Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ( 12 Δεκεμβρίου 1928 - 10 Ιουνίου 2008)

Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ  ήταν λογοτέχνης με καταγωγή από τη Ρωσία και την Κιργιζία.

Το όνομα Τζινγκίζ είναι το ίδιο με εκείνο του Τζένγκις Χαν. Ανήκει στην πρώτη γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε σ' αυτή την ορεινή χώρα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Έχει γράψει στα ρώσικα και στα κιργίζικα και ήταν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του.
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1928 από οικογένεια υπαλλήλων στο Σεκέρ (Κιργίζικα: Шекер (Şeker)), κοντά στο Tαλάς της Κιργιζίας. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του κιργίζικου λαού στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και το νομαδικό τρόπο ζωής, όπως οι πρόγονοί του.
Ήταν μαθητής στο σοβιετικό σχολείο του χωριού του. Άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός και στα 14 του ήταν ήδη γραμματέας στο σοβιέτ του χωριού του. Αργότερα έκανε και άλλες δουλειές: φοροεισπράκτορας, φορτωτής, βοηθός μηχανοδηγού και συνέχισε με άλλες δουλειές. Το 1937, ο πατέρας του συνελήφθη στη Μόσχα ως υποστηρικτής του "αστικού εθνικισμού" και εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1938.
Το 1946 άρχισε να σπουδάζει στο παράρτημα Ζωικής Παραγωγής του Ινστιτούτου Αγορανομίας της Κιργιζίας στο Φρούνζε (σημ. Μπισκέκ), αλλά αργότερα τα παράτησε για να φοιτήσει στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκι στη Μόσχα, από το 1956 ως το 1958. Τα επόμενα οχτώ χρόνια εργάστηκε στην εφημερίδα Πράβντα. Οι δύο πρώτες δημοσιεύσεις του εμφανίστηκαν το 1952 στα ρωσικά: "Ο εφημεριδοπώλης Ντζιούο" και "Ašym". Η πρώτη του δουλειά στα κιργίζικα ήταν η "Λευκή βροχή" (Ak Ğaan) το 1954. Το πολύ γνωστό έργο του "Τζαμίλια" (Ğamijla; Παραλλαγές: Τζαμιλά ή Τζαμίλα) εμφανίστηκε το 1958.
Απεβίωσε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στις 10 Ιουνίου του 2008, από πνευμονία.

Έργα

Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ανήκει στη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων. Τα έργα του πριν τη "Τζαμίλια" δεν ήταν σημαντικά: μερικά διηγήματα και μια μικρή νουβέλα με τίτλο "Πρόσωπο με Πρόσωπο". Αλλά ήταν η "Τζαμίλια" που τον καθιέρωσε. Ο Λουί Αραγκόν χαρακτήρησε τη "Τζαμίλια" ως την "ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου", λέγοντας πως είναι καλύτερη από την "Ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου" του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στα αντιπροσωπευτικά έργα του Αϊτμάτωφ ανήκουν επίσης οι μικρές νουβέλες "Αντίο, Γκιουλσαρί!", "Το λευκό πλοίο", "Μια μέρα ένας αιώνας", και "Το ικρίωμα".

O Αϊτμάτωφ τιμήθηκε το 1963 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν για τη "Τζαμίλια" και αργότερα με το κρατικό βραβείο για το "Αντίο, Γκιουλσαρί!". Η δουλειά του Αϊτμάτωφ λατρεύτηκε από τους θαυμαστές του, ενώ ακόμη και όσοι επέκριναν τον Αϊτμάτωφ αναγνώρισαν την υψηλή ποιότητα στις νουβέλες του.

Πολιτική καριέρα

Εκτός από τη λογοτεχνία ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ήταν μέλος του κοινοβουλίου και πρέσβης της Κιργιζίας στις χώρες της Μπενελούξ.Είναι επίσης πατέρας του πρώην υπουργού εξωτερικών της Κιργιζίας, Askar Aitmatov.

Κυριότερα έργα

Πρόσωπο με πρόσωπο ("Лицом к лицу", 1957)
Τζαμίλια ("Джамиля", 1958) ― ελλην.μετάφρ.Άλκη Ζέη, "ΘΕΜΕΛΙΟ"
Ο πρώτος δάσκαλος ("Первый учитель", 1962) ― ελλην.μετάφρ.Μ.Χαλαύτρη, εκδ."ΚΟΡΟΝΤΖΗ"
Ιστορίες του βουνού και της στέπας ("Повести гор и степей", 1963)
Αντίο, Γκιουλσαρί! ("Прощай, Гульсары", 1966)
Το λευκό πλοίο ("Белый пароход", 1970)
Μια μέρα ένας αιώνας ("И дольше века длится день", 1980)
Το ικρίωμα ("Плаха", 1988)
Το μάτι της γκαμήλας
Στο κυνήγι της φώκιας
Το χωράφι της μάνας
Πρώιμοι πελαργοί
Η λεύκα με το κόκκινο μαντήλι


ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ -Τζαμίλια, η ωραιότερη ιστορία του κόσμου 

Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ: «Τζαμίλια». Μυθιστόρημα. Πρόλογος: Λουί Αραγκόν. Μετάφραση: Άλκη Ζέη. Θεμέλιο. Αθήνα

Η Τζαμίλια είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Κιρκάσιου συγγραφέα Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ, γεγονός που ανάγκασε το Γάλλο συγγραφέα Λουί Αραγκόν να μιλήσει για την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου». Κι αυτό χωρίς καμία επιφύλαξη κι όχι γιατί ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αφού πάντα έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς ό,τι ερχόταν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Πραγματικά το μυθιστόρημα, σε πρώτη ανάγνωση, δεν είναι παρά μια απλή, τρυφερή, ερωτική ιστορία. Παράλληλα όμως και μέσω της απλότητας της αφήγησης, διαφαίνεται η φυσιογνωμία και τα εθνικά χαρακτηριστικά ενός άγνωστου μέχρι πρότινος σε μας λαού που ζει νομαδικά στην κεντρική Ασία, τα ήθη του, τα έθιμά του, ο πολιτισμός του, η σκληρή και ανελέητη διαπάλη των παλιών κοινωνικών δομών με τις καινούργιες που προσπαθεί να στερεώσει χωρίς επιτυχία το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και η πάλη των γενεών, των φύλων, των αντιλήψεων, των αισθημάτων, των επιθυμιών. Όλα αυτά βέβαια είναι απόλυτα ενσωματωμένα στην αφήγηση, της οποίας αποτελούν το φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό βάθος, το αναπόσπαστο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που εξιστορούνται.
Ο χρόνος, στον οποίο γίνονται όλα αυτά είναι μεταιχμιακός, είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών που προσπαθεί να επιφέρει στον παραδοσιακό τρόπο ζωής αυτού του λαού η επανάσταση των μπολσεβίκων. Έτσι το παλιά αντιπαλεύει πεισματικά το καινούριο, με πιθανή τη νίκη, όπως φαίνεται από την προσεκτική ανάγνωση του μυθιστορήματος, του δεύτερου, πώς θα γινόταν αλλιώς άλλωστε ώστε το έργο να πάρει την άδεια της λογοκρισίας. Άλλωστε η ζωή σε όλα τα καθεστώτα, όπως και εδώ, ανήκει πάντα στους νέους, που παλεύουν με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό που έχουν κατασκευάσει γύρω τους οι μεγαλύτεροι, με τις προλήψεις τους και τα ξεπερασμένα από την πρόοδο ήθη τους, και, ως ένα σημείο, το επιτυγχάνουν αυτό. Οι επί αιώνες νομάδες εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τον πλάνητα βίο τους, ιδιαίτερα οι νεότεροι,, όχι πάντα με τη θέλησή τους, και οδηγούν τη ζωή τους σε μονιμότερες εγκαταστάσεις. Ή τουλάχιστον το προσπαθούν, υπό το άγρυπνο βλέμμα του κόμματος τις περισσότερες φορές.
Η ιστορία, όπως είπα λίγο πιο πριν, είναι απλή: δυο νέοι ερωτεύονται μεταξύ τους και, επειδή η ένωσή τους σκοντάφτει σε διάφορα αξεπέραστα εμπόδια και συνήθειες αιώνων, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, και το κάνουν μια νύχτα σκοτεινή, και να ζήσουν μόνοι και ελεύθεροι στην απεραντοσύνη της στέπας, μακριά από ό,τι και όσους τους εμποδίζουν να ζήσουν μαζί. Το τοπίο, η στέπα αποτελεί το χώρο της απόλυτης σχεδόν ελευθερίας όπου εκεί μπορούν να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτά τους. Και όχι μόνο τον έρωτα, αλλά και τη ζωή. Η νέα, η όμορφη Τζαμίλια, ήταν παντρεμένη με ένα παλικάρι που μόλις γύρισε από τα πεδία των μαχών του μεγάλου πολέμου τραυματισμένο, γι’ αυτό και η πράξη τους, μέσα στα στενά πλαίσια των κοινωνικών συμβάσεων είναι από όλους καταδικαστέα. Εκ πρώτης όψεως δηλαδή θα λέγαμε ότι πρόκειται για μία κλασική περίπτωση μοιχείας, αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι πρόκειται για μια νέα περίπτωση Ρωμαίου και Ιουλιέττας στο ανελεύθερο καθεστώς των ασιατικών σοβιετικών δημοκρατιών. Ο αναγνώστης όμως δεν φαίνεται να προσλαμβάνει κάτι τέτοιο και τούτο γιατί οι αφηγηματικές ικανότητες του συγγραφέα, η συμπάθεια που δείχνει προς το ερωτευμένο ζευγάρι και ο τρόπος που χειρίζεται αφηγηματικά την ευαίσθητη αυτή υπόθεση, λεπτός και διακριτικός και, κυρίως, χωρίς προκαταλήψεις, δεν επιτρέπουν μία τόσο επιπόλαιη θεώρηση των γεγονότων, ενώ παράλληλα η δύναμη του έρωτα είναι τόσο μεγάλη, ακατανίκητη θα μπορούσε να πει κάποιος χωρίς να κάνει λάθος, που τελικά κανείς από τους ισχυρούς παράγοντες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν δεν μπορεί να κάνει τίποτα και οι περισσότεροι υποκύπτουν αμαχητί και πάνω από όλους το νεαρό ζευγάρι.
Το ζευγάρι το βλέπουμε να εμφανίζεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τη ματιά του μικρού κουνιάδου της Τζαμίλια κι ο έρωτάς τους, βαθύς, μοναδικός και προπάντων ακαταμάχητος, αυτοκαθαίρεται μέσα από την παιδική αθωότητα κι έτσι απομακρύνεται κάθε σκέψη μνησικακίας ή αντιπάθειας προς την όμορφη και ανυπότακτη ηρωίδα του έργου. Με αυτό τον τρόπο τα όρια που βάζουν πάντα μεταξύ τους οι άνθρωποι, κοινωνικά και άλλα, πολιτικά, ηθικά κ.λπ. υπερβαίνονται εύκολα ως αναγκαία και φυσική πλέον συνέπεια του έρωτα, που παρουσιάζεται εδώ ως η μοναδική φυσική και κοινωνική δύναμη, χωρίς κανόνες, φραγμούς και δεσμεύσεις, κυρίαρχη και ακατάβλητη τρεις βασικοί ήρωες του έργου, η Τζαμίλια, ο Ντανιγιάρ και ο μικρός κουνιάδος, αντιλαμβάνονται ή, καλύτερα, συναισθάνονται πριν από τον καθένα τη μεγάλη αυτή και λυτρωτική αλήθεια και αντιδρούν ανάλογα.
Ένα σπουδαίο προτέρημα του συγγραφέα είναι το γεγονός ότι μπορεί και αφηγείται τα γεγονότα και περιγράφει τα πράγματα με τη ματιά του ζωγράφου (είναι τυχαίο άλλωστε που ο μικρός ήρωάς του είναι ερασιτέχνης ζωγράφος;) κι έτσι έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας έναν πλήρη και ολοκληρωμένο πίνακα, όχι μόνο της φύσης και των πραγμάτων, αλλά και της ζωής. Το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον βρίσκονται σε αγαστή συμφωνία στις σελίδες του βιβλίου του Αϊτμάτωφ. Η απόδοση στη γλώσσα μας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Λουί Αραγκόν και όχι από το πρωτότυπο κιρκασιανό κείμενο. Ίσως και γι’ αυτό αποδόθηκαν με επιτυχία πολλά από την ποιητικότητα του έργου, αλλά κυρίως της γαλλικής μετάφρασης, που έγινε από τον κορυφαίο Γάλλο ποιητή και πεζογράφο του εικοστού αιώνα.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αλφειός Πύργου. Τεύχος 8-10, Χειμώνας ’95- Καλοκαίρι ’96




ΒΙΒΛΙΟ &  ΤΑΙΝΙΑ "Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ"

Νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ
Ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Ήρθα κοντά σας σαν δάσκαλος. Και σαν δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω. Μα επειδή μάθαινα, έμεινα.

Το συγκλονιστικό ντεμπούτο του μεγάλου μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου, Αντρέι Κοντσαλόφσκι, βασισμένο στο ομότιτλο, κλασικό έργο του Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ. Μια λυρική ταινία που έχει στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η οποία έκανε γνωστό τον Κοντσαλόφσκι.
Η βία είναι αναγκαιότητα της εποχής και η σκέψη αυτή εκφράζεται από τον σκηνοθέτη ξεκάθαρα, με απόλυτα καλλιτεχνικό τρόπο.
Η είσοδος νεωτερικών ιδεών μέσα σ' ένα παραδοσιακό και συντηρητικό περιβάλλον.
Το παλιό αντιστέκεται με σθένος, αλλά και το νέο παλεύει για τα νομοτελειακά δικαιώματά του.
«Η δύναμη νικιέται με δύναμη».

Ο σκηνοθέτης μετέφερε με εξαιρετική ακρίβεια την κύρια ιδιαιτερότητα της νουβέλας:

Την εντυπωσιακή σύνθεση της πραγματικότητας με την ρομαντική ανάταση. Παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση.

"Επιβιβάστηκα σ' ένα αεροπλάνο, που είχε προορισμός την Κιργισία. Ήταν γεμάτο από ανθρώπους που μιλούσαν μια ξένη γλώσσα με βαριά προφορά -σχεδόν μπορούσα να μυρίσω το κοπάδι με τα πρόβατα τους… Σκεφτόμουν: "Θα έρθει ποτέ ο καιρός που θα μπορέσω να επιστρέψω στη Μόσχα έχοντας γυρίσει 25 χιλιάδες μέτρα φιλμ;""

Αντρέι Κοντσαλόφσκι.

Στην ουσία, η ταινία, όπως και το βιβλίο του Αϊτμάτοφ, είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη, είναι κλασική. Επιπλέον, όμως, παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Δείχνει, έτσι όπως μόνο ο σπουδαίος κινηματογράφος μπορεί να κάνει, τι σήμαινε να προσπαθήσεις να λύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, κοινωνικά προβλήματα αιώνων, υπέρ αυτών που τα υφίστανται και οι οποίοι, μέσα στην απόλυτη άγνοια και τον σκοταδισμό που τους επιβλήθηκε από αιώνες εκμετάλλευσης, δεν κατανοούν καν το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα.

Η υποδοχή της ταινίας, τόσο από την σοβιετική, όσο και από την διεθνή κριτική, ήταν ενθουσιώδης.



«Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ»

Σινεφίλ –Σοβιετική Ένωση – Α/Μ – 1965 – Διάρκεια 82΄

Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Σενάριο: Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ, Μπορίς Ντομπροντέγιεφ, Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Κάμερα: Γκεόργκι Ρέρμπεργκ
Καλλιτεχνική διεύθυνση - Κοστούμια: Μιχαήλ Ρομάντιν
Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσίνικοφ
Παίζουν: Νατάλια Αρινμπασάροβα (Αλτινάι), Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ (δάσκαλος Ντιουσέν), Νταρκούλ Κουγιούκοβα, Ιντρίς Νογκαϊμπάγιεφ κ.ά.

Σύνοψη

Η ταινία βασίζεται στην νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, «Ο πρώτος δάσκαλος». Η δράση ξετυλίγεται τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας στην Κριγιζία, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε ένα χωριό, παρουσιάζεται ο δάσκαλος Ντιουσέν – στον ρόλο ο Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ – πρώην στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Προσπαθώντας να μάθε τα παιδιά κάτι παραπάνω από το να βόσκουν πρόβατα, έρχεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις. Η πολιτισμική παρεξήγηση θα μετατραπεί σε μίσος, όταν ο δάσκαλος, προσπαθώντας να σώσει την αγαπημένη του, θα αγγίξει πολύ σοβαρότερα θεμέλια.

Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται ακόμη κάτω από την εξουσία των παλιών αντιλήψεων και των μεγάλων ιδεών της επαναστατικής προόδου, φτάνει στο όριο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ξετυλίγεται η ιστορία της 16χρονης Αλτινάι – στον ρόλο η συγκονιστική Ν. Αρινμπασάροβα – η μοίρα της οποίας κινεί την υπόθεση.

Ο δάσκαλος προσπαθεί να την προστατεύσει από έναν αναγκαστικό γάμο, που θα καταστρέψει τα νιάτα της και τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή, για γνώση και ελευθερία. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος πολεμάει και για το σχολείο του, τους μαθητές του. Ωστόσο, καταφέρνοντας να σώσει την Αλτινάι και να την φυγαδεύσει στην Τασκένδη, με την επιστροφή στο χωριό βλέπει το καμένο σχολείο του και μαθαίνει, ότι στην μάχη για να το σώσει, σκοτώθηκε ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ο Σουβάν.


«Ανοίγω τα παράθυρα διάπλατα. Στο δωμάτιο ξεχύνεται χείμαρρος ο φρέσκος αέρας. Στο ήρεμο και γαλαζωπό φως της χαραυγής περιεργάζομαι με προσοχή τα σκίτσα του καινούργιου μου πίνακα. Είναι πολλά, όσες και οι φορές που τ' άρχισα. Όμως για τον πίνακα είναι ακόμη το βασικότερο... Πηγαινοέρχομαι στη σιγαλιά του πρωινού κι όλο σκέφτομαι. Κι αυτό γίνεται κάθε φορά. Και κάθε φορά πείθομαι πως ο πίνακάς μου είναι ακόμα μια ιδέα. Δεν είναι καπρίτσιο. Όμως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Αισθάνομαι πως δεν θα τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η ιστορία που αναστάτωσε την ψυχή μου, η ιστορία που με παρακίνησε να πιάσω το πινέλο, μου φαίνεται τόσο πελώρια, που μόνος μου δεν θα μπορέσω να τη μεταφέρω όπως ακριβώς έχει και πως θα μου χυθεί σαν μια ξεχειλισμένη κούπα. Θα ήθελα οι άνθρωποι να με βοηθήσουν με τη συμβουλή τους, να μου υποδείξουν μια λύση ή τουλάχιστον να μου συμπαρασταθούν νοερά κοντά στο τρίποδο και να ανησυχούν μαζί μου. Μη λυπηθείτε τη θέρμη της καρδιάς σας, ελάτε πιο κοντά, έχω υποχρέωση να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία»,

(απόσπασμα από το βιβλίο).







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου