Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Αλβανού συγγραφέα Αριάν Λέκκα "Από που έρχεται το Φως ;"Μετάφραση στα Ελληνικά : Anjeza Dielli



Αριάν Λέκκα - Από που έρχεται το Φως ;


Γενηθήτω το φως και έγένετο φως -Γκιον Μπούζουκου* 


…ο πατέρας δεν ήταν μάγος, αλλά έβλεπε πράγματα που εμείς οι άλλοι δεν τα βλέπαμε. Δεν ήταν ντιστάρ (64*) (εξορκιστής),δεν ήξερε να βλέπει ώμους, πέτρες κι ατμούς, γι’ αυτό δε μας συμβούλεψε πως να προφυλαχτούμε από τον κίνδυνο και πως να προστατευτούμε και να γιατρευτούμε από τις αρρώστιες. 
Είχε περάσει τη ζωή του σαν θαλασσοπόρος, στις ακτές της Μεσογείου. Πότε-πότε γυρνούσε και στο σπίτι. Τα πιο κοινότυπα θεάματα που αυτός είδε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στη θάλασσα, δεν ήταν οι άνθρωποι των ακτών ή τα ορεινά τόπια της Αδριατικής θάλασσας που αντί να τον γέμιζαν, παράξενα , του προκαλούσαν πιο βαθύ κενό. Δεν ήταν ούτε τα απέραντα νερά απέναντι από τον ορίζοντα ή οι νυσταγμένοι ουρανοί κάτω απ’ το φωτισμένο σκότος απ’ ένα φανάρι ήλιου στο βάθος. 
Το να ήσουν θαλασσοπόρος στην κομουνιστική Αλβανία σήμαινε ότι θα έπρεπε να κάνεις δική σου τη μοναξιά. Αυτό ανταλλασσόταν με την περιορισμένη δυνατότητα που είχαν οι θαλασσοπόροι να δουν κάτι περισσότερο απ’ κείνο που οι άλλοι έβλεπαν με γυμνό μάτι, χωρίς τη μεσολάβηση της οθόνης. 
Για μας, ως παιδιά, δεν είχε σημασία αν οι θαλασσοπόροι εξήγαγαν πέρα από τις δικές μας όχθες βότανα, μαλλί, πίσσα, πολύτιμα μέταλλα και με αξία στην επεξεργασία, μπιχλιμπίδια ή ξένο νόμισμα, πολύτιμες πέτρες που, όπως έμαθα αργότερα, είχαν απαγορευτεί απ’ το Δεκέμβρη του 1944. Το πιο σημαντικό για μας ήταν αυτό που έφερνε ο πατέρας. 
-Και τι έφερνε αυτός από τα θαλασσινά ταξίδια; 
Σιωπή. Κατά κόρον σιωπή. Κάποτε τον ρώτησα να μου εξομολογηθεί ένα από τα πιο θαυμαστά πράγματα που είχε δει με τα μάτια του. Ανάφερε τα φώτα. 
-Τα φώτα των πόλεων-λιμανιών, που τα είδαμε και δε προφτάσαμε εκεί-είπε. Τα φώτα των πλοίων, με τα οποία συναντηθήκαμε, χαιρετηθήκαμε επίσημα από μακριά, στέλνοντας σήμα ο ένας στον άλλο σαν να πρόκειται να βρισκόμαστε σε πόλεμο-πρόσθεσε. Τόσο ήταν. Μετά πλάκωνε πάλι η σιωπή. Όπως συνήθως. 

Με το πέρασμα των χρόνων ο πατέρας έγινε ακόμα πιο σιωπηλός. Σαν να έσβησε ή να ξέχασε να μιλάει. Αλλά τα φώτα της Μεσόγειου εγώ τα είδα πάντα μέσα απ’ τα μάτια του. Δε θύμωνα με τη μακρά σιωπή του για την οποία εκείνος φρόντιζε τόσο, σαν να επρόκειτο για κρύσταλλο, που δεν έπρεπε να αγγιχτεί ή να σπαστεί και ούτε έπρεπε να λερωθεί. 
-Γιατί σιώπησε τόσο; 
Ήταν νωρίς να καταλάβουμε ότι η σιωπή είναι ένα είδος υγιεινής, αλλά κάτι καταλάβαινα και εγώ. 
Αν και δε ζούσαμε στον Μεσαίωνα, τον πατέρα μπορεί να τον έκαιγαν στα πυρά αν μιλούσε για ομιχλώδη φώτα των πόλεων που είχε δει απέναντι. Πιο ύστερα, χάρη στους δασκάλους έμαθα για την κβαντική φύση των φώτων. Σαν τη θάλασσα, σκέφτηκα. Λόγο της κβαντικής φύσης του φωτός, ίσως η απόσταση ανάμεσα σε μας και τους θαλάσσιους γείτονες, έπρεπε να μετρηθεί όχι με κανονικά μίλια αλλά με έτη φωτός; Είχαμε διαχωριστεί από τον άλλο υπόλοιπο κόσμο. Είμαστε χώρια. Όχι μόνο από τα κύματα της θάλασσας, όπως ήταν κατανοητό, αλλά και από τα κύματα του φωτός ανάμεσά μας. 


Η γιαγιά ήταν μια γυναίκα με σπάνια καρδιά. Ανάμεσα στα άλλα της πλεονεκτήματα, αυτή κατείχε τη ξεχωριστή κλίση τη πρόβλεψης των κόσμων, την οποία πολλοί από μας ούτε να φανταστούμε καν μπορούσαμε. Το δώρο αυτό που της είχε δοθεί δεν την έκανε κακιά νεράιδα, επιτήδεια θεραπεύτρια, όπως δεν την έκαναν και κακιά μάγισσα. Αυτή προφυλασσότανε μάλιστα απ’ όλα αυτά. Αυτή ήξερε πως να μας ελκύσει με τις λέξεις. 
Όσες φορές την άκουγα, είχα την εντύπωση της έλλειψης βαρύτητας. Κάτι μου συνέβαινε. Ένιωθα ελαφρύς. Όσες φορές την άκουγα να μιλάει, μου φαινόταν ότι σηκωνόμουν λίγο από το έδαφος. Και πετούσα κάπου. Όχι πολύ μακριά. Εκεί γύρω. Αισθανόμουν ότι από τα σπλάχνα μου πετούσε κάτι, που έβγαινε έξω από το στόμα μου, από τις τρύπες τη μύτης και τους πόρους. 
Τις δεχόμαστε αυτές τις επιφανές αναλαμπές γιατί η γιαγιά μιλούσε με ρήμα, ήξερε απ’ έξω παραμύθια, έλεγε παροιμίες για κάθε συμβάν που λάμβανε χώρα. Ήξερε και κομμάτια από τα Ιερά Βιβλία. Έτσι έλεγε η ίδια, ίσως επινοούσε, γιατί στο σπίτι μας κανείς δεν είχε δει αυτά τα Ιερά αυτά βιβλία, εκτός από την γιαγιά. Στα σίγουρα, τα σοφά πράγματα που έλεγε και τα παρουσίαζε σαν να τα είχε αποκαλύψει εκείνη τη στιγμή, τα έβγαζε σ’ εκείνα τα βιβλία. Αλλά ένα πράγμα ήταν αλήθεια σαν το φως του ήλιου. Αντίθετα με εμάς η γιαγιά πίστευε. Πιο καλά θα ήταν να λέγαμε ότι η γιαγιά πίστευε διαφορετικά από μας. Σε άλλα πράγματα πίστευε. Πίστευε μάλιστα ότι το όνομα Νesibe, της το είχαν βάλει για να αναστήσουν τη ψυχή της Nesibe από τον Αργυρόκαστρο, της ποιήτριας του ΧΙΧ αιώνα, που είχε γράψει ένα ηρωικό έπος για τη φύλαξη των νοτίων συνόρων της Αλβανίας. Από αυτή πίστευε η γιαγιά, κληρονόμησε τον τρόπο που μιλούσε με ρήμα και την μπεκτασαίνια[1] της ψυχή. 
Τον καιρό που η γιαγιά προέβλεπε -έλεγε τη μοίρα όπως έλεγαν όλοι- αν και αυτή δε διάβαζε το φλιτζάνι, η Αλβανία έγινε αθεϊστική χώρα και η αναφορά στον Θεό- όχι στον 
Διάβολο-ήταν βλασφημία. Για να προφυλαχθεί η γιαγιά βγήκε στέγη στο μαγικό κόσμο των ευφημισμών. Τις λέξεις που συνδεόταν με το Φως, αυτή τις χρησιμοποιούσε με πλάγιο τρόπο για να εκφράσει την πίστη, όχι τον φόβο της προς το Θεό. Ίσως ούτε αυτή η ίδια δεν το ήξερε, ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες, γεννήθηκαν όχι μακριά απ’ κει, ακριβώς γύρω από τη Μεσόγειο, από τον ίδιο θαλάσσιο δρόμο, που είχαν έρθει οι θρησκείες, η βασκανία και τα μάγια. “Σταγόνα μέλι στο βυθό της θάλασσας, είμαστε Θεέ μου”, έλεγε συχνά η γιαγιά μου όταν μας έβλεπε, έφτυνε τις άκρες των δακτύλων της και σηκωνόταν να πάρει το ψαλίδι. Έβλεπα τη γιαγιά να τριγυρνάει στο σπίτι με το ψαλίδι στο χέρι. Οι κόψεις της ψαλίδας άνοιγαν και έκλειναν τρομακτικά, με τον εκνευριστικό κρότο των μετάλλων όταν τρίβονται μεταξύ τους. Η γιαγιά έμπαινε από πόρτα σε πόρτα και έφτανε σε κάθε γωνίτσα. 
Μαζί με τις κόψεις της ψαλίδας, σε συγχρονισμό με αυτές, η γιαγιά άνοιγε και έκλεινε τα χείλη της, απ’ όπου έβγαιναν ακατανόητες λέξεις. Κάτι έλεγε φυσικά. Σε ποια γλώσσα; Από πιο ιερό βιβλίο έπαιρνε τις λέξεις η γιαγιά; 
Ένα πράγμα ήταν φως φανάρι. Μας είχε ειπωθεί. Η γιαγιά τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι με το ψαλίδι στο χέρι για να κόψει το κακό. Μας το είχαν πει, για να μην λογαριάσουμε τρελή τη γιαγιά, που γυρνούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο με το ψαλίδι στο χέρι. Η γιαγιά μας προστάτευε. Με το ψαλίδι μας προστάτευε. Κερρ-κερρ-κερρ-κερρ! Το ψαλίδι ήταν το όπλο της. Φαινόταν ότι από τον αέρα που έκοβε, θα μας έραβε όλους από ένα διάφανο κοστούμι, για καλή τύχη, το οποίο έπρεπε να φοράμε όταν βγαίναμε έξω από το σπίτι, για να μας προφυλάγει από το κακό. 
Στο τέλος της ζωής της, χωρίς καμία αιτία, της εμφανίστηκε καταρράκτης στα μάτια. Αυτό που μπορούσε να δει ήταν μια δέσμη λευκή σαν γάλα ή σαν ομίχλη, όπου έμπαινε το φως αλλά δύσκολα έβγαινε. 


Η μητέρα μου δεν ήταν αγία, αλλά ήταν αυτή που διάβασε την περιέργεια στο μυαλό μου. Αυτή μου έδειξε, για πρώτη φορά, τις πόρτες των θεάτρων και την οθόνη των ταινιών. Ακόμα χειρότερα, η μητέρα είχε ανοίξει μπροστά μου ένα θαυμαστό κόσμο, που δε θα τελείωνε ποτέ. Είχε ανάψει στα μάτια μου τη σπίθα που με τον καιρό θα μετατρεπόταν σε φως, όπως εκείνη πίστευε. Και παράξενο, ήταν το φως αυτό που θυμάμαι ότι είδα, σαν πρώτο μπήκα στον κόσμο των καλλιτεχνικών παραστάσεων. 
-Από που πήγαζε το φως αλήθεια; 
Προερχόταν από τον κινηματογράφο ή από το παιδικό θέατρο της πόλης που γεννήθηκα; 
Από εκείνο το κτήριο που, το Φεβρουάριο του 1967, αντάλλαξε τη ζωή του, από καθολικός ναός που ήταν, σε παιδικό θέατρο; 
Είχε καλή τύχη. Η αθεϊστική Επανάσταση θα μπορούσε να το είχε μετατρέψει σε καμία αποθήκη ή σε κανένα μεγάλο κατάστημα. Δεν το έκανε. Όχι γιατί έδειξε έλεος. Αλλά χάρη αυτής της καταστροφικής μεγαλοκαρδίας, στη θέση της Εκκλησίας με δυστυχισμένους Αγίους, εμείς κερδίσαμε ένα θορυβώδες θέατρο μαριονετών, όπου τα παιδιά, όπως εγώ, εκείνο το καιρό, συμβούλευαν σύσσωμοι και με δυνατή φωνή τις αγαπημένες κούκλες να προστατευτούν από τις ραδιουργίες και τον κίνδυνο που καραδοκούσε. Φυλάξου! Πρόσεχε! Σου έρχεται πίσω από την πλάτη σου!-ακουγόταν οι εκκλήσεις μας προς βοήθεια των αφελών κουκλών-πρωταγωνιστών. Οι τοιχογραφίες στους τοίχους της Εκκλησίας, που μετατράπηκε σε θέατρο, καλύφτηκαν από υγρό ασβέστη, ενώ οι μεγάλοι πολυέλαιοι έμειναν εκεί, αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, να σκορπίσουν το ηλεκτρικό φως, σε μέρη που το φως του ήλιου δεν έφτανε. 
-Απ’ που ήρθε το φως και πως βρήκε αυτό το δρόμο προς εμάς; 
Μήπως απ’ τη θάλασσα, όπως ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου δεν το είπε ούτε με ψίθυρους; Κατέβηκε από τον ουρανό, όπως είχε πιστέψει, πάντα η γιαγιά, που πέθανε χωρίς να βγάλει τον καταρράκτη από τα μάτια της; Ή μήπως το φως αναβλύζει από τις τέχνες, από το φωτισμένο θέατρο με τα κηροπήγια και από το σκοτεινό κινηματογράφο, φωτισμένο από τον προβολέα, όπως η μητέρα μου συνεχίζει να πιστεύει ακόμα και σήμερα; 
Πολλές ερωτήσεις για ένα παιδί όπως εγώ εκείνον τον καιρό, που θυμάται το σπίτι, το σχολείο, τη γειτονιά κοντά στη θάλασσα και το θέατρο των μαριονετών και την πολλαπλή πραγματικότητα, που διεργαζόταν εκεί. 
Όπως κάθε θαλάσσιος τόπος γύρω απ’ τη Μεσόγειο, η πόλη που γεννήθηκα είχε την καθημερινή του ρουτίνα. Ζεσταινόταν και φωτιζόταν απ’ τον ήλιο περισσότερο από τις σόμπες και τα τζάκια. Ίδια με αυτά, δούλευαν λίγο και οι πολίτες του. Αλλά όπως και να έχει, θα ήταν λιγοστοί εκείνοι που μπορούσαν να φανταστούν ότι η ληθαργική σιέστα της πόλης εκείνης, που δεν ταραζόταν από τις καμπάνες της Εκκλησίας, ούτε από τη φωνή μουεζίνη, θα ταραζόταν μια μέρα από τις εκκλήσεις των σκηνοθετών, που γύριζαν ταινία σαν να ήταν ακόμα σε πόλεμο, φώναζαν: Δράση! Δράση! 
Η ζωή εκείνης της πόλης, στις δεκαετίες μετά την Ανεξαρτησία, είχε γνωρίσει ζωντάνια και ανάπτυξη, βγαίνοντας έτσι από το κλινικό θάνατο, που είχε προκαλέσει η οθωμανική κατοχή, είχε ταραχθεί όμως από τα συμβάντα της μεταπολεμικής περιόδου. 
Οι κατασχέσεις, οι δεσμεύσεις, οι κρατικοποιήσεις από τις δημοπρασίες για την ενοικίαση του ξενοδοχείου ”Dogi“ και του κινηματογράφου, μπροστά από το κτήριο του Δήμου, οι αλλαγές των ονομάτων και επιθέτων των οικογενειών, η γνώση της λίστας, των ειδικών υποψήφιων για τη Περιφέρεια του Δημοκρατικού Συμβούλιου, η άρση της ασυλίας των πρώην βουλευτών της πόλης, οι διαδικασίες για να μειωθούν ή να διαγραφτούν οι θανατικές ποινές, η επαναφορά των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων όσων είχαν εκδιωχθεί, ο διορισμός των Κεντρικών Εκλογικών Επιτροπών της Νομαρχίας και της Περιφέρειας, η έγκριση των συμβολαίων και των νέων κανονισμών, όπως αυτό για τον φωτισμό ή το καθαρισμό της πόλης του Δυρραχίου (Durrës),είχαν δημιουργήσει σ ’αυτή τη πόλη την αίσθηση της έλλειψης ελπίδας και την αβεβαιότητα στην καθημερινότητά της. Μέρος όλου αυτού ήταν και οι κρατικοποιήσεις αμέσως μετά τον πόλεμο δεκάδων πλοίων. Μετά τις νομοθετικές κρατικοποιήσεις, τα πλοία άλλαζαν τα παλιά ονόματα, βαφτίζοντας τα με νέα. Κράτησαν κατά κόρον ονόματα ηρώων, ονομασίες γεγονότων, που σχετιζόταν με τη νέα ιστορία του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα, όπως “Η Απελευθέρωση της Σκοντρας”, “Η Απελευθέρωση του Λαμπινότη”, “Η Συνέλευση της Πέζας” και “17 Νοέμβρη”. Δεν έλλειπαν ούτε τα κομμουνιστικά σύμβολα, όπως “Κόκκινο Αστέρι“, ονόματα πόλεων όπως “Κορυτσά”, “Δυρράχιο” συμπεριλαμβανομένου και την ”Νέα Αλβανία“, που. παραδόξως, δεν ήταν το μεγαλύτερο πλοίο του νέου στόλου, που θεμελιώθηκε από τις κρατικοποιήσεις των πλοίων. 
Από την άλλη πλευρά, σ‘ εκείνη την πόλη άρχισαν να δημιουργούνται σημαντικές επιχειρήσεις με εντυπωσιακά ονόματα, που δημιουργούσαν στην πόλη την ουτοπία, ότι αν όχι μια καλή καθημερινότητα, θα είχε ένα μέλλοντα. 
Όλα αυτά, μαζί με το έτοιμο ιστορικό υπόβαθρο που η πόλη πρόσφερε σαν παρασκήνιο, θα έκαναν που όπως και το παρελθόν έτσι και το μέλλον να προσανατολιστούν ξαφνικά προς τον κινηματογράφο και τις ασπρόμαυρες ταινίες. 
Κοιμισμένα αλήθεια, αλλά τα στενά γύρω από τον κουκλοθέατρο θα ήταν τα μόνα τυχερά ανάμεσα στα άλλα όμοια της πόλης. Από τα καλντερίμια και τους τοίχους, αυτά τα στενά θα σχεδίαζαν τη ζωή τους γεμάτο ελλείψεις και στο θεμέλιο του κινηματογράφου. 
Η θλίψη μεγάλωνε αν καταλάβαινες ότι οι πιο παλιές γειτονιές της πόλης, εκείνες που δεν καταφέρναν να σιγουρέψουν ούτε το παρόν, θα ήταν αναγκασμένες να αναβιώσουν το παρελθόν και να αποστάξουν το μέλλον μέσω από τις ταινίες που γυριζόταν εκεί. 
Όμοια με τις ακτίνες του φωτός, τα απογεύματα οι άνθρωποι θα συναντιόνταν στο ίδιο σημείο. Οι προλετάριοι όλων των επαγγελμάτων, των δεξιοτεχνιών και διαφόρων ειδικοτήτων- μαζευτείτε στον κινηματογράφο! Συνέβη έτσι, αφού η πιο κοντινή περιοχή με το κουκλοθέατρο στο Δυρράχιο, χρησίμευε ως ready made για την κινηματογραφική εταιρία ”Νέα Αλβανία“ (Shqiperia e Re). Εκεί, σ’ εκείνα τα στενά γυρίστηκαν μερικές από τις πρώτες σκηνές των αλβανικών ταινιών. 
Είναι κατανοητό ότι, ότι συνέβαινε σ ‘εκείνα τα στενά ήταν ταινία και όχι πραγματικότητα. 
Ήξερα ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού. Παρόλα αυτά αυτή η γνώση δεν έφτανε για να με σταματήσει απ’ το να βλέπω γεμάτος έκπληξη το πως, αν και μετά τη λήξη του πολέμου, οι ομάδες ανταρτών πραγματοποιούσαν επιθέσεις μέρα μεσημέρι ενάντια στους Ναζί και στους φασίστες, και στην πλατεία κοντά στον Ενετικό Πύργο έκαναν επιθέσεις κατά των ου κατασκόπων των συνεργατών. 
Έχω παρασυρθεί τόσες και τόσες φορές σ’ εκείνα τα στενά για να δω τους ηθοποιούς. Μια μέρα τέλος, τους είδα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και μετά το τέλος κάποιας σκηνής που επαναλήφθηκε πολλές φορές. 
Ενώ είχα τοποθετήσει το μάτι μου στην γωνιά του τοίχου, για να μη με διακρίνουν ότι κρυφοκοιτούσα και με απομακρύνουν από κει, έφτανα να δω τις πιο απίστευτες σκηνές που ένα παιδί μπορεί να δει στη ζωή του. Η γιαγιά μου θα είχε ενθουσιαστεί αν έβλεπε μαζί μου αυτές τις σκηνές, 
-Θεέ μου, θα έλεγε, σηκώνοντας τα μάτια και τις παλάμες προς τον ουρανό, μη το αφήνεις με μέχρι εδώ, αλλά πήγαινε ως το τέλος το θαύμα! 
Αναφερόταν στην Ανάσταση του Ιησού η γιαγιά; Ήταν Απρίλης. Οι χριστιανοί είχαν νηστέψει. Αν δεν συνέβαινε εκείνο τον Απρίλη, σίγουρα δε θα συνέβαινε ούτε τον άλλον. 
-Τι είδα; 
Έζησα την Ανάσταση. Ανάσταση με ανοιχτά μάτια. Είδα την έγερση στα πόδια των μαρτύρων, των ηρώων, των πεσόντων του Πολέμου κι όλων αυτών που μόλις είχαν σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Αυτό ήταν το θαύμα. Και δεν είχε αναστηθεί μόνο ένας, όπως ο Χριστός. Όλοι αυτοί που έπρεπε να ήταν στον τάφο, είχαν εγερθεί. 
Εκεί, στα στενά της παιδικής μου ηλικίας, στο Δυρράχιο, ανάμεσα στο νέο κουκλοθέατρο και το αμφιθέατρο, είδα το πως οι σκοτωμένοι, οι παρτιζάνοι και οι μπαλιστες[2] , οι ναζί και οι κατάσκοποι ανεγέρθηκαν, αν και το σώμα τους ήταν τρύπιο από τα φυσέκια και πάνω στα ρούχα τους ήταν ακόμα ζεστό το αίμα. Με το σώμα γεμάτο πληγές εκείνοι, πεθαμένοι και άθαφτοι[3] στον κόσμο, ξαναγυρνούσαν στη ζωή. 
Θαύμα των θαυμάτων! Το έβλεπα με τα μάτια μου, αλλά θα με πίστευε κανείς; Θα είχα μείνει έκπληκτος αν τελείωνε εκεί, αλλά η συνέχεια της σκηνής θα ξεπερνούσε όλα όσα είχα δει μέχρι τότες. Είδα και το πιο απίστευτο! Σαν να μην έφτανε που είχε αναστηθεί ο παρτιζάνος με τις πληγές που έσταζαν αίμα, είπιε νερό από την ίδια στάμνα από την οποία μόλις είχε πιει ο “Γερμανός ” σκοτωμένος και οπλισμένος μέχρι τα δόντια! 
-Δεν ήταν ακριβώς ο Γερμανός που μόλις είχε σκοτωθεί από τις σφαίρες του παρτιζάνου; 
Δεν είχαν πολεμήσει πριν από λίγο μέχρι θανάτου ο ένας με τον άλλο; Μήπως η ταινία είχε ικανότητες ανάστασης, όπως ο θεός, ο οποίος ανάσταινε τους καλούς ανθρώπους -όπως πίστευε η γιαγιά; Παράκουσαν τα αυτιά μου δηλαδή, όταν άκουγα τα ουρλιαχτά των σκοτωμένων και τους λυγμούς των πληγωμένων και τους πυροβολισμούς; 
Αλλά, ήταν γραφτό ούτε αυτό να ήταν το τέλος του κόσμου. Το αποκορύφωμα θα ερχόταν πιο μετά. Αφού είχαν ξεδιψάσει καλά- καλά από τη ίδια στάμνα, οι επιστήθιοι εχθροί άναβαν τσιγάρο ο ένας στον άλλον! Αυτό πήγαινε πολύ! Ακόμα πιο πολύ, ενώ ανάβαν το φως του σπίρτου, εκείνοι προσέχανε με τα χέρια τους τη φλόγα, έτσι όπως κάνουν ανάμεσά τους μόνο οι φίλοι! 
Έπρεπε να ήταν κάποια μαγεία οπωσδήποτε, γιατί η ταινία όχι μόνο ανάσταινε τους πεθαμένους αλλά συμφιλίωνε και τους εχθρούς! Μόνο εκεί, στη γειτονιά μου ή η μαγεία της Ανάστασης και της συμφιλίωσης είχε απλωθεί σ ‘όλη την πόλη; Μήπως είχε μολυνθεί όλη η Αλβανία από την ασθένεια των πεθαμένων που ανασταίνονταν και των εχθρών- φίλων που συμφιλιώνονταν κάτω από τη φλόγα των σπίρτων και τις γόπες των τσιγάρων; 
Δεν είχα τι άλλη απόδειξη να ζητούσα. Ήμουν αναγκασμένος όχι μόνο να έβλεπα αλλά και να πίστευα όλο αυτό που συνέβη! Ποιον να πίστευα στ‘ αλήθεια; Τι ταινία; Ή την ιστορία του έργου; Τέτοιες σκηνές δημιουργούσαν στο μυαλό μου τέτοια σύγχυση που ακόμα και σήμερα δε μπορώ να καταλάβω πως οι επιστήθιοι εχθροί γίνονται φίλοι. 
Αλλά η κατάσταση έπρεπε να γίνει ακόμα πιο περιπλοκή για να άξιζε τη λέξη φαντασμαγορική. Μετά από εκείνες τις εκπλήξεις που είχα δει με τα μάτια μου σ’ εκείνα τα στενά, για να πολλαπλασιαστεί το άγχος μου, επέτρεπε να γυρνούσα στο σκοτάδι του κινηματογράφου. 
Εκεί το κάθε τι περιπλεκόταν και ανακατευόταν ακόμα χειροτέρα από πριν. Ότι είχα αρχίσει να πιστεύω για το στενό μου δρομάκι, όπου, για καλή ή κακή τύχη, οι εχθροί συμφιλιώνονταν και οι πεθαμένοι ανασταίνονταν, έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή στον κινηματογράφο. Λες και είχα δύναμη ώστε να αντιμετώπιζα τον θάνατο και την ανάσταση που με περίμενε στον κινηματογράφο; 
Έπρεπε να βρισκόμουν σε ύπνωση. Η μεγάλη αλήθεια δε βρισκόταν στα στενά δρομάκια, αλλά στην οθόνη. Και εκείνη η αλήθεια ήταν όχι μόνο όπως είχε σκηνοθετηθεί στη κινηματογραφική μεμβράνη αλλά και όπως επιθυμούσε η καρδιά μου. Ο πεθαμένος -πεθαμένος. Ο εχθρός-εχθρός. Δεν είχε ανάσταση. Ούτε αυτόν τον Απρίλη, ούτε τον επόμενο, ούτε και κανέναν Απρίλη. Η μπομπίνα γύριζε και το επεισόδιο ξαναγυρνούσε εκεί από όπου είχε αρχίσει. Βρισκόμαστε ξανά στα στενά δρομάκια της γειτονίας. Στην πρώτη αλληλουχία οι ηθοποιοί των στενών, εκείνοι που είχαν καπνίσει μαζί τσιγάρα και είχαν πιει νερό από το ίδιο παγούρι, αρπάζαν ξανά τα όπλα ο ένας ενάντια του άλλου και γινόταν ορκισμένοι εχθροί στην οθόνη. Έτσι μάλιστα! Αυτό είναι γεγονός! Αυτό που προβαλλόταν στην οθόνη, ήταν η αλήθεια, την οποία έβλεπα με τα μάτια μου! 
-Τι συνέβη; Οι πεσόντες, οι σκοτωμένοι, οι πεθαμένοι, δεν υπήρχε Θεός να τους σηκώσει ξανά και να τους αναστήσει; Τι είχε συμβεί σε εκείνα τα λιγοστά μέτρα φιδίσιου δρόμου από τα στενά δρομάκια μέχρι τον κινηματογράφο; Ποια από τις δυο πραγματικότητες είχε διαστρεβλωθεί: οι φίλοι των στενών δρόμων μετά τα γυρίσματα της ταινίας ή οι εχθροί στην οθόνη; Άρχισα να αμφιβάλλω για τον άνθρωπο που άφηνε ένα εκτυφλωτικό φως από τη ρωγμή του τοίχου. Αυτός θα έπρεπε να μας το έκανε αυτό το τέχνασμα! Αυτός ήταν. Αυτός ήταν ο μάγος που μετέτρεπε σε εχθρούς, τους φίλους μας. Αυτός, όχι η γιαγιά μου, έπρεπε να ήταν ο κρυφός μάγος μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου! Στο μεταξύ, μέσα από το φάσμα του φωτός, ο προβολέας πετούσε στον τοίχο τους ψεύτικους εχθρούς. 
Αλλά ήμουν τελείως άτυχος. Καμιά μορφή της ιστορίας, της ψευδαίσθησης και της ουτοπίας μου δεν ήταν γραφτό να ζούσε πιο μετά. Σαν να μην έφταναν οι σκηνές από τα γυρίσματα της ταινίας, σαν να μην έφτανε που μετά τα γυρίσματα έβλεπα πως οι εχθροί γίνονταν φίλοι, σαν να μην ήταν αρκετά πολύπλοκο που οι φίλοι έγιναν ξανά εχθροί στην οθόνη, έπρεπε να δω στην αίθουσα και τους αληθινούς ηθοποιούς που έβλεπαν την ταινία τους. 
Η σύγχυση μου θα έφτανε στο ζενίθ της αν ήξερα ότι, οι ταινίες –δράσης με ήρωες, που ήταν παραγωγή των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, είχαν σχεδιαστεί στην ίδια άσπρη οθόνη όπου μόνο λίγα χρόνια πιο πριν είχαν παραχθεί φασιστικά ντοκιμαντέρ. 
Για να εμβαθύνει ο σαρκασμός, πρέπει να σημειωθεί ότι η κινηματογραφική εταιρία, που είχε παράγει τις φασιστικές ταινίες είχε να κανείς με το φως. Ονομαζόταν ”Instituto Luco“. Έτσι, και στις σκοτεινές εποχές του φασισμού υπήρχε το Ινστιτούτο του Φωτός. Και η σκηνοθετική κάμερα ήταν η ίδια ακριβώς που, αν και είχε κατασχεθεί συνέχιζε να ρίχνει φως για τις ταινίες των νικημένων όσο και για τις ταινίες εκείνων που κέρδισαν τον πόλεμο. 
Σίγουρα εκείνη η μηχανή του φιλμ, που είχε κρατικοποιηθεί, είχε παραχθεί σε μια από τις πόλεις στις όχθες πέρα από την Αδριατική, τις οποίες ο πατέρας μου μπορεί να είχε δει απ’ μακριά, αλλά δεν τις ανάφερε ποτέ, λες και αυτές οι πολιτείες δεν υπήρξαν ποτέ. 
-Αλλά πως έφτασαν εκείνα τα παράξενα σχήματα του φωτός μέχρι σ ‘εκείνη τη μικρή, κλειστή και περίπλοκη πόλη της Μεσογείου; 
Ο πατέρας πίστευε μέχρι τέλος ότι το φως έρχεται από τη θάλασσα. Η θρήσκα γιαγιά μου πίστευε ότι η πηγή είναι ψυχική και γεννιόταν από κάτι άγιο, που έμενε στη Εκκλησία, αν και η Εκκλησία αναγκάστηκε να μετατραπεί σε κουκλοθέατρο. 
Η ίδια η λέξη μαριονέτα, που ονομάστηκε έτσι λόγω του αγάλματος της Πανάγιας, ήταν αυτή που έκανα όλα αυτά; Η σκίαση της Πανάγιας, έπρεπε να ήταν; Ποιος είχε περισσότερη δύναμη από Αυτήν; Μπορεί να ήταν και η μητέρα μου, η οποία υπέρ αξιολογούσε την τέχνη, τόσο που πίστευε και συνεχίζει να το κάνει, ότι το φως δε προερχόταν απ’ πουθενά πέρα από τον κινηματογράφο και το θέατρο. 
Αλλά δεν ήταν μόνο παραίσθηση. Είχε και κάτι αληθινό. Εκεί, ανάμεσα στο λυκόφως των αιθουσών του θέατρου και του κινηματογράφου, εγώ άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα χειροκροτήματα, γενικά, ήταν σημάδι έγκρισης ενώ τα σφυρίγματα, σημάδι αμφισβήτησης και δυνατής ανικανοποίησης. Αυτοί οι ενσυνείδητοι κώδικες θορύβων με βοήθησαν έπειτα να διακρίνω τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν πίστευαν στα ίδια πράγματα που πίστευα εγώ, όπως και με κατεύθυναν στις προσπάθειές μου να γίνω αυτός που ήθελα πάντα να ήμουν! 
-Ένας συγγραφέας; Ένας απ’ κείνους που επιλέγει τις λέξεις και διηγείται όμορφα τις ιστορίες; 
Χάρη σε αυτά τα βιώματα, μερικές παραισθήσεις, ειδικά αυτά που συνδεόταν με την Τιμωρία, τη Λύτρωση και τη Δικαιοσύνη, μεγάλωναν μέσα μου, ενώ οι άλλες ψευδαισθήσεις εξασθένιζαν. 
Οι εικόνες από τη σοσιαλιστική Αλβανία που μεγάλωσα, εκείνο το κράτος που εμφανιζόταν σαν μέρος που τιμωρούνταν το Κακό και ανταμειβόταν το Καλό, μου θόλωναν τα μάτια για κάποιο καιρό, ίδια όπως μπορεί να τυφλωθεί κανείς από το φως. 
Αλλά ο κινηματογράφος και η Εκκλησία- Θέατρο της παιδικής μου ηλικίας, σ ‘εκείνη τη σκοτεινή γωνίτσα που καθόμουν περιτριγυρισμένης από είδωλα, ζωντανούς ηθοποιούς και αόρατους ανθρώπους, που κινούσαν στα παρασκήνια τις μαριονέτες, θα γινόταν οι ιεροί τόποι, όπου εγώ δημιούργησα τη χαοτική μου ουτοπία. 
-Πως έφτασε μέχρι εκεί ο φωτισμός; 
Δεν έπρεπε να τελειώσει, όπως τελείωσε. Όλα καταρρεύσανε πάνω μας, όπως καταρρέει μια Εκκλησία, όταν οι πιστοί είναι μέσα στη Λειτουργία. 
Το κουμμουνιστικό σύστημα έπεσε στους βραχίονες του θανάτου, αν και είναι ου λίγες οι φωνές που πιστεύουν ότι εκείνο δεν έχει πεθάνει, αλλά υποκρίνεται πως έχει πεθάνει, παίζει τον ρόλο του στην αλληλουχία της Ιστορίας και αναμένεται να εγερθεί από τους νεκρούς, με ψεύτικες πληγές στο σώμα, όπως ανασηκωνόταν οι εχθροί στις ταινίες που γύριζαν στα στενά της δύστυχης γειτονιάς μου. Για τους ανθρώπους είναι πιο εύκολο, από ότι τα συστήματα να ανοικοδομήσουν τον εαυτό τους. Το σύστημα που, μετά τη εφαρμογή του στην κοινωνία, δεν είχε επιτυχία και έχει αφήσει πίσω του θύματα και αθλιότητα, εγκαταλείπεται. Όμοια με ένα πλοίο, το οποίο ο καπετάνιος το εγκαταλείπει και ο ίδιος βγαίνει την όχθη, για να διευθύνει ένα άλλο πλοίο. 
Δε συνέβη έτσι με όλα τα κράτη που βγήκαν από τη μήτρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, και που μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν μέλη των καθεστώτων του Σοσιαλιστικού Μπλοκ; Δεν εγκατέλειψαν εκείνοι το πλοίο των ουτοπιών τους μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, σαν εκείνο το πλοίο να μην είχε υπήρξε ποτέ, σαν εκείνοι να μην είχαν να κάνουν ποτέ μαζί του; 
Το σύστημα έπεσε, εκείνοι συνέχιζαν. Κάθε σύστημα έχει ανάγκη από ανθρώπους που προσαρμόζονται, για υπάρξεις ready made. 
Κατευθείαν, οι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν, πάτησαν ο ένας πάνω στον άλλο, σαν ξαφνικά κάποιος, κλεισμένος στο σκοτάδι του κινηματογράφου, να χωριζόταν στα δυο δια μέσου του φάσματος του φωτός από τον προβολέα και καθώς έβγαινε να φώναζε 
-Φωτιά, φωτιά. 
Πριν ο κινηματογράφος, όπου είχαμε δει τις ψευδαισθήσεις, μαγεία, όνειρα και ταινίες να καταρρεύσει και να μας πλακώσει μέσα, εμείς βιαστήκαμε να βγούμε. Είχε αρχίσει η έξοδος. 
Αντί να καθόμαστε και να σβήναμε τη φωτιά, ο κόσμος εγκατέλειπε τη χώρα, ίδια με εκείνους που εγκατέλειπαν τον κινηματογράφο που φλεγόταν, την ίδια στιγμή που έβλεπαν με ευχαρίστηση το τελευταίο επεισόδιο της ταινίας. Μαζεμένοι σαν τις πεταλούδες γύρω από τον προβολέα, οι άνθρωποι γνωρίσαν την πραγματικότητα. 
-Από ‘που προέρχεται το φως; 
Η ίδια ερώτηση και σήμερα. . Οι οθόνες των τηλεοράσεων έριχναν σε μας το στερεότυπο φως από τη Μεσόγειο. Υποκριτικοί ψίθυροι! 
-Κλείσε τα μάτια! Έλα στη Μεσόγειο! 
Εδώ ο άνθρωπος ανασταίνεται! Φιλικοί άνθρωποι! Το φως του ήλιου. Να που έχεις τα θαλασσινά φαγητά διαίτης. Να η λευκή άμμος, τα γαλάζια νερά, τα μεσογειακά κύματα, τους βράχους, τη χλωρίδα και την πανίδα, τις μεγάλες αγάπες, τους θρύλους με τους πειρατές και πάνω από όλα, να που βρίσκεται το ανεπανάληπτο αιωρούμενο φως αυτής της παραμυθένιας θάλασσας . 
Δεν είναι αντικατοπτρισμός. Δε βρίσκεσαι στο κουκλοθέατρο και ούτε σε κανέναν παραδεισένιο κινηματογράφο. Οι άνθρωποι στην οθόνη δεν είναι μαριονέττες. Ό,τι συνέβη δεν είναι σκηνική τραγωδία, αλλά ιστορία, που παίζεται από αληθινούς ηθοποιούς, νεορεαλιστές, που έπαιζαν τους ρόλους κάτω από το εκτυφλωτικό φως της Μεσογείου. 
Τα φώτα που εκπέμπονται από τις οθόνες δεν είναι εκείνα τα ζεστά και σιωπηλά φώτα των πλοίων, που ο πατέρας είχε χαιρετήσει με σήματα από μακριά. 
-Τα έβλεπες και εσύ από τη T.V τα θολά φώτα των πλοίων γεμάτα μετανάστες; Τα έβλεπες πως σπρώχνονται αδύναμα ανάμεσα στο σκοτάδι της Μεσογείου; Εκείνοι οι άνθρωποι μας έχουν κάνει μια μεγάλη χάρη. Το καταλαβαίνεις ή όχι; Απ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου, εκείνοι επέλεξαν να πνιγούν στα νερά των θαλασσών μας! 
Δύσκολη επιλογή αυτή αν έχει κανείς υπόψη πόσο πλούσιο είναι το μενού των μεσογειακών θαλασσών και πόσο περίπλοκος ο κατάλογος των πνιγμών! 
Αυτοί οι άνθρωποι έφταναν από τις άκρες του κόσμου για να σκεπαστούν από το βαθύ γαλάζιο του Mare Nostrum. Μαζευτήκαν εδώ μόνο και μόνο για να έχουν την τύχη να αριθμηθούν ανάμεσα στους εξαφανισμένους της δικής μας θάλασσας, και όχι να χαραμίσουν τη ζωή τους πνιγμένοι σε κοινότυπες και τετριμμένες θάλασσες, κάπου. 
Έχω ξεχάσει το όνομα, αλλά όχι το πρόσωπο του παιδιού από τη Συρία, που ξεκίνησε μαζί με τους γονείς του από τις τουρκικές ακτές προς το ελληνικό νησί του ΚΟΣ. Ονομαζόταν Alan Kurdi. Πνίγηκε, αν και η απόσταση ανάμεσα στις δυο ακτές μπορεί να διακριθεί με γυμνό μάτι. Πνίγηκε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, στη στενή ασιατικό- ευρωπαϊκή ζώνη. 
-Τι έπρεπε να είχαν στον νου τους οι γονείς του όταν τον ονόμασαν Άλαν (Alan); 
Τον διάσημο ηθοποιό Alan Rickman; Ή τον βαθυστόχαστο φιλόσοφο Alan Watts ή να εξέπληττε τον κόσμο όπως Alan Shepard, ο πρώτος Αμερικανός που ταξίδεψε στο διάστημα και περπάτησε στη Σελήνη; Η θάλασσα που πνίγηκε ο Alan Kurdi ήταν πιο βαθιά από κάθε σκέψη και η άμμος που εκείνος βγήκε, ήταν πιο σκληρή από της Σελήνης. 
Η φωτογραφική μηχανή που έκανε τη φωτογραφία του θανάτου, έκανε φως , σαν να ήταν ο μόνος τρόπος να αναστηθεί το παιδί που πνίγηκε στη δική μας θάλασσα. 
Εκείνη η λάμψη δια μαρτυρεί ότι, αν και γνωστή σαν η θάλασσα του φωτός και της φιλίας, η Μεσόγειος έχει μετατραπεί σ’ ένα είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης για άντρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς ελπίδα. Τις ζωές τους δεν τις λογαριάζει κανείς. Αυτοί δεν θα είχαν πιστέψει ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα πνιγούν σ ‘αυτό το σκοτάδι ακατανοησίας. Γι’ αυτό το φως που πέφτει πάνω στην επιφάνια αυτής της θάλασσας μοιάζει πιο πολύ με την ακτίνα του φεγγαριού που πέφτει σε ταφόπλακα. 
-Τα καταφέραμε τελικά! 
Μπορέσαμε να μετατρέψουμε αυτή την όμορφη θάλασσα συνεργασίας, πλουτισμού και μακροχρονίων σχέσεων, σ ’ένα τάφο δυσπιστίας με μπλε χρώμα. 
-Εξαιτίας της κβαντικής φύση του φωτός συνέβη αυτό άραγε; 
Μαζί με τους στοιβαγμένους ανθρώπους στα μικρά καΐκια, που έφταναν από πόλεις ελάχιστα γνωστές στη Μεσόγειο, ο πολιτισμός πνίγηκε επίσης, κάτω από το αδιάφορο και κυνικό του ψίθυρο. 
Να που είμαστε! Μαζί ξανά. Μαζεμένοι κάτω από το φως του ήλιου. Εκείνο το φως που τους εξερευνητές των πτωμάτων μπορεί να τους φαίνεται σαν το φως του προβολέα του παλιού κινηματογράφου της πόλης μου, από όπου ξεχύνονται οι εχθροί του πουριτανισμού πολιτισμού μας, χωρίς ξένους. 
Κάπως μπερδεμένοι αισθανόμαστε, όμοια με τότες, που νιώσαμε, αλλά δεν προφτάσαμε να απορροφήσουμε την παρουσία του υπερδύναμου και ακατανοήτου για μας και όταν γίνεται λόγος για την κατεύθυνση του ανέμου και την πηγή του φωτός – Θεός φυλάξει όπως έλεγε η γιαγιά μου- τη χάνουμε, έτσι πιασμένοι δυνατά από τη συνείδησή μας, αδυνατισμένη από τη σκληρότητα της διαιτηικής φιλανθρωπίας. 
Αλλά τώρα είναι ο καιρός να θυμηθώ ότι εγώ, όπως πίστευε ο Fernando Pessoa,δεν είμαι μια ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά ένας τόπος που συναντιούνται πολλοί άνθρωποι… 

05.09.2020. 
Μετάφραση: Anjeza Dielli 
Erzahusen, 02.10.2020 


64.Εξηγήσεις γύρω από τη λέξη ντισταρ/εξορκιστής και παραδείγματα της χρήσης της, δες το άρθρο Permisevina, a bestytnina a menina nëpopullin t ‘onë, που είχε εκδοθεί στο “Leka”, No.10,1933, f.317, με συγγραφέα τον Don Ndoc Suma; το τραγούδι Το Λουλούδι του Φράνγου “Hylli I Dritës”, No 4-5,1943,f.180, οι στοίχοι “Γιατί τους Λατίνους μπέσα εγώ δεν τους έχω/ Γιατί εσείς οι Γόκγοι δε ξέρετε τι εστί μπέσα, / Μόνο εάν φωνάξουμε δυο μάγους-εξορκιστές(ντισταρ)/Που κανείς να μη βγει από τον λόγο του/ Σε ζωντανή πέτρα τις λέξεις πρόκειται να μας δώσουνε / Και τις δυσκολίες εδώ και τώρα τις μεταλλάζουν!” όπως και διευκρινιστικά στοιχεία πάνω στο ρόλο τους, που Mark Titra δίνει στο βιβλίο “Η Μυθολογία ανάμεσα στους αλβανούς.” 

[1] Θρησκευτικό δόγμα που υπάρχει και στην Αλβανία. 

[2] Μπαλιστας (Ballist ): μελος του Μπαλλι Κομβεταρ (Balli Kombetar), εθνικό κίνημα που ήταν ενεργό κατά τη διάρκεια του Δευτερου Παγκοσμιου Πολεμου (1939-1946) www.lexico.com/Lexico-oxford

[3] έκφραση από τον Λέκκ Ματρενγγα



Ο ArianLeka (Αριάν Λέκκα) είναι συγγραφέας 18 λογοτεχνικών βιβλίων ποίησης, διηγημάτων, μυθιστορημάτων, δοκιμίων και παιδικών βιβλίων, καθώς και πολλών λογοτεχνικών μελετών. Το έργο του έχει τιμηθεί 6 φορές με εθνικά βραβεία ποίησης και πεζογραφίας από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Ένωση Συγγραφέων της Αλβανίας. Το 2018, η ποίηση του ArianLeka τιμήθηκε στα Σκόπια με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας " SkepriPoetik" και το 2019 στη Ρουμανία, με το Βραβείο "Ποιητής της Λογοτεχνικής Πρωτεύουσας της Ρουμανίας". Οι ιστορίες του ArianLekα έγιναν μέρος του "BestEuropeanFiction-2011" και έχουν δημοσιευτεί σε μερικές από τις πιο εκλεγμένες ευρωπαϊκές ανθολογίες. Βιβλία σε πεζογραφία και ποίηση του ArianLeka έχουν εκδοθεί στα γερμανικά, γαλλικά, ρουμανικά, αγγλικά, βουλγαρικά, σερβικά, κροατικά, κινέζικα κ.λπ. Οι κριτικοί τονίζουν ότι τα δυνατά κείμενα του ArianLeka, αφιερωμένα στη «χώρα και τη γενέτειρά του» είναι ένας σύνδεσμος που συνδέει το σήμερα με την ιστορία του Κομμουνισμού, που με τα θαλάσσια και μεσογειακά σύμβολα της Αλβανίας καθώς και τη χρήση μιας ειδικής αισθητικής γλώσσας, καθιστούν τη φωνή αυτού του συγγραφέα ιδιαίτερη και ξεκάθαρη



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου