Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο εκείνη. Εκείνη αθέτησε τη συμφωνία.
«Εσύ να με κλείσεις», του είχε... απαιτήσει με νάζι πριν λίγο.
«Έτσι λέμε και ξελέμε Θάλεια μου;» Τελικά μέσα στα επόμενα, βία πέντε, δευτερόλεπτα της το συγχώρησε το... βαρύ παράπτωμα.
Λίγες ώρες μετά, το κινητό του τον ενημέρωνε ότι η ώρα ήταν 01:44 π.μ.
Ήθελε να βγει έξω να περπατήσει στο κρύο, να κάνει το τσιγάρο του να σκεφτεί, κι αν υπάρξει λόγος να γυρίσει, όπως λέει κι ο εθνικός μας Γιώργος.
Ντύθηκε στα γρήγορα, τζιν, φούτερ, μποτάκια γιατί «μπορεί να γλιστράει εκεί έξω» και από πάνω ένα χοντρό μπουφάν.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία και ανάβοντας τσιγάρο μονολογούσε:
«Μπουρνάζι γαμώ το κέρατό μου το τράγιο, πούναι το γαμημένο το Μπουρνάζι, πού να το βρω τέτοια ώρα;» λες και ήταν κανένα εικοσάευρο, και τού έφταιγε που ήταν νύχτα και δεν έβλεπε να το ψάξει.
Εκεί μένει εκεί διατηρεί και μαγαζί γυναικεία εσώρουχα.
«Την κοινωνία μου μέσα, με τα στριν και τις καλτσοδέτες που έμπλεξα.Κι αν τα ρολά είναι κατεβασμένα; Που θα είναι κατεβασμένα τέτοια ώρα. Τι είναι; καντίνα στην Μιχαλακοπούλου για να είναι ανοιχτό; Και πάλι τι έγινε, για να ψωνίσω θα πάω τέτοια ώρα; Και αν είναι κι από αυτά τα συμπαγή, που δεν μπορείς να δεις, πώς θα ξέρω αν πίσω απ' αυτά κρύβεται το σωστό μαγαζί;»
Μύλος στο κεφάλι του, ευτυχώς δεν άκουγε σκιές και δεν έβλεπε φωνές ή μάλλον το ακριβώς αντίστροφο.
«Να πάρω ταξί να με πάει. Άν έχει απ αυτό... το κομπιούτερ θα το βρει. Αγίου Αθανασίου 86. Νααααααααα! Πάρτα να μη στα χρωστάω». Και αυτομουντζώθηκε. «Σκαλοπάτι δεν μπορεί να μην έχει το μαγαζί. Θα έχει. Ωραία λοιπόν, εκεί θα κάτσω κι ας είναι τα ρολά κατεβασμένα, θα πάρω και μια σπανακόπιτα από τις πρώτες που θα βγάλει ο φούρνος. Θα έχει ένα φούρνο εκεί γύρω. Να μη ξεχάσω μόνο να τσεκάρω αν έχει κολλήσει σπανάκι στο δόντι μου. Θα βρω ένα καθρέφτη εκεί γύρω. Και θα την περιμένω να της πω ότι την α, γα, πώ, δια ζώσης και εκ του σύνεγγυς, όταν θάρθει το πρωί για να ανοίξει».
Από παλιά γνωστοί, κάποτε εραστές. Κάποτε να μη θέλει ο ένας να ακούσει για τον άλλο.
Έχουν περάσει δυο ολόκληρες εβδομάδες από τότε που ξανασυναντήθηκαν τυχαία στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Εκείνη ερχόταν να επισκεφθεί τον θείο της. Ο Γιώργος τον ήξερε, χρόνια γείτονες με έναν όροφο διαφορά.
Δεν μπορεί άλλο. Να της το πει από κοντά βρε αδερφέ. Κάθε που πλησιάζει η ώρα να κλείσουν το τηλέφωνο, η καρδιά του πλακώνεται στις αρρυθμίες.
Σταματάει ένα ταξί: -Καλημέρα, πού πάμε;
-Μπουρνάζι. Εκεί λογαριάζω να πάμε.
Μόλις μπήκανε στην Ιωαννίνων κάνει νόημα στον οδηγό. Κι επέστρεψαν εκεί απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Πλήρωσε και κατέβηκε. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στην πολυκατοικία. Τουλάχιστον εκεί ήταν πιο ζεστά.
Αυτή τη φορά δεν ήταν παρορμητισμός, όχι, ήταν ανάγκη για να την αγαπήσει και να αγαπηθεί από εκείνη. Να περιμένει την καλημέρα της, όπως άλλοι περιμένουν το άγγιγμα της κούπας του ζεστού καφέ στα χείλη. Αυτός δεν έπινε καφέ.
Να, κάπως έτσι είχαν τα πράγματα στις 28 Γενάρη του 2026, το πρωί, γύρω στις δέκα.
Πήρε το ασανσέρ για τον πέμπτο. Εκεί έμενε σε ένα διαμέρισμα ευρύχωρο και πάνω απ' όλα διαμπερές και μεσημβρινό. Πάντα είχε ανάγκη από μπόλικο ήλιο. Για τις μέρες που ήταν χάλια. Για να φτιάχνει την χλωροφύλλη του. Δυο υπνοδωμάτια. Και το γραφείο ή ατελιέ του. Τόσα χρόνια τώρα δεν είχε αποφασίσει πώς να το αποκαλεί όταν μιλούσε για τον εαυτό του σε τρίτους. Περάστε από το «γρατελιέ» μου -του άρεσε έτσι να το αποκαλεί- να τα πούμε. Γενικά δεν ήταν και πολύ φίλος της ακρίβειας στους προσδιορισμούς. Δεν ήταν ποτέ.
Στις δέκα και 30 πρώτα λεπτά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Άκου χτύπησε..
Εκείνη είναι. Δεν μπορεί να μην είναι εκείνη.
Η καλημέρα της ηχεί στο αυτί του σαν, όλη μαζί, την "παθητική" του Τσαϊκόβσκι που λατρεύει.
«Που είσαι, τι κάνεις, κάθεσαι; για είσαι όρθια; Τι φοράς; Είναι ζεστό το μπουφάν; Και από μέσα τι φοράς. Όχι τη ζακέτα. Τι χρώμα εσώρουχα εννοώ. Σετάκι ή ό,τι βρήκες πρόχειρο, το πρωί καρδιά μου; Ναι θέλω να ξέρω, ακόμα κι εκεί που ενώνεται ο αριστερός μηρός με το κατώτερο σημείο του κορμού σου, τι συμβαίνει. Ε, ναι, όλα ή τίποτα».
Μου αρέσει ή δεν μου αρέσει. Τι θα πει μου αρέσει λίγο ή πολύ. Σημεία των καιρών.
- Μουουου…
- Τι μου; Με μουγγρητά θα συνεννοούμαστε γλυκιά μου;
- Με είπες κοριτσάκι..
- Καλά συγγνώμη δε θα σε ξαναβρίσω…
- Βρε ηλίθιο, το "μου" ξέχασες.
- Χα, χα. Χάσκει ηλιθιωδώς.
Επίτηδες το έκανα. Για να γκρινιάξεις βρε χαμένο...
- Με είπες χαμένο;
- Ναι, συγγνώμη, χαμένο κορμί ήθελα να πώ..
- Άι βρε...
Είναι το κοριτσάκι του.
Είναι μεσημέρι Κυριακής, ο ήλιος λούζει το σαλόνι, η παραγωγή χλωροφύλλης στα ύψη, όπως δείχνει και ο Π.ΟΙ.ΕΝ., ο Πίνακας Οικιακής Ενημέρωσης, που βρίσκεται στην κουζίνα.
Εκείνη απλωμένη κατά μήκος του καναπέ, ανάσκελα με τα γόνατα κολλημένα και ελαφρώς λυγισμένα. Τα μαλλιά της λίγο ήθελαν να αγγίξουν το χαλί.
Μετά άλλαξε στάση. Στο πλάι και ελαφρώς κουλουριασμένη.
- Γιώργο σήμερα δεν νιώθω και πολύ καλά, ας μείνουμε μέσα. Να παραγγείλουμε κάτι το μεσημέρι και το απόγευμα βλέπουμε. Ίσως ένας περίπατος στη θάλασσα...
- Ναι μωρό μου όπως νιώθεις καλύτερα, ό,τι θες εσύ.
Έγινε πρωί πρωί ο παραπάνω διάλογος.
Ήταν γλαρωμένη. Την πήρε ο ύπνος. Το πήρε ο ύπνος. Το κοριτσάκι του. Εκείνος καθισμένος δίπλα στα πόδια της, της έτριβε ή μάλλον της χάιδευε την πλάτη.
Μόνο με τα εσώρουχα αυτή. Συνήθιζε να κυκλοφορεί έτσι μέσα στο διαμέρισμα, όταν η θερμοκρασία του χώρου της το επέτρεπε.
Πήγε και της έφερε μια κουβέρτα. Την σκέπασε από τη μέση και κάτω. Είχε ευαισθησία στην κοιλιά της. Ο Γιώργος το ήξερε κι αυτό. Ήθελε να την μαθαίνει, όσο γίνεται, όλο και περισσότερα γι' αυτήν να μαθαίνει μέρα με τη μέρα.
...Να μη του κρυώσει.
Η ανάσα της βάραινε σιγά σιγά. Βαριά, ράθυμη, ηδονική.
Συντόνισε τους χτύπους της καρδιάς του με τις αναπνοές της. Αυτό πρέπει να είναι έρωτας.
Δεν ήθελε να σκέπτεται το ενδεχόμενο να έχει κάτι σοβαρό. Αυτές οι αδιαθεσίες είχαν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο εικοσαήμερο.
Όχι, όχι αποκλείεται.
Πλησίασε, της χάιδεψε τα μαλλιά κοιτάζοντάς την με μια τρυφερότητα απ' αυτές που δύσκολα βρίσκει κανείς στην αγορά συναισθημάτων.
Το χέρι του κατέβηκε στον κατάλευκο λαιμό της και σταμάτησε στο στήθος της. «Έλα, ξεκούμπωσέ το» τον ενθάρρυνε με τα μάτια.
Είχε ξυπνήσει. Τα μεγάλα καστανά της μάτια τον κάρφωναν κατευθείαν στην καρδιά.
Τον τράβηξε πάνω της για φιλιά και χάδια. Δεν ήταν που έμπαινε μέσα της. Η επαφή ήταν μια μυσταγωγία. Απλά ο ένας έμπαινε μέσα στον άλλο. Πάντα. Κούμπωναν. Μια κοιλότητα στο κορμί της έψαχνε να βρει την καμπυλότητα στην ψυχή του για να θηλυκώσουν. Έτσι και τώρα βρέθηκαν χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, γινομένοι ένα, μέχρι το τέλος της ερωτικής τους σμίξης.
Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, με τον ήλιο να αποσύρεται διακριτικά στο βάθος του ορίζοντα, πάρθηκαν γενναίες αποφάσεις για το κοινό μέλλον τους. Έπειτα, όταν ο ήλιος έσβησε μέσα στη θάλασσα, μακριά, πίσω από τους ηλιακούς και τις αντένες, έκαναν πάλι παθιασμένο έρωτα. Και ο περίπατος στη θάλασσα πήγε περίπατο (ποιος νοιάστηκε;).
Την νοιάζεται, την προσέχει, της σκουπίζει τα δάκρυα όταν αυτά ξαφνικά κυλούν στα μάγουλά της, της λέει χαζά αστεία για να την κάνει να γελάσει, την ταΐζει στο στόμα όταν αυτή νιώθει αδύναμη και πρέπει να φάει Χτενίζει τα μακριά, μπουκλωτά της μαλλιά. Την κοιμίζει στην αγκαλιά του και δεν την αφήνει ποτέ χωρίς καλημέρα ή καληνύχτα, ποτέ χωρίς ένα λουλούδι το πρωί. Την θέλει ακόμα κι όταν είναι μαλωμένοι.
Εκείνη τον γεμίζει με χάδια και φιλιά. Φροντίζει την εξωτερική εμφάνιση και την ψυχή του. Τον αγαπάει, και περισσότερο όταν αυτός είναι στα κάτω του. Τον κοιμίζει μέσα στη ζεστή αγκαλιά της. Τον θέλει ατέλειωτα, με όλο της το είναι. Τον λατρεύει.
Αυτό πρέπει να είναι αγάπη. Και έρωτας μαζί.
Σκέφτεται ο Γιώργος και χαμογελάει σα μικρό, χαζό παιδί.
Δημήτρης Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου