γ.Κ. Ο παππούς! Γεώργιος Κοντοδήμας",αναφώνησε η μικρή με θαυμασμό αλλά και απορία. "Μα...ναυτικός δεν ήταν...!"
''Ηταν όμως ποιητής αγάπη μου"συμπλήρωσε η μάνα της,"κι ερωτευμένος μαζί της ως το τέλος".
Ο γρίφος είχε λυθεί.
Σήκωσαν όλοι το κεφάλι και κοίταξαν προς το παράθυρο.
Στην ίδια πάντα θέση,η γιαγιά,ταξίδευε με απλανές βλέμμα,σ' εκείνη την ανύπαρκτη θάλασσα,που μια ολάκερη ζωή, είχε φαίνεται
εγκατασταθεί στο κάδρο του μυαλού της.
Π.Ζ "Κομμάτια ζωής στο συρτάρι
Μια ακόμα υπέροχη ανάρτηση!!!! πόσα συγχαρητήρια πρέπει να πούμε στη Γεωργία Κοτσόβολου που δεν αφήνει τίποτε όμορφο "να ξεφύγει"??????
ΑπάντησηΔιαγραφήόσο για την Πέρσα Ζηκάκη είναι τόσο ξεχωριστή στη γραφή της...
κάθε φορά που γράφει κάτι ξέρουμε πως ο χρόνος μας δεν θα πάει χαμένος διαβάζοντάς το...συγχαρητήρια!!!!!!
Λίτσα Νιαρχάκου