Η Λίτσα Μοσκιού γεννήθηκε στη Ρόδο στις 4 Νοεμβρίου του 1968 . Ηταν η μικρότερη από τα τέσσερα κορίτσια της οικογένειας. Κατοικεί στη Ρόδο ,είναι παντρεμένη και μητέρα δύο αγοριών ( 23 και 18 ετών). Εργάζεται στον Ιδιωτικό Τομέα από το 1987,και ασχολείται με Λογιστικά και πωλήσεις. Ποιήματα έγραφε από μικρή ..κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει ενώ εδώ και τρία χρόνια άρχισε πάλι .Εχει οπτικοποιήσει πολλά ποιήματά της (και όχι μόνο ...) σε υπέροχα βίντεο.
Τα ποιήματά της χαρακτηρίζονται από έντονο λυρισμό , πλούσιο συναισθηματισμό, μεταφυσικές αγωνίες , υπαινικτικότητα και δυνατές εικόνες , ενώ έχουν σαν θέματα κυρίως τον Ερωτα, την Αγάπη ακόμα και τον Θάνατο
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αγαπημένε εσύ της
καρδιάς μου
Κύριέ μου κι αφέντη μου του κορμιού μου
εσύ το ζωντάνεμα
Άντρα μου , δικέ μου
θάνατέ μο
υ και ζωή μου της
πνοής μου
εσύ το μέτρημα
Χρυσόφτερε αϊτέ μου
Άγγελέ μου και προστάτη μου
της ψυχής μου εσύ το
πρόσταγμα
Άρχοντά μου και
βασιλιά μου πολύτιμε,
ακριβέ μου των χειλιών μου ,
το σώμα σου
προσκύνημα
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Ακροβατεί η ψυχή
μου... πάνω σε σημεία στίξης…
ώρες ώρες αυτό το
κόμμα….
γίνεται δρεπάνι...
και με θερίζει...
μια παρένθεση …
μου περιορίζει το
όνειρο…
κάποια αποσιωπητικά
με κάνουν να διστάζω …
ένα θαυμαστικό
καρφώνεται στη καρδιά μου…
μια παύλα δε μ αφήνει πια να μιλήσω…
μια αγκύλη με
απομονώνει ….
Κι ένα ερωτηματικό …
συνεχίζει να κρατάει το σχοινί
τεντωμένο …
Μα επιτέλους που
είναι αυτή η τελεία …
Ποτέ δε μ’ άρεσε
αλήθεια να γίνω ακροβάτης…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΑΝΘΗ ΛΕΜΟΝΙΑΣ
Άσε με αυτό το βράδυ
να πάρω μαζί μου
τη μυρωδιά απ' το σώμα σου.
Να σ' ανταμώνω κάθε
φορά
που ανθίζουν οι
λεμονιέs.
Άσε με να πάρω
τη γεύση των φιλιών
σου
στουs τρύγουs του καλοκαιριού
να τα γεύομαι
Άσε με τη μορφή σου
να χαράξω μέσα μου
να σ' αντικρίζω κάθε
φορά
που ο ήλιοs θ'
ανατέλλει.
Μαρμαρωμένες θάλασσες
ταξιδεύει τώρα το
βλέμμα σου,
κρατώντας στη πυξίδα ,
σταθερή τη ρότα , της
ξενιτιάς…
κι από γιος δικός ,
ορφανός ξένος,
έγινες…
σε τόπους που γέμισαν
παράπονο…
μετέωρο το βήμα του
γυρισμού
πάνω στο<< θέλω
>> ισορροπεί,
ανάμεσα στο <<κάποτε>> και
στο<< θα>>,
μια ζωή ακροβατεί , ελπίζοντας…
πως θα υπάρχει πάντα
εκεί
ένα <<δίχτυ
>> να σε κρατεί,
μια μάνα στη πόρτα του σπιτιού,
να σε καρτερεί.
Μα ο χρόνος φέρνει τη
στιγμή που δε γητεύεται ,
τη φθορά, που κάνει το δίχτυ να κόβεται,
σα παύει πια να
μετράει,
μέρες άλλες…
Σαν οι ψυχές δε λησμονάνε
το καημό,
καρτερούν πάντα ένα
γνώριμο γυρισμό ,
έστω για ένα θυμίαμα
μονάχα ,
σ΄ ένα τάφο από μάρμαρο λευκό.
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΔΕ ΘΑ ΛΕΓΟΣΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΔΕ ΘΑ ΛΕΓΟΣΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Δε θα λεγόσουν
άνθρωπος
αν έθαβες τα όνειρά
σου
μετά από κάθε θάνατό τους
μη ελπίζοντας σε μια
ανάσταση
αν σταύρωνες την
ελπίδα σου
και χλεύαζες
ποτίζοντάς την λήθη
μη περιμένοντας πια
θαύματα
αν τα λάθη σου έκανες
καρφιά
και τη ζωή σου
κάρφωνες
πιστεύοντας πως δε θα στάξει απ’ τις πληγές
διόλου αίμα
αν τη ψυχή σου σε
δίκη παρέδιδες
χωρίς μια απολογία αθώωσης να δώσεις
ότι ποτέ δεν ήσουνα
κι ούτε ποτέ θα γίνεις Θεός
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΦΤΟ
ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΦΤΟ
Πάντα υπήρχες για
μένα…
από την ώρα που
γεννήθηκες …
πριν ακόμη γεννηθώ…
Με περίμενες… πριν έρθω στη ζωή…
Ήταν γραφτό να
σμίξουμε…
Πολύ πριν γεννηθούμε
…
Ήμασταν ευτυχισμένοι…
πριν ακόμη ευτυχίσουμε…
Ήσουν βροχή …
κι εγώ η διψασμένη γη
…
Ήμουν απέραντη
θάλασσα…
κι εσύ ποτάμι …
που μέσα μου
χυνόσουν…
Εσύ αυγή … κι εγώ η
δροσιά σου…
Η μελωδία εγώ… κι εσύ
η έμπνευση που τη γέννησε…
Και σαν έσμιγαν τα
αγέννητα σώματά μας…
Ο ουρανός ζωγράφιζε
ουράνια τόξα…
Η θάλασσα γεννούσε
κοράλλια…
Και τα κύματα της
ξέβραζαν λευκά μαργαριτάρια…
Κάρπιζε η στείρα γη…
απ’ τον έρωτα που πλημμύριζε…
και πότιζε... άνθισαν
τότε δέντρα πανύψηλα …
που έφτασαν ως τον
ουρανό …
εκεί μετέφεραν τις
ανάσες μας…
για να μπορέσουμε κάποτε να γεννηθούμε …
Γιατί είναι γραφτό …
να είμαστε μαζί…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ίσως κάποτε γίνεις
ποιητής
όταν οι λέξεις σου γίνουν δρεπάνια στο θέρος
και θερίσουν το
σιτάρι που περιμένει
να χορτάσει το λοιμό.
Όταν οι λέξεις σου
αρχίσουν να υφαίνουν
στον αργαλειό της
ψυχής των ανθρώπων
ένα ζεστό ρούχο για τις κρύες νύχτες.
Όταν οι λέξεις σου
πετάξουν σα πουλιά
και γίνουν όνειρα τα βράδια στον ύπνο
κάθε απελπισμένου που
προσεύχεται να μη ξημερώσει.
Όταν οι λέξεις σου
σαν ιερά λάβαρα υψωθούν
και ξεσηκώσουν ένα πόλεμο με αιτία…
Για το μέλλον που
ονειρεύτηκε ένα παιδί…
Όταν οι λέξεις σου
πέσουν σα σφαίρες
και σκοτώσουν το νου των μυαλωμένων των
μεγάλων ,
των σοφών του κόσμου όλου….
Τότε ίσως να γίνεις
ποιητής.
Τώρα που τα κορμιά
μας
σμίγουν μέσα στη φωτιά
και σβήνει ο πόθος
φτάνοντας μαζί στη
λύτρωση
τώρα που η ψυχή μου
αδειάζει
μέσα στο σώμα σου
κράτησέ με σφιχτά πάνω σου
μέχρι να πάρω πάλι
αναπνοή
πόσο ιερή στιγμή αυτή
του έρωτά μας
καθώς γυρίζει η ψυχή μας
ξανά μέσα στο σώμα μας
σιωπηλά αθόρυβα
ανεξήγητα
παίρνω πάλι πίσω τη
ψυχή μου
την επιστρέφεις ξανά
μέσα στο σώμα μου
αγγίζοντάς το απαλά
με τα χέρια σου
κρατώντας το σαν
εύθραυστο κρύσταλλο
κορμί γυαλί νιώθω
να βγήκα μόλις απ’ τη φωτιά
κι αρχίζω να παίρνω σχήμα και μορφή
μέσα στα δάχτυλά σου
και πάλι
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Προδίδω πάλι απόψε τη
ποίηση
καρφώνοντας τη πένα
της ψυχής μου
βαθιά μέσα στο σώμα σου
στραγγίζω τους
στίχους απ’ τα μάτια σου
και κλέβω την έμπνευση της ύπαρξής σου
για να λέγομαι ποιητής
Ναι ! προδίδω τη
ποίηση
κλέβοντας ατόφιο το
ποίημα
αντιγράφοντας τη
μορφή σου.
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Ε. ΜΟΥΝΚ"ΚΡΑΥΓΗ" |
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Σύρραξη εντός μου…
δυο κόσμοι μάταια μάχονται …
τρόπαιο νικητή δε θα
σηκώσουν…
τρόπος συνύπαρξης μόνο η τρέλα…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
KΡΑΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΝΟΙΧΤΑ
Κράτα τα μάτια σου
ανοιχτά
σαν έρθουν τα όνειρα
ξύπνια να σε ’βρουν.
Μη!!!!!!!
Μη μου κοιμάσαι!
Νύχτα γαλάζια
θα γίνεις… θα το δεις…
γαλάζιος ο ουρανός
γαλάζιο θα είναι το
σώμα σου
μ’ ένα γαλάζιο
φεγγάρι
να ξενυχτά πάνω του
μέσα του θα σβήνει θα χάνεται
αίμα γαλάζιο θα
γίνεται και θα κυλάει
Κράτα τα μάτια σου
ανοιχτά
Μη!!!!!
Μη μου λυπάσαι!!!
κι αν τ’ όνειρο τελειώσει τα δάκρυά σου…
Θα δεις ! Γαλάζια θα
’ναι
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Λέξεις που κρύφτηκαν
σαν δραπέτες
πίσω απ’ τα σφαλιστά
παράθυρα της ψυχής
σ’ ένα λιόγερμα θλίψης
μαυροφορεμένες γριές που σώπασαν
σταυρώνοντας τα χέρια
λέξεις που κάποτε
είχαν φτερά
τώρα ωραία κι ανώφελα
πουλιά
σ’ ένα κλουβί
φυλακισμένα
χωρίς κανένα δικό
τους τραγούδι
βαλσαμωμένα σιωπηλά
λέξεις που παίρνουν
τους δρόμους
με μάτια γυρνάνε κενά
παιδιά
ορφανά στη βροχή χωρίς να ξέρουν
που πάνε χλωμά
παγωμένα νεκρά
λέξεις που στο
τελευταίο συγύρισμα της ψυχής
κατάντησαν να γίνουν τρελές
χτυπάνε τώρα
λυσσασμένα
ματώνοντας τα ρούχα τους
πάνω στα γυάλινα
κάγκελα της σιωπής
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Σαν έρθει η ώρα…
Η ώρα για να φύγω …
Θα ’θελα χώμα …
μη μου ρίξετε…
Αφήστε με απαλά πάνω
σ’ ένα κύμα …
να ταξιδέψει η ψυχή
μου…
σε θάλασσες που δε
πρόλαβε να ταξιδέψει…
ή καλύτερα … σ’ ένα
βουνό ανεβάστε με …
να σκαρφαλώσει η ψυχή
στη πιο ψηλή κορφή…
-κι εκεί στο χώρισμά
της απ’ το κορμί
- απ’ εκεί να πετάξει
ως τον ουρανό…
και το σώμα να
γκρεμιστεί στο πιο βαθύ φαράγγι…
Ποτέ ξανά μην
ανταμώσουνε ….
Και αναστήσουν όνειρα
- που σκότωναν καθώς μεγάλωνα- …
φιλιά και χάδια - που θυσιάστηκαν σε ψεύτικα
σ’ αγαπώ…
κι αγκαλιές ποθήσουν
… που άδειες έμεναν…
μη ξαναφέρουν στο φως
αισθήματα… που έκρυψα …. και ξόρκισα…
ποτέ μη γυρέψουν το
παιδί -που ξέχασε να μεγαλώσει- και είχε χαθεί …
ποτέ μην ανταμώσουνε
… ποτέ ξανά…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Πίστευες πως αυτό το
σπίτι κατοικείται
κι όμως ποτέ δεν
άκουσες φωνές…
κι ένα τραπέζι άδειο
έστρωνες
που πάντα άδειο έμενε
Ένα καινούριο κάδρο
στο τοίχο κάρφωνες
πάνω από το
ξεφτισμένο σοβά μα εκείνο όλο έπεφτε
ζωγράφιζες χαμόγελα
στο ταβάνι μα έσβηναν
καθώς η μοναξιά έσταζε απ’ τα κεραμίδια
μια πόρτα που ποτέ
δεν μπορούσες να ανοίξεις ούτε να κλείσεις μια πόρτ
α που έλειπε από τη
θέση της… εδώ και πολύ καιρό…
και τα παράθυρα
που στόλιζες
με πολύχρωμες
κουρτίνες
τρύπες ανοιχτές
ήταν κι έτσι έμεναν
τόσο καιρό
μπαινόβγαινες κι όμως ποτέ σου δε πρόσεξες
πως στην είσοδο
υπήρχε απ’ την αρχή μια πινακίδα που έγραφε…
<< ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ >>
<< ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ >>
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
ΣΩΜΑ ΜΟΥ
Χωρίς μάτια…
Σε είδα
Δίχως στόμα….
Σου μίλησα
Χωρίς πόδια….
Ήρθα σε σένα
Δίχως χέρια…
Σ’ αγκάλιασα
Σε είδα καθώς μπήκες
αθόρυβα
βαθιά στη ψυχή μου
πατώντας πάνω στις μύτες των ποδιών
προσέχοντας μην την
τρομάξεις
σου μίλησα βουβά
σιωπηλά
αφήνοντας το αίμα μου
να τρέξει
πλένοντας τα πόδια
σου μ’ αυτό
στο σώμα μου σε
καλωσόρισα
ήρθα σε σένα δεν
περπάτησα
πάνω στα χείλη σου
στάθηκα
δάκρυ που κύλησα κι έγινα
κρύο νερό να πιεις να
ξεδιψάσεις
σ’ αγκάλιασα μα δε σε
άγγιξα
με μια ανάσα το σώμα
σου τύλιξα
το κράτησα σφιχτά το
ράγισα
και ξαφνικά μάτια ,
στόμα. χέρια και πόδια απέκτησα
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Τη νύχτα
που το φεγγάρι
θα ξεστρατίσει απ’ τα
μονοπάτια τ’ ουρανού
κι ανοίξει πανιά για ταξίδια
σε θάλασσες μακρινές
τη νύχτα
που τ’ αστέρια
θ’ ακολουθήσουν το
δρόμο του φεγγαριού
και στο βυθό σπείρουν
ασημένια φύκια
στο πέρασμά τους …
τη νύχτα
που ο ουρανός
θα σκύψει να χαϊδέψει
το κύμα
και τα φιλιά του θ’ αρπάξει να γεμίσει
δροσιά τα σύννεφα
τη νύχτα
που η νύχτα
θα χάσει την όψη της
και η ματιά δε θα
ψηλώνει πια
να γυρέψει να τη δει
τη νύχτα τούτη
σαν κατέβεις στ’
ακρογιάλι
θ’ ακούσεις το κύμα
να τραγουδά
τα μυστικά της
θάλασσας…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Ψυχή μου…
Μάτια τυφλού να σου
δώσω ζητάς…
Χαρές δανικές ,
για να πάψουν οι λύπες σου…
Να αποδημήσει ο
λογισμός σου ,
απ’ το θυμό…
Τείχη κυκλώπεια …
τα πάθη που σε
φθείρουν
απ΄ έξω να κλείσεις…
Για να γίνεις δειλή.
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου