Αργος Ορεστικό
Κική Δημουλά - Επισκευαστικά δάνεια
Κλειδωμένη η αμφίβια πόρτα
- και στο μέσα σκότος βυθισμένη ζει
και στο φώς έξω κολυμπάει.
Επάνω της την πλάτη του ακουμπώντας
ένα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην επισκευή. Έχει σπάσει.
Και η φύση που όλα τα καλοπιάνει
και την ακμή λατρεύει
και στη φθορά χατίρι δε χαλάει
επισκευάζει τη ρωγμή στο σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την
με τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα, μολόχες,
δαφνόφυλλα και πικροπαπαρούνες.
Και γίνεται αίφνης
ανοιξιάτικος
ευδιάθετος γραφικός αισιόδοξος ο τρόμος
για την ερείπωση της εγκατάλειψής μας.
- και στο μέσα σκότος βυθισμένη ζει
και στο φώς έξω κολυμπάει.
Επάνω της την πλάτη του ακουμπώντας
ένα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην επισκευή. Έχει σπάσει.
Και η φύση που όλα τα καλοπιάνει
και την ακμή λατρεύει
και στη φθορά χατίρι δε χαλάει
επισκευάζει τη ρωγμή στο σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την
με τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα, μολόχες,
δαφνόφυλλα και πικροπαπαρούνες.
Και γίνεται αίφνης
ανοιξιάτικος
ευδιάθετος γραφικός αισιόδοξος ο τρόμος
για την ερείπωση της εγκατάλειψής μας.
( Απόσπασμα)
Ηράκλειο Κρήτης..
Ελένη Θ. Π. Λουκά - Σπίτι παλιό
Εκεί ερειπωμένο στην άκρη του δρόμου
κλειστά παραθύρια κι αράχνες του τρόμου
μαυρισμένοι οι τοίχοι, του χρόνου σημάδια
απουσίες φωνάζουν, ανθρώπων ρημάδια.
Ζωές, σκηνές, μιλιές κι αισθήματα
πάντα πιστό σε μια πορεία χωρίς συνθήματα
κάθε σημείο του και ένα αποτύπωμα μιας ιστορίας
κάθε γωνία του και μια ανάμνηση μιας αγωνίας.
Άδειο κρεβάτι στη μοναξιά του φίλη η σκόνη
ένα χαλάκι κι αυτή η θλίψη δεν το ζυγώνει
φωτογραφίες πάνω στους τοίχους ορφανεμένες
θρηνούν κι αναπολούν μέρες χαμένες.
Το μυστικό της λησμονιάς καλά κρυμμένο
κι ο καημός της ερημιάς γράμμα κλεισμένο
σπίτι παλιό εκεί μονάχο περιμένει κάποια ζωή,
ψυχή στην πέτρα που επιμένει.
Εκεί ερειπωμένο στην άκρη του δρόμου
κλειστά παραθύρια κι αράχνες του τρόμου
μαυρισμένοι οι τοίχοι, του χρόνου σημάδια
απουσίες φωνάζουν, ανθρώπων ρημάδια.
Ζωές, σκηνές, μιλιές κι αισθήματα
πάντα πιστό σε μια πορεία χωρίς συνθήματα
κάθε σημείο του και ένα αποτύπωμα μιας ιστορίας
κάθε γωνία του και μια ανάμνηση μιας αγωνίας.
Άδειο κρεβάτι στη μοναξιά του φίλη η σκόνη
ένα χαλάκι κι αυτή η θλίψη δεν το ζυγώνει
φωτογραφίες πάνω στους τοίχους ορφανεμένες
θρηνούν κι αναπολούν μέρες χαμένες.
Το μυστικό της λησμονιάς καλά κρυμμένο
κι ο καημός της ερημιάς γράμμα κλεισμένο
σπίτι παλιό εκεί μονάχο περιμένει κάποια ζωή,
ψυχή στην πέτρα που επιμένει.
Παλιά Βίνιανη
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Τα παλιά τα σπίτια τα κλεισμένα
πάντα κρύβουν κάτι και για μένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά κι αγαπημένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά, λησμονημένα[…]
Τα παλιά τα σπίτια τα κλεισμένα
πάντα κρύβουν κάτι και για μένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά κι αγαπημένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά, λησμονημένα[…]
Παλιά Βίνιανη
Ωχρα, κεραμίδι, λευκό, μέσα στο άφθονο πράσινο των φυλλωμάτων,
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα, -
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι - κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.
Πεντέλη...Το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ – ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΑΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ
ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΑΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή· τόσο χοντρή που ‘χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή αίματος στις φλέβες του.
Και ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο· ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι, που λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντας την, αδιάκοπα αδειάζοντας την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.
«Τότε που η Σιωπή Τραγούδησε και Άλλα Ασήμαντα Περιστατικά»
Εκδόσεις: Νεφέλη, 2000
ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΑΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή· τόσο χοντρή που ‘χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή αίματος στις φλέβες του.
Και ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο· ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι, που λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντας την, αδιάκοπα αδειάζοντας την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.
«Τότε που η Σιωπή Τραγούδησε και Άλλα Ασήμαντα Περιστατικά»
Εκδόσεις: Νεφέλη, 2000
Πεντέλη...Το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας
Γιάννης Ρίτσος - Η σονάτα του Σεληνόφωτος
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.
Απόσπασμα
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.
Απόσπασμα
Αλατόπετρα Γρεβενών
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Το σπίτι
Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα.
Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ' τα πεύκα.
Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει
βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά,
Τούρκικα, Ελληνικά, Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται
ο πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας
αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο
μακριά το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η
θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι
μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα
σανίδια φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές
κυδωνιές καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια
νύχια εξαφανίζουν τον ουρανό.
Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Αλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι*. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
Γιάννης Ρίτσος " Το χρέος των ποιητών "
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες –
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Απόσπασμα
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Απόσπασμα
Καστοριά
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ - Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ‘χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ‘χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Τρούμπα Πειραιάς.
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Θεσσαλονίκη
Στίχοι: Θάνος Σοφός
Μουσική: Λυκούργος Μαρκέας
Πρώτη εκτέλεση: Τόνης Μαρούδας
Μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά
που 'χει σπίτια χαμηλά
Όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή
και μοιράζουνε φιλιά
Μπρος απ' τις άσπρες τις αυλές οι γριές και οι νιές
για τον έρωτα μιλούν
Κι όλοι σ' αυτή τη γειτονιά, τη μικρή γειτονιά
μέρα-νύχτα τραγουδούν
Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε
και τ' αγόρια κοιτάνε που ξυπνάνε νωρίς
Μα δεν με νοιάζει κι ούτε βάζω μαράζι
την δική μου αγάπη δεν την ξέρει κανείς
Θεσσαλονίκη
Κατερίνα Κούσουλα - Άνω Πόλη
Πεισμωμένα
παλιά σπίτια
αρνούνται να πεθάνουν
αρνούνται να ζήσουν
να πουν ο,τιδήποτε
εκτός από
ξεχασμένα
πορτόφυλλα ανοιχτά
χωρίς αντίκρυσμα
Σπίτια
δεν γνωριστήκαμε
Φαντάσματά σας
στοιχειώνουν
τους περιπάτους μου.
παλιά σπίτια
αρνούνται να πεθάνουν
αρνούνται να ζήσουν
να πουν ο,τιδήποτε
εκτός από
ξεχασμένα
πορτόφυλλα ανοιχτά
χωρίς αντίκρυσμα
Σπίτια
δεν γνωριστήκαμε
Φαντάσματά σας
στοιχειώνουν
τους περιπάτους μου.
Σιάτιστα Κοζάνης.
Ορέστης Αλεξάκης - Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια
μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν
μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ’ το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια
μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν
μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ’ το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Πλάκα
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΠΑΛΑΙΟΙ ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ
Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πώς βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.
Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πώς βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.
Αριστομένης Προβελέγγιος -Η ποίησις των ερειπίων
Σε βλέπω ἐκεῖ ρημόσπιτο, σε βλέπω ἐκεῖ ρημάδι.
Ἀγριόχορτα στο δῶμά σου τα χρόνια ἔχουνε σπείρει.
Χιόνια, βροχές σ' ἐγέρασαν, ἀντάρες σ' ἔχουν φθείρει,
και στέκεις και ὀνειρεύεσαι στο μακρινό λαγκάδι.
Το μάτι μου, ἀπ' ὀνείρατα ποιητικά γεμᾶτο,
ποῦ τ' ἄπειρο διάστημα γοργά το ταξειδεύει,
και λούεται μες στα κύματα ποῦ λάμπουν ἐκεῖ κάτω −
μ' ἀγάπη και προτίμησι στο δῶμά σου σταθμεύει.
Οἱ στοχασμοί μου − ἀναλαμπές, ποῦ στέλλουν οἱ αἰῶνες
και ἡ Ζωή − στο δῶμά σου ἀνεβοκατεβαίνουν,
και μέσα στα χαλάσματα, ποῦ ἀράχνες τώρα ὑφαίνουν,
πετοῦν τῆς φαντασίας μου ᾑ ρόδινες εἰκόνες.
Τί βρίσκει στα συντρίμμια σου τα θλιβερά το μάτι;
ποια βρύσι τρέχει ἀπόκρυφη στα σκόρπια σου λιθάρια,
και πίνει ἡ φαντασία μου κι' ὡραίους κόσμους πλάττει,
κόσμους ζωῆς στα κρύα σου, νεκρά σου ἀπομεινάρια;
Και κἄποτε μέσ' ἀπό κεῖ βαρειά φωνή μοῦ κράζει:
"Ὦ σύ, ποῦ ὁ νοῦς σου μέσα 'δῶ μ' αὐθάδειαν ὀργιάζει
κ' εὐδαιμονίας ὄνειρα στα ἐρείπια χρυσοπλέκει,
ξέρεις μιὰ μέρ' ἂν μ' ἔκαψε τοῦ πόνου ἀστροπελέκι;
Σε βλέπω ἐκεῖ ρημόσπιτο, σε βλέπω ἐκεῖ ρημάδι.
Ἀγριόχορτα στο δῶμά σου τα χρόνια ἔχουνε σπείρει.
Χιόνια, βροχές σ' ἐγέρασαν, ἀντάρες σ' ἔχουν φθείρει,
και στέκεις και ὀνειρεύεσαι στο μακρινό λαγκάδι.
Το μάτι μου, ἀπ' ὀνείρατα ποιητικά γεμᾶτο,
ποῦ τ' ἄπειρο διάστημα γοργά το ταξειδεύει,
και λούεται μες στα κύματα ποῦ λάμπουν ἐκεῖ κάτω −
μ' ἀγάπη και προτίμησι στο δῶμά σου σταθμεύει.
Οἱ στοχασμοί μου − ἀναλαμπές, ποῦ στέλλουν οἱ αἰῶνες
και ἡ Ζωή − στο δῶμά σου ἀνεβοκατεβαίνουν,
και μέσα στα χαλάσματα, ποῦ ἀράχνες τώρα ὑφαίνουν,
πετοῦν τῆς φαντασίας μου ᾑ ρόδινες εἰκόνες.
Τί βρίσκει στα συντρίμμια σου τα θλιβερά το μάτι;
ποια βρύσι τρέχει ἀπόκρυφη στα σκόρπια σου λιθάρια,
και πίνει ἡ φαντασία μου κι' ὡραίους κόσμους πλάττει,
κόσμους ζωῆς στα κρύα σου, νεκρά σου ἀπομεινάρια;
Και κἄποτε μέσ' ἀπό κεῖ βαρειά φωνή μοῦ κράζει:
"Ὦ σύ, ποῦ ὁ νοῦς σου μέσα 'δῶ μ' αὐθάδειαν ὀργιάζει
κ' εὐδαιμονίας ὄνειρα στα ἐρείπια χρυσοπλέκει,
ξέρεις μιὰ μέρ' ἂν μ' ἔκαψε τοῦ πόνου ἀστροπελέκι;
Κεραμεικός
Μουσική : Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι : Μιχάλης Μπουρμπούλης
Στίχοι : Μιχάλης Μπουρμπούλης
Σε κάποιο δρόμο σκοτεινό
Απ’ όλους ξεχασμένο...
Είναι ένα σπίτι ορφανό
Από καιρό κλεισμένο.
Σ’ αυτό το σπίτι το παλιό
Με τα σβησμένα φώτα...
Καίει ακόμα μια φωτιά
Πίσω απ’ αυτή την πόρτα.
Αυτή είναι η αγάπη μας
Που καίει δυο αιώνες...
Τα καλοκαίρια μοναχή
Κι έρημη τους χειμώνες.
Δεν έχει σκάλα για να πας
Αυλή για να περάσεις...
Μόνο από νύχτα κι ερημιά
στο σπίτι αυτό θα φτάσεις.
Το σκουριασμένο το κλειδί
στην πόρτα δε γυρίζει...
Μόνο μια σπίθα απ’ τη φωτιά
Τα βράδια μας φωτίζει.
Κορέστεια της Καστοριάς .
Μανόλης Αναγνωστάκης - Τοπίο
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Καστοριά
Σωτήρης Σκίπης - Το παλιό σπιτάκι
Γυρίζει η σκέψη μου σ' ένα σπιτάκι
επαρχιώτικο, απλό, ζεστό.
Μπρος του ένα τούρκικο, στενό σοκάκι,
το περιβόλι του πλάι το χλωρό.
Εκεί πρωτάνοιξα τα μάτια κι είδα
την πλάση αιχμάλωτη σε μιάν αυλή,
στα στήθη μου άνθισεν η πρώτη ελπίδα
σαν ένα λούλουδο σε χαραυγή.
Εκεί πρωτάκουσα, το Μάη το μήνα,
το αηδόνι ολόγλυκα να κελαηδεί,
εκεί η ξανθόμαλλη παιδούλα, η Ρήνα,
το πρώτο μου 'δωκε κι αθώο φιλί.
Εκεί -μου τό 'πανε σκληροί γειτόνοι-
η Ρήνα πέθανε κάποιο πρωί...
Χειμώνας ήτανε κι αργό το χιόνι
έπεφτε πένθιμα σ' όλη τη γη!
Γυρίζει η σκέψη μου σ' ένα σπιτάκι
επαρχιώτικο, απλό, ζεστό.
Μπρος του ένα τούρκικο, στενό σοκάκι,
το περιβόλι του πλάι το χλωρό.
Εκεί πρωτάνοιξα τα μάτια κι είδα
την πλάση αιχμάλωτη σε μιάν αυλή,
στα στήθη μου άνθισεν η πρώτη ελπίδα
σαν ένα λούλουδο σε χαραυγή.
Εκεί πρωτάκουσα, το Μάη το μήνα,
το αηδόνι ολόγλυκα να κελαηδεί,
εκεί η ξανθόμαλλη παιδούλα, η Ρήνα,
το πρώτο μου 'δωκε κι αθώο φιλί.
Εκεί -μου τό 'πανε σκληροί γειτόνοι-
η Ρήνα πέθανε κάποιο πρωί...
Χειμώνας ήτανε κι αργό το χιόνι
έπεφτε πένθιμα σ' όλη τη γη!
Αργος Ορεστικό
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ - Lacrimae Rerum
Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...
Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...
Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...
Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...
Αργος Ορεστικό
Νίκος Δαββέτας -XIII
Εκεί που κάποτε ήταν το πατρικό μας ένα κομμάτι αγρός τέσσερις τοίχοι από φως που στροβιλίζει ο δυνατός αέρας
όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις αποκαΐδια
δόντια χρυσά, νομίσματα, στολίδια
εδώ ξεκουραζόμαστε απ’ τη ζωή
φύλλα ξερά φύση νεκρή
χώμα ελαφρύ σ’ ένα μαντήλι.
(Από τη συλλογή «15 Οκτωβρίου 1960», εκδ. Κέδρος, 1999)
Εκεί που κάποτε ήταν το πατρικό μας ένα κομμάτι αγρός τέσσερις τοίχοι από φως που στροβιλίζει ο δυνατός αέρας
όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις αποκαΐδια
δόντια χρυσά, νομίσματα, στολίδια
εδώ ξεκουραζόμαστε απ’ τη ζωή
φύλλα ξερά φύση νεκρή
χώμα ελαφρύ σ’ ένα μαντήλι.
(Από τη συλλογή «15 Οκτωβρίου 1960», εκδ. Κέδρος, 1999)
Αργος Ορεστικό
Μουσική : Λαβράνος Νίκος
Είχε αυλή, είχε μάντρα και πηγάδι
κι είχε τσαμπιά η γριά κληματαριά.
Κι ήταν φορές που ποτέ δε ‘ρχόταν βράδυ
για να γυρνούν με τα τσέρκια τα παιδιά.
Σπίτι παλιό,
κρυφό σχολειό στα πρώτα μας φιλιά.
Σπίτι παλιό,
ήσουν εδώ, Φυλής και Δεριγνύ.
Σπίτι παλιό,
πες μου γιατί πετάξαν τα πουλιά
κι ήρθαν φωνές και μηχανές κι η άσφαλτο η στεγνή.
Είχε αυλή που ευώδιαζε ασβέστη
κι ήταν γλυκιά σαν το μέλι η χαρουπιά.
Κι ήσουν κι εσύ ξαφνικά “Χριστός Ανέστη”
κι ήσουν κι εσύ που δε θα ξανάβρω πια.
Ανδρίτσαινα..
Νερούντα - Εξηγώ μερικά πράγματα
Το σπίτι μου λεγότανε το σπίτι των λουλουδιών, αφού παντού
σκάγανε γεράνια: ήταν ένα όμορφο σπίτι
με σκυλιά και παιδάκια.Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαήλ;Φεντερίκο, θυμάσαι;
Κάτω από το χώμα;
Θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια, όπου
το φως του Γενάρη έπνιγε τα λουλούδια στο στόμα σου;
σκάγανε γεράνια: ήταν ένα όμορφο σπίτι
με σκυλιά και παιδάκια.Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαήλ;Φεντερίκο, θυμάσαι;
Κάτω από το χώμα;
Θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια, όπου
το φως του Γενάρη έπνιγε τα λουλούδια στο στόμα σου;
Γ. Σεφέρης - Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.»
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.»
Απόσπασμα
Μάταλα
Μαρία Πολυδούρη " Ηχώ στο Χάος " (απόσπασμα)
Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.
Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.
Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.
Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.
Γύθειο
Φ Αγγουλές Αν το λέμε…
Οι φτωχές μας καλύβες σηκώνουνε τις μεγάλες Πατρίδες.
Κι οι καλοί πατριώτες
τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.
Αν πονούμε, μας δείρανε όμοια οχτροί κι όμοια φίλοι,
κι αν το λέμε, αν το ξέρουμε της ζωής το τραγούδι,
το μάθαμε απ’ του χάρου τα χείλη.
Κι οι καλοί πατριώτες
τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.
Αν πονούμε, μας δείρανε όμοια οχτροί κι όμοια φίλοι,
κι αν το λέμε, αν το ξέρουμε της ζωής το τραγούδι,
το μάθαμε απ’ του χάρου τα χείλη.
Γερολιμένας
Oδυσσέας Ελύτης - Ο φυλλομάντης
Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·
Απόσπασμα
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·
Απόσπασμα
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Το σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
Τα παραθύρια του κλειστά,
θάνατος και φαρμάκι.
Να θυμηθείς αποβραδύς
ν’ αλλάξεις δρόμο, μην το δεις,
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μέσ’ στο βοριά.
Το σπίτι στην ανηφοριά
του φύγαν οι γειτόνοι
Και δεν περνά περαστικός
μήτε πουλί ζυγώνει.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ :ΝΕΛΛΑ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
Υπέροχο άρθρο και αφιέρωμα στα ερημωμένα σπίτια που όμως η"ψυχή"τους και η ιστορία τους ποτέ δεν σβήνει.Συγχαρητήρια κ Γεωργία άψογη παρουσίαση και επιμέλεια του θέματος.Ευχαριστώ για την δημοσίευση του δικού μου ποιήματος.
ΑπάντησηΔιαγραφή