Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
«Η ιστορία γνωρίζει ένα νόμο, το νόμο να κυνηγάει το ψέμα και να παρουσιάζει την αλήθεια.»Τάκιτος
«το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθινό» ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Είναι βέβαιο, ότι η ελληνική ιστορία έχει γραφτεί στρεβλωμένα κι έτσι την έχουμε μάθει γενιές και γενιές Ελλήνων. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι, ότι έχουμε ηρωοποιήσει και τιμάμε πρόσωπα, τα οποία σαφώς και δεν άξιζαν τέτοια τιμή. Πρόσωπα που είχαν - αν μη τι άλλο- θολό ή σκοτεινό παρελθόν και ζωή που επ' ουδενί μπορούν να χαρακτηριστούν ήρωες. Η δε πολιτική ζωή τους, ήταν πλήρης ιδιοτέλειας που ...χαρακτηρίστηκε ηρωισμός!.Θα επιχειρήσουμε μια όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη καταγραφή κάποιων από εκείνους που η ιστορία μας καταγράφει ως ήρωες παραθέτοντας οσα πιο πολλά στοιχεία μπορούμε.Για τον κάθε ιστορικό πρόσωπο θα παραθέτουμε τα αρνητικά σχόλια που έχουν γραφτεί για κάποια ενέργεια του αλλα και για το ίδιο γεγονός τα θετικά σχόλια αν υπάρχουν. Δεν έχουμε πρόθεση να απομυθοποιήσουμε κανέναν, παρά μόνο να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία που μας διδάσκουν έχει πάμπολλες στρεβλώσεις και αναλήθειες.
...........................................................................................................................................
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
Βιογραφία....
Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσης ή σύμφωνα με άλλες πηγές σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας.Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς») και ασπάστηκε τον μοναστικό βίο.
Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος (Φωτιάδης) ή Καραΐσκος (Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο.
Ο πατέρας του δεν τον αναγνώρισε ποτέ και το παιδί μεγαλώνοντας, διαλαλούσε εδώ κι εκεί ότι ήταν νόθος.
Η αθυροστομία του ήταν παροιμιώδης, ενώ στο στόμα του δεν έβαζε φραγμούς ούτε όταν επρόκειτο για την μητέρα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «Λεξικό της Επαναστάσεως» που εξεδόθη στα Ιωάννινα το 1972, αναφέρεται: « ...ασυστόλως κηρύττων εαυτόν νόθον, έλεγε ότι η μάνα του έφαγε σαράντα χιλιάδες πούτζες έως να τον γεννήσει...»..
Πρώτα χρόνια.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του.
Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα, έβλεπε τον κόσμο από μακριά. Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ' αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει.
Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι' αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».
Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης.
Όταν πήγε στην Γράλιστα (Ελληνόπυργο) στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας.
Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα.
Από μικρός μπήκε στην υπηρεσία του Αλή Πασά και λίγο αργότερα παντρεύτηκε ένα από τα κορίτσια του χαρεμιού του, την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου. Έτσι, έλαβε τον τίτλο του Αλημπασαλή, όπως λεγόντουσαν εκείνοι που υπηρετούσαν τον Αλή Πασά. Έχοντας ελληνική συνείδηση, δεν άργησε να βρεθεί απέναντι στους Τούρκους και όταν ξεκίνησε η επανάσταση άρχισε να διακρίνεται στις μάχες.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Οταν ήταν κοντά στον Κατσαντώνη έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά. Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μεγάλα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι Κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά, όπου και διέμειναν στην αυλή του ακολουθώντας τον στις διάφορες εκστρατείες του.
Δράση πριν το 1821.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Δράση 1821 - 1823
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Επιστροφή - Δίκη.
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη.
Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο.
Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Η μετωπική σύγκρουσή του με τους εκφραστές της τάξης και της πολιτικής νομιμότητας ήταν συνεχής και παραλίγο να του κοστίσει πολύ περισσότερα από τη στρατιωτική του «καθαίρεση» και την απώλεια του αρματολικιού των Αγράφων .Τοτε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη (ο οποίος ήταν άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Γράφει ο Μακρυγιάννης (τόμος Α΄, σελίδα 156)
« Ηύρε πρόφασιν η εκλαμπρότης του (σ.σ. ο Μαυροκορδάτος) εις το Μεσολόγγι ότι ο Καραϊσκάκης αγρικήθη με τους Τούρκους. Έβαλεν ανθρώπους του, τους έκαμε κριτάς να τον περάσουνε από το κανάλι της δικαιοσύνης του, να τον σκοτώσουνε. Τον κρίναν και τον είχανε χαζίρι. Κι αν δεν τον γλιτώνανε οι σύντροφοί του, θα τον σκότωναν. Ακούτε εσείς; Ο Καραϊσκάκης από δέκα χρόνων παιδί κλέφτης θα γύριζε με τους Τούρκους όπου τους σκότωνε μέσα στους λόγγους και περπάταγε ξυπόλητος από μικρό παιδί για την λευτεριά. Ο εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτήνων των Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τυράννων, κατέτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάσει εις θάνατον»
Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".. Συνελήφθη, την ανάκριση την έκαναν άνθρωποι του Μαυροκορδάτου, που τον προσήγαγαν σε δίκη, την πρωταπριλιά του 1824.
Στις 30 Μαρτίου ο Μαυροκορδάτος διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο και την Πρωταπριλιά του 1824 ξεκινάει η «δίκη» μέσα στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού.
Σύμφωνα με την περιγραφή Κασομούλη, ο Πορφύριος κάθεται στον αρχιερατικό θρόνο. Στα στασίδια των επιτρόπων στέκουν οι κριτές.Μπαίνει ο κατηγορούμενος οπλισμένος. Προσκύνησε τις εικόνες και ζήτησε την ευχή του δεσπότη.
-Πες μου, του λέει, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;-
Κάθισε, γιατί είσαι ασθενής.Του έφεραν ένα μαξιλάρι «διότι το έδαφος ήταν πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος»
.Πορφύριος: -Καραϊσκάκη, η πατρίς λαβούσα υποψίαν από τα κινήματά σου, έχουσα και διδόμενα από μερικάς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σε προσκάλεσεν εις το κριτήριο… Αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτό σου και η πατρίς σε αντάμειψεν… εφάνης αχάριστος. Είθε να είσαι αθώος. Έστειλες τον Κ. Βουλπιώτην εις Ιωάννινα. Τι δουλειά είχε ο Βουλπιώτης εκεί; Τι απολογίαν έχεις;
Καραϊσκάκης: -Απ’ όσα με κατηγορούν καμίαν είδησιν δεν έχω… Τον Βουλπιώτην εγώ δεν τον έστειλα. Επήγε διά δουλειάν του. Μόνος του με εζήτησεν διαβατήριον. Ήξευρον τον εαυτόν μου αθώον από αυτήν την κατηγορίαν. Το κριτήριον ας εξετάσει τον Βουλπιώτην…
Εμφανίστηκε –συνεχίζει ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας «ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:
-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;-
Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι(πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής.Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.
Και η κατάληξη της «δίκης» – παρωδίας:
«Ο Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) κοινοποίησεν ότι ο Καραϊσκάκης είναι ένοχος προδοσίας κατά τας εξομολογήσεις του Βουλπιώτου… Εξεδόθη προκήρυξη εις τας 2 Απριλίου 1824.Αντεγράφη και ετοιχοκολλήθη»
Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ'όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ.
Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο ήρως γνωρίζεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης».Σύμφωνα μ’ αυτήν δίνεται προσταγή στον Καραϊσκάκη να αναχωρήσει αμέσως «μόλον όπου είναι ασθενής… Αν μετανοήσει και επιστρέψει εις τα χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν…»Και η προκήρυξη καταλήγει:«Ειδοποιήστε άπαντες (οι πολίτες) διά του παρόντος ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα του και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας… Πάντες οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τονστοχασθούν ως εχθρόν, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων.
Μετά την τοιχοκόλληση και τη δημοσίευση της προκήρυξης στα «Ελληνικά Χρονικά», ο Καραϊσκάκης ζήτησε διορία 5-6 ημερών να παραμείνει στο Αιτωλικό για να προετοιμάσει την αναχώρησή του. «Δεν του εσυγχωρήθη παρά σαράντα οχτώ ώρες μόνον».Φεύγοντας με 80 στρατιώτες λέει δημόσια στους καπετάνιους που τον καταδίκασαν και στον Μαυροκορδάτο:
-Αδελφοί καπιτάνιοι, αν με καταδικάσατε δικαίως ο Θεός να με το στείλη στο κεφάλι ευθύς, κι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το δικόν σας κεφάλι.Και στο διευθυντής Δ. Χ. Ελλάδος:-Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπόν σου για να φανής ποιος είσαι.Κι εκτύπησεν το μέτωπόν του με τα τέσσερα δάκτυλα δείχνοντάς τον.-Εδώ! λέει.
Η περίφημη αυτή σκηνή δείχνει όλο το μεγαλείο και την τόλμη του συκοφαντημένου ήρωα. Ο Mαυροκορδάτος, δεν τόλμησε ν’ ανoίξει το στόμα, για ν' απαντήσει.
Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απ’ την Εκκλησία.
Από το Αιτωλικό οι στρατιώτες του τον μεταφέρουν λόγω της κατάστασης της υγείας του… με φορείο! (ένα ξυλοκρέβατο που το κουβαλούν τέσσερις). Προσπαθούν να φτάσουν στα λημέρια των Αγράφων. Στην πορεία τους απ’ τα διάφορα χωριά οι αρχικά 80 πολεμιστές γίνονται… 1500! Έφευγαν από τα σπίτια τους και τον ακολουθούσαν. Τέτοια λατρεία του είχαν.
Στις 27 Μαΐου του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απ’ τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως». Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Αρχιστρατηγία.
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Λίγο αργότερα,στα τέλη του 1824, ο άλλος μηχανορράφος, ο Κωλέττης, έκανε τη δική του κίνηση. Πλησίασε και προσεταιρίστηκε τον Καραϊσκάκη,τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες με στόχο την πρόκληση του εθνικού διχασμού, που κατέληξε στον εμφύλιο του 1824, με την εισβολή των Ρουμελιωτών στον Μοριά, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και τις απίστευτες αγριότητες που διεπράχθησαν στην Πελοπόννησο . Η Γαστούνη καταστράφηκε ολοσχερώς. Το ίδιο και το Αίγιο, τα Καλάβρυτα, η Κόρινθος, η Γορτυνία. .........
Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό απο τα χρήματα του Αγγλικού Δανείου.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά"(Αμφιλοχία) όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας.
Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες.
Η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου προκάλεσε μεγάλη απελπισία στους Έλληνες. Στην Επίδαυρο, όπου μόλις είχε αρχίσει τις εργασίες της η Γ Εθνοσυνέλευση (6-16 Απριλίου 1926), οι πληρεξούσιοι κλονίστηκαν σοβαρά με τα δυσάρεστα νέα, τα οποία έφεραν την Επανάσταση σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της. Η Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της στις 16 Απριλίου 1826, αφού ανέστειλε τη λειτουργία της Βουλής και του Εκτελεστικού. Παύοντας την προβληματική κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη εξέλεξε δωδεκαμελή διοικητική επιτροπή με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη.
Η ανεμπόδιστη προέλαση του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα και η προοπτική της απώλειας της πόλης των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ρούμελης, που έθεταν σε σημαντικότατο κίνδυνο το μέλλον της Επανάστασης, απαιτούσαν τη λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων. Στο κέντρο των επιχειρήσεων, το Ναύπλιο, επικρατούσε γενική αναταραχή και αναβρασμός.
Αργότερα έφτασαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι καπεταναίοι της Ρούμελης, ζητώντας να βρουν με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή. Όμως ο οξύς ανταγωνισμός που επικρατούσε μεταξύ των οπλαρχηγών αλλά και των πολιτικών, οι διάφορες έριδες και οι παλιές βεντέτες, δεν επέτρεπαν την εκπόνηση και προώθηση οργανωμένου σχεδίου δράσης. Ο Καραϊσκάκης, εκτιμώντας την κρισιμότητα της κατάστασης και έχοντας μεγάλη πεποίθηση στις δυνάμεις του, ζήτησε δυναμικά από τη Διοίκηση την αρχιστρατηγία της Ρούμελης. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, ο Ζαΐμης τον διόρισε αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας, αφήνοντας στην άκρη την προσωπική του έχθρα, καθώς ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είχε λεηλατήσει με το ασκέρι του το σπίτι του και ολόκληρο το χωριό του, την Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα.
Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης: «Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του. - Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε. - Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη˙ φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα. Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης. - Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει- ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός... - Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Τον ίδιο μήνα ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχωβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων.
Το κρύο και το χιόνι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Οι Έλληνες είχαν καταφύγιο στα σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η παγίδευση του στρατεύματος του Μουσταφάμπεη, τουρκικές δυνάμεις από διάφορες φρουρές έρχονταν προς βοήθειά του. Όμως ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλες τις διαδρομές από όπου θα μπορούσε να έλθει βοήθεια προς τον εχθρό. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συμμετείχε στις αψιμαχίες ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Τούρκοι, υποφέροντας από το κρύο και την έλειψη εφοδίων, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη συνθήκη ώστε να αποχωρήσουν. Αυτός ζήτησε για αντάλλαγμα να του παραδοθούν η Λειβαδιά και η Άμφισσα, καθώς και να μείνουν ως όμηροι ο Μουσταφάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί των Τούρκων δεν δέχτηκαν και παρέμειναν οχυρωμένοι περιμένοντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Την 24η Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση που απείλησε να καλύψει ζωντανούς τους Τούρκους. Βλέποντας ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στο ύπαιθρο, επιχείρησαν έξοδο προς το δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Ιερουσαλήμ. Οι Έλληνες δεν αντελήφθησαν έγκαιρα τη φυγή γιατί λόγω του χιονιού είχαν αποσυρθεί στα σπίτια της Αράχωβας. Όταν η φυγή έγινε αντιληπτή οι Έλληνες έσπευσαν και κατέκοβαν τους αποχωρούντες Τούρκους. Δεν χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα γιατί αυτά είχαν καταστεί άχρηστα λόγω του χιονιού και του παγετού.
Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή, που άρχισε δύο ώρες πρό της δύσης του ηλίου και συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όσοι Τούρκοι απέφυγαν τη σφαγή πάγωναν όταν αποκαμωμένοι σταματούσαν να αναπαυθούν.
Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχωβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης.
Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχωβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 300 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων.
Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Το τέλος.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας(Κυβέρνηση),ο "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα.
Στο άκουσμα της απόφασης ένας μόνο χάρηκε:
Εις μόνον εχάρη, ο Κιουταχή Πασιάς και ενθαρρυνθείς ήρχισε τας εργασίας του ζωηρότερα. Το στρατόπεδον του Πειραιώς, με το άκουσμα τούτο ενεκρώθη.
Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες.Η απόφαση αυτή στάθηκε καταστροφική για την Ελλάδα, αφού οδήγησε στο θάνατο του Καραϊσκάκη και στη σφαγή του ελληνικού στρατού στον Ανάλατο. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Ο Μακρυγιάννης σχολιάζει με τον τρόπο του την απόφαση:
Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς.
Για τους δύο Άγγλους στρατιωτικούς γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας:
Οι δύο ούτοι διορισθέντες αρχηγοί επί των κατά ξηράν και θάλασσαν ελληνικών δυνάμεων, αντί να επιφέρουν όφελος, έφεραν βλάβην, μάλιστα ο του στόλου (εννοεί τον Κόχραν) έγινεν αίτιος της φθοράς τόσου στρατού και τόσων αρχηγών, ώστε τοσούτοι δεν εχάθησαν εν όλη την επαναστάσει…Ο Καραϊσκάκης μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον, και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιον άπειρος των μαχών των Οθωμανών, και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού, και η Ακρόπολις αύτη.
Το κίνητρο που έκανε τους Έλληνες στρατιώτες να παρατήσουν τον Καραϊσκάκη και να συγκροτήσουν το στρατό του Τσωρτς:
Ο δε νέος στρατάρχης Ζωρζ έστησε το στρατόπεδό του πέριξ της Καλαβρίας (νήσος Πόρος) και από τας πρώτας ημέρας της στραταρχίας του, ήρχισε να διαλύη το εν Πειραιεί μέγα και θαυματουργόν στρατόπεδον του Καραϊσκάκη. (…) Οι εν Πειραιεί Έλληνες όθεν, ακούσαντες ότι ο Ζωρζ δίδει μισθόν, παρέλειπον τας μαχίμους θέσεις των και μετάβαινον εις τον Πόρον υπό μισθόν.(…)Ο Ζωρζ αφού επηύξησε το Σώμα του έως 2.000, εξήρχετο συνεχώς προς επιθεώρησιν αυτού και θωπεύον ένα ένα έκαστον στρατιώτην, του έλεγε: “μπράβο, μπράβο ήρωα! έλαβες τον μισθόν σου;” Ο δε απεκρίνετο: “Ναι, αφέντη, τον έλαβα, να ζήσης χίλια χρόνια. Ένα χρόνο, αφέντη, έτρεχα κατόπιν του Καραϊσκάκη και παρά δεν έλαβα. Ο Θεός να σε πολυχρονίση, αφέντη!”
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Πριν πεθάνει υπαγόρευσε την διαθήκη του αφήνοντας τα όπλα του στους συναγωνιστές και την κληρονομιά του,τις δυο κόρες του στη φύλαξη του κράτους.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Η μάχη στον Ανάλατο κατέληξε σε τραγωδία για τους Έλληνες, λόγω της απρονοησίας των Άγγλων στρατιωτικών που επέλεξαν την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο Καραϊσκάκης πίστευε πως έπρεπε να επιλέξουν τον πόλεμο χαρακωμάτων. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μάχη:
Ο Φαβιέρος (1783-1855 Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Επανάσταση του 1821) λαβών τηλεσκόπιον και εμβλέψας επί της τοποθετήσεως ταύτης των ελληνικών στρατευμάτων είπε παρουσία πάντων: “Οι καλοί άνθρωποι ούτοι εντός ολίγου θα απωλεσθώσιν”. Αγνοών δε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, εξέφραζε την απορίαν του περί της αταξίας και απρονοησίας ταύτης, λέγων ότι ουδέποτε επίστευεν ότι ο Καραϊσκάκης ήθελεν υποπέσει εις τοιαύτα και τοσαύτα στρατιωτικά αμαρτήματα”
Φημολογία για το θάνατό του
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία.
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη.
Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος.
Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν ;»
Οι Αναστάσιος Ορλάνδος,Mendelssohn-Bartholdy,Κωνσταντίνος Ράδος,Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος, και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους.
Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη : «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς…αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού,«Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής.
Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.– Πως πως τον απαντώ.– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Επίλογος.
Ο κοινός κώδικας επικοινωνίας που έβρισκε με αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτει ένα κοινό σημείο: Όλοι τους κάποια στιγμή βρέθηκαν απολογούμενοι μπροστά στην αυτόκλητη «ανώτερη» τάξη της επαναστατημένης Ελλάδας, στοιχείο που τους κατατάσσει αυτόματα στη χορεία των πιο αυθεντικών εκφραστών του «λαϊκού ‘21». Ένας κοινωνικά απόβλητος γιος μιας παραστρατημένης καλόγριας που έγινε διαδοχικά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, τσοχαντάρης (σωματοφύλακας) του Αλή-Πασά, αρματολός στα Άγραφα, αρχιστράτηγος, Γενικός Αρχηγός, αναζωογονητής του Αγώνα στη Ρούμελη, νικητής του Κιουταχή σε πολλές μάχες και οργανωτής του μεγαλύτερου στρατοπέδου που γνώρισε το 1821 δε μπορεί παρά να διεκδικεί τις δάφνες του λαϊκού ήρωα. Δυστυχώς, η αξία του έμελλε να γίνει αισθητή μετά τον θάνατό του.
Αναφορές στον Καραϊσκάκη.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός ο Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια.
"'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους.Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς.
Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον:-Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας.-Συ, γιατί εκτίθεσαι; του λέγει ο Γενναίος.-Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.
“Τους έδειξε…”
Στο Κομπότι της Αρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά. Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στους δυο μηρούς από κάτω και σ’ ένα άλλο μέρος…
“Οσάκις οργίζετο”
Ο Καραϊσκάκης οσάκις οργίζετο ύβριζε δεινότατα ου μόνον στρατιώτας, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμη. Αι ηπιότεραι τότε των ύβρεων ήσαν σαπιοκοιλιά και παλιογελάδα
Ο Ν. Μπότσαρης κι ο Στορνάρης, πριν από την άτυχη εκστρατεία κατά της Άρτας, επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη. Μετά από ερώτηση του απάντησαν:
«Και ημείς δεν ηξεύρομεν.
Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
Καραϊσκάκης: «Ποια Κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρείζ – έφέντη ό τεσσερομάτης;» (“Έτσι αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυαλιά).
«Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση;
Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν!
Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν:
Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά, ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ό Μακρής ό μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν μέ 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπούτζος μου και να ιδώ την εκστρατείαν σας».
Πόσο δίκιο είχε ό καημένος!
Σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολλοί Έλληνες! Γ Βλαχογιάννης
"Όποιος θέλει να κουμαντάρει τους Έλληνες πρέπει να βαστάει ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι...". «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος» - Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Σπύρος Σπυρομήλιος (1800-1880 υπήρξε στρατιωτικός, αγωνιστής τηςΕπανάστασης του 1821): «Η αξιότης και η ανδρεία αυτών των δύo Στρατηγών (του Γ. Καραϊσκάκη και του Κίτσου Τζαβέλα) μας ήταν γνωστή από τας προλαβούσας πράξεις των και εις τον ιερόν τούτον αγώνα υπέρ της ελευθερίας... Πλην δε ήτον αυτά από τα σπάνια πράγματα του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλα, διότι η αξιότης των εις τα πολεμικά επιχειρήματα και ο ζήλος των υπέρ της ελευθέριας της πατρίδος ήτον εγνωσμένα από τoσα και τόσα δείγματα. Αυτό έκαμε τον Ρεσίτ Mεχμέτ πασά να οργιστεί τον Καραϊσκάκη (μ' όλον ότι έκρυπτε εις το στράτευμά του τ' όνομα του Καραϊσκάκη, διότι τ' oνoμά του μόνον τους επροξένει τρόμoν)... Ο Kαραϊσκάκης ήτο άνθρωπος με πολλά πpoτερήματα ενός καλού στρατηγού και αν εις ταύτα επρoστίθετo η παιδεία (διότι σχεδόν μόνον τ' όνομά του ήξευρεν να γράφη) ήθελε καταταχθή βέβαια μεταξύ των πρώτων του αιώνος δια τα κατορθώματά του. Ήτο αρείτολμος, άοκνος, δραστήριoς, εύγλωττος, ακούραστος, υπέφερε τας πλέον δυνατάς σκληραγωγίας, μ' όλον ότι έπασχε εις το στήθος, μεταδοτικός, υπομoνετικός, νους εφευρετικός, ταχύπους, με παρρησία πνεύματος, παραστατικό. Είχε και υπόληψιν ήδη συστημένη εις τo Έθνος και διότι ήτoν εκ των παλαιών Αρματολών και δια τας πράξεις του εις τον ιερόν μας αγώνα,...
Ο Πoυκεβίλ: «Tό όνομα του Καραϊσκάκη περιήρχετο από στόματoς εις στόμα, και κατέστη το είδωλο της, λατρείας των Ελλήνων στρατιωτών».
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ουδείς των εξόχων της επαναστάσεως ανδρών από τoσoύτoν ταπεινού ορμήσας σημείου, εις τοσούτο ύψος αφίκετο περιωπής...»
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου