Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΛΥΚΡΕΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΕΜΜ. "Αναμνήσεις ενός δωδεκάχρονου από την Κατοχή - καλοκαίρι του 1943 "

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΉ ΕΝΟΣ ΔΩΔΕΚΆΧΡΟΝΟΥ ΤΌΤΕ ΠΑΙΔΙΟΎ 
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  ΤΟΥ 1943

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜΜ. ΠΟΛΥΚΡΕΤΗΣ


Αυτός είναι ο Αη Γιάννης στο δρόμο για τ' Απεράθου στη Νάξο που οι Γερμανοί μετέτρεψαν σε κρατητήριο.


Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς από τη σκληρή εκείνη κατοχική περίοδο 
της παιδικής ηλικίας.
Όσοι τη ζήσαμε έχουμε πολλά περιστατικά να θυμόμαστε μερικά από τα οποία παραμένουν ύστερα από πενήντα και πάνω σήμερα χρόνια, αναλλοίωτα στη μνήμη μου, όπως αυτό που θα σας διηγηθώ. Το καλοκαίρι του 1943 ήταν ίσως, όπως μπορώ να θυμηθώ και να κρίνω η σκληρότερη και χειρότερη εποχή της κατοχής στο χωριό και στο νησί μας.
Ήταν τότε που οι Γερμανοί είχαν εντείνει τις προσπάθειές τους, σ’ όλα τα μέτωπα που είχαν ανοίξει στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια για να συντρίψουν τους λαούς των χωρών που είχαν καταλάβει να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους ώστε να προχωρήσουν παραπέρα στην κατάκτηση και άλλων και νότια της Μεσογείου.
Από την άλλη μεριά οι Έλληνες με την Εθνική τους αντίσταση και οι Σύμμαχοί μας είχαν απλώσει παντού τις δραστηριότητές τους για να τους εμποδίσουν.
Κυρίως οι προοδευτικοί άνθρωποι, ο ταλαιπωρημένος, πεινασμένος και κυνηγημένος από τα στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους, λαός οργανωμένος μέσα από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και άλλων Αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων, προσπαθούσαν κι αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν και ξαπλώσουν τον αγώνα εναντίον του κατακτητή.
Στ’ Απεράθου π.χ. βρίσκονταν και κρύβονταν Άγγλοι, ενώ από το τέλος της χρονιάς του ’43 είχε φέρει και τοποθετήσει ο Απεραθίτης αξιωματικός Σπύρος Αντ. Φραγκίσκος ασύρματο του Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής.
Η ομάδα που τον χειριζόταν, συνεργαζόταν με αρκετούς Απεραθίτες και Ναξιώτες έμπιστους, συγκέντρωναν πληροφορίες χρήσιμες από τις κινήσεις του εχθρού στο νησί μας και τις έστελναν στο Αρχηγείο.
Ήμουνα τότε 12 χρονών και το μεγαλύτερο από τα τέσσερα άλλα αδέρφια μου. Ο πατέρας μου, τσαγκάρης στο επάγγελμα, ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ Νάξου 20, από τα βασικά στελέχη του. Η ζωή ήταν δύσκολη. Ψωμί δεν υπήρχε κι η πείνα βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
Ο πατέρας μου έκανε και σόλιαζε παπούτσια από τα ελάχιστα υλικά που υπήρχαν τότε.
Δεν έπαιρνε λεφτά γιατί αυτά δεν είχαν καμία αξία, αφού όσα κι αν είχαν δεν έβρισκαν ν’ αγοράσουν τίποτα.
Έτσι την δουλειά του την έκανε ανταλλαγή σε είδος κυρίως στα κατώχωρα.
Σε είδη φαγώσιμα (όσπρια, πατάτες, λάδι κλπ) ή είδη με τα οποία μπορούσε να τα διαθέσει κανείς και να βρει προϊόντα διατροφής. Ένα πρωινό ο πατέρας μου με στέλνει στο μικρό χωριό της περιοχής Τραγαίας, τον Καλόξυλο, στον κ. Βλησίδη με τον οποίο είχε συμφωνήσει να του δώσει τέσσερις οκάδες σαπούνι, που κρυφά κατασκεύαζε ο ίδιος για παπούτσια που του είχε κάνει στην οικογένειά του. Γεμάτος χαρά ξεκίνησα για τον Καλόξυλο να πάρω το σαπούνι, με το οποίο σε ανταλλαγή θα μπορούσε η οικογένειά μας να προμηθευτεί κάποια τρόφιμα στα χωριά του Λιβαδιού. Δηλαδή το σαπούνι ήταν καλύτερο κι από το χρυσάφι εκείνη την εποχή.


Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ


Ήταν πια απόγευμα όταν με το σαπούνι σ’ ένα ντουραδάκι στον ώμο πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Όταν τελείωσα τον ανήφορο στα Φινέλια κι έφθασα στον Αη Γιάννη, ο ήλιος απέναντι είχε βουτήξει στα Ψαλίδια της Πάρου. Από δω και πέρα αρχίζει κι η περιπέτειά μου. Πριν ακόμα ανέβω και μπω στην πλατεία της Εκκλησίας αντικρίζω δύο Γερμανούς που κι εκείνοι με είχαν δει.
Ήταν αδύνατο πια να κρυφτώ ή ν’ αλλάξω δρόμο.
Έπρεπε να προχωρήσω προς το μέρος τους, όπου κρατούσαν και φύλαγαν το πέρασμα του δρόμου.
Χίλιες σκέψεις μαζί με φόβο άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου. Με κοίταξαν και με περίμεναν να τους πλησιάσω. Ήταν αδύνατο να αφήσω ή να πετάξω χωρίς να με δουν, τον θησαυρό που σήκωνα.
Αφού δεν υπήρχε λύση προχώρησα τρέμοντας με την ιδέα πως θα μου έπαιρναν το σαπούνι αλλά και με την ιδέα πως θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να τους αποκαλύψω από πού το πήρα και να βρουν και να κατασχέσουν το εργαστήρι του Βλησίδη στον Καλόξυλο. Προχώρησα μετά φόβου Θεού και όταν ανέβηκα και μπήκα στον αυλόγυρο της εκκλησίας, εκτός από τους δύο Γερμανούς αντικρίζω κι ένα λόχο από άλλους Γερμανούς κάτω από τον πλάτανο.
Ο φόβος μου άρχισε να μεγαλώνει κι η απελπισία μου δεν μπορεί να περιγραφεί. Τι θα ‘κανα όμως;
Προχώρησα προς τους δύο Γερμανούς και που εκείνοι άρχισαν να με πλησιάζουν με παρατεταμένα τα αυτόματα όπλα τους. Ένοιωθα πια το τέλος μου. Τίποτα δεν μπορούσε να με σώσει. Με πλησιάζουν και χωρίς να με πειράξουν και μιλώντας μου Γερμανικά που βέβαια δεν καταλάβαινα, με οδήγησαν στην πόρτα της εκκλησίας.
Την άνοιξαν και μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο μ’ έριξαν μέσα κι έκλεισαν πίσω μου την πόρτα.
Ακόμα δεν είχε σκοτεινιάσει μόλις μ’ έκλεισαν μέσα. Τα φοβισμένα μου μάτια αντικρίζουν καμιά δεκαριά χωριανούς αμίλητους και φοβισμένους, που απορημένοι κι εκείνοι με κοίταζαν αλλά κι εκείνοι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους χωρίς να μιλούν.
Ώσπου να σκοτεινιάσει η πόρτα άνοιξε τρεις – τέσσερις φορές και σπρώχνανε μέσα κι άλλους χωριανούς όσους γύριζαν από τα Λιβάδια ή από άλλα χωριά στο χωριό. Είχε σκοτεινιάσει πια, κανένας δεν έβλεπε τον άλλο και μονάχα κάποιοι συνομιλούσαν χαμηλόφωνα με τους διπλανούς τους. Απ’ έξω ακούγαμε μονάχα το θόρυβο της μπότας των Γερμανών που μας φύλαγαν.


Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ  
Όλοι καθισμένοι κατάχαμα είμαστε βυθισμένοι σε σκέψεις. Ολονών μας η σκέψη έτρεχε στο κακό. Άραγε γιατί μας πιάσανε; Θα μας ανακρίνουν; Θα μας βασανίσουν; Ή θα μας εκτελέσουν; Κανένας δεν γνώριζε και κανένας δεν κοιμόταν. Βοήθεια καμία δεν περιμέναμε από πουθενά κι όσο περνούσαν οι ώρες τόσο κι οι αγωνία μας μεγάλωνε. Οι ψίθυροι μεταξύ μας άρχισαν κάποια στιγμή. Σκεπτόμαστε πως πρέπει ν’ αντιδράσουμε αλλά κι αν αντιδράσουμε τι θ’ αντιμετωπίσουμε. Τις σκέψεις μας αυτές διέκοπτε πότε πότε το άνοιγμα της πόρτας κι οι σκούρες φιγούρες των φρουρών με τα όπλα και τους φακούς που έριχναν επάνω μας. Όπως διαπιστώσαμε έψαχναν για μένα, το μικρό της παρέας. Που φανταζόντουσαν μήπως οι μεγάλοι με έβγαζαν από το πίσω παραθυράκι να πάω στο χωριό και να προδώσω το σχέδιό τους. Το πρωί ο λόχος των Γερμανών που είχε πιάσει τις εισόδους του χωριού, έκανε μπλόκο, να πιάσει τους άντρες και μαζί τους και τους Άγγλους που είχαν πληροφορίες πως κρύβονταν στ’ Απεράθου.
Η ΜΥΖΗΘΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΗ
Από τους μεγάλους της παρέας μέσα στην εκκλησία θυμάμαι ένα Σαρρή που ‘λεγε πως είναι τσαγκάρης, ένα Γαλάνη βοσκό και τον Γιώργη το Φραγκίσκο του Γιατρού, που ήταν δίπλα μου και προσπαθούσε να κρύψει κάτι χαρτιά μέσα στα παπούτσια του. Ο Γαλάνης ο βοσκός μια από τις μυζήθρες που δεν πούλησε στα κατώχωρα την είχε μεσ’ τον ντουρά του με κάτι όσπρια που είχε πάρει από τις μυζήθρες που πούλησε. Μόλις άρχισε να ξημερώνει άρχισε να ψάχνει τη μυζήθρα που είχε στο ντουρά του. «Μου φάγανε τη μυζήθρα» έλεγε. Κοιταζόμαστε τότε όλοι μεταξύ μας για να διαπιστώσουμε ποιος ήταν ο τυχερός που έφαγε την μυζήθρα του Γαλάνη. Δεν έβγαινε όμως κανένα συμπέρασμα. Όλοι αρνιόταν την πράξη. Τότε ένας, δε θυμάμαι ποίος ήταν, λέει : "Εώ θα σας σε πω ποίος την έφαγε". Σηκώθηκε απάνω κι άρχισε να βλέπει τα δόντια ολονών μας, και ω του θαύματος, ίχνη από μυζήθρα κολλημένα στα δόδια είχε μόνο ο ίδιος ο Γαλάνης. Κύλησαν οι ώρες και είχε πια φωτίσει, και ξαφνικά φτάνει στ’ αυτιά μας ο κρότος από τα βήματα των Γερμανών που πλησίαζαν προς την εκκλησία. Ανοίγουν την πόρτα και με βάρβαρες φωνές μάς βγάζουν έξω στο προαύλιο. Φοβερές στιγμές όταν βλέπαμε τους Γερμανούς με τα όπλα στα χέρια. Όλοι πιστέψαμε πως έφτασε η ώρα της εκτέλεσης. Μας κατέβασαν στον αμαξωτό. Μας τοποθέτησαν στη γραμμή σε τριάδες πίσω από ένα αυτοκίνητο ανοιχτό φορτωμένο Γερμανούς και δίπλα μας και πίσω μας Γερμανούς με τα αυτόματα στο χέρι και ξεκινήσαμε με προπορευόμενο το αυτοκίνητο προς τη μεριά του χωριού. Είχε βγει ο ήλιος κι ύστερα από αρκετή ώρα διανύσαμε τα δύο χιλιόμετρα που απέχει το χωριό. Στο Λαγκάδι μας περίμεναν μόνο γυναίκες και παιδιά που στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία. Άνδρα δεν είδαμε πουθενά. Σ’ όλο το δρόμο κυριαρχούσε η εντύπωση πως μας πάνε για εκτέλεση. Το ψιθύριζαν οι μεγαλύτεροί μου. Και συμπλήρωναν : Μόλις φτάσουμε στο πέταλο και το αυτοκίνητο θα’ χει προχωρήσει να σπάσουμε τον κλοιό και να σκορπιστούμε από δω κι από κει τρέχοντας, κι όποιος σωθεί. Περάσαμε το πέταλο αλλά κανείς δεν αποφάσιζε να κάνει την αρχή. Ενώ προχωρούσαμε απέναντι στο σπίτι του Μεντέτη είδαμε Γερμανούς να συνοδεύουν αρκετούς χωριανούς προς την Παναγία. Ίσως αυτή η εικόνα να ήταν η αιτία που δε σκορπίσαμε. Μόλις στρίψαμε προς την γέφυρα είδαμε τι γινόταν. Οι Γερμανοί είχαν κάνει μπλόκο σ’ όλο το χωριό, κι έψαχναν και τους έβαζαν στην πλατεία της εκκλησίας. Μας έβαλαν κι εμάς στην αυλή, αλλά ξέχωρα από τους άλλους στην αριστερή πλευρά. Η αγωνία μας όλο και μεγάλωνε και κορυφώθηκε όταν ένας Γερμαναράς αξιωματικός με μια μπιστόλα ήρθε προς το μέρος μας. Κάνει μεταβολή και σηκώνοντας το χέρι προς τον ουρανό έριξε δύο πιστολιές μια δεξιά και μια αριστερά με πράσινες φωτοβολίδες. Ήταν, όπως φάνηκε σύνθημα, να συγκεντρωθούν, όπως κι έγινε, όλοι οι Γερμανοί που έκαναν έρευνες στα σπίτια στην Παναγία, και να φέρουν τους άντρες που βρήκαν και τους Άγγλους που προσδοκούσαν ότι θα βρουν. Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι, ο επικεφαλής Γερμανός, μέσω του διερμηνέα του φωνάζει τον Πρόεδρο. Τον αείμνηστο Νικόλα του Κεραμιώτη να τους παραδώσει τους Άγγλους που κρύβονται στο χωριό, για να γλιτώσουν οι συγκεντρωμένοι χωριανοί. Ο πρόεδρος βέβαια συνέχιζε να αρνείται και τους διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχουν Άγγλοι στο χωριό, αλλά ούτε και Ιταλοί, γιατί ζητούσαν και Ιταλούς, που δεν είχαν παραδοθεί. Αφού δεν έβγαινε τίποτα ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να ξεχωρίσουν είκοσι άτομα και να τους οδηγήσουν στον Αη Γιάννη κι από κει στη Χώρα. Έτσι κι έγινε. Οι Γερμανοί ξεχώρισαν τους είκοσι, τους πήρανε, κι εμάς και τους υπόλοιπους μας άφησαν ελεύθερους. Η χαρά μας ήταν μεγάλη αλλά μεγάλη κι η λύπη μας για κείνους τους χωριανούς που πήραν. Όλοι πιστεύαμε πως πραγματικά αυτοί θα την πληρώσουν με εκτέλεση. Μεταξύ εκείνων που πήραν ήταν κι ο πατέρας μου γιατί έμοιαζε, λέει, με Ιταλό. Όταν πήγα σπίτι η μάνα μου μ’ αγκάλιαζε κλαίγοντας. Δεν ήξερε όμως ότι ανάμεσα στους νέους συλληφθέντες ήταν κι ο πατέρας μου. Καινούργιο δράμα βρήκε το σπιτικό μας. Συνεχίζοντας το κλάμα μετά το νέο ξάφνιασμα μας λέει : σηκωθείτε να πάμε στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος, όταν μας είδε, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Η μάνα τον παρακάλεσε να πάμε στον Αη Γιάννη, να παρακαλέσουμε τους Γερμανούς να τον αφήσουν γιατί ήταν Φαμελίτης με τέσσερα παιδιά κι ήταν ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει στην επιβίωσή τους. Ο πρόεδρος δέχτηκε να ‘ρθει μαζί μας στον Αη Γιάννη. Πήγαμε και τα καταφέραμε να αφεθεί ελεύθερος ο πατέρας. Οι υπόλοιποι απ’ ότι θυμάμαι κρατήθηκαν ακόμη τρία μερόνυχτα κι αφού η κράτηση αυτή δεν έφερε αποτέλεσμα, δηλαδή να τους παραδώσουν τους Άγγλους που ζητούσαν, τους άφησαν κι εκείνους ελεύθερους. Έτσι έληξε μια χαραγμένη στη μνήμη μου αληθινή Ιστορία και περιπέτεια της Κατοχής το 1943.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜΜ. ΠΟΛΥΚΡΕΤΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου