Κυριακή πρωί, Θησείο. Ο ήλιος έχει ξεχάσει να ακολουθήσει το φθινόπωρο που έχει ήδη φτάσει στα δέντρα και στις καρδιές.
Χαζοχαρούμενος φωτάει μάρμαρα και σκαλωσιές σκουριασμένες, μάρμαρα κρύα αποκαμωμένα απ τα προδομένα χρόνια, τα μισεμένα.
Λίγα φύλλα, σκουριασμένα κι αυτά, ανάλαφρα όμως χαριεντίζονται με τον αγέρα σε έναν αέναο χορό μπερδεύονται με αρώματα νοτισμένης γης, καφέ, τσιγάρου, και βουβού σουλάτσου, πάνου κάτου στο ποδοπατημένο πλακόστρωτο.
4,80 ο καφές, με λεφτά δανεικά πληρωμένος από τον άλλο που κι αυτός τα δανείστηκε απ το κακό το ριζικό του.
Ο Στέφανος γέρος πια έχει μαζέψει καμπόσους τριγύρω και λέει ιστορίες της νιότης του, τότες που τα δάχτυλα του μάγευαν του περαστικούς με τα τρία τραπουλόχαρτα…… εδώ παπάς εκεί παπάς…… Τότες που έβγαζε σεργιάνι την αγαπητικιά του να πουλήσει το νιο κορμάκι της για δυο τάλαρα για να τη πάει στα μπουζούκια, να σταυρώσουν τη μοίρα αγκαλιά με μπουζουκάκι και κρασί μέχρι να φέξει. Πολύ την αγάπαγε τη Κίτσα ο Στέφανος κι όταν εκείνη (έφυγε) δάκρυ δεν έβγαλε και ο πόνος βουβός φώλιασε μες στη καρδιά του. Διό εγκεφαλικά από τότες τον άφησαν άνεργο τα χέρια δεν δούλευαν πια.
Δίπλα μια παρέα με μεγαλοκοπέλες κουβεντιάζουν για το ανοιχτό πανεπιστήμιο… ποτέ δεν το κατάλαβα,δηλαδή τα άλλα είναι κλειστά? Ενας γκόμενος με άη φον συμπληρώνει την παρέα ξέχειλος στη τετοστερόνη που μάταια γυρεύει διέξοδο.
Ενας αράπης πουλάει αρμάνι, ρόλεξ και την ψυχή του, στην απέναντι παρέα δυο χασομέρηδων, που λιάζουν τα αχαμνά τους παραδομένοι στο απόλυτο τίποτα.
Τρεις πολυκαιρισμένες κουφάλες, χάσκουν κάτω απ το Παρθενώνα που ποτές του δεν ζήτησε το σεβασμό η τον θαυμασμό. Αγάπη και λέφτερο αγέρα μονάχα ζήταγε να ανασάνει, να παίξει ανέμελος κάτω απ τον Αττικό ήλιο,τον ξάστερο ουρανό,και τώρα για δες…. οι κουφάλες απόμειναν να τον στηρίζουν γερασμένο όχι απ τα χρόνια αλλά απ τις ντροπές.
Πως να αποστρέψεις το βλέμμα? Πως να αφήκεις παράμερα τη ντροπή? Πως να μη σιχτιρίσεις τα χαμένα χρόνια, όταν το φως σταματά πάνου σε δυο μικρά γαλανά ματάκια, που μόλις φαίνονται μέσα απ τα κατάξανθα σγουρά μαλλιά της μικρούλας που κρατώντας το μηλαράκι αντίκρυ στον αγέρα αφήνει ανέσπερες μνήμες και θύμησες ευωδιαστές?
Παρακεί τρεις πιτσιρικάδες αστυφυλάκοι επιβάλλουν την τάξη, μιλώντας στο τηλέφωνο και αναμετάξυ τους και χαϊδεύοντας που και που το γκλοπ που τους κρατάει όρθιους μη τυχόν και σωριαστούν χάμω. Γελάνε με το πρεζάκι που ζητιανεύει και αγριοκοιτάνε το γυφτάκι που χορεύει ξυπόλητο…. δεν την αντέχουν τόση λεφτεριά… πνίγονται. Κακόμοιρα κορμιά στοιβαγμένα σε άδειο από μυαλό κεφάλι, αξιολύπητα για τρεις και ξηντα γεννημένα.
Ο κυρ Αντρέας στο διπλανό τραπέζι με το πούρο, τον Γαλλικό καφέ και τη μηλόπιτα, άρχοντας παλαιός Αθηναίος προσμένει τον θάνατο που φαίνεται να τον έχει ξεχάσει εδώ και χρόνους πολλούς. Κάποιοι ζουν κατά τύχη ή ατυχία……δεν ξέρω. Μέχρι κι ο Παρθενώνας φαντάζει ανήξερος με τον παλιό Αθηναίο…. άραγες τον έχει δει ποτές? Εχει ποτές του σηκώσει το βλέμμα από το τρισάθλιο σαφρακιασμένο σαρκίο του?
4,80 συν 2,40 ο ηλεκτρικός μας κάνουν 7,20…… τόσο κοστίζει ο Παρθενώνας…. Παρθένος? κανείς δεν ξέρει…. Η Κίτσα είχε τον Στέφανο το νταβατζή που την νοιαζότανε…..Αυτός? Ούτε έναν δεν ήβρε να τον νοιαστεί… ούτε ένα τόσο δα εγκεφαλικό για τέτοια ομορφάδα. Και ούτε ίχνος ντροπής από μεριάς του …έτσι γυμνός που αιώνες τώρα κουβανά τη γύμνια του προσπαθώντας να βρει γωνιά να κουρνιάσει.
7,20… θυσία στο Θησείο……… αξίζει…..?
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://anorthografies.net/archives/2225
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου