Playing at Doctors by Frederick Daniel Hardy
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ - ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Άνοιξε
η θύρα ξαφνικά και πρόβαλε
Ένας
γιατρός φορώντας άσπρη μπλούζα
Χαμογελούσε
φιλικά σαν να με γνώριζε
Κοιτάζω
γύρω
Το
δωμάτιό μου
Τα
κάδρα το γραφείο τα βιβλία μου
«Ποιος
είστε και πώς ήρθατε;» ρωτώ
«Από
τη σκάλα του ύπνου» μου απαντά
«Χρόνια
μετά την αποφράδα ημέρα
Θυμάστε;
Με τα
κόκκινα πουλιά και τις μεγάλες μύγες στο φεγγάρι»
Και
πρόσθεσε καθησυχαστικά
«Χαμογελάστε
Δεν
υπάρχει λόγος
Έχουμε
πλέον ανελκυστεί
Στο
φως
Και
προχωρούμε ολοταχώς
Στο
θαύμα»
Γιώτα Αργυροπούλου - Νοσοκομείο Μεταξά I
Στο παρεκκλήσι του Αντικαρκινικού
οι προσευχές θα μείνουν ανεκπλήρωτες,
ο Άγιος το ξέρει.
Σκύβουν οι κεφαλές φιλούν
και είναι η ελπίδα τους κερί
που σιγολιώνει.
Λίγο πιο κει στο μαγαζί
-και που άλλου πιο πρόσφορα-
Βιτρίνα με περούκες.
Κούκλες κεφάλια περιστρέφονται
ωραία πλούσια μαλλιά
χτενίσματα ποικίλα.
Γυρίζουν, περιστρέφονται
αγέρωχα, απροσκύνητα,
αθάνατα ολωσδιόλου.
Στο παρεκκλήσι του Αντικαρκινικού
οι προσευχές θα μείνουν ανεκπλήρωτες,
ο Άγιος το ξέρει.
Σκύβουν οι κεφαλές φιλούν
και είναι η ελπίδα τους κερί
που σιγολιώνει.
Λίγο πιο κει στο μαγαζί
-και που άλλου πιο πρόσφορα-
Βιτρίνα με περούκες.
Κούκλες κεφάλια περιστρέφονται
ωραία πλούσια μαλλιά
χτενίσματα ποικίλα.
Γυρίζουν, περιστρέφονται
αγέρωχα, απροσκύνητα,
αθάνατα ολωσδιόλου.
Γκόγια - Ο Γκόγια δεχόμενος τις πρώτες βοήθειες από το γιατρό Arrieta
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Εκεί, ασάλευτοι μέσα στο φως της προκυμαίας
μόνοι, κοιτώντας προς τη θάλασσα κτίρια γυμνά
αμέτοχοι στο πλήθος που έρχεται βομβίζοντας
αδιάφοροι στα ελπιδοφόρα σήματα, όχι αρεστοί
Αιφνίδια ανάρρωση, ήχοι ανεπαίσθητοι, διαφάνεια
Προσωπογραφία του γιατρού Gachet - Βαν Γκογκ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ - ΤΙ ΝΟΣΟΣ
Τι νόσος
τα μάτια σου να βλέπουν περιβόλια
και να μη φτεροκοπάν
τα γόνατα τα πριν τρεμάμενα
τις γόησσες ν’ αντικρίζουνε
με ήπιο πένθος
εκεί που η θάλασσα μεσημεριάζει μες στο ασήμι
εσύ να τήνε λες
νομίσματα
να ‘χει στο στρώμα σου κάθε κορμί
τη γεύση συννεφιάς
κι η συννεφιά να μοιάζει σαν νâ ανήκει
στη μέρα και στη νύχτα το ίδιο.
Θα ‘πιαν πολύ τα αισθήματα χτες βράδυ
και κοιμούνται.
«Στα ξένα», Κέδρος, 2001
Γιάννης Βαρβέρης - Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι
μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.
Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.
Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Έχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.
Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.
Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.»
(Γ. Βαρβέρης, Στα ξένα, Κέδρος)
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι
μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.
Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.
Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Έχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.
Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.
Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.»
(Γ. Βαρβέρης, Στα ξένα, Κέδρος)
Γιάννης Βαρβέρης - Το φιλί
Λιώνοντας μήνες στο νοσοκομείο
σε κώμα λίγο πριν από το τέλος
ανοίγει το παράθυρο μια νύχτα
κι αυτοκρατορικά οι κουρτίνες κάνουν τόπο
πηδάς πετάς την μπέρτα
και με το τέλειο σώμα Σου γυμνό γλιστράς
μες στα σεντόνια στα ούρα στους ορούς
την αποξεχασμένη σάρκα ανάβεις
κορώνουνε τα μέλη της ξυπνούν τα μάτια
κι εκεί που παίρνουνε κουράγιο οι συγγενείς
το σύμπλεγμά Σου εκσπερματώνει
μες στους σπασμούς του επιθανάτιου ρόγχου
Μετά ηρεμία
Χαμογελάει
Όλος βεβαιότητα σηκώνεσαι απαλά
σκύβεις πριν φύγεις και στο μέτωπο ακουμπάς
το αγνό πελώριο και υστερόγραφο
Φιλί Σου»
(Γ. Βαρβέρης, από το «Ο θάνατος το στρώνει»)
Μάριο Βιρτς - ΘΡΗΝΟΣ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ
Οι θεοί εξετάζουνε της μοίρας μου το βάρος,
με κρεμάνε απ’ τον ορό,
όχι δίχως συμπάθεια.
«Γρήγορα θα γίνετε καλά και πάλι»,
λένε
κι εξαφανίζονται μες στην ανημποριά τους.
Είμαι άραγε πράγματι εγώ,
αυτός ο αδύνατος ο άντρας,
που παζαρεύει τώρα αξιοθρήνητος τον κάθε μήνα;
Τόσες φορές δοκίμασα τον θάνατο,
στα χαρτιά,
τόσες φορές πέθανα
μπροστά από κάμερες που γράφαν’
και δεν ήξερα
ότι την κόλαση θα τη βρω μπροστά μου.
Πιο μεγάλος απ’ τον πόνο είν’ ο φόβος,
πιο μεγάλη απ’ τον φόβο είν’ η ελπίδα.
«Θα παλέψω, δεν παραιτούμαι εγώ»,
λέω στους φίλους πού ’χουν την έννοια μου
και επαναλαμβάνομαι,
ένας πανικόβλητος παπαγάλος με τσακισμένα φτερά.
Στα όνειρά μου ο χρόνος σταματάει εντελώς,
μήτε μανιασμένος θόρυβος πια,
μήτε παρηγοριά,
ένα παιδί φωνάζει τ’ όνομά μου σιγανά
και να περάσω μου γνέφει στην άλλη πλευρά.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Οι θεοί εξετάζουνε της μοίρας μου το βάρος,
με κρεμάνε απ’ τον ορό,
όχι δίχως συμπάθεια.
«Γρήγορα θα γίνετε καλά και πάλι»,
λένε
κι εξαφανίζονται μες στην ανημποριά τους.
Είμαι άραγε πράγματι εγώ,
αυτός ο αδύνατος ο άντρας,
που παζαρεύει τώρα αξιοθρήνητος τον κάθε μήνα;
Τόσες φορές δοκίμασα τον θάνατο,
στα χαρτιά,
τόσες φορές πέθανα
μπροστά από κάμερες που γράφαν’
και δεν ήξερα
ότι την κόλαση θα τη βρω μπροστά μου.
Πιο μεγάλος απ’ τον πόνο είν’ ο φόβος,
πιο μεγάλη απ’ τον φόβο είν’ η ελπίδα.
«Θα παλέψω, δεν παραιτούμαι εγώ»,
λέω στους φίλους πού ’χουν την έννοια μου
και επαναλαμβάνομαι,
ένας πανικόβλητος παπαγάλος με τσακισμένα φτερά.
Στα όνειρά μου ο χρόνος σταματάει εντελώς,
μήτε μανιασμένος θόρυβος πια,
μήτε παρηγοριά,
ένα παιδί φωνάζει τ’ όνομά μου σιγανά
και να περάσω μου γνέφει στην άλλη πλευρά.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΓΙΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Άνοιξε
επίσημα η πόρτα. Την άσπρη του μπλούζα
δεν την είδα
εγώ. Την είδε η μητέρα μου, οι τρεις μου αδελφές
κι ο πατέρας
μου.
Εγώ
βρισκόμουν
αδιάφορος στο μέσο μιας κόκκινης
λίμνης, που
μύριζε φως και τριαντάφυλλο. Εκείνος
δεν τόλμησε
Κοίταξε γύρω
του. Κλείστε του όλα τα παράθυρα,
είπε
αλλάχτε του
στέγη. Η
ησυχία που χρειάζεται δεν είναι από δω,
Κάτι γίνεται
απ’ έξω
Έσκυψε,
έπιασε
το σφυγμό
του, τους κοίταξε, κι έγραψε
στη συνταγή
του δυο λέξεις:
«Λιγότερο φως».
Μιχάλης Γκανάς - Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού
στη μάνα
Τα χέρια σου τα κέρινα
η Παναγιά εκράτη.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου
και σ’ όλο το κρεβάτι.
Η κόκκινη λιανή γραμμή
του πλαστικού σωλήνα,
από τη φανερή πληγή
σαν ποταμάκι εκίνα.
Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου
σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς
και στα μικρά μου χρόνια.
Μικρά πολύ πικρά πολύ
χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου
σπυρί χαράς επήρα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Καλημέρα γιατρέ
μου
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε
δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ
μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ – ξέρετε τώρα
εσείς –
Κάντε με κοινωνικό
πρόσωπο
βολέψτε με τέλος
πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους
χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες
στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα
το χιλιάρικο
και φερ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή
μου παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα
εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε
γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.
στη μάνα
Τα χέρια σου τα κέρινα
η Παναγιά εκράτη.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου
και σ’ όλο το κρεβάτι.
Η κόκκινη λιανή γραμμή
του πλαστικού σωλήνα,
από τη φανερή πληγή
σαν ποταμάκι εκίνα.
Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου
σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς
και στα μικρά μου χρόνια.
Μικρά πολύ πικρά πολύ
χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου
σπυρί χαράς επήρα.
Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα (1989)
[πηγή: Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι, Αθήνα 2013, σ. 115]
[πηγή: Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι, Αθήνα 2013, σ. 115]
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Καλημέρα γιατρέ
μου
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε
δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ
μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ – ξέρετε τώρα
εσείς –
Κάντε με κοινωνικό
πρόσωπο
βολέψτε με τέλος
πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους
χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες
στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα
το χιλιάρικο
και φερ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή
μου παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα
εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε
γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.
Τάσος Δενέγρης - ΥΨΗΛΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Ήμουν πέντε χρονών
Υψηλός πυρετός
Κάθε τόσο
Από άγνωστη αιτία
Στο κρεββάτι τρεις μέρες
Με κρατούσε σε κώμα.
Κυριαρχούσε το κόκκινο εκεί
Το πιο κόκκινο που ’χω γνωρίσει
ποσύνδεση πλήρης από
Το βασίλειο της μέρας το οικείο
Δεν υπήρχαν παιχνίδια, γλυκά
Ούτε όμως και λέξεις που φέρνουν ναυτία
Ένα βύθισμα κι όλα ζεστά.
Ετελείωνε κάποτε αυτό
Κι ήταν μέρα συνήθως
Φθινοπώρου απόγευμα
Που νυχτώνει νωρίς να βαραίνουν
Οι καρδιές των παιδιών.
Ο πατέρας ορθός στη γωνία
Του μικρού κρεβατιού
Βοηθούσε ν’ ανέβω
Μοναχά με το βλέμμα
Στον επάνω τον κόσμο.
Από την ανθολογία «Τα ωραιότερα ποιήματα για το παιδί» –ανθολόγηση Θανάσης Α. Καστανιώτης, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Καστανιώτη, 2004
Αταλάντη Ευριπίδου - Ιός
Η αρρώστια μου είναι
οι νέον σταυροί στις εκκλησίες
και τα παρατημένα περίπτερα
που κάνουν οι άστεγοι καλύβες.
Η αρρώστια μου είναι
τα σκυλιά που τρέχουν
στους άδειους δρόμους ξημερώματα
κι αλυχτάνε δίπλα στα σκουπίδια
και στα μουλιασμένα πρωτοσέλιδα.
Τα νέα της πόλης κυλούν στον υπόνομο
μαζί με τις ελπίδες μας.
Η αρρώστια μου είναι
τα βρέφη που τρέμουν από στέρηση
στο “Αλεξάνδρα” και τα κατειλημμένα
ράντζα των νοσοκομείων.
Η αρρώστια μου είναι
η αιθάλη απ’ τα καμένα έπιπλα
κι η τοξική οσμή φτηνής μπογιάς
που παραδίδεται στις φλόγες.
Η αρρώστια μου είναι
ο βασικός μισθός και τα μπόνους κουπόνια
τα πτυχία που κιτρινίζουν στον πάτο της ντουλάπας
και ο καιρός που χάνουμε για να γίνουμε τίποτα.
Η αρρώστια μου είναι
ο θόρυβος στα λεωφορεία
και το μίσος
που τεμαχίζει ανθρώπους σε ιδιότητες.
Η αρρώστια μου είναι
ο ήχος του τρένου
γιατί είναι γλυκύτερος
από τον ήχο του κόσμου
και πιο ειλικρινής.
Αν πέσεις στον κόσμο,
όλοι νομίζουν πως μπορείς να σηκωθείς.
Αν πέσεις στις ράγες,
κανείς δεν έχει απαιτήσεις.
Μα ο κόσμος είναι ένας λάκκος δίχως πάτο.
Και ποιος, στ’ αλήθεια, μπορεί να σηκωθεί;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
The Gross Clinic is a painting by Thomas Cowperthwait Eakins
Κ. Π. Καβάφης - Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ
Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών -
με αρίστην αγωγή, με σπάνια ελληνομάθεια -
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.
Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.
Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.
Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι αυτή για την ζωή του Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού, υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει.
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός.
K.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984
Health-care by Leon Zernitsky
Κωνσταντίνος Καβάφης: Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.
Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.
Δέν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές,1ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.2
Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. —
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε — γιά λίγο — νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
(1921)
Doctor's Visit by Jacob Toorenvliet
Νίκος Καββαδίας – Γράμμα Ενός Αρρώστου
Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου·
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...
Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.
Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.
Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.
Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,
πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...
Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.
Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.
Δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...
ΜΑΡΑΜΠΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1995
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ - ΣΤΟΡΓΗ
Eίναι
λυπητερό πράγμα ένας άρρωστος άντρας.
Άρρωστος
στην πλήρη ακμή του.
Oι άντρες
είναι καμωμένοι να μένουν δυνατοί.
Tο
αισθάνονται αυτό
κι όταν
πέσουν στο στρώμα
έχουν την
έκφραση του προσώπου περίλυπη.
Kάποτε το
βλέμμα τους χάνεται.
Σα ν’
απορούν γι’ αυτό που τους συμβαίνει.
Σα να μη
μπορούν να καταλάβουν την αδυναμία τους,
θυμώνουν κι
αγαναχτούν,
ύστερα όμως
είναι πιο λυπημένοι
Έχουν μιαν
άλλη μελαγχολία στην αρρώστια τους.
Παραδίνονται
σαν παιδιά.
Σαν εκείνα
τα παιδιά που έχουν πρόωρη γνώση.
Σε
κοιτάζουν στα μάτια,
περιμένουν
να τους βεβαιώσεις…
Όχι μόνο
πως θα γίνουν καλά,
όχι πως δεν
έχουν τίποτα,
μα πως η
δύναμή τους είναι ακέρια.
Πως εσύ το
θέλεις και τους περιποιείσαι
κι αυτοί το
δέχονται.
Δέχονται
την περιποίηση για το χατίρι σου.
Eίναι
λυπητερό να βλέπεις έναν άντρα άρρωστο,
να βλέπεις
να κείτεται ένας λεβέντης.
Σε σφάζει
το βλέμμα του.
Σε
παρακαλεί μ’ έναν τρόπο που σου πονεί.
Σε πειράζει
που δέχεται τη βοήθειά σου.
Σε πειράζει
να αισθάνεσαι χτυπημένη την περηφάνεια του,
την υπομονή
του.
Γι’ αυτό δε
θα πιστέψεις
πως εκείνος
δεν είναι ο πιο δυνατός κοντά σου.
Tούτο
περιμένει να δει στο βλέμμα σου,
για να
γιάνει.
Aυτό πρέπει
να σου μαθαίνει η αγάπη σου.
Πως δεν του
φτάνει μονάχα να τον αγαπάς.
Θέλει ακόμα
πιο πολύ,
να
πιστεύεις πάντα σ’ αυτόν.
Medical Examination by Leon Zernitsky
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ - ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια από θάνατο η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.
Μιλούνε ορισμένα απ’ τα λόγια τους:
«Ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
«Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα».
«Ζητούσα να σας δω και ήρθα».
Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.
Όμως ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ‘ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
κι άξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, «Η εποχή του θανάτου» (1948)
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΠΛΗΞΕΩΣ
Οι άρρωστοι
ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους
οι υγιείς είναι
ίδιοι.
περνώντας απ’
το γέλιο γνωρίζω αλάνθαστα
και τους μεν
και τους δε.
τείνω στην
άπνοια του νου με λευκότητα
οι
δυστυχίες διαφέρουν η ευτυχία είναι μία.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ, Καστανιώτη, 1986
Anatomy of the Heart, 1890 by Enrique Simone
Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη
και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.
Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες –
και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε, ανήκα στους εχθρούς σου.
Συ είσαι όμως τώρα που δροσίζεις
το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Έβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
και γύρω μου
όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα – και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Απ’ την ανατολή ως το βασίλεμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος – που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του
με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος,
ο μικρός λυτρωτής, όπως άλλοτε έλεγα –
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου…
Με τη χάρη σου ζω την πρώτη λύτρωσή μου.
Γιώργος Καφταντζής - ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΗΣ
Σαν ήλιος φθινοπωρινός
θάμπωνε το ματάκι σου θωρώντας λυπημένο
σαν τρεμουλιάρικος φανός
καταμεσής σε πέλαγο βαθύ, τρικυμισμένο.
Τη δύναμή σου τη στερνή
τη σκόρπισες όλους φιλιά, χάδια να μας κεράσεις
όταν ψυχούλα ταπεινή
ένιωσες πως δεν έμενε καιρός να μας χορτάσεις.
Βασανισμένη μου αδερφή
παρθένα λεπτοκάματη, κρουσταλλοβραχιονάτη
πώς της αρρώστιας η κρυφή
θέρμη, σα να ’σουν σ’ έλιωσε παραμυθιού χιονάτη;
Γιώργος Καφταντζής, Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
ΓΙΟΥΣΤΙΝΟΥΣ ΚΕΡΝΕΡ - ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ ΕΤΣΙ;
Τόσο πολύ έχεις αρρωστήσει,
ποιος το ’κανε άραγες αυτό;
Ούτε ο αέρας απ’ τη Δύση,
ούτε το φως των αστεριών,
ούτε των δέντρων οι σκιές,
ούτε η φλόγα της λιακάδας,
ούτε ύπνου κι όνειρου φωνές
σ’ άνθινη κλίνη της κοιλάδας.
Τούτη η θανάσιμη πληγή,
απ’ τους ανθρώπους έχει γίνει:
η φύση μ’ άφησε υγιή,
κείνοι μού πήραν τη γαλήνη.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
Τζακ Κέρουακ - Aς πιούμε στην υγειά των τρελών…
Aς πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών. Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη… Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Γιατί αλλάζουν πράγματα. Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν. Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα. Ίσως, πρέπει να είναι τρελλοί. Πώς αλλιώς θα κοιτάξουν ένα άδειο καμβά και θα δουν έργο τέχνης; Ή θα καθίσουν στη σιωπή και θ’ ακούσουν τραγούδι που δεν έχει γραφτεί; Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες. Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ό,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - H ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ.
Στο δέρμα τους εμφανίζονται συνέχεια εξανθήματα
όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
η επαφή με την καύτρα ενός τσιγάρου
φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα παπούτσια
που σιγά σιγά τους τρων τα πόδια
με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο
διασχίζουν αχανείς αυτοκινητόδρομους
σταματούν από σπίτι σε σπίτι στην Νεβάδα
ως πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα πατώματα
και σε άντρες που καλλιεργούν κολοκύθες
για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό μεγέθους.
Ακόμα όμως και αν όλα παν καλά
αν δηλαδή η ανία εύκολα μετατραπεί σε άνοια
ή θεωρήσατε ότι εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο
αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες
με τα φουσκωτά σαγόνια που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο
αν ανήκετε δηλαδή στους λίγους εκλεκτούς
που απλώς τινάζουν το στρώμα
και αγνοούν το βαθούλωμα
από το περίγραμμα του κορμιού
που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ
ακόμα και τότε μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς.
Μπορεί μία μέρα αδιάφορος
καθώς κοιτάτε τις ταμπελίτσες με το κόστος στις βιτρίνες
κάποιος αθώος πίσω σας να προφέρει ένα όνομα
και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
και εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
ξαφνικά να παραλύσει
το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
και το νερό να πλημμυρίσει
όλη την πόλη που κομμάτι κομμάτι
συναρμολογούσατε τόσο καιρό με τόση υπομονή.
Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ.
Στο δέρμα τους εμφανίζονται συνέχεια εξανθήματα
όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
η επαφή με την καύτρα ενός τσιγάρου
φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα παπούτσια
που σιγά σιγά τους τρων τα πόδια
με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο
διασχίζουν αχανείς αυτοκινητόδρομους
σταματούν από σπίτι σε σπίτι στην Νεβάδα
ως πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα πατώματα
και σε άντρες που καλλιεργούν κολοκύθες
για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό μεγέθους.
Ακόμα όμως και αν όλα παν καλά
αν δηλαδή η ανία εύκολα μετατραπεί σε άνοια
ή θεωρήσατε ότι εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο
αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες
με τα φουσκωτά σαγόνια που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο
αν ανήκετε δηλαδή στους λίγους εκλεκτούς
που απλώς τινάζουν το στρώμα
και αγνοούν το βαθούλωμα
από το περίγραμμα του κορμιού
που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ
ακόμα και τότε μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς.
Μπορεί μία μέρα αδιάφορος
καθώς κοιτάτε τις ταμπελίτσες με το κόστος στις βιτρίνες
κάποιος αθώος πίσω σας να προφέρει ένα όνομα
και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
και εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
ξαφνικά να παραλύσει
το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
και το νερό να πλημμυρίσει
όλη την πόλη που κομμάτι κομμάτι
συναρμολογούσατε τόσο καιρό με τόση υπομονή.
Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ - JULES LAFORGUE - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΡΔΙΑΚΟΥ
Μου ’πι ου γιατρός, απ’ την καρδιά
πως πάει η μάνα μ’, πάει καλιά τς,
αχ η μανούλα μ’ μια βραδιά,
κι πως θα πάου κ’ εγώ κοντά τς
κει κάτου που τη θάψαν, να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Στου δρόμ’ ου κόσμους σα θα δει
του θώρι μ’ μι πιριγελά,
μι παίρν’ για μιθυσμένου π’ δί
που μοναχό τ’ παραμιλά:
γιατίς, αχ Θε μ’ , σαν πιρπατώ,
ζαλίζουμι, παραπατώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Γι’ αυτό στους κάμπους πάου ξανά
στου λιόγιρμα να κλάψου, να!
Μα ου γήλιους, δε νουγώ μαθές,
– κουτός πες είμ’, ζαβός α θες, –
σα μια καρδιά πως είν’ θαρρώ
που λιών’ μαζί μ’ σαν τουν θωρώ.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Νάτανι του μικρό του Λένι
να ’θιλι την καρδιά μ’ να πάρ’,
τη μαύρη μ’ την καρδιά που π’θαίνι,
μα δε μι κάνι αυτή τη χάρ’:
κίτρινους είμ’, πικρός – αλιά! –
κι αυτή ’ν’ σουστή τρανταφυλλιά.
Ακώ π’ χτυπά η καρδιά μ’ πουλύ,
αχ θα ’ν’ η μάνα που μ’ καλεί.
Ούλοι τους, ναι, κακοί ’ν’, εξόν
του λιόγιρμα η καρδιά που λιών’
κ’ η μάνα μου που πάει καλιά τς
κι ακώ να με καλεί κοντά τς.
Θέλου να πάου κει κάτου να
κάνου, ου έρημους, να-νά.
Χτυπά η καρδιά μ’, χτυπάει πουλύ,
να ’ν’ η μανούλα που μ’ καλεί;
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΙΤΟΣ - Συνταγή παλαιού ιατρού
Λάβε τρεις στίχους ευλαβικούς
Προ του γεύματος
Και άνω θρώσκων
ρούφηξε τους εγκαρδίως.
Ψήσε εις τα κάρβουνα
ως εύθυμος βουκόλος
πολλαπλασίους ήχους αυλού
και χόρεψε τους με σύζυγον.
Ζωή εστί «βρώσις και πόσις»
μετ’ Ευχαριστίας.
Μαγείρεψε όσπρια και λάχανα
με μυρωδικά της ποίησης.
Πιές οίνον Αναστάσιμον
και γιασεμί της χαρμολύπης
και βάδιζε ελπίζων.
Λάβε τρεις στίχους ευλαβικούς
Προ του γεύματος
Και άνω θρώσκων
ρούφηξε τους εγκαρδίως.
Ψήσε εις τα κάρβουνα
ως εύθυμος βουκόλος
πολλαπλασίους ήχους αυλού
και χόρεψε τους με σύζυγον.
Ζωή εστί «βρώσις και πόσις»
μετ’ Ευχαριστίας.
Μαγείρεψε όσπρια και λάχανα
με μυρωδικά της ποίησης.
Πιές οίνον Αναστάσιμον
και γιασεμί της χαρμολύπης
και βάδιζε ελπίζων.
The Doctor Calls by Charles John William Louis Aspelin
Ανδρέας Γ. Λίτος - Συνταγή γιατρού σε απελπισμένο έρωτα
Σαν σε αρπάξει ο πυρετός
στο νου σου πάντα να ‘χεις
μη σου ξεφύγει ο καημός
τον πεις και αρρωστήσεις.
Γιατί εκείνη η σκληρή
σ’ άλλα πελάγη πλέει
και δεν ακούει εσένανε
και μια καρδιά που κλαίει.
Τη συνταγή μου μη ξεχνάς
του πυρετού είν’ η λύση
τη φλόγα του καλοκαιριού
άλλη άνοιξη δροσίζει.
The Recovery by Gustave Leonard
Γκυ Λεβίς Μανό - Τα Λοιμώδη Ποιήματα
Μια φρικτή αρρώστια χτύπησε την πόλη. Οι ποιητές ήταν
πολλοί. Τα ποιήματά τους τούς πολιορκούσαν, τους
περισφίγγαν, κολλούσαν πάνω τους και τυπωνόντουσαν στα
πρόσωπά τους. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να
τα διαβάσουν. Ερεθισμένοι τα διαβάζανε. Τότε ήταν που
απλώθηκε το κακό. Γιατί αμέσως το πρόσωπο του αναγνώστη
ξεφλούδιζε σαν φύλλο ροζιασμένης περγαμηνής, οι λέξεις
του ποιήματος μελάνιαζαν. Η πόλη μολύνθηκε.
Διασαλεύτηκε η Τάξη. Η εργασία παράλυσε. Σταματούσαν
για να διαβάσουν πάνω στο πρόσωπο του άλλου ποιο ποίημα
εμφανιζόταν. Δίχως να λογαριάζουνε την παραμορφωμένη
του όψη.
Κρίναν αυστηρά. Ρίξαν στα κελιά τους ποιητές. Ξεσκίσαν
τα ποιήματά τους. Τους καταδικάσανε σε έργα εξοντωτικά
που αποξέραιναν την έμπνευση. Έτσι λοιπόν αργά-αργά
αποκαταστάθηκε η τάξη στη πόλη. Τα πρόσωπα ξανάγιναν
πρόσωπα δίχως ποιήματα. Αλλά πού και πού με κάποια
ποίηση.
Γκυ Λεβίς Μανό, Μετ. Έκτωρ Κακναβάτος
Μια φρικτή αρρώστια χτύπησε την πόλη. Οι ποιητές ήταν
πολλοί. Τα ποιήματά τους τούς πολιορκούσαν, τους
περισφίγγαν, κολλούσαν πάνω τους και τυπωνόντουσαν στα
πρόσωπά τους. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να
τα διαβάσουν. Ερεθισμένοι τα διαβάζανε. Τότε ήταν που
απλώθηκε το κακό. Γιατί αμέσως το πρόσωπο του αναγνώστη
ξεφλούδιζε σαν φύλλο ροζιασμένης περγαμηνής, οι λέξεις
του ποιήματος μελάνιαζαν. Η πόλη μολύνθηκε.
Διασαλεύτηκε η Τάξη. Η εργασία παράλυσε. Σταματούσαν
για να διαβάσουν πάνω στο πρόσωπο του άλλου ποιο ποίημα
εμφανιζόταν. Δίχως να λογαριάζουνε την παραμορφωμένη
του όψη.
Κρίναν αυστηρά. Ρίξαν στα κελιά τους ποιητές. Ξεσκίσαν
τα ποιήματά τους. Τους καταδικάσανε σε έργα εξοντωτικά
που αποξέραιναν την έμπνευση. Έτσι λοιπόν αργά-αργά
αποκαταστάθηκε η τάξη στη πόλη. Τα πρόσωπα ξανάγιναν
πρόσωπα δίχως ποιήματα. Αλλά πού και πού με κάποια
ποίηση.
Γκυ Λεβίς Μανό, Μετ. Έκτωρ Κακναβάτος
Γ. Μαρκόπουλος -Στή μάντρα τοῦ ἀσύλου
Καθόμασταν μιά Κυριακή στήν ἀντηλιά τῆς μάντρας τοῦ ἀσύλου
ὥσπου ξάφνου σηκώθηκε ἕνας καί εἶπε: «νά μᾶς πεῖς γιά ἐκείνη».
Καί ἐγώ πῆρα τό λόγο καί ἄρχισα: «σπίτι ἐξοχικό ἡ ψυχή της,
τό χειμώνα, ὅπου ἔβλεπες κάθε πρωί τά πορτοκάλια στήν αὐλή
καί ἔλεγες κάποιος θά ἔρχεται
κάποιοι κληρονόμοι θά τά κόβουν αὐτά τά δέντρα.
Ἄνοιξα τότε καί μπῆκα. Πυροβολεῖα ἐγκαταλειμμένα στά βουνά
ἀπό μιάν ἄλλη κατοχή συνάντησα,
νεκροταφεῖα στήν πτέρυγα τῶν μωρῶν μέ λαμπαδίτσες τοῦ Πάσχα
καί μικρά στέφανα ἀπό λευκές καί ρόζ λεμονίτσες.
Καί περνοῦσεν ὁ καιρός
Κοινωνώντας πάντα μόνος τή βαθιά μοναξιά της
ὅπως τά θηρία τό νερό στή δική τους πηγή
ὥσπου μετά ἀπό χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.
Ὅλοι γελοῦσαν σέ ἐκεῖνο τό θλιμμένο πανηγύρι,
καί αὐτός ὁ πατέρας της διαρκῶς ἔπλενε τά χέρια του
πρίν παραδώσει τή σφαγμένη θέλησή της
στό μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα τῶν ἐπιθυμιῶν.
Ἔμεινα ἀπό τή γωνία νά τήν κοιτάζω.
Ἦταν σφαγμένη, μέ τό στῆθος γυμνό καί τά μαλλιά της λυμένα.
Ὡραιοτάτη κοιμωμένη γιά τόν τάφο της, φώναξα,
στόν ἄλλο κόσμο θέλω νά γίνω ποτάμι καί αὐτή πηγή,
ὁ σκοτεινός Ἀλφειός καί ἡ μακρυνή Ἀρέθουσα,
γιά νά σμίγουν τά νερά μας κάπου στά βάθη τῆς θάλασσας.
Λεπτομέρειες δεν συγκρατώ πιά. Τήν ἄνοιξη μόνο
στά φωτεινά μου διαλείμματα ἀμυδρά τή θυμοῦμαι».
Καί μελαγχόλησαν ὅλοι μετά τήν ἀφήγησή μου αὐτή,
καί κανένας δέν μίλησε.
Τό σούρουπο μόνο ἐκεῖ πού πάλευε ὁ ἥλιος μέ τή νύχτα
μοῦ φώναξε ἕνας: «περνάει στόν ὁρίζοντα ἐκείνη πού μᾶς ἔλεγες».
Γύρισα καί κοίταξα πέρα μακριά. Καραβάνι περνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι
γέροντες καί νέοι τοῦ περασμένου κόσμου. μέ παλτά. Σκισμένοι.
Μέ μιά κομμένη ζώνη στή μέση. Ἐξομοιωμένοι.
Καί στό τέλος ἐσύ. Μόνη.
Μέ τό ραβδί ἀνιχνεύοντας τό δρόμο, ὅπως οἱ τυφλοί.
Κώστας Μαυρουδής - «Χειμώνας» ή «Ιατρική επίσκεψη»
Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως
πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια
αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου,
ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται
οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους
(του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του
κοινού μας
φόβου).
Με πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός
φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως εδικός τα έπιπλα,
τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το
φάρο),
τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει
ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο
άγνωστος, με
αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει
ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή
βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα
στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα
ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
πού-
τσια
του
Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010
Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως
πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια
αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου,
ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται
οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους
(του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του
κοινού μας
φόβου).
Με πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός
φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως εδικός τα έπιπλα,
τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το
φάρο),
τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει
ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο
άγνωστος, με
αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει
ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή
βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα
στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα
ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
πού-
τσια
του
Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ - ΨΥΧΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
όχι όσο άσχημα θα μπορούσε
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω
απ’ το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά
σου είναι πολύ χαμηλά.
μήπως έπινες πάλι;
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού
αύριο.
ο γιατρός είναι απασχολημένος, η
αίθουσα αναμονής στο τμήμα
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.
οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες,
αστειεύονται μαζί μου.
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν’ αστειεύεσαι την ώρα
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή
κοιλάδα του θανάτου.
η γυναίκα μου είναι μαζί μου.
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι
για όλες τις
γυναίκες.
ύστερα είμαστε κάτω
στο πάρκινγκ.
μερικές φορές οδηγεί αυτή.
μερικές φορές οδηγώ εγώ.
τώρα οδηγώ εγώ.
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι.
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει
η γυναίκα μου.
η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή
απ’ ό,τι συνήθως.
αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω
από το πάρκινγκ.
είναι γενναία γυναίκα, κάνει
σαν όλα να είναι
όπως συνήθως.
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα
τα άσωτα χρόνια·
κι ήταν τόσα πολλά
από δαύτα.
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί
και θα δεχθούν μόνο
μια τελική
πληρωμή.
έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον
θα κολυμπήσω λίγο.
The Prayer Of The Children Suffering From Ringworm, 1853 Detail by Isidore Pils
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ - ΟΜΙΛΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ Σ’ ΕΝΑ ΓΙΑΤΡΟΌταν σε σένα ερχόμαστε
Παραμερίζεις τα κουρέλια μας
Και ακροάσαι κάθε σπιθαμή απ’ το γυμνό κορμί μας.
Όσο για την αιτία της αρρώστιας μας
Μια ματιά να ‘χες ρίξει στα κουρέλια μας
Θα σου ‘λεγε περισσότερα. Είναι η ίδια αιτία που φθείρει
Το κορμί μας και τα ρούχα μας.
Ο πόνος που έχουμε στο ώμο μας προέρχεται
Προέρχεται λες από την υγρασία, απ’ αυτήν όμως
Προέρχεται και η κηλίδα στον τοίχο του σπιτιού μας.
Πες μας λοιπόν από πού προέρχεται η υγρασία;
Πάρα πολύ δουλειά και πολύ λίγο φαγητό
Αδύναμους μας κάνουν και μας αρρωσταίνουν
Η συνταγή σου λέει:
Πρέπει να πάρετε βάρος
Μπορείς και στα βούρλα να πεις
Ότι δεν πρέπει να βρέχονται.
Τίτος Πατρίκιος -TO ΦΑΡΜΑΚΟ
Υπάρχουν πράγματα που ακόμα
θέλω να κρατάω κρυφά
υπάρχουν πρόσωπα που δεν κατονομάζω
μ’ όλο που συνεχώς απομακρύνονται
κι ούτε που θα ‘ταν τρομερό
αν αποκάλυπτα τα πάντα
μόνο που η αποσιώπηση
είναι κι αυτή ένα φάρμακο
για την καταπολέμηση της λήθης.
Υπάρχουν πράγματα που ακόμα
θέλω να κρατάω κρυφά
υπάρχουν πρόσωπα που δεν κατονομάζω
μ’ όλο που συνεχώς απομακρύνονται
κι ούτε που θα ‘ταν τρομερό
αν αποκάλυπτα τα πάντα
μόνο που η αποσιώπηση
είναι κι αυτή ένα φάρμακο
για την καταπολέμηση της λήθης.
Μ. Σαχτούρης - Ο Σωτήρας
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μιά χαραμάδα φως
δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μιά χαραμάδα φως
δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ Ο κ. ΙΒΟ ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
(απόσπασμα)
Ο γιατρός άνοιξε την
τσάντα
έβγαλε ένα παράξενο μικρό
εργαλείο
πάνω στο τραπέζι τα
ξεκοιλιασμένα ποιήματα έβγαζαν χλωροφόρμιο
«Κάνω εγχειρήσεις στ’
άρρωστα ποιήματα» μου είπε, «κάτι σώνεται
κάποτε γράφω κι εγώ,
βλέπεις, εδώ είναι όλα πιθανά.
Ύστερα σου έρχονται όλα
ξαφνικά, δικάζεσαι για φόνο»
Τότε άρχισα να μικραίνω
στο τέλος έγινα ένα μικρό
μπουκάλι με αντισηπτικά.
Ο γιατρός πλησίασε το
τραυματισμένο ακουστικό κι εγώ επανέλαβα:
«Πέρασα ένα ευχάριστο
απόγευμα ανασαίνοντας δύσκολα
όπως το τρένο σε κάποιο
παλιό ποίημα του γιατρού
είμαι υπέροχος εξαιτίας της
απόγνωσης
έκανα τα αισθήματά μου
διαφήμιση
και κατέθεσα την αγάπη μου
στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων».
Αυτό είναι ένα καλό ποίημα,
μου είπε
και τα’ άλλα βέβαια ήταν
καλά
αλλά είχα απαυδήσει από
ισορροπία
(απόσπασμα)
Ο γιατρός άνοιξε την
τσάντα
έβγαλε ένα παράξενο μικρό
εργαλείο
πάνω στο τραπέζι τα
ξεκοιλιασμένα ποιήματα έβγαζαν χλωροφόρμιο
«Κάνω εγχειρήσεις στ’
άρρωστα ποιήματα» μου είπε, «κάτι σώνεται
κάποτε γράφω κι εγώ,
βλέπεις, εδώ είναι όλα πιθανά.
Ύστερα σου έρχονται όλα
ξαφνικά, δικάζεσαι για φόνο»
Τότε άρχισα να μικραίνω
στο τέλος έγινα ένα μικρό
μπουκάλι με αντισηπτικά.
Ο γιατρός πλησίασε το
τραυματισμένο ακουστικό κι εγώ επανέλαβα:
«Πέρασα ένα ευχάριστο
απόγευμα ανασαίνοντας δύσκολα
όπως το τρένο σε κάποιο
παλιό ποίημα του γιατρού
είμαι υπέροχος εξαιτίας της
απόγνωσης
έκανα τα αισθήματά μου
διαφήμιση
και κατέθεσα την αγάπη μου
στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων».
Αυτό είναι ένα καλό ποίημα,
μου είπε
και τα’ άλλα βέβαια ήταν
καλά
αλλά είχα απαυδήσει από
ισορροπία
αυτή είναι η γνώμη μου ως
αρχιτέκτονος
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ, εκδόσεις Εγνατία, σειρά ΤΡΑΜ 1978
Ντέγιαν Τζόρτζεβιτς -ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Στο πάρκο
Ανάμεσα σε δύο καστανιές
Κείται η αρρώστιά μου.
Τα παιδιά την κοροϊδεύουν
Την μπάλα τής πετούν
Πάνω στο κεφάλι.
Καμιά φορά έρχομαι στην πόλη
Και τη γυρίζω μπρούμυτα.
DYLAN THOMAS ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ Η ΥΓΕΙΑ
Για να διατηρηθεί η υγεία κάθομαι στ’ ανοιχτά παράθυρα,
κοιτώ με σεβασμό τον ουρανό, σχολιάζω σεμνά το φεγγάρι,
κάθομαι στ’ ανοιχτά παράθυρα με το πουκάμισό μου,
κι αφήνω τη συγκοινωνία να περνά, τα σήματα να λάμπουν,
τις μηχανές να δουλεύουν, τις χάλκινες μπάντες να συνεχίζουν τον ρυθμό,
γιατί η υγεία πρέπει να προστατευτεί.
Καθώς σκέφτομαι τον θάνατο, κάθομαι και κοιτώ το πάρκο
όπου παιδιά παίζουν μέσα σ’ όλη τους την αθωότητα,
και γυναίκες πάνω στο άτακτο χορτάρι
απορροφούν τον καθημερινό ήλιο.
Η γλυκιά προάστια μουσική από εκατό πρασιές
έρχεται τρυφερά στ’ αυτιά μου. Οι άγγλοι θεριστές θερίζουν και θερίζουν.
Βλέπω τα ζευγάρια που περπατούν αγκαλιασμένα,
παρατηρώ τα χαμόγελά τους,
γλυκές προσκλήσεις και εφευρέσεις,
βλέπω να δανείζουν εικονογράφηση αγάπης
χειρονομώντας και μορφάζοντας.
Τους κοιτώ με ενδιαφέρον, ανακαλύπτω κάτω απ’ τα γέλια
τι υπάρχει για θλίψη, μια αόριστη σύγχυση
για πράγματα που δεν γυρνούν σωστά.
Κάθομαι στ’ ανοιχτά παράθυρα με το πουκάμισό μου.
Παρατηρώ, σαν κάποιος Ιεχωβάς της Δύσης
τι περνά, για να διατηρηθεί η υγεία.
DYLAN THOMAS, μετ: Βίκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου
Henri Gervex, Before the Operation, 1887
Γιάννης Τόλιας - Η αρρώστια της επικοινωνίας
Η ποίηση είναι ανάγκη εξομολόγησης.
Όσο πιο ώριμα σύντομη, τόσο διάφανη σε κατανόηση.
Ο πρώτος πνευματικός δέκτης είναι το κενό των ημερών
που συγκατανεύει και ενθαρρύνει,
χωρίς όμως ποτέ να δίνει άφεση.
Κλείνεις τότε ερμητικά τις λέξεις σε φιάλη διάσωσης
και την πετάς προς άγνωστο παραλήπτη
στο μανιασμένο πέλαγος του χρόνου.
Κάποτε, τα δάχτυλα της ανάγνωσης
υποδέχονται την απρόσμενη άφιξη
αγνοώντας την ταραχώδη διαδρομή.
Έτσι αρχίζει η αρρώστια της επικοινωνίας με τους άλλους.
Υ.Γ. Το ποίημα είναι το ναυαγισμένο πλοίο,
που τελευταίοι αντί να ποντιστούμε μαζί του στη σιωπή,το εγκαταλείψαμε.
David Teniers the Younger, A Surgical Operation, 1631 – 1640,
ΜΟΥΣΙΚΗ
Είν' αρρώστια τα τραγούδια
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
'Aλμπουμ : Δελτίο καιρού (1989)
Είν' αρρώστια τα τραγούδια που αγαπάς να λέω
αναμμένο καρβουνάκι που κρατώ και κλαίω
Είν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν' αρρώστια που δε γίνεται καλά
Αφορμές μου δίνεις πάντα και σκοπούς ν' αρχίζω
μα για ξένες υποθέσεις που μιλούν στραγγίζω
Είν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν' αρρώστια που δε γίνεται καλά
Σαν το σπίρτο που 'χει πέσει στο ξερό χορτάρι
είναι κείνα τα τραγούδια που μας έχουν πάρει
Είν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν' αρρώστια που δε γίνεται καλά
Ελένη Βιτάλη - Δεν μπορώ, μανούλα μ' από το δίσκο "Τα Δημοτικά Της Ελένης Βιτάλη"
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Στίχοι
Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ,
αχ συρε να φέρεις το γιατρό.
μην πεθάνω η δόλια και χαθώ.
Αχ συρε να φέρεις το γιατρό,
Αγάπησα μάνα μ’ αγάπησα,
αχ μανούλα μου δε σ’ άκουσα.
πικρά η μαύρη το μετάνιωσα.
Πικρά η μαύρη το μετάνιωσα,
Ζήλεψα μάνα μ’ την ομορφιά,
τώρα είμαι άρρωστη βαριά.
Τώρα είμαι άρρωστη βαριά,
θα πεθάνω η δόλια κι είμαι νια.
Σώπα τσούπρα μ’ και μην κλαις εσύ,
θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί.
να σου γιάνει κόρη μ’ την πληγή.
Θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί,
Στίχοι: Σταμάτης Σπανουδάκης
Μουσική: Σταμάτης Σπανουδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
Δε θέλω τίποτε καινούργιο να πω
Είμαι καλά, πολύ καλά, ευχαριστώ
Φεύγω απ’ το σήμερα που μοιάζει με χθες
Μέσα στο αύριο θα είμαι, αν με θες
Αχ, αν πρέπει κάτι να σου πω
δίνω το παρόν, μα θα ‘μαι πάντοτε απών
Αχ δεν παίρνω θέση δηλαδή
ίσως επειδή το έργο το `χω ξαναδεί
Δεν μπορώ δεν μπορώ τις συζητήσεις
δεν μπορώ, ζωντανεύουν οι ειδήσεις
Δεν μπορώ άλλο πια τις αναλύσεις
και τους ειδικούς
Δεν μπορώ καλλιτέχνες πρωτοπόρους
δεν μπορώ τους πολύ μοντέρνους χώρους
δεν μπορώ, αχ αγάπη μου, να αντέξω δεν μπορώ
Théobald Chartran, Ambroise Paré Using a Ligature on an Artery of an Amputated Leg of a Soldier, During the Siege of Metz,
Είμαι καλά, σ’ ευχαριστώ-Δημήτρης Ψαριανός
Μουσική:ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Στίχοι: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Άσε το παράθυρο κλεισμένο,
δε με ενδιαφέρει το πρωί.
Πάνε τόσα χρόνια που προσμένω
νά ’βρω μιαν αγάπη στη ζωή.
δε με ενδιαφέρει το πρωί.
Πάνε τόσα χρόνια που προσμένω
νά ’βρω μιαν αγάπη στη ζωή.
Είμαι καλά, σ’ ευχαριστώ,
είμαι τριαντάφυλλο κλειστό.
Δεν έχω αγάπη να πιαστώ,
είμαι καλά, σ’ ευχαριστώ.
Πες στον ταχυδρόμο πως δεν έχω
γράμμα για να στείλω πουθενά.
Έχω μάθει πια να την αντέχω
και την πίκρα και τη μοναξιά.
Είμαι καλά, σ’ ευχαριστώ,
είμαι τριαντάφυλλο κλειστό.
Δεν έχω αγάπη να πιαστώ,
είμαι καλά, σ’ ευχαριστώ.
Fernando del Rincón, Miracles of the Doctor Saints Cosmas and Damian, ca 1510
Ελένη Βιτάλη - Είναι γιατρός ο έρωτας,"Ιππείς της Πύλου"
Στίχοι/Μουσική: Νίκος Καλογερόπουλος
Απόψε πάρε με, πάρε με, πάρε με
στην αγκαλιά σου μωρό μου
Απόψε γιάνε με, γιάνε με, γιάνε με
κι όλα δικά σου ακριβό μου
Ειναι γιατρός ο έρωτας, στο λέω να το ξέρεις
που σε γιατρρύει και μετά σε κάνει να υποφέρεις
Απόψε βγάλε με, βγάλε με, βγάλε με
πάνω απ το φράγμα του νόμου
Να ζήσω κάνε με, κάνε με, κάνε με
ότι είχα δει στ' όνειρό μου
Ειναι γιατρός ο έρωτας, στο λέω να το ξέρεις
που σε γιατρεύει και μετά σε κάνει να υποφέρεις
Απόψε κέρνα με, κέρνα με, κέρνα με
την παραζάλη του δύτη
Απόψε γιάνε με, γιανε με, γιάνε με
θεά μου εσύ Αφροδίτη
Ειναι γιατρός ο έρωτας, στο λέω να το ξέρεις
που σε γιατρεύει και μετά σε κάνει να υποφέρεις
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Théobald Chartran, Laennec Examines a Consumptive Patient with a Stethoscope in front of his Students at the Necker Hospital, 1816,
Traditional Irish Song - Here's a Health to the Company
Kind friends and companions, come join me in rhyme
Come lift up your voices in chorus with mine
Let us drink and be merry all grief to refrain
For we may or might never meet here again
Here's a health to the company and one to my lass
Let us drink and be merry all out of one glass
Let us drink and be merry all grief to refrain
For we may or might never meet here again
Our ship lies at harbor she's ready to dock
I wish her safe landing without any shock
And if we should meet again by land or by sea
I will always remember your kindness to me
Here's a health to the company and one to my lass
Let us drink and be merry all out of one glass
Let us drink and be merry all grief to refrain
For we may or might never meet here again
My footsteps may falter my wit it may fail
My course may be challenged by November gale
Ere fortune shall prove to be friend or be foe
You will always be with me wherever I go
Here's a health to the company and one to my lass
Let us drink and be merry all out of one glass
Let us drink and be merry all grief to refrain
For we may or might never meet here again
πηγές
Δείτε επίσης :
Η πανδημία στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία
Άννα Μελά Παπαδοπούλου ( 3 Σεπτεμβρίου 1871 - 12 Μαρτίου 1938 ), η Μάννα του Στρατιώτου
Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ
ΔΥΟ ΚΑΝΑΔΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ ΘΑΜΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ και ένα ποίημα της Βέρα Μπρίτεν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου