"Το μεγάλο κύμα", Ανδρέας Κοντέλλης
Το χειμώνα οι νοτιάδες ήταν το κάτι άλλο. Φουρτούνιαζαν τη θάλασσα και σήκωναν θεόρατα κύματα που ξεσπούσαν τη μανία τους στα βράχια της ακτής, φτάνοντας πού και πού ως τα τοιχία των σπιτιών της παραλίας. Αμπαρωμένοι πίσω από βαριές ξύλινες μπουκαπόρτες, οι χωριανοί άκουγαν το φοβερό βουητό του νερού που ερχόταν ξανά και ξανά και ταρακουνούσε τα σπίτια συθέμελα. Ακολουθούσε το ανατριχιαστικό τσίριγμα που έκαναν τα βότσαλα καθώς το αντιμάμαλο τα τραβούσε προς τα μέσα και έπειτα μια κάλμα λίγων δευτερολέπτων ώσπου να ογκωθεί το επόμενο κύμα και να ξεσπάσει στην ακτή.
Σε κάθε κύμα η Ξενούλα σταυροκοπιόταν κάτω από το εικόνισμα. Μέρες τώρα οι ντελβέδες έβγαιναν κατάμαυροι. Είχε δει κι ένα σκοτεινό όνειρο και την είχαν ζώσει τα φίδια.
«Θα μας το σπάσει το σπίτι, δεν γλιτώνουμε. Παναγιά παρθένα σώσε μας», σιγόκλαιγε κι όλο λιβάνιζε στα εικονίσματα ψιθυρίζοντας προσευχές. Ο άντρας της σκεφτόταν τα έξοδα που είχε κάνει για ν’ αλλάξει την κεραμοσκεπή κι έβριζε θεούς και δαιμόνους.
«Λύσσαξες καριόλα φέτο!», και σήκωνε το δάχτυλο πρόστυχα κατά το νοτιά.
«Μη βρίζεις», έσκουζε η Ξενούλα, «θα μας κάνει κακό!» και δώσ’ του σταυροκόπημα στο καντήλι και λιβάνισμα στο εικονοστάσι.
Εκείνος σιχτίριζε την τύχη του που τον έριξε στο ψαροχώρι κι έφευγε από το σπίτι να μην την ακούει. Έτσι περνούσαν τα μερόνυχτα κι η φουρτούνα δεν έλεγε να κοπάσει.
Εμείς τα παιδιά είχαμε άγνοια κινδύνου. Βγαίναμε στο ξάγναντο και βάζαμε στοιχήματα ποιο κύμα θα χτυπήσει τα σπίτια, πόσο ψηλά θα φτάσει, αν θα φτάσει ως τα κεραμίδια κι άλλα τέτοια. Ούτε μανάδες ακούγαμε ούτε πατεράδες. Η άγρια ομορφιά της φουρτούνας μας είχε σαγηνέψει. Σαν ηρεμούσε λίγο, ξεθαρρεύαμε, πλησιάζαμε κοντύτερα στο ακροθαλάσσι και την προκαλούσαμε. Σε κάθε μεγάλο κύμα τρέχαμε να γλιτώσουμε χοροπηδώντας πάνω στα χαλίκια καθώς η αλμυρή άχνη ψέκαζε τα μαλλιά και τα ρούχα μας.
Ο Μαθιός της Ξενούλας ήταν ο πιο τολμηρός. Το παντελόνι του ήταν μούσκεμα. Περίμενε πρώτα να σκάσει το κύμα και μετά να τρέξει. Μα τον προλάβαινε το νερό και του έβρεχε τα πόδια. Κι ύστερα το αντιμάμαλο τον τραβούσε προς το γιαλό. Μα κείνος πιανόταν από κάτι κάγκελα και περιγελούσε το νερό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια του.
«Πάρε με, ρε, αν μπορείς; Όχι, πάρε με», φώναζε· πιο πολύ για να τον ακούσουν τα κορίτσια που στέκονταν μακριά κι από την αγωνία κρύβανε το πρόσωπο στα χέρια τους αλλά άνοιγαν τα δάχτυλα και κρυφοκοιτούσαν με δέος. Ανάμεσά τους και το Αννιώ, η μικρή του αδερφή.
Η Ξενούλα τρόμαζε και τον μάλωνε σαν γύριζε βρεγμένος στο σπίτι. Πότε τον έπιανε με το καλό, πότε με το άγριο, πότε με το παρακάλι. «Βρε κούρε μου, βρε πασά μου, λυπήσου με την καψερή». Εκείνος δεν άκουγε τίποτε. Μόνο σχέδια κατάστρωνε για την αποκοτιά της επόμενης μέρας. Απ’ την άλλη ο πατέρας του καμάρωνε που ο μοναχογιός γινόταν αντράκι. «Άστονα, γυναίκα, δεν έχει ανάγκη· τέτοια έκανα κι εγώ, και χειρότερα».
Δέκα μέρες κράτησε η φουρτούνα· δέκα μέρες ο Μαθιός την περιφρονούσε και γελούσε με τον κίνδυνο. Κάθε μέρα ξεθάρρευε όλο και περισσότερο. Την τελευταία μέρα έγινε το κακό. Ως συνήθως προχώρησε πιο μπροστά απ’ όλους. Ήταν ο αρχηγός μας, δικαιωματικά. Η θάλασσα, θαρρείς και καταλάβαινε πως την κοντράρει, εκείνη την ημέρα ήταν πιο αγριεμένη από ποτέ. Μα κείνος ατρόμητος, πιασμένος στο κάγκελο προκαλούσε τα κύματα.
Τα κορίτσια σε κάθε κύμα κρατούσαν την ανάσα τους. Η Αννιώ καμάρωνε για τον αδερφό της και χειροκροτούσε κάθε φορά που τους ξέφευγε.
«Πάνω τους Μαθιό! Μπράβο αδερφέ», κι όλο πλησίαζε κοντά του.
Μέχρι που, χωρίς να το καταλάβει, την τράβηξε τ’ αντιμάμαλο και την στρίμωξε στα κάγκελα. Ο Μαθιός σάστισε. Ένα νερένιο βουνό είχε φανεί στα βαθειά κι ερχόταν με ορμή προς την ακτή. Ήταν τεράστιο, από τα ψηλότερα ως εκείνη τη στιγμή. Η Αννιώ προσπάθησε να σηκωθεί, να φύγει απ’ τα κάγκελα, μα το βρεγμένο φουστάνι κάπου πιάστηκε και την δυσκόλευε. Ήταν θέμα δευτερολέπτων το κύμα να την φτάσει και να την παρασύρει. Όλοι είχαμε παγώσει μπρος στο αναμενόμενο κακό. Ο Μαθιός δεν δίστασε. Με ένα σάλτο πήδηξε το κάγκελο προς τη μεριά του γιαλού και στάθηκε μπροστά στην αδερφή του με τα χέρια ανοιχτά.
«Πίσω θάλασσα και σ’ έφαγα» ούρλιαξε, την ώρα που τον έλουσε το κύμα και τον κάρφωσε στο κάγκελο. Το κορμί του δέχτηκε όλη την ορμή του νερού. Η Αννιώ κουρνιασμένη πίσω του, μέσα από το κάγκελο, δεν κουνήθηκε σχεδόν καθόλου. Αλλά το αντιμάμαλο ήταν τρομακτικό. Πριν προλάβει να πιαστεί στα σίδερα, με έναν αποτρόπαιο συριγμό παράσυρε τον Μαθιό με ορμή προς τη θάλασσα.
Την ίδια ώρα στο σπίτι της Ξενούλας έσπαζε το γυαλί απ’ το καντήλι. Κατάλαβε. Βγήκε έξω αλλόφρονη. Η Αννιώ μούσκεμα στο πεζούλι, έκλαιγε. Έτρεξαν οι άντρες από το καφενείο, μαζί τους κι ο πατέρας. Ήταν αδύνατο να πλησιάσουν στην ακτή. Ο Μαθιός άφαντος. Τον είχε καταπιεί η θάλασσα. Σε λίγες μέρες που κόπασε ο θυμός της, ένας ψαράς βρήκε το κουφάρι του να επιπλέει πέντε-εξι μίλια μακριά, στα μεσοπέλαγα.
Ο πατέρας αρνιόταν να πιστέψει το κακό. Τον πήρε αγκαλιά να τον ζεστάνει και τον φιλούσε να ζωντανέψει. Δέκα τάματα είχε κάνει να βρεθεί γερός, κανένα δεν έπιασε. Στο τέλος έριξε το φταίξιμο στην Αννιώ. Το μάτι της Ξενούλας γύρισε. Πέταξε λιβάνια και καντήλια κι άρχισε να βρίζει και να καταριέται τη θάλασσα, τον άμυαλο άντρα της, τον κόσμο όλο.
Ένα πρωί χάθηκε κι η Αννιώ. Δεν ξαναφάνηκε ποτέ σε κείνα τα μέρη. Χρόνια μετά, κάποιοι είπαν πως σε ένα μακρινό μοναστήρι πάνω στα βουνά, τόσο μακρινό που η θάλασσα δεν φαινόταν, μια καλογριά ζωγράφιζε αγίους που όλοι τους είχαν τη μορφή του Μαθιού.
Θοδωρής Μπελίτσος, Νοέμβρης 2020
----------
* Ο πίνακας «Το μεγάλο κύμα», λάδι σε καμβά, 1996, του Ανδρέα Κοντέλλη αντλήθηκε από ανάρτηση του ζωγράφου στο FB.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://belitsosquarks.blogspot.com/
Παρακολουθούμε Homo Universalis
ΑπάντησηΔιαγραφή