Όταν ήμουν μπόμπιρας κατοικούσα μέσα σ’ ένα περίκλειστο, ευτυχισμένο όνειρο. Στο θαλπερό κέλυφος του οίκου μου, πλάι στη γενέθλια μήτρα, δεν σκιαζόμουν κανέναν, δεν θλιβόμουν καθόλου, δεν νοιαζόμουν για τίποτα, κι όλοι μ’ αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, μου γλυκοτραγουδούσαν – ω, τι ευλογημένα, αλησμόνητα χρόνια! Αλλά κάποια Δευτέρα, εντελώς απροσδόκητα, άνοιξαν την πόρτα και με μόνο εφόδιο μια τσάντα που περιείχε ένα τετράδιο ιχνογραφίας κι ένα κουτί κηρομπογιές, μ’ έδιωξαν για πάντα από τ’ όνειρο. Για την ακρίβεια, μ’ έστειλαν στο νηπιαγωγείο. Θυμάμαι πεντακάθαρα εκείνες τις σκοτεινές φθινοπωριάτικες μέρες. Ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά, έκανε παγωνιά κι έβρεχε ολημερίς, λες κι ο καιρός ήθελε να μου τονίσει τι σήμαινε η παρθενική μου είσοδος στον έξω κόσμο. Η νηπιαγωγός με τοποθέτησε δίπλα στο παράθυρο της αίθουσας, το οποίο σχεδόν το κάλυπτε μια πορτοκαλιά, το μοναδικό δέντρο του προαυλίου. Τις τρεις πρώτες μέρες παρατηρούσα διαρκώς κάποιον σπουργίτη που είχε φωλιάσει τουρτουρίζοντας στα φυλλώματά της, για να προστατευτεί απ’ τη νεροποντή. Προφανώς είχα ταυτιστεί μαζί του. Την τέταρτη, ενώ κοιτούσα το τρεμάμενο πουλί αντί να ζωγραφίζω έναν χαμογελαστό ήλιο, η νηπιαγωγός με ζύγωσε σαν γάτα και μου άστραψε εν ψυχρώ μια γερή ανάποδη στο πρόσωπο – ήμουν μόλις πέντε χρονώ. Το χείλος μου σχίστηκε από το δακτυλίδι της και το αίμα στάλαζε στο ανοιχτό τετράδιο ιχνογραφίας. Δεν έβγαλα μιλιά, ούτε καν μόρφασα. Παρέμεινα σιωπηλά ανέκφραστος στη θέση μου, διότι απλούστατα είχα πεθάνει ακαριαία, για να ξαναγεννηθώ επιτόπου ένας καινούργιος, ολότελα διαφορετικός άνθρωπος. Πήρα μηχανικά τη μαύρη κηρομπογιά και σχεδίασα στο ματωμένο χαρτί ένα σταυρό, γράφοντας από κάτω φαρδιά πλατιά τ’ όνομά μου, καθώς γνώριζα ήδη γραφή. Το ίδιο βράδυ κατασκεύασα την πρώτη σφεντόνα μου. Και το επόμενο πρωί πήγα κρυφά, στο διάλειμμα, και σκότωσα τον σπουργίτη πάνω στην πορτοκαλιά. Έκτοτε, σε κάθε τσάντα μου, κουβαλούσα ανελλιπώς αρχικά μια σφεντόνα, αργότερα έναν πτυσσόμενο σουγιά, ώσπου στο τέλος μεταμορφώθηκα ο ίδιος σε καλοτροχισμένη λεπίδα. Τον μαύρο σταυρό με τα παιδικά μου αίματα τον φύλαξα και τον έχω έως σήμερα αναρτημένο πάνω από το κρεβάτι μου. Είναι ο ένας από τους δύο προσωπικούς μου σταυρούς. Ο άλλος, λευκός, μαρμάρινος, με σκαλισμένο τ’ όνομά μου (αφού έτσι λεγόταν κι ο παππούς μου), με αναμένει στο οικογενειακό μου μνήμα, στο Α’ Νεκροταφείο Πατρών.
Πεθαίνεις πάντα δυο φορές: μία, όταν για πρώτη φορά εισέρχεσαι στον κόσμο, κι άλλη μία, όταν για πρωτόστερνη φορά εξέρχεσαι απ’ τη ζωή.
Φίλιππος Φίλιας
Πανάρχαια η αγωγή προς τον όλεθρο,φίλε μου.Και το μαύρο είναι το πρώτο μη χρώμα που αν έχεις την τύχη και το αναγνωρίσεις ως εξέχον των υπολοίπων υπαρκτών χρωμάτων,τότε σοφά πορεύεσαι και σίγουρα προς τη δυστυχία,που είναι η μόνη ασφαλής οδός για τις ανεπαίσθητες ευτυχίες.Οι ζωγράφοι ευγνωμονούν το αιμάτινό σου στάλαγμα.Αποτελεί μη τοξική γραφή.Βιολογική.Εύγε,το λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφή