"Όπου και αν περνούσα έβλεπα απώλειες. Άνθρωποι που από παιδιά γυρίζαμε μαζί, σήμερα δεν υπήρχαν εκεί. Οι περισσότερες πόρτες κλειστές, κρατούσαν παγιδευμένο τον πόνο στα στενά παράθυρα που μετά βίας ο ήλιος πάλευε να περάσει λίγο από το φως του. Μανάδες, με παγωμένα πρόσωπα, μετά βίας χαιρετούσαν κάποιον πριν χαθούν πάλι στο ταξίδι τους στο κενό. Ίσως στο κενό να κλείνουν ευκολότερα οι πληγές. Οι εικόνες που επιστρέφουν είναι παγίδες. «Που τον έχετε; Που είναι ο γιος μου; Τι του κάνατε;» φώναξε, πίσω μου, μια νέα γυναίκα. Την είχα δει ξανά στην αγορά, να φωνάζει και να κλαίει. Είχε τρελαθεί όταν βρήκε το μωρό της νεκρό στο κρεβάτι, με τα μάτια ανοικτά να την κοιτούν. Δεν άντεξε. Για δύο ημέρες με το παιδί στα χέρια είχε φύγει στην πλαγιά και του μιλούσε. Οι φωνές της έφτασαν μέχρι την άλλη πλευρά του λόφου, όταν της το στέρησαν για να μη κολλήσει και αυτή απ' την αρρώστια. Σαν το αγρίμι, έψαχνε το παιδί της. «Μου το κλέψανε. Ήταν καλά και μου το κλέψανε. Ο γιός μου θα γινόταν στρατηγός! Σε ξέρω εσένα. Ήσουν στο κάστρο. Θα είδες το παιδί μου». Την πήγα σε ένα ίσκιο. Δεν άντεχα να της πω την αλήθεια. Πώς να πεις την αλήθεια για ένα παιδί;…« Θα στο φέρουν, στο γιατρό είναι με άλλα παιδιά και παίζει, είναι καλά. Σύντομα θα στο φέρουν στο σπίτι». Μια αγωνία στο βλέμμα της, μου έσκισε την καρδιά. Έσκυψε και έφυγε. Δεν την ξαναείδα. Έμαθα ότι ανέβηκε στο ναό του Συμπαντικού Ήλιου και κρεμάστηκε με τη ζώνη που έφερε στη μέση της. Ίσως ξύπνησε από τον λήθαργο της τρέλας και είδε την πληγή της ζωής της… Κρίμα να χάνονται νέοι άνθρωποι, κρίμα. Έπρεπε να συνεχίσουμε. Άνοιξα τον δρόμο σε αυτή την κατάσταση θα έπρεπε να τον λειάνω, για να είναι βατός σε όλους. Είχα ευθύνη. Τα βιβλία μου έδωσαν το «φως», τη σοφία των προγόνων που είχε χαθεί στο βάθος των βιβλιοθηκών και στης σκόνης. Θα ήμουν ανάξιος συνεχιστής αν τα έθαβα μέσα μου στην πρώτη δύσκολη και επώδυνη κατάσταση. Παρά τον καυτό ήλιο η Λαμπρούπολη για όλο εκείνο το χρόνο έζησε με τις σκιές της. Χάσαμε πολύ κόσμο που δεν άντεξε. Τι αξία έχει η ζωή, αν χάσεις τους δικούς σου. Αν ζούσαμε μόνο για εμάς; Αλλά πώς να ζεις για τον εαυτό σου; Τι ζωή θα ήταν αυτή; Και τι αξία θα είχε; Αυτά σκεφτόμουν όσο καθάριζα τα αγριόχορτα από τον κήπο. Ξήλωνα με τα χέρια μου κάθε τι . Να δω το χώμα καθαρό. Τελικά σταμάτησα. Είχα νεύρα. Τα χέρια μου είχαν πληγωθεί από την αγριάδα και τα ξερά, που τραβούσα απρόσεκτα. Ποιος καθορίζει την τύχη μας; Γιατί να χάνονται παιδιά; Γιατί να ζω εγώ και όχι ένα παιδί; Η Ελπίδα με πλησίασε. Κατάλαβε την ψυχική μου βύθιση.
[Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα "ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΙΠΟΣΑΡΚΩΝ", Εκδόσεις "ΟΣΤΡΙΑ", Ιωάννης Β. Βέλλης], Φωτο: Γιάννης Βέλλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου