Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Η ΜΟΝΑΞΙΑ / ΕΡΗΜΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Γ. Ρίτσος 

Edward Hopper art 

Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ - Μοναξιά

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


Ladislav Mednyánszky - Solitude in the Woods. Moon Night 


Τέλλος Άγρας - Αμάξι στη βροχή

Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.

Τ’ αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι·
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να το ‘χουν ταίρι.

Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές·
δεν έμειν’ ένα
απ’ τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.

Τ’ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες·
κι έφυγαν έντρομες, πολλές,
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.

Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς:
στα Περασμένα.

LONELINESS OF AUTUMN By Leonid Afremov

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μοναξιά δεν υπάρχει 

Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
μ’ ανοιγμένα τα δυο μακάρια χειλάκια του
κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει.

Solitude - Jean-Francois Millet


Ν. Βρεττάκος - Ο φιλοξενούμενος της ερημιάς

Πέθανες πριν δεκατέσσερα χρόνια.
Σου παραχώρησε η μητέρα μια ρίζα βελανιδιά
και τον ορίζοντα προς τη θάλασσα
να με δεις που θα επέστρεφα.
Με περίμενες πάντοτε, κ’ ήσουνα ήσυχος.
Είχες μια πίστη σ’ εμέ τόσο ακλόνητη-
όπως την πέτρα που κρατάς στο κεφάλι σου.
«Σας εύχομαι» μούργραφες «ο πατήρ σας
υγείαν, ειρήνην και αγάπην». Δικό σου
δε μούμεινε τίποτα. Κράτησα μόνον αυτό
το «ειρήνην και αγάπην». Το στήθος μου
είναι ένα άσπρο τετράγωνο φάκελλο.
Κι’ αυτό το κάνω τώρα. Πηγαίνω
Και φέρνω το γράμμα σου.
Δεν ξέρω τι με ήθελε η πίστη σου.
Δεν ξέρω αν αυτό σε αναπαύει.
Δεν ξέρω αν σου είπανε. Έγινα
ο ταχυδρόμος της αιωνιότητας.

ΙΙ

Τρεις μεγάλες βελανιδιές μου μιλάνε με τρεις
αδιάκοπους ψιθύρους. Σ’ έχουν βάλει στη μέση,
σε φυλάνε απ’ τους κεραυνούς. Το φθινόπωρο οι σαύρες
ανοίγουνε δρόμο στα κίτρινα φύλλα
που πέφτουνε πάνω σου. Και τ’ άγρια λουλούδια
σα νάχουν βυθίσει τις ρίζες τους μες
στης καρδιάς σου το φως, είναι μες στη διαφάνεια τους
παράξενα όμορφα. Κάτι σαν καλοσύνη
ή σαν λόγια παιδιού. Σα νάναι απ’ τα ίδια,
μοιάζουν πολύ μ’ αυτά που μοιράζω
τώρα στον κόσμο.

ΙΙΙ

Έμεινες μοναχός ανάμεσα στα σύμβολα μου,
εδώ, στο προαύλιο της μικρής εκκλησιάς και
δεν ξέρω
αν βγαίνει ο Αη- Γιώργης τη νύχτα κι αλλάζετε
λίγες κουβέντες. Γιομάτος ευγένεια
γραμμής και σιωπής, παραστέκει ο Ταΰγετος.
Δεν έμεινε άλλος εδώ να σε νοιάζεται.
Κι εγώ θα σ’ αφήσω.
Είναι Σεπτέμβριος
του χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ.
Εγώ βρίσκομαι ακόμα πάνω στη γη.
Εγώ ψάχνω να βρω την πορεία του κύκλου,
ψάχνω το νόημα να βρω του φωτός,
το φως του νοήματος. Δεν είμαι ζωσμένος
το ουράνιο τόξο. Έχω μια ζώνη
λύπης στη μέση μου κι έχω αυτό το κλειδί
που μου πέρασε ο ήλιος
Εγώ προσπαθώ
ν’ αποκαλύψω την άγια γραφή
του στερεώματος.

IV

Ανεβαίνοντας στο άλογο, σαλεύω το χέρι
χαιρετώ την ειρήνη σου. Βιάζεται ο χρόνος.
Γυρνώ κάθε τόσο το κεφάλι μου φεύγοντας.
Στο βάθος ο βράχος μακραίνει ολοένα.
Τα σύννεφα πάνε κ’ έρχονται πάνω σου
(http://img.pathfinder.gr/clubs/files_3/106359/2.pdf)

Thomas Eakins - Baby at Play, 1876

Θωμάς Γκόρπας  -  Το λάθος.

Να μη χαθούμε μες την ερημιά του κόσμου έλεγε
χαθήκαμε μες σε κατάμεστο ξενυχτάδικο
άγγελοι μετανάστες σε αθηναϊκό υπόγειο ουρανό.
Το πρωί μου τηλεφώνησε να μάθει αν τη θέλω ακόμα.
Δε σ΄ακούω της είπα πάρε το μηδέν.
Αλλά εκείνη πήρε λάθος… Πήρα λάθος να με συγχωρείτε.

 "Loneliness," by Narek Aghavelya


Θωμάς Γκόρπας - Πλάνα

Σε πρώτο πλάνο υπάρχει μια ερημιά
γεμάτη χρώματα στολίδια ραντεβού και μίση
στο δεύτερο η αγάπη
στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα σε πηχτό σκοτάδι
στο τέταρτο πάλι η αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη
στο πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα
στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς φως ή σκοτάδι
στο έκτο μεταμεσονύκτιος δρόμος καλοκαιρινός
και ένας άντρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει
η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό αεράκι
δροσίζει τα καμένα φύλλα της καρδιάς του…

Leonid Afremov On The Bridge

Κατερίνα Γώγου - Η μοναξιά 

Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει


Solitude By Jean-Jacques Henner


Καισάριος Δαπόντες - Εγκώμιον ερημιάς και μοναχικής διαγωγής

Και πότ’ ελιές εφύτευα, πότ’ αχλαδιές δε πάλιν
πότε μηλιές, αμυγδαλιές, με δόξαν μου μεγάλην,
πότε δε και λαχανικά, πρασάκια και σκορδάκια
κι εχαίρομουν στα χώματα, καθώς συ στα φλωράκια.

Και ήμουν προς τον Κύριον όλο ευχαριστία
και είχε μιαν ηδονήν άρρητον η καρδία,
ο τόπος να μοσκοβολά, τα δέντρα να μυρίζουν
και τα πουλάκια και αυτά να σε κλωθογυρίζουν.

Να ψάλεις συ το ψαλτικό, να κελαδούν εκείνα
και με διάφορα η γη λουλούδια και κρίνα,
ετούτα να ευφραίνουσιν την όρασιν, τα μάτια,
θυμούμαι τα και καίγομαι και γίνομαι κομμάτια.

Μέσα εις ένα βρισκόμουν εγώ κήπον χαρίτων,
σ’ ένα παράδεισον τρυφής, αυτό αλήθεια ήτον.
(…) για τούτο και με δίκαιον σε ονομάζουν όλοι
της Παναγίας Δέσποινας Κήπον και Περιβόλι.


Leonid Afremov LONELINESS IN THE FOG

Κική Δημουλά -  Ερήμην 

Σημειώθηκε χθες
διόγκωση της ματαιότητας.
Αυτό, φυσικά,
κανείς δεν το αντελήφθη.
Κανείς απ’ τους ελάχιστους «πλησίον μου».
Μονάχα εγώ
που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου,
σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια,
άφησα να διαφύγει από το χώρο μου
ένα ολόκληρο απόγευμα,
σε μια ρευστότητα αθεράπευτη,
γνωστή,
αλλ’ επιδεινωμένη.

Loneliness by Yulia Gabyan

Τ. Σ. Έλιοτ -Έρημη χώρα

(απόσπασμα)

Α΄ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’
το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα• σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen,
echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το
χειμώνα στο νότο.

Ποιές ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι
δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο
ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο
γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει
ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται
να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.

Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?

«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα
χρόνο•
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά
σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.

Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας
Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι
εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφταλμος έμπορας, και τούτο το
χαρτί,
Τ’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν
Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή
μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.

Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης
αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,
τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει
τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα
μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ
Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά
του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον
άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ! hypocrite lecteur ! – mon semblable,
– mon frère!»
(Τ.Σ. Έλιοτ, Έρημη χώρα», μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος)

"Ahead of loneliness," by Oksana Koneva


OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Το ερημονήσι

Γεια σου Απρίλη, γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή
βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δεν βρίσκεται στον χάρτη
βάζω πλώρη και κατάρτι.

Γεια σας έχθρες, γεια σας μίση
και γινάτι καθενός
άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ’ άλλα είναι καπνός.

Το κρατάνε στον αέρα
τέσσερα χρυσά πουλιά
δεν γνωρίζεις εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα, ούτε πατέρα
δεν γνωρίζεις εκεί πέρα.

Μες της ερημιάς τ’ αγέρι
όλα αλλάζουνε με μιας
πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα ακουμπάς
σαν το άγριο περιστέρι
πιάνεις του Θεού το χέρι.



Loneliness by Dmitry Spiros 

Ιδιωτική οδός – Οδυσσέας Ελύτης

«Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»


 Lonely Woman by Fatih Aslan


ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ  -  Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΡΗΜΟΣ

Άγγελος Κυρίου και άνεμος ανατολικός
σκέπει την οδό της φυγής σου.
Οροπέδια και κάμποι και ποταμοί
απεδήμησαν με τα μάτια σου…
Τώρα απομένω η μεγάλη έρημος
η χωρίς θάλασσα και χωρίς Κύριο
στα λευκά κόκκαλά μου σκηνώνουν οι νύχτες
και σβήνουν τα τελευταία ίχνη σου
όπως όταν η μια βροχή την άλλη ακολουθώντας
από άγονη γη το τελευταίο χώμα ληστεύει…

Loneliness by Ana Mutavdžić 

Γ. Θέμελης -Ερημία

«Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.»
(Πηγή: https://greekpoems.wordpress.com/)

Edward Hopper art


Γιώργος Θέμελης - Κρυστάλλινο φιλί

Πολλή ομορφιά σ’ έχει σκεπάσει,
πολλή ομορφιά, πολλή κι ασάλευτη.

Με τι χέρια να σε κρατήσω
να μη ραγίσει και σκιστεί τ’ αλάβαστρο.

Δεν ξέρω τι να κάνω.

Να σε σκεπάσω μ’ ένα πανί,
μ’ ένα σεντόνι να σε κρύψω,
να σ’ αγκαλιάσω ή να σε κλάψω.

Είναι μια ερημιά πάνω στα χείλη
είναι μια ερημιά, είναι μια ερημιά τρομακτική,
σαν όταν σκύβεις και φιλάς τα χείλη σου στον καθρέφτη
και σε φοβίζει το ψυχρό κρυστάλλινο φιλί.

Δεν ξέρω τι να κάνω.

Να σε σκεπάσω μ’ ένα πανί,
μ’ ένα σεντόνι να σε κρύψω,
να σ’ αγκαλιάσω ή να σε κλάψω.

Είναι μια ερημιά.



Loneliness by Eva Dvorzsak

Γιώργος Ιωάννου - Με Κυκλώνει Απόψε

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Mε ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Tο παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

 (από Tα Xίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα, Kέδρος 1988)

"Loneliness," by Олег Шмидт,


Ν. Καρούζος - ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

«Διαβαίνω αγιάτρευτος μέσ’ στ’ όνειρό μου
σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.

Κ’ η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υάκινθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους
έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις
πηγές.
(Νίκος Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)

Έντβαρτ Μουνκ – Μελαγχολία


Νίκος Καρούζος - Ἕνα ἔρημο ἄνθος


Βαθύτερο ἀπ᾿ την ἀγάπη και την ταραχή
που φέρνει μέσ᾿ στο στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στο θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει
την ἄγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα…
Εἶναι βγαλμένο στους κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σαν ἰδέα».

(Νίκος Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)


Lonliness by Sima Kahaki


Θανάσης Κωσταβάρας - ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ

Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.

Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.

Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ’ το χρέος του.

Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.

(Από τη «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ» – 1999)

Edward Hopper art


Ηλίας Λάγιος - Η Έρημη Γη

(απόσπασμα)

[…] Αυτός, χαίρε τέκνο του μέλλοντος! Κάθεται
κοντά της στο τραπέζι,
Ανυποψίαστος σοσιαλρεαλιστής με φωτεινά μάτια,
Ένας από τους νιόκοπους, που ρήμα εντός των κατοικεί
Όπως η μούχλα στων δικτατόρων τα παλάτια.
Τώρα οι ώρες τους ξανοίγονται στον έρωτα, το αισθάνονται
Απόφαγαν, κι η νύχτα είναι δική τους,
Δίνονται στων κορμιών τους το φιλί
Μεταλαβαίνοντας τη σπασμική ψυχή τους.
Φίδια νερά και σμίγουν εν εκστάσει,
Τα χέρια τους εκβάλλουν σε μια γύμνια που τόσο καλά ξέρουν,
Ίρις οργασμού τους οδηγεί στην οδύνη, στη γαλήνη,
Και νιώθουν την παραφροσύνη της αγάπης τους
σ’ όλο το ένα που υποφέρουν.
(Κι εγώ ο Αθανάσιος, κι εγώ ο Ηλίας, την
είχα ζήσει τούτη τη χαρά
Που μου δόθηκε σ’ αυτό το ίλυνο κελί, φωλιά
του πόθου μου το βράδυ,
Εγώ που πρόδωσα προδόθηκα και απαρνήθηκα τα φτερά
Μου, και καταδύθηκα στο παχύτερο σκοτάδι).
Χαϊδεύονται στερνή φορά,
Και ύστερα ξυπνά μέσα στον άγριο εφιάλτη του…
Κοιτάζει ολημερίς την άδεια κάμαρη και κλαίει,
Πώς έφυγε μακριά, σαν πληγωμένος συνειρμός το ξέρει,
Απ’ το μυαλό του η εικόνα της περνά και λέει:
Ήταν ωραίο όσο κράτησε, μελισσουργός κι αστέρι…

[…] Βρωμάει τριγύρα ο δρόμος
Κάτουρο και τυρί
Οι πόρνες αραγμένες
Στις πόρτες στους στύλους
Μπούτια γυμνά το κρέας
Σαν τους σκύλους
Να ‘ρθει ο πελάτης να χαρεί
Οι πολιτσμάνοι γιούργια
Κάνουν στη γωνιά
Εδώ υπάρχει νόμος
Ην πιάσαν τη Μυτιληνιά.
Γιούπι γιάγια γιούπι για,
Γιούπι γιάγια γιούπι για, έι ω!

Ο Γιάγκος και η Μοιραία
Κρατώντας τα πηρούνια
Ροτόντα φορτωμένη
Με χίλια δυο καλά
Ψυχής και στο μαχιού
Η τρέλα – τράλαλα –
Φορεί χρυσά σπιρούνια
Παίζοντας η ορχήστρα
Ξανάφερνε στη μνήμη
Ιδανικά σπουδαία
Σαμπάνιας κι αστακού.
Γιούπι γιάγια γιούπι για,
Γιούπι γιάγια γιούπι για, έι ω!

«Τουαλέτες και γαμήλια εμβατήρια.
Στο σπίτι μου με ανέθρεψαν με αρχές.
Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου
Με παρέδωσαν στα χέρια του.
Το εσπέρας η μαμά μου του έδωσε
Να πιεί δυο τρία ποτήρια
Κι ύστερα ανέβηκε στο δώμα
και πήρε την παρθενιά μου».
«Ο οργασμός μου ξόφλησε στα γραμμένα φρύδια του,
Κι η ελπίδα κάνει παρέα στον οργασμό μου
Κάποιο θλιμμένο λεφτό
Κοιταχτήκαμε γελώντας.
Υποσχεθήκαμε μια καινούρια πατρίδα,
Γεράκι φωτός. Ύστερα παντρευτήκαμε,
Του γέννησα παιδιά.
Τι θέλεις πια να ονειρευτώ;»….

(Η. Λάγιος, “Η έρημη γη”, εκδόσεις Ερατώ)

Alenushka byViktor Vasnetsov


Τάσος Λειβαδίτης - Έρημος σταθμός

Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολούθουσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φάνεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.»

(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 2ος, Κέδρος

Solitude by Frederic Leighton (1890)

Τάσος Λειβαδίτης - Οι στίχοι

 Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού, 
που παίζει ολομόναχο σ’ έναν κήπο 
μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου. 

Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί. 

(Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990 / εκδ. Μετρονόμος, 2018)

Solitude by Daler Usmonov (2015)

Βύρων Λεοντάρης [Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
- αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... -
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.

(Εν γη αλμυρά, 1996)

Solitude by Giorgio de Chirico (1917)

Federico García Lorca - Η Παντέρμη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυτή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πε μου, σε γνοιάζει εσένανε;

Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

Ποιος ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

Απόδοση στα Ελληνικά: Οδυσσέας Ελύτης


The Old Guitarist by Pablo Picasso (1903)


 Emily Dickinson - 1695

Μια ερημία του χώρου υπάρχει
Και μια της θάλασσας ερημία
Μια ερημία του θανάτου, Μα αυτές
Κοινωνία συνιστούν μία
Σαν με τον βαθύτερο εκείνο τόπο συγκριθούν
Την πολική εκείνη ιδιωτεία
Στον εαυτό της μια ψυχή κλεισμένη —
Ορισμένη Απειρία

Emily Dickinson, Απόδοση Στρατής Φάβρος

Wanderer above the Sea of Fog by Caspar David Friedrich (1818)

Emily Dickinson - 1695

There is a solitude of space
A solitude of sea
A solitude of death, but these
Society shall be
Compared with that profounder site
That polar privacy
A soul admitted to itself–
Finite Infinity.


Melancholy by Constance Marie Charpentier (1801)

Γιάννης Ποταμιάνος -Ξαφνική ανθοφορία

Την ξέρω καλά εγώ την ερημιά
στο λευκό της ριζώνει όαση
σαν έρωτας ξαφνικός
την άνοιξη
κι ας περπατάω τώρα στο φθινόπωρο
γι’ αυτό γράφω ποίημα απόψε

Την ξέρω καλά εγώ την ερημιά
εκεί ανθίζουν οι κάκτοι σαν όνειρα
άγριοι, σκληροί κι ακανθοφορεμένοι
σαν επιθυμίες
ανθίζουν ξαφνικά
ένα κόκκινο λουλούδι
και γίνεται η έρημος όμορφη
σαν ιδέα
γι’ αυτό γράφω ποίημα απόψε


Saint Jerome in the Wilderness - Leonardo Da Vinci (1480)


Α. Ρεμπώ  -  Οι Ερημιές του Έρωτα

Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο χωρίς φως.
Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν
σπίτι μου. Και την είδα στην κλίνη μου
ολόδικιά μου χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα
πολύ… γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι: γι’ αυτό και
μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια
εγώ.. και κείνη μια κοσμική κυρία που δινόταν και
έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα.
Την άρπαξα και την πέταξα στο κρεβάτι γυμνή σχεδόν.
Και στην άφατη μου αδυναμία έπεσα πάνω της
σούρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά χωρίς φως!
Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε το ένα μετά
το άλλο τα διπλανά δωμάτια. Τότε η γυναίκα χάθηκε!
Και έχυσα δάκρυα τόσα όσα ποτέ Θεός δεν έζησε.

Loneliness by Paul Delvaux


Γιάννης Ρίτσος - Ερημιά

Ήταν μια λύπη κρεμασμένη στον αέρα. Τα κλαδιά γυμνωμένα
πίσω απ’ τα κάγκελα. Κι ήσουνα μόνος στο παράθυρο.
Η νύχτα πέρασε μπροστά στην πόρτα σου.
Έφυγε σα μια γυναίκα αγαπημένη – για γυναίκα
που την κρατούσε ένας άλλος από τη μέση.

Και το φεγγάρι σα σβησμένος γλόμπος, ήσυχος
στο στρίψιμο του δρόμου, πάνω από το φαρμακείο.»

(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος)

 Laureà Barrau - Solitude



Μίλτος Σαχτούρης - Ο έρημος δρόμος 
Βροχή ἀπό μέλι
στα πεινασμένα μου χέρια
στεφάνια
στεφάνια
στεφάνια
στα πικρά μου μαλλιά
ὅμως
το βάθρο τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα ἄδειο
ὅμως
το στόμα τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα βουβό
Paul Sérusier, Solitude
Γιάννης Υφαντής - Χαρούμενο τραγούδι


[Ενότητα Γ]

I

Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων∙ έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.

II

Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
Μ’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο
και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από πάχνη κι από φωτιά
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους.
Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά.
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.

III

Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός βαδίζω ερημώνοντας το μέλλον.
Στερεύουν οι πηγές της πλάνης τα πάντα ξηραίνονται.
Πλούσια απλώνεται η άμμος και μονάχα η άμμος
Χώρος για περισσότερη σκέψη
Χώρος για περισυλλογή κι ελευθερία
Χώρος του άδειου και της φωτιάς.
Έρχομαι από κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος
Γέρνω από γύρη σοφίας.

Από τη συλλογή Μανθρασπέντα (1977) του Γιάννη Υφαντή


Gustave Courbet, Solitude, 1866,
Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΛA!

ΕΛΑ εκεί πέρα στο κρυφό κι ολοέρημο λαγκάδι
Όπου είναι η μέρα πιο όμορφη και πιο γλυκό το βράδυ,
Όπου το λούζουν ρεματιές και γύρω γύρω ανθίζουν
Οι ροδοδάφνες χαρωπές κι οι λυγαριές μυρίζουν,
Όπου αγεράκια ολόδροσα παντοτινά φυσούνε
Και τα πουλιά χαρούμενα πετούν και κελαηδούνε,

Παιδιά τρελά της ερημιάς, του έρωτα κοπέλια,
Να ζούμε πάντα με φιλιά, με χάιδια και με γέλια·
Εγώ ρυάκι ερημικό, παρθένο εσύ αγριοκρίνο,
Να μου σκορπίζεις μυρουδιά, δροσούλα να σου δίνω·
Εσύ δαφνούλα φουντωτή με φύλλα μυρισμένα
Κι εγώ πουλί να τραγουδώ παντοτινά για σένα.

Ξέρω σπηλιές στη λαγκαδιά, κρυφές μεριές στα δάση
Που το λιοπύρι μέσα εκεί ποτέ να μη μας φτάσει
Κι εκεί που μέσα στις ιτιές μια βρύση κρυφοτρέχει
Σο’ ‘χω πλεμένη μια φωλιά που όμοια πουλί δεν έχει·
Με φτέρες κι αγριοκλήματα που ολόγυρα κληρώνει
Κι ολόευωδη μια αγράμπελη την ανθοστεφανώνει.

Και πέρα στην ακρολιμνιά, στην καλαμιά δεμένη
Με το πανάκι ολάνοιχτο βαρκούλα μας προσμένει,
Που ανάμενα στα νούφαρα και με τους κύκνους πλάι
Θα ιδείς κι εκείνη στα νερά σαν κύκνος να γλιστράει
Όταν με το άσπρο παίζοντας πανάκι της το αγέρι
Πέρα σε οχτιές μαγευτικές το ταίρι μας θα φέρει.

Εκεί όπου φράξα θεόρατα και γέρικα πλατάνια
Και λεύκες αργυρόφυλλες που φτάνουν ως τα ουράνια
Ρίχνουνε θόλους πράσινους και το ακρογιάλι ησκιάζουν,
Πο’ ‘ρχονται τ’ αγριοδάμαλα και ξεμεσημεριάζουν —
Μην τ’ αγρικάς και σκιάζεσαι γιατί κι αυτά, στοχάσου,
Μπορεί να μη μερώσουνε μπροστά στην ομορφιά σου;

Εκεί όπου κι όταν δε φυσάει ολότελας αγέρι
Είναι σαν άνοιξης αυγή γλυκό το μεσημέρι,
Εκεί όπου όλα ολόχλωρα κι αμάραντα τριγύρω
Βαστούνε του Μαγιάπριλου αστέρευτο το μύρο,
Εκεί όπου μες στην άπειρη και τρίσβαθη γαλήνη
Μόνο γλυκό παράπονο κανένα αηδόνι χύνει.

Και πέρα στα πιο απόμερα της λίμνης ακρογιάλια
Όπου νεράιδες βγαίνουνε μ’ ολόξανθα κεφάλια
Και λούζουνε μες στους αφρούς τ’ αφρόπλαστα κορμιά τους
Και τ’ αγεράκια τα τρελά μένουν βουβά μπροστά τους.
Ω! έλα, εσένα, σαν ιδούν βουβές αυτές θα μείνουν
Και θα σε πάρουν για κυρά και σκλάβες σου θα γίνουν.

Κι όλες θα τρέξουν γύρω σου ποια πρώτη να σου βάνει
Το πιο ηλιοστάλαχτο απ’ αφρούς στην κεφαλή στεφάνι,
Ποια να σκορπίσει πιο λευκά κρινάκια να πατήσεις,
Ποια πιο απαλά ροδόφυλλα να στρώσει ν’ ακουμπήσεις
Και ποια όταν μες στα χάιδια μου θα κλεις τα βλέφαρά σου
Με πιο γλυκό ροδόσταμα να ράνει τα όνειρά σου…

Η ποιητική συλλογή τα «Τραγούδια της Ερημιάς » εκδόθηκε το 1898 από τις εκδόσεις «Εστία». Ο Χατζόπουλος υπέγραψε τη συλλογή με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός.

Salvador Dalí, Solitude, 1931, 

Αργύρης Χιόνης - Από τη συλλογή Εσωτικά Τοπία (1991)

Υπάρχουνε κάτι τοπία σκοτεινά, τυφλών τοπία, που μόνο ψαύοντας τ’ ανακαλύπτεις. Με μάτια ανοιχτά, τρόπος για να τα δεις κανένας δεν υπάρχει, γιατί ‘ναι μυστικά τοπία και το φως κρατούν μακριά απ’ την περιοχή τους. Μονάχα ψαύοντας μπορείς να τα χαρείς, ή μάλλον, ένα μέρος τους μονάχα να χαρείς μπορείς, γιατί ‘ναι απέραντα τοπία, μυστικά, εσωτικά τυφλών τοπία.
***
Πάνω απ’ αυτήν την έρημο, δεν έχει ουρανό, δεν έχει ούτ’ ένα αστέρι. Κάποιος, ωστόσο, δεν μπορεί να το πιστέψει, θαρρεί πως φταίει η μυωπία του, κι ορθώνει σκάλα για να δει από πιο κοντά. Βέβαια, ούτ’ αστέρια ανακαλύπτει, ούτ’ ουρανό και φεύγει γι άλλη έρημο, ν’ αναζητήσει εκεί την τύχη του. Μένει η σκάλα, όρθια, στη μέση της ερήμου, μια σκάλα ολόρθη που δεν ακουμπάει πουθενά.
***
Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.
***
Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, παραδομένη στα γυρίσματα των εποχών, στην αέναη του πελάγους παλινδρόμηση, έρημη ακόμα κι όταν τη διασχίζουν ρόδινα πέλματα ή ανάλαφρα κορμιά ξαπλώνουν πάνω της· τα κύματα, τα αλλεπάλληλα του χρόνου κύματα, σύντομα σβήνουνε τα ίχνη τους.

Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, χωρίς καμία πρόσχωση από τα μέσα, εκτεθειμένη στην ασίγαστη μανία του νερού που αδιάκοπα τη διαβρώνει, ώσπου να γίνει, από επιφάνεια, βυθός.

Ο έρημος άνθρωπος, σαν έρημος βυθός, ακίνητος κοιτάζει την καρένα της ζωής που από πάνω του περνά και ταξιδεύει.

Koloman Moser, Loneliness, 1902


 Ντίνος Χριστιανόπουλος  -  Επικίνδυνη μοναξιά

Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.

Αν έστω κι ένας μόνο απηχούσε
κάτι από τη δική σου ομορφιά,
θα του ’λεγα: «Λοιπόν, τι περιμένεις;
με τα καρφιά των παπουτσιών σου κάρφωσέ με» –

και δε θα καρτερούσα πια γλυκό φιλί
ούτε μια τρυφερή περίπτυξη

Loneliness is dangerous, Ed Vebell, 1955.

Μάρω Βαμβουνάκη - Η μοναξιά είναι από χώμα ( απόσπασμα)

Μια κι απ’ το μικρό φτάνεις στο μεγάλο είπα να φροντίσω για το χάος μου ξεκινώντας από το χάος του μικρού αυτού σπιτιού που με δέχεται.

Το άδειασα από πολλά σαραβαλιασμένα έπιπλα που τα έκλεισα σε μια αποθηκούλα από πίσω. Κράτησα λίγα.
Έβγαλα όλα τα πράγματα στον αέρα έξω, μια μέρα ολόκληρη, παγωμένη αλλά ηλιόλουστη.
Το σπιτάκι έχει δύο δωμάτια. Το ένα σχεδόν μεγάλο με καμάρα στη μέση και η κουζίνα.
Έπλυνα ό,τι φαίνεται. Πατώματα, τοίχους, πόρτες, παράθυρα, έπιπλα. Με τον κουβά έχυνα νερά και τα έτριβα με σκληρή βούρτσα. Όταν καλυτερέψουν οι μέρες και περιοριστούν οι βροχές θ’ ασπρίσω μέσα κι έξω τους τοίχους. Στην κουζίνα έχει ένα τζάκι παμπάλαιο για το μαγείρεμα και τη ζεστασιά. Πλάι στο τζάκι και μπροστά στο παράθυρο ακούμπησα το τραπέζι και πάνω του τα λίγα βιβλία που έφερα μαζί μου. Δεν είναι πολλά, κάποια μονάχα που μας δένει μια σχέση συναισθηματική από παλιά και με ζεσταίνει. Μόνο γι’ αυτό. Τους Αδελφούς Καραμαζώφ, την Αγία Γραφή της μάνας μου, ποιήματα του Μαγιακόφσκι στα ρωσικά που δε γνωρίζω, έναν χιλιοδιαβασμένο τόμο κλασικά εικονογραφημένα που είχα παιδί και μια ανθολογία του Μπόρχες για να έχω κοντά μου το Άλεφ.

Ενώ στην πόλη κοιμόμουν και ξυπνούσα άτακτα, συχνά μέχρι το μεσημέρι, έτρωγα όποτε πεινούσα κι έκανα τη νύχτα μέρα, εδώ βάζω το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις έξι και μισή. Προσπαθώ να μπω σε πειθαρχία και να τραβήξω το πόδι μου από το δόκανο κάθε παλιάς συνήθειας.
Σηκώνομαι αμέσως μόλις ακούσω το ξυπνητήρι ακόμα κι αν τη νύχτα είχα αϋπνία. Πλένομαι ολόκληρος, κάνω καφέ, γάλα, αλείφω ζεστό ψωμί με βούτυρο και μέλι. Έχω όλα όλα τέσσερα πιάτα, δυο ποτήρια, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι κι ένα κουτάλι μικρό.
Τα ακουμπώ στο τραπέζι, κάθομαι, τρώγω αργά και περιεργάζομαι ό,τι απλώνεται έξω απ’ το παράθυρο. Τα χρώματα του πρωινού έχουν πάντοτε μια συγκινητική τρυφεράδα, εύθραυστη, διστακτική.
Κοιτώ την κίνηση που δίνει ο κάθε άνεμος στο τοπίο. Την κλίση των βούρλων στο χωράφι, των ξερόκλαδων και των κυμάτων.
Κι οι μυρωδιές είναι απ’ τις βαθύτερες συγκινήσεις, τα κανάλια των συνειρμών τους τραβάνε μακριά. Θυμάμαι πως στην Αθήνα, στο τέλος της άνοιξης, αγόραζα φράουλες και τις άφηνα σ’ ένα πιάτο στην κουζίνα όλη μέρα. Είχανε μια ευωδιά που γέμιζε το σπίτι, μια ευωδιά ωραιότερη κι απ’ τη γεύση τους.
Κι εδώ η ζωή μου σηματοδοτείται από μυρωδιές.
Η μυρωδιά των καμένων ξύλων στο τζάκι, της στάχτης, του καφέ μες στο τενεκεδένιο κουτί, του καφέ που χύθηκε, του ντουλαπιού δίπλα μου όταν είναι κλειστό, του ντουλαπιού όταν ανοίγει, του μελιού, του ψωμιού, της βροχής στο τσιμέντο, της βροχής στο χώμα, της βροχής στην άμμο, της βροχής στη θάλασσα, της βροχής στον κουβά με το γλυκό νερό.
Και ήχοι! Τα αυτιά μου μαθαίνουν να συλλέγουν χαμηλούς, χαμηλότερους ήχους. Του ξεραμένου φύλλου που σέρνεται στο πεζούλι, του ξύλου που σκάει στη φωτιά, του νερού που βράζει, του νερού που στάζει, της πόρτας που μισανοίγει, του ρολογιού μέσα, της θάλασσας πέρα, των ανεξήγητων τριγμών. Μυριάδες αυτοτελείς λεπτομέρειες που ξυπνούν και μνημονεύουν μυριάδες κόσμους, μυριάδες ζωές. Από πού έρχονται οι ζωές και πού πάνε αφήνοντας παντού σημάδια; Νιώθω πως επιτέλους προχωρώ στην ησυχία που μ’ αφήνει ανεπαίσθητα ν’ αφουγκράζομαι την ύπαρξή μου.
Για τρόφιμα και γι’ άλλα απαραίτητα πηγαίνω με το ποδήλατο στο χωριό τρία χιλιόμετρα πιο μέσα. Αποφεύγω να έρθω σε πολλά πολλά με τους ντόπιους αν και μερικοί δείχνουν συμπαθέστατοι.
Επιθυμώ όσο τίποτα και ποτέ να κάτσω ολομόναχος κι απομακρύνω κάθε αντιπερισπασμό στον ησυχασμό μου.
Φοβάμαι πως θα με κρίνουν ιδιόρρυθμο κι ακόμα χειρότερα, ακατάδεχτο, αλλά δε γίνεται να κάνω τίποτα. Πρέπει άλλωστε να μάθω ν’ αδιαφορώ για τις εντυπώσεις που δίνω και ν’ αποφύγω τον πειρασμό τού να εξηγούμαι. Ας καταλάβουν απ’ την όψη μου ό,τι θέλουν.
Δεν αγοράζω εφημερίδες, δεν ακούω ραδιόφωνο και φυσικά δεν υπάρχει τηλεόραση. Το ηλεκτρικό φως σπάνια το ανάβω και τη νύχτα ανάβω μια λάμπα θυέλλης ή κεριά και το τζάκι. Προσπαθώ να διατηρώ το σπίτι σχολαστικά καθαρό κι έχω κάνει αυστηρό πρόγραμμα δουλειάς για την κάθε μέρα. Όσο δύσκολο ήταν στην αρχή να μάθω να πειθαρχώ τόσο τώρα με τίποτα δεν παρεκκλίνω απ’ τους κανονισμούς του. Αν συνεχώς αναβάλλω να εργαστώ σοβαρά με το αστυνομικό μυθιστόρημα, καμιά αναβολή δεν επιτρέπω στον εαυτό μου σ’ ό,τι αφορά τις πρακτικές δουλειές του σπιτιού. Αισθάνομαι πως αυτές οι δουλειές είναι το σημαντικότερο που έχω να διεκπεραιώσω.
Έξω απ’ την πόρτα υπάρχει ένα κομμάτι πλούσιο καστανό χώμα. Το καθάρισα, το σκάλισα και φύτεψα λαχανικά, μαρούλια, κρεμμύδια, κολοκύθια. Μπροστά στο πεζούλι του παραθύρου, μέσα σε σκουριασμένους τενεκέδες έβαλα χώμα και φύτεψα φασόλια που μ’ αρέσουν τα λουλούδια τους. Τα φασόλια ανήκουν στα ψυχανθή νομίζω.
Τις πεταλούδες γιατί τις λένε ψυχές;
Στην αποθήκη ανακάλυψα μια μεγάλη ξύλινη κορνίζα με τη φωτογραφία των παππούδων του ανθρώπου που μου νοικιάζει το σπίτι. Έφερα και τους κρέμασα στο δωμάτιο γιατί ντράπηκα να τους αφήσω πεταμένους στις σκόνες. Σ’ αυτούς ανήκει τούτος ο ήρεμος χώρος που εγώ καταπάτησα κι όταν τους κοιτώ να με κοιτούν κι αυτοί κατάματα σοβαροί, αισθάνομαι να βιάζω, ξένος εγώ, τα ιερά βιώματά τους που κολυμπούν στην ατμόσφαιρα. Ας τους τιμώ έστω λιγάκι.
Το Ψυχοσάββατο θα ανάψω καντήλι μπροστά στη φωτογραφία τους. Τούτοι οι άγνωστοι νεκροί γίνονται και δικοί μου νεκροί τώρα. Όσο δένομαι με το σπιτάκι δένομαι αναπόφευκτα και μαζί τους. Σκέψου πως κοιμάμαι στο κρεβάτι τους.
Είναι ένα κρεβάτι με σιδερένια κάγκελα και τέσσερις μπρούντζινες σφαίρες στα γωνιακά. Έχει σανίδες από κάτω κι ένα λεπτό στρώμα από πούπουλα. Στην αρχή πιάστηκα, όμως τώρα νομίζω πως δε θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ σε πιο μαλακό κρεβάτι.
Δε διαβάζω, δεν ακούω μουσική.
Θέλω ν’ απαλλαγώ απ’ ό,τι ως τώρα μου άρεσε, γιατί φοβάμαι πως όσα πολύ μου άρεσαν με είχαν και κλείσει τελικά σε μια παγίδα αδιέξοδη.
Οι εξηγήσεις που έχω μαζέψει στο κεφάλι μου συσκοτίζουν το νόημα των πραγμάτων. Το μυαλό μου είναι φουσκωμένο από χαρακτηρισμούς που αστραπιαία με την παραμικρή αφορμή σπεύδουν να ορθωθούν μπροστά από την ουσία.
Θέλω να μάθω ν’ ακούω τον ήχο ενός μήλου που πέφτει στο σανιδένιο πάτωμα κι ύστερα κυλά, λίγο πριν σταματήσει, χωρίς να ονοματίζω τίποτε απ’ όλα αυτά. Παρθένα κι αθώα ν’ ακούω τον ήχο και μόνον αυτόν.
Θέλω να μάθω ν’ ακολουθώ τον εαυτό μου χωρίς να καθορίζω συνεχώς την όποια κατάστασή μου. Χωρίς να λέω «τώρα είμαι καλά», «τώρα είμαι λυπημένος», «τώρα νυστάζω», «τώρα πλήττω», «τώρα νιώθω μαγκούφης». Αν δεν ησυχάσω απ’ τις συνεχείς δηλώσεις μου, δε θα μπορέσω να συναντήσω αυτό που πραγματικά είμαι. Να υπάρχω μόνο, έτσι που να μην είμαι μερικός, να είμαι όλος με όλα. Νιώθω φορτωμένος, ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο. Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω «σ’ αγαπώ», γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα, τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση; Να σου λέω «σ’ αγαπώ», γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου, πρωτοφανές, άγνωστο και λέει έτσι.
Άγνωστα τα θέλω όλα, μόνο άγνωστα, που να μπορέσω ίσως κάποτε να τ’ ανακαλύψω, άγνωστη γη με μάτι καθαρό. Μόνο αν τα γνωστά γίνουν άγνωστα έχω ελπίδα να ξαναγεννηθώ.
Δεν υπάρχουν χαρακτηρισμοί, δεν υπάρχουν ερμηνείες, ούτε κανόνες, ούτε κατηγορίες, ούτε ορισμοί. Το καθετί είναι μοναδικό, εξαίσια μοναδικό και μόνο.
Πρέπει να καταφέρω τη γενναιότητα να στέκομαι στο κενό. Να το παραδεχτώ πως, έτσι κι αλλιώς, κάθε στιγμή στην άκρη μιας αβύσσου στέκω. Με τα ψέματα παρηγορούμε τον ίλιγγο βέβαια, όμως βυθιζόμαστε σε ύπνο όλο και βαθύτερα.
Ο πανικός της ανάγκης σου, καλή μου, μ’ έσπρωχνε σε ψέματα και βυθιζόμουνα κι εγώ όλο και βαθύτερα. Θέλει υπομονή, θέλει έγνοια.
Το αληθινό γίνεται και ωριμάζει στον ορισμένο καιρό του, δε βρίσκεται προκατασκευασμένο. Κάθομαι ώρες στον κηπάκο μου με το καστανό χώμα και τα λαχανικά, με φυσά ο κρύος αέρας, σαν έπιπλο παλιό κι εγώ που αερίζεται, και συλλογιέμαι κάτω απ’ το χώμα τους σπόρους των μαρουλιών που φύτεψα. Τίποτα δε φαίνεται. Εκεί μέσα, στα υπόγεια, σπόροι, σκοτάδι, καιρός, υγρασία, χώμα, χυμοί, δουλεύουν τις μυστικές αλχημείες τους ώσπου ν’ ανθίσει μια μέρα η δικιά μου πράσινη σαλάτα.
Εγώ δεν είχα σε τίποτα υπομονή. Ήμουνα βίαια ανυπόμονος γι’ αυτό και καταστροφικός. Καταστροφέας και καταστραμμένος ξεβράστηκα σε τούτη τη σοφή και υπομονετική ερημιά μήπως κι η μοναξιά με διδάξει την τέχνη να γίνω καρτερικός. Εγωισμός είναι η ανυπομονησία, μάτια μου, το ξέρω. Μένος κατακτητικό είναι, απληστία. Κερδοσκοπία χωρίς κόπο, βιασμός καιρού, οκνηρία. Κι είμαι ακράτητα ανυπόμονος.
Είμαι κι εγώ ένας δυστυχής που καίγεται να ’ναι ευτυχισμένος.
Δεν μπορούμε να ’μαστε ευτυχισμένοι αν δε γίνουμε σωστοί, μάτια μου. Τίποτα δεν αποκτάς χωρίς πρώτα να γίνεις αντάξιός του.
Δεν άξιζα τις απαιτήσεις που είχα γι’ αυτό έμενα στο περίμενε. Να λυτρωθώ απ’ τις απαιτήσεις μου θέλω.
Πώς να μ’ αγαπήσεις με τον απόλυτο τρόπο που απαιτούσα αφού δεν ήμουνα καθόλου αξιαγάπητος. Άγριος ήμουνα, ασυνάρτητος, σπασμωδικός, υποκριτής, ζηλιάρης, γκρινιάρης, άγαρμπος κι όλα όσα μου έβγαζε η ανάγκη κι η εξάρτηση που με δυνάστευαν.
Η αγάπη δεν επιβάλλεται, η αγάπη εμπνέεται.

John Knapp-Fisher (1931 – 2015) Figure in the Street


Κώστας Λογαράς - ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΛΑΡΟ


Σ’ ΑΥΤΗ την περιοχή του λιμανιού, κέντρο απόκεντρο, ζει μόνος του. Δίχως επαφές ή φίλους. Ό,τι μαθαίνει για τον κόσμο φτάνει στ’ αφτιά του μέσα απ’ το γυαλί, ή απ’ όσα μπορεί να δει και να καταλάβει ο ίδιος. Μένει μονάχος του σχεδόν. Ένα σκυλί, Ραμόν τον λέει, είναι μαζί του νύχτα μέρα. Διασταύρωση λαμπραντόρ με τσοπανόσκυλο. Βλέμμα ζωηρό και ήρεμο, σώμα ρωμαλέο και στο στέρνο σχηματίζονται δυο μυώνες δυνατοί σαν γυμνασμένου αθλητή. Έξυπνο ζώο. Όταν κάθεται στα πισινά του πόδια, τεντώνεται το στέρνο κι ανοίγουν οι μυώνες, ασπίδα ζωντανή. Απ’ το κεφάλι, το λαιμό και τη γραμμή της ωμοπλάτης ως την αιχμηρή ουρά, γυαλίζει το καφετί κοντό του τρίχωμα.

Του μιλάει ο Μαρίνος, του λέει λόγια που δεν έχει πει ποτέ σε άνθρωπο, εκείνο έρχεται κοντά του, τρίβεται πάνω του και παραδίνεται στα χάδια του. Τον παρακολουθεί με το βλέμμα, αθόρυβα. Όταν μετακινείται, όταν διαβάζει χαμένος στα βιβλία του, όταν στήνεται μπροστά στην τηλεόραση. Πολλές φορές ξαπλώνει δίπλα του και κλείνει τα μάτια του νωχελικά. Ο Ραμόν είναι η παρέα του εδώ και πολύ καιρό.

Πρέπει να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, συλλογίζεται ο Μαρίνος καθώς κοιτάζει έξω από το παράθυρο, κάτι να κάνω.

Παίρνει τη ματιά του απ’ το γκρίζο απομεινάρι, αναζητώντας μια διέξοδο στα ανοίγματα της θάλασσας. Αν έψαχνα κάποιον απ’ τους παλιούς γνωστούς; αναρωτιέται, χωρίς να ενθουσιάζεται και πολύ με την ιδέα. Το μυαλό του πηγαίνει μονάχα στον Λεωνίδα. Δεν είχε κρατήσει με κανέναν επαφές. Τους είχε σβήσει όλους απ’ τα κατάστιχα. Τινάζεται ο Μαρίνος νευρικά, κι ο Ραμόν τεντώνοντας τα’ αφτιά του τον παρακολουθεί δίχως να σαλεύει, ακίνητος. Ανοίγει το παράθυρο, έξω η λεπτή ομίχλη θολώνει τα νερά, ένα σεντόνι διάφανο σκεπάζει τη θάλασσα.Απόσπασμα 

Michael Taylor art 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες - 100 χρόνια μοναξιάς 

 Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν. Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους. Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου. Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά. Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία. Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά. Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί. Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών. Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα. Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του. Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός. Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.Απόσπασμα 

Lonely Lady  by Chethana Bhat 


 ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ - H ΜΟΝΑΞΙΑ

Ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Ήμουν σ’ένα δωμάτιο. Έφτασα στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Υπήρξα καταθλιπτικός. Αισθάνθηκα κατά καιρούς φριχτά- φριχτά για τα πάντα -, όμως ποτέ δεν ένιωσα ότι κάποιο άλλο πρόσωπο θα μπορούσε μπαίνοντας στο δωμάτιο να γιατρέψει τις αναποδιές μου…

Ή ένα πλήθος ανθρώπων θα μπορούσε να μπει στο δωμάτιο και να κάνει το ίδιο. Με άλλα λόγια, η μοναξιά είναι κάτι που ποτέ δεν μ’ενόχλησε κι ούτε με απασχόλησε ως ζήτημα, αφού ανέκαθεν είχα αυτήν την τρομερή επιθυμία για απομόνωση.

Υπήρξαν στιγμές που βρισκόμουν σε κάποιο πάρτι σ’ένα στάδιο γεμάτο ανθρώπους που ζητωκραύγαζαν για κάτι, κι εγώ, μέσα σε τόσο κόσμο, ένιωθα την μοναξιά. Αντιγράφω τον Ίψεν:” Οι δυνατότεροι άντρες είναι και οι πιο μοναχικοί…”. Ποτέ δεν σκέφτηκα: “Λοιπόν, μια όμορφη ξανθιά θα έρθει εδώ, θα μου κάνει ένα καλό γαμήσι, θα μου χαϊδέψει λίγο τ’αρχίδια μου και θα αισθανθώ καλά…” Όχι αυτό δεν βοηθάει…

Ξέρεις έρχεται το βράδυ της Παρασκευής και τα πλήθη ξεχύνονται στους δρόμους και στα μπαρ. “Είναι Παρασκευή βράδυ, τι θα κάνεις απόψε; Απλώς θα μείνεις μέσα;” Λοιπόν, ναι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω. Είναι μια ηλιθιότητα. Ηλίθιοι άνθρωποι, συναναστρέφονται με ηλίθιους ανθρώπους. Άφησε τους να ηλιθιοποιούνται μόνοι τους. Ποτέ δεν αγχώθηκα μ’αυτό το ζήτημα. Να τρέχω έξω μες στη νύχτα. Κρυβόμουν σε μπαρ, γιατί δεν ήθελα να κρύβομαι σε εργοστάσια. Αυτό είναι όλο. Συγγνώμη για τα εκατομμύρια ανθρώπων, όμως ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Μου αρέσει ο εαυτός μου. Είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος διασκέδασης που έχω. Ας πιούμε περισσότερο κρασί.


Alone  by Sangita Sarka

ΜΟΥΣΙΚΗ


Τάσος Λειβαδίτης  Δειλινό της ερημιάς 

Δειλινό της ερημιάς

Δειλινό της ερημιάς
πολιτεία που με πας,
μες στους δρόμους
αρχαίος λυγμός.

Αγόρι απ’ τον Αρδηττό
κορίτσι απ’ τον ουρανό
αίμα στάζει ο καημός
μενεξέδες ρίχνει στο φως.

Μη ρωτάς τον καιρό
κρατάει το μυστικό
μια μέρα θα στο πω.

Edvard Munch, The Lonely Ones, 1935



Η ΕΡΗΜΟΣ - Ελένη Βιτάλη & Haig Yazdjian Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης Μουσική: Haig Yazdjian Φταίει η ερημιά φταίει η έρημος φταίει η τόση αμμουδιά που όλο αλλάζει μορφή στα βουνά Κι όσο περπατώ τόσο στην αρχή φταίει που μέσα μου η ψυχή είναι χωμάτινη, είναι από γη Nύχτα, νύχτα πέσε νύχτα να μην βλέπω μες στα μάτια της την ξενιτιά νύχτα, νύχτα κείνη που ήτανε δική μου έγινε του κόσμου η ερημιά Φταίει η ερημιά φταίει η έρημος που όταν φτάνω στο νερό δεν έχω δίψα σαν πριν να το πιω Κι όσο περπατώ τόσο πουθενά μόλις πλησιάζω εγώ ό,τι αγάπησα φεύγει μακριά Nύχτα, νύχτα πέσε νύχτα να μην βλέπω μες στα μάτια του τη ξενιτιά νύχτα, νύχτα κείνος που ήτανε δικός μου έγινε του κόσμου η ερημιά


Mario Sironi, Solitude, 1925, 


Αρλέτα - Τα ήσυχα βράδια Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος Ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου θα 'σαι πάντα δικός μου θα είμαστε πάντα μαζί Και δε θα μου λείπεις γιατί θα 'ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου που θα σ' ακολουθεί Τα ήσυχα βράδια η Αθήνα θ' ανάβει σαν μεγάλο καράβι που θα 'σαι μέσα κι εσύ Και δε θα σου λείπω γιατί θα 'ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου που θα σ' ακολουθεί Τα ήσυχα βράδια θα περνάει φωτισμένο της ζωής μου το τρένο που θα 'σαι μέσα κι εσύ Και δε θα σου λείπω γιατί θα 'ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου που θα σ' ακολουθεί.

Camille Corot, The Solitude. Recollection of Vigen, Limousin, 1866





Γιώργος Ζωγράφος – Ερημιά

Μουσική: Λίνος Κόκοτος Στίχοι: Αργύρης Βεργόπουλος Δίσκος: Οι ώρες Στο φλογισμένο Βοριά, έσβησε η φωνή του, κι απ' την αγνή του θωριά, έμεινε η φεγγοβολή του, στην ανθισμένη αμυγδαλιά. Άδεια τα σπίτια, άδειοι κι οι δρόμοι, χωρίς παιδιά, κορίτσια ξέπλεκα, κορίτσια ολόδροσα, χωρίς καρδιά. Στων κοριτσιών τη ματιά, πέτρωσε η μουσική του, και στη χαμένη βραδιά, μένει η κραυγή απ' το φιλί του, στην ανθισμένη αμυγδαλιά. Άδεια τα σπίτια, άδειοι κι οι δρόμοι χωρίς παιδιά, κορίτσια ξέπλεκα, κορίτσια ολόδροσα χωρίς καρδιά.

Daniel Pinkney Solitude





ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΟ ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΔΕΝ Μ' ΑΓΑΠΑΣ

 Στίχοι : Λευτέρης Παπαδόπουλος 
Σύνθεση : Γιώργος Ζαμπέτας

Έρημοι δρόμοι γερμένοι ώμοι
και σπίτια ξένα σαν φυλακές
πριν από λίγο μου `πες να φύγω
και γίναν στάχτη οι Κυριακές
και περπατώ κι ούτε ένα χέρι να πιαστώ

Το ξέρω πια δε μ’ αγαπάς
μα πιο πολύ με νοιάζει
χωρίς αγάπη που θα πας
στη μπόρα και στ’ αγιάζι

Έρημοι δρόμοι χωρίς συγγνώμη
για μια γυναίκα μεσ’ τη νυχτιά
πριν από λίγο μου `πες να φύγω
σε μια σου λέξη τόση φωτιά
και περπατώ κι ούτε ψυχή να τυλιχτώ.

Solitude by Jan Chesler 




Μιχάλης Τζουγανάκης - Μοναξιά (Κοντυλιές) ΙΙ

Μουσική: Παραδοσιακό - Διασκευή Μιχάλης Τζουγανάκης,
Στίχοι: 1,2,3,4,5,6,7,8 Δήμητρα Παναγοπουλου, 9 Μιχάλης Τζουγανάκης & Δήμητρα Παναγοπούλου, 10,11,12 Ζαχαρούλα Εργαζάκη 1) Σα δε μπορώ τον πόνο μου να τονε νταγιαντίσω φίλο πιστό τον έκανα για να τον συνηθήσω 2) Ρωτήσανε τη μοναξιά ποιό είν' το δικό τζη ταίρι και 'κείνη αντί γι' απάντηση με πήρε από το χέρι 3) Τα ζάλα μου με βγάζουνε σ' ενός γκρεμού την άκρη κι αδιάφορα ξανοίγεις με χωρίς να βγάλεις δάκρυ 4) Γιατί καρδιά αγαπάς κι όλο τα ίδια λάθη κάνεις και δεν αναρωτάς πως νταγιαντώ τα πάθη 5) Σαν ακροβάτης περπατώ σε τεντωμένο νήμα κι εσύ αγέρας γίνεσαι και μου χαλάς το βήμα 6) Ταίρι δεν έχει η μοναξία να την παρηγορήσει και δίπλα της με κράτησε μιας κι έχω συνηθήσει 7) Είπα να γίνω ταίρι σου τη μοναξιά ν' αφήσω μα εκείνη δεν συνφώνησε και με γυρεύει πίσω 8) Έφυγες και δεν πρόλαβες το σ΄αγαπώ να νιώσεις και πήγες σ΄ άλλες αγκαλιές όρκους ζωής να δώσεις 9) Εγώ είμ' εδώ, εσύ 'σαι αλλού και πως να σου ταιριάξω που δεν μου φτάνει ο καιρός άλλη ζωή να φτιάξω 10) Πως νταγιαντίζεις πως βαστάς καρδιά μου τέτοιο πόνο να βλέπεις ότι αγαπάς δυο τρεις φορές το χρόνο 11) Θωρρώ τ' αγρίμια του βουνού τ' άστρα ζευγαρωμένα κι εγώ μια αγάπη έκαμα και ζούμε χωρισμένα 12) Βροχή μου μελαγχολική και ολόχρυση μου αχτίδα αυτό που ζούμε εμείς οι δυο είπα το καταιγίδα

 "Solitude," by Maurice Sapiro




ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ - ΣΑΝ ΧΑΘΩ
Συνθέτης: Σπανός Γιάννης
Στιχουργός: Τεάζης Λάκης

Σαν χαθώ θα με ζητάς
Τη ζωή σου θα σκορπάς
Μες στα βρώμικα σοκάκια
Με αγάπες μιας βραδιάς

Κι όπως θα `σαι μοναχός
Μες στην ερημιά της γης
Θα κρεμάσεις κάποια νύχτα
Τα κουρέλια της ψυχής
Και θα μου ζητάς να ‘ρθω
Να σε βρω στην ερημιά
Μα εγώ δε θα υπάρχω
Θα `μαι πια πολύ μακριά

Σαν χαθώ θα με ζητάς
Της ζωή σου θα σκορπάς
Στη σιωπή της μοναξιάς σου
Σαν ληστής και σαν φονιάς

Θα ζητάς να μ’ αναστήσεις
Μα θα είναι πια αργά
Και δε θα `χω να σου δώσω
άλλη αγάπη στην καρδιά

Κι όπως θα ’σαι μοναχός…

 Loneliness Painting By Dalia Chakraborty


Roger Ebert - Κείμενο για τη μοναξιά 

Οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν μία φυσική έλξη προς το ίντερνετ. Είναι πάντα εκεί να περιμένει υπομονετικά, είναι ευέλικτο, είναι κατάλληλο για κάθε διάθεση. Αλλά είναι φορές που το διαδίκτυο μου θυμίζει τον ορισμό του “ανιαρού” που έδωσε ο Meyer, ο τριχωτός οικονομολόγος, ο καλύτερος φίλος του Travis McGee: «Ξέρεις τι είναι ο ανιαρός, Travis. Αυτός που σου στερεί τη μοναξιά χωρίς να σου παρέχει συντροφιά.”

Τι επιθυμούν οι μοναχικοί άνθρωποι; Συντροφιά. Αγάπη. Αναγνώριση. Ψυχαγωγία. Εγγύτητα. Να ξεχνιούνται.

Ενθάρρυνση. Αλλαγή. Ανταπόκριση. Κάποιος κάποτε είπε πως ο βασικός λόγος που παντρευόμαστε είναι επειδή έχουμε μια πανανθρώπινη ανάγκη για έναν μάρτυρα. Όλα αυτά είναι πιθανά. Αλλά αυτό που μοιράζονται όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι είναι μία επιθυμία να μην είναι – ή τουλάχιστον να μην νιώθουν – μόνοι.

Είστε εκεί, στα μεσοδιαστήματα του διαδικτύου. Σας αισθάνομαι. Ξέρω κάποιους από εσάς. Έχω διαβάσει πάνω από 78000 σχόλια σ' αυτό το μπλογκ, και πολλά εξ αυτών είναι δικά σας. Ξέρω δύο αναγνώστες που αν μπορούσαν δεν θα έβγαιναν ποτέ απ' τα σπίτια τους. Ξέρω πολλούς άλλους που δεν μπορούν να βγουν με ευκολία λόγω ασθενειών ή υποχρεώσεων. Δεν ξέρω για αγοραφοβικούς, αλλά πιθανώς να υπάρχουν και τέτοιοι. Μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι να βγεις έξω, δεν σημαίνει πως είσαι χαρούμενος με το να είσαι μέσα.

Σε ένα μπλογκ, οι άνθρωποι εξομολογούνται και αποκαλύπτουν. Κάποιοι δεν υπογράφουν με το όνομά τους, αλλά τι σημασία έχει ούτως ή άλλως ένα όνομα στο ίντερνετ; Γράφουν σ' εμένα, γράφουν μεταξύ τους, παραπέμπουν σε μπλογκς κι εγώ διαβάζω. Νιώθουν αποκλεισμένοι στους εαυτούς τους. Κάποιοι δεν μπορούν να βρουν παρτενέρ να τους ενδιαφέρουν. Κάποιοι έχουν χάσει μία μεγάλη αγάπη τους και νιώθουν πως δεν θα αγαπήσουν ξανά. Άλλοι λένε πως κάνουν πολύ σεξ αλλά εξακολουθούν να νιώθουν μόνοι. Κάποιοι φοβούνται πως κανείς δεν θα ενδιαφερόταν γι' αυτούς.

Διαβάζοντας αυτά τα σχόλια, κοιτώντας αυτά τα μπλογκ, μερικές φορές νιώθω σαν τον Δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές. Αυτός είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ναθάναελ Γουέστ για έναν άντρα που του ανατίθεται μια στήλη εφημερίδας με συμβουλές υπό αυτό το ψευδώνυμο. Κάθε μέρα λαμβάνει μηνύματα απ' αυτούς που έχουν ανάγκη και δεν μπορεί να τους προσφέρει καμία βοήθεια. Νιώθει πως θα χρειαζόταν να είναι ο Ιησούς για να φέρει εις πέρας τη δουλειά. Είναι αδύναμος, λόγω του πόνου και της μοναξιάς στη δική του ζωή.

Δεν με τοποθετώ υπεράνω. Είμαι εδώ στη μέση, διαβάζοντας σχόλια σαν να ακούω μία εθνικής εμβέλειας συλλογική γραμμή (αισθάνομαι μία ελαφριά δυσθυμία όταν συνειδητοποιώ ότι πολύ λίγοι από εσάς έχουν συμμετάσχει σε συλλογική γραμμή, ή έστω ξέρουν τι είναι μία τέτοια). Υπάρχουν σχόλια πάνω σε κάθε λογής θέμα: Πολιτική, λογοτεχνία, ταινίες, τέχνη, υγεία, Θεός, το σύμπαν. Τα περισσότερα σχόλια είναι χρήσιμα και εγγράμματα, και πολλά είναι γραμμένα πολύ κομψά. “Πιθανώς τα καλύτερα σχόλια που θα βρείς στο διαδίκτυο”, έχω ακούσει να λένε.

Αλλά γιατί τα γράφετε; Δεν έχετε κάτι άλλο να κάνετε; Κάθε μέρα εμφανίζονται πολλά εκατομμύρια σχόλια, κείμενα και διαδράσεις στο διαδίκτυο. Εκατομμύρια. Και το κάθε ένα λέει “είμαι εδώ και εκτείνω τη συνείδησή μου ως εκεί”. Μπορεί να υπήρξε μία εποχή που οι άνθρωποι να ήταν ικανοποιημένοι με το να κάθονται και απλά να υπάρχουν, σαν την κατσίκα που είδα χθες να κάθεται ευχαριστημένη σ' ένα κομμάτι ήλιου στον ζωολογικό κήπο του Λίνκολν Παρκ. Απ' αυτό έχει περάσει πολύς καιρός. Θέλουμε τις ειδήσεις. Θέλουμε να συζητάμε και να κουτσομπολεύουμε. Θέλουμε να πούμε “είμαι ζωντανός” με ένα δισεκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους. Και τώρα, να που ήρθε το ίντερνετ, να παρέχει έναν τόσο εύκολο τρόπο να το κάνεις αυτό.

Όταν ήμουν παιδί, ο ταχυδρόμος ερχόταν μία φορά κάθε μέρα. Τώρα η αλληλογραφία καταφθάνει κάθε στιγμή. Πίστευα πως είναι εξωφρενικό να ερωτεύονται άνθρωποι μέσω διαδικτύου. Τώρα, βλέπω όλες τις σχέσεις να είναι εικονικές, ακόμα κι αυτές που λαμβάνουν χώρα από κοντά. Είτε χρησιμοποιούμε τα σώματά μας, είτε ένα πληκτρολόγιο, όλα καταλήγουν σε δύο μυαλά να εκλιπαρούν για έξοδο από τη μοναξιά τους.

Ο βιολογικός λόγος που ερωτευόμαστε ίσως να είναι η προώθηση της αναπαραγωγής. Αν αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός, τότε γιατί η φύση έδωσε την ομοφυλοφιλία; Γιατί παντρεύονται άνθρωποι χωρίς την προοπτική της τεκνοποίησης; Τα μωρά δεν είναι το μόνο πράγμα που μπορούν να δημιουργήσουν μαζί δύο άνθρωποι. Μπορούν να δημιουργήσουν έναν ασφαλή ιδιωτικό κόσμο. Μπορούν να δημιουργήσουν μία πραγματικότητα που θα επιβεβαιώνει τις αξίες τους. Μπορούν να πρεσβεύουν κάτι. Μπορούν να βρουν κάποιον να γελάνε μαζί και να τον εμπιστεύονται. Κάποιον να τους κρατάει όταν χρειάζονται να κρατηθοήν. Ένας κίνδυνος του ίντερνετ θα ήταν να ξεκινήσουμε να ικανοποιούμε αυτές τις ανάγκες χωρίς να νιώθουμε πως χρειάζεται να υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος μαζί.

Μιλάω γι' αυτούς που έχουν επιλογή. Κάποιοι που διαβάζουν το μπλογκ δεν έχουν επιλογή. Μία γυναίκα που δημοσίευε υπέροχα σχόλια, αργότερα αποκάλυψε πως ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά παράλυτη. Τη σκέφτομαι συχνά και τη σκέφτομαι να διαβάζει. Άλλοι πάσχουν από αναπηρία. Ήδη ξέρετε από τι πάσχω εγώ. Μπορείτε λοιπόν να προχωρήσετε μ' αυτά και να κάνετε ό,τι μπορείτε. Το ίντερνετ είναι θεόσταλτο.

Αλλά αυτό δεν περιγράφει τους περισσότερους από εσάς, που είστε μόνοι λόγω ενός συμπλέγματος ψυχολογικών, κοινωνικών και περιστασιακών αιτιών. Δεν σας ξέρω και δεν μπορώ να σας ερμηνεύσω. Δεν έχω συμβουλές να προσφέρω. Εικάζω πως όντως νιώθετε μοναξιά, αλλά δεν πάσχετε από κατάθλιψη. Η κατάθλιψη μπορεί να γιατρευτεί με φάρμακα και θεραπεία. Μπορεί να βοήθησει το να βρείτε κάτι – οτιδήποτε – να κάνετε που να νιώθετε πως είναι χρήσιμο.

Αλλά ας επιστρέψουμε στη μοναξιά. Πρέπει να αποκαλύψω μία αλήθεια για μένα: Δεν έχω νιώσει ποτέ ιδιαίτερή μοναξιά. Ήμουν μοναχοπαίδι. Προέρχομαι από ένα χαρούμενο, σταθερό σπίτι. Το σχολικό με άφηνε στις 3 και οι γονείς μου δεν γυρνούσαν μέχρι τις 5, αλλά αυτές οι δύο ώρες που περνούσα μόνος ήταν θησαυρός για μένα. Ήμουν παιδάκι με περιέργεια. Πάντα έβρισκα κάτι να κάνω. Αν λαχταρούσα κάτι αυτά τα πρώτα χρόνια, ήταν – με μία υπέροχη λαχτάρα – η εκμάθηση δι' αντιπροσώπου. Άκουγα ραδιόφωνο. Ανακάλυψα τι νοσταλγία ένιωθα για το Όλντ Κέιπ Κοντ, πόσο πολύ μου έλειπε η Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα, oh my darling. Οι νότες του “Twilight Time” μέχρι σήμερα φέρνουν το σούρουπο ενός κρύου φθινοπωρινού απογεύματος, που είμαι στο πάτωμα να χαϊδεύω τον σκύλο μου και νιώθω πως είμαστε μαζί… επιτέλους… την ώρα του λυκόφωτος. Άλλα πρέπει να είναι η ορχηστρική εκτέλεση των Three Suns.

Όσο ζούσα, για έναν χρόνο, στο Κέηπ Τάουν, μισό κόσμο μακριά απ' όλους και όλα όσα ήξερα, δεν ένιωσα μοναξιά ούτε για μία στιγμή. Ήμουν κλεισμένος στη θαλπωρή της εξορίας. Πάντα απολάμβανα τις ιστορίες εξορίας· δώσε μου ένα μυθιστόρημα που ξεκινάει με κάποιον που βρίσκεται μόνος σε ένα δωμάτιο μίας ξένης πόλης και αναθαρρώ. Ταυτίζομαι με το νόημα που έδωσε στη “νοσταλγία” ο Ταρκόφσκι, που μια ερμηνεία της στα ρώσσικα υποδηλώνει μία λαχτάρα για το σπίτι κάποιου, τόσο οξεία και γλυκειά, που αυτός ο κάποιος ενδέχεται να φύγει απ' το σπίτι του μόνο και μόνο για να τη νιώσει.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτόν τον γλυκόπικρο ναρκισσισμό μέσα μου. Μ' αρέσει να περιπλανιέμαι σε μοναχικούς δρόμους σε άγνωστες πόλεις. Να βρω ένα cafe και να παραγγείλω έναν καφέ και να σκέφτομαι: εδώ είμαι, άγνωστος για όλους, πίνοντάς τον καφέ μου και διαβάζοντας την εφημερίδα μου. Να κάθομαι κάπου, ελάχιστα μακριά απ' τη βροχή και να το ανακηρύσσω κάστρο μου. Σκέφτομαι σε τρίτο πρόσωπο: Ποιός είναι; Ποιό είναι το μυστήριό του; Έχω εξηγήσει κι άλλοτε την έλξη μου για τα ανώνυμα ρεστωράν από φορμάικα όπου μπορώ να διαβάσω το βιβλίο μου και να προσμένω μία ριζογκοφρέτα για επιδόρπιο. Το να αφήνεις αυτό το θερμό μέρος και να εισέρχεσαι στη σκοτεινή πόλη είναι μία περίεργη ευχαρίστηση. Νοσταλγία ίσως.

Για χρόνια ήμουν αλκοολικός, και δεν ένιωθα ποτέ μοναξιά. Ένιωθα άρρωστος, μπορεί να ένιωθα απελπισμένος, αλλά ποτέ δεν μπορούσα να νιώσω μοναξιά. Ένα ποτό θα με χαροποιούσε. Δεν ήμουν ποτέ κατήφης πιωμένος. Το αλκοόλ σε κάνει να νιώθεις καλύτερα και μετά σε κάνει να νιώθεις χειρότερα και έπειτα ανελέητα άσχημα, αλλά τότε το αλκοόλ θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα ξανά. Είναι η θεραπεία για τον σκύλο που σε δάγκωσε, μα πόσο εύκολα ξεχνάς ότι είναι και ο σκύλος ο ίδιος. Ο καλός γιατρός Schlichter μου είπε: “είναι η μόνη σχέση στην οποία έχεις μάθει να βασίζεσαι, αυτή με το μπουκάλι.”

Δόξα τω Θεώ, βρήκα τη νηφαλιότητα. Μπορούσα να συντηρηθώ με τη δουλειά μου, τα διαβάσματα μου, τις ταινίες, τους φίλους μου. Και περπατώντας, περπατώντας, περπατώντας. Απ' όλους τους σκοπούς της εκπαίδευσης, ο πιο χρήσιμος πιστεύω πως είναι ο εξής: σε προετοιμάζει ώστε να ψυχαγωγείσαι μόνος σου. Σου δίνει ευκαιρίες για μια ενδιαφέρουσα δουλειά. Αυτοί που κοιτούν την τηλεόραση για ώρες, θα μπορούσαν κάλλιστα να κάθονται σε μία πέτρα κάτω από ένα δέντρο σε ένω πρωτόγονο χωριό· όντως, αυτό ίσως να παρουσιάζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ποικιλία. Δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που ένιωσα βαριεστημένος. Δεν μπορώ να φάω, να πιώ ή να μιλήσω, και παρ' όλα αυτά έχω τόσες άλλες πηγες ψυχαγωγίας. Ίσως είμαι κλινική περίπτωση.

Σχεδόν για 20 χρόνια, βρίσκομαι σε έναν χαρούμενο γάμο με την Τσαζ, και πριν απ' αυτό, υπήρχαν άλλες ευγενείς γυναίκες στη ζωή μου. Αλλά δεν πιστεύω ότι έβγαινα ποτέ ραντεβού για να καταπολεμήσω τη μοναξιά. Ένιωθα αυτάρκης. Έκανα ψώνια στη στάση. Μ' έκανε χαρούμενο ένα καλοκαίρι το να νοικιάσω ένα αμάξι και να οδηγήσω μόνος μου στη Λέικ Ντίστρικτ μέσα απ' όλη τη Σκωτία, βρίσκοντας τον δρόμο μου απ' τη μία πανσιόν στην άλλη. Πάντα είχα ένα καλό βιβλίο, σκιτσάριζα, μιλούσα με αγνώστους· περιπλανιώμουν, αλλά όχι μόνος σαν σύννεφο.

Πριν λίγες εβδομάδες, κάτι συνέβη. Η Τσαζ χρειάστηκε να χειρουργηθεί επειγόντως. Υπήρξαν δύο νύχτες που ήμουν μόνος και εκείνη ήταν στο νοσοκομείο, όπως υπήρξαν και μήνες που ήταν μόνη κι εγώ ήμουν στο νοσοκομείο. Και εν τω μέσω της νυκτός, ένας μεγάλος φόβος με τύλιξε. Αν “συνέβαινε κάτι” (όπως λένε), θα ήμουν τόσο τρομερά, τρομερά μόνος και θλιμμένος. Θα μου έλειπε τόσο πολύ. Αυτό το αίσθημα με κατέβαλε σαν κύμα. Έσφιξα τα σκεπάσματά μου. Τότε θα ήξερα πια τι είναι η μοναξιά.

Μου ήρθε μία έκλαμψη, και μαζί της οι λέξεις ενός τραγουδιού που με έχει στοιχειώσει: Δεν μοιάζει πάντα να φεύγει / αυτό που δεν ήξερες ότι είχες / μέχρι να έχει φύγει πια;. Ίσως δεν ήμουν μόνος γιατί δεν το είχα, κι έτσι δεν μπορούσε να φύγει.

Loneliness Painting By Dragica Micki Fortuna


πηγές 

http://stithaghi.blogspot.com/
https://www.monocleread.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/


Edvard Munch - Self-Portrait with a Bottle of Wine 












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου