Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.
Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Η εικόνα που ενέπνευσε τον ποιητή.
Ιστορία συγγραφής - Σύλληψη
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης.
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του, για αυτά τα γεγονότα. Στο εξώφυλλο του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια μητέρα, να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία.
Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα εμπνέεται. Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει...» Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη, και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη.
Πρόλογος
Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του. Ο ίδιος ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό από πού εμπνεύστηκε το ποίημα, αλλά και τι θα ακολουθήσει:
Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μια μάνα, καταμεσίς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει το θρῆνο της.
Η δομή του έργου
Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:
«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»
Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:
«Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»
Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
«Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα»[...]
«Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο»[...]
«Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη» (κ.ο.κ)
Μέρος VI: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:
«Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»
Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:
«Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.»[...]
«Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»
Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:
«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»[...]
«Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»[...]
«Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»[...]
«Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»[...]
«Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»[...]
«Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι.»
Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:
«Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.»
Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»[...]
«Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»[...]
«Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»
Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:
«Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»[...]
«...Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι
καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»[...]
«Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω»[...]
«Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.»[...]
«Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω,
καὶ νὰ χορέψω... Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.»[...]
«Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει
κ' ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.»[...]
«Καὶ δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ' τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.»
Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»[...]
«Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»
«Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ'ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»[...]
«Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –»[...]
«Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»
Ύφος - Τεχνική
Το ποίημα του Επιταφίου είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι, ενώ αφομοιώνει και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης.
Βεβαίως, το ποίημα απηχεί και στον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο. Το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής Θάνατος-Ανάσταση είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του (σταυρωθέντος και αναστηθέντος) Ιησού, όπως επίσης και από αρχαιότερους (θνήσκοντες και εγειρομένους) θεούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Αιγύπτου (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ακολουθώντας, ο ποιητής, τη χριστιανική παράδοση, καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να αποδώσει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που οδύρεται και θρηνεί, πάνω από το νεκρό σώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της. Το γενικότερο ύφος του ποιήματος είναι γνήσιο λαϊκό. Το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει, σε αυτό το ποίημα για πρώτη φορά στα έργα του ποιητή. Αν και ο Ρίτσος χρησιμοποίησε παραδοσιακό τρόπο γραφής, το ποίημα είναι σύγχρονο και καινοτόμο.
Το ποίημα συγγενεύει και με τη Μάνα του Χριστού, του Κώστα Βάρναλη.
Καινοτομίες (και λοιπές πληροφορίες)
Το ποίημα αυτό σηματοδοτεί το νέο ύφος γραφής του ποιητή, το οποίο ακολούθησε κι έκτοτε. Το ποιητικό έργο αυτό, είναι το πρώτο, που οριοθετεί τη γενιά του τριάντα σε δύο διακριτές φάσεις, τη φάση του καρυωτακισμού και στη φάση της νέας "κοινής" ποιητικής. Επίσης, είναι το πρώτο ποίημα, που φέρνει στην ποίηση μεγάλο τμήμα ανθρώπων, καθώς πραγματοποίησε μεγάλες πωλήσεις την εποχή εκείνη.
Επίσης η μεταφορά του στη μουσική «γέννησε» κι εκεί διάφορες καινοτομίες, όπως για παράδειγμα, ήταν το πρώτο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κατά την επιστροφή του από το Παρίσι. Σηματοδότησε επιπλέον την πρώτη συνεργασία Χατζιδάκι - Θεοδωράκη, όπου ο Χατζιδάκις ενορχήστρωσε και έπαιξε ο ίδιος πιάνο στο έργο του Θεοδωράκη. Επιπλέον είναι το πρώτο ποίημα που εγγράφεται στην ελληνική δισκογραφία σε δίσκο LP (Long Play) δηλαδή 33 στροφών, το 1961. Τέλος, ήταν το πρώτο ποίημα, μεγάλου ποιητή, που μελοποιήθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μελοποίηση άλλων επίσης μεγάλων ποιητών, και δημιουργώντας επαφή αυτών των ποιημάτων με τον λαό.
Πρόσληψη - Μελοποίηση
Το 1959, από το Παρίσι, εμφανίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης, που έχει μελοποιήσει το ποίημα. Το έγραφε στο αυτοκίνητο του, περιμένοντας τη γυναίκα του που είχε πάει για ψώνια, σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ίδιος ο Ρίτσος. Κατόπιν το στέλνει πίσω στον Ρίτσο, στον Βύρωνα Σάμιο και στον Μάνο Χατζιδάκι. Η εταιρεία τον παρέπεμψε, στον ήδη γοητευμένο από μελοποιημένη ποίηση, Χατζιδάκι. Ο συνθέτης, δέχεται να το ενορχηστρώσει, στη πρώτη του λυρική εκτέλεση. Επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το ζητούμενο, και δεν άρεσε ούτε στον Θεοδωράκη, ούτε στον Ρίτσο. Κι έτσι, ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση σε ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση και εκτέλεση Μανόλη Χιώτη. Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα αποχαιρετήσει νεκρούς (Γρηγόρης Λαμπράκης) και μαζί με το έτερο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη, θα εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Επιταφίου, στις 8 Ιουνίου 1936, σε εικονογράφηση Γιώργου Λυδάκη.Ελληνικές
Η πρώτη δημοσίευση του έργου έγινε στις 12 Μάη του 1936, όταν κυκλοφόρησαν τρία ποίημα από τον Ριζοσπάστη με τον τίτλο Μοιρολόι. Κατόπιν στις 8 Ιουνίου 1936 από τις εκδόσεις Ριζοσπάστη, κυκλοφορούν άλλα 14 ποιήματα, υπό τον τίτλο Επιτάφιος - «(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)», το οποίο θα κυκλοφορήσει σε 10.000 αντίτυπα. Της έκδοσης αυτής το εξώφυλλο, φιλοτεχνήθηκε από τον χαράκτη Γιώργο Λυδάκη.
Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Σε αυτή την έκδοση συμπεριλήφθηκαν άλλα 6 ποιήματα, υπό τον τίτλο Επιτάφιος.Ξένες
(Ακολουθούν ονομαστικά εκδόσεις του Επιταφίου σε ξενόγλωσσες εκδόσεις):
Ritsos Yannis, Laat me met je meegaan, [Επιτάφιος - Η σονάτα του σεληνόφωτος], μτφρ. Blijstra-van der Meulen Μ. και Van Gemert F. A. (ολλανδικά), Weesp, Bric-a-brac, 1969
Ritsos Ghiannis, Epitaffio e Makronissos, [Επιτάφιος. Μακρονησιώτικα], μτφρ. Crocetti Nicola και Makris Dimitri και Gatos Giorgio (ιταλικά), Πάρμα, Guanda, 1970 [Δίγλωσση έκδοση: ιταλικά- ελληνικά]
Ritsos Jannis, Epitaphios, [Επιτάφιος], μτφρ. Rosenthal-Kamarinea Isidora (γερμανικά), Eutin, Buchdruckerei Gustav Ivens, 1973 [δίγλωσση έκδοση: ελληνικά-γερμανικά]
Ritsos Jannis, Epitafio, [Επιτάφιος], μτφρ. Sangiglio Crescezio και Buttitta Ignazio (ιταλικά), Θεσσαλονίκη, Giorgio Katos, 1977 [Δίγλωσση έκδοση: ιταλικά- ελληνικά]
Ritsos Yannis, Rekviem, [Επιτάφιος], μτφρ. Kazarosjan Α. (αρμενικά), Erevan, Sovetakan groh, 1983
Ritsos Jannis, Das letzte Jahrhundert vor dem Menschen, [Επιτάφιος. Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία. Καπνισμένο τσουκάλι], μτφρ. Eideneier Niki και Eideneier Hans (γερμανικά), Μόναχο, Piper Verlag, 1988
Ritsos Yannis, Epitafio, [Επιτάφιος], μτφρ. Tejero Juan José (ισπανικά), Χουέλβα, Diputación Provincial de Huelva, 2009
https://el.wikipedia.org/
https://el.wikipedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου