Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πίνακας: ( Καίτη Πανάγου )Kaiti Panagou

Κοίταξε τα πέταλά μου...

Κοίταξε τα πέταλά μου, κρυώνω.
Η βροχή με χτυπάει αλύπητα, θυμώνω.
Κάθε σταγόνα και μια κηλίδα,
πάνω μου σχηματίζουν δροσοσταλίδα.
Μια δυνατή τυμπανοκρουσία,
να φτάνει μέχρι στο κύτταρό μου,
να με χτυπά με βία.
Να μου δίνει όλη της την φρεσκάδα,
αλλά να με παιδεύει με μαγεία.
Πόσο μου αρέσει να πέφτει απαλά,
να μου χαρίζει ολόδροσα φιλιά.
Να φτάνει μέχρι τον κορμό μου,
με τις ρίζες να μου δίνει της ζωής το μερτικό μου.
Πέταλα της βροχής μαγεμένα,
έρωτας με της φύσης τις εποχές τα δεδομένα.
Σαν φιλί αθάνατο και εξαγνιστικό,
σαν χάδι ανεπαίσθητο κάτι από θεϊκό.
Ένα χέρι με ακουμπά και με τινάζει απαλά.
Μυρωδιές μαγευτικές, να θυμίζουν αγκαλιές και φιλιά.
Ένα χαμόγελο σαν νερό πηγής,
ένα γέλιο γάργαρο από τα βάθη της ψυχής.
Θέλω στα μαλλιά της να καθίσω,
με το άρωμά μου να τα γεμίσω.
Ακόμα καλύτερα στα στήθη της πάνω,
να τα γευτώ, την δροσιά μου να αφήσω, να γειάνω.
Χρώμα σαν του ήλιου εικόνα,
μυρωδιές από του χρόνου τον αιώνα.
Για δύο ολοκάστανα γλυκά μου μάτια,
να τα δω και ας γίνω χίλια κομμάτια.
Πέταλα να με φυσήξει ο αγέρας,
να πάω κατόπι της στην στράτα της με φοβέρα.
Να βλέπω τα ολόγλυκά της χείλη,
να γίνω του ήλιου της πάνω στολίδι.
Να αποκοιμηθώ απάνω στην καρδιά της,
να κάνω κούνια από την ανάσα την δικιά της.
Να πάρω μυρωδιά του ίδρωτά της,
να γίνω του κορμιού της, σταγόνα δικιά της.
Θα ξέρω ότι έζησα τον έρωτά της,
ότι έγινα το κίτρινο του ήλιου χρώμα,
φυλαχτό στην ομορφιά της.
Ήλιος να λάμπει στα μαλλιά της,
δροσιά και άρωμα δίπλα από την καρδιά της.
7-10-2016

Πίνακας : Ελισάβετ Δήμα-Πετροπούλου

 Βοριάς
Υάκινθοι και νάρκισσοι,
κλαδιά του αγέρα και προικιά,
νερό γοργά να τρέχει,
όλα εδώ κατάχαμα,
στα πόδια του Μουσηγέτη.
Η Τερψιχόρη να έχει χορό
και η Καλλιόπη να τραγουδάει,
δίπλα στον Ιλισσό ποταμό,
το νερό να κελαηδάει.
Πεταλούδες να πετάνε
και τα άστρα να φεγγοβολάνε.
Ο ουρανός να είναι καθρέφτης
και το φεγγάρι της νυχτιάς ηγέτης.
Ώσπου άξαφνα ήρθε ο νέος επισκέπτης.
Τον περίμεναν εδώ και καιρό.
Το ρολόι τικ τακ δεν χάνει λεπτό.
Αλλά νόμιζαν μήπως είχε ξεχαστεί,
μήπως είχε χάσει τον δρόμο,
μήπως σε κανένα ασκί είχε κλειδωθεί.
Αλλά αυτός εκεί.
Φουρτουνιασμένος και συνεπής.
Ρουθούνιζε και βρυχόταν,
άσπρο λιοντάρι κατά γης χυνόταν.
Τα παράσερνε όλα,χωρίς ενδοιασμούς
και η λύρα σταμάτησε από αυτούς τους ορυμαγδούς.
Είχε ανοίξει τα φτερά του για τα καλά
και οι σκεπές παιάνιζαν σαν κύμβαλα αληθινά.
Φύσηξε, φύσηξε πνοή μέσα στην μουσική,
ο βοριάς είχε δώσει με πάθος και αντοχή,
κάθε αγέρα και μερτικό,
από τα ψηλά βουνά το φύσημά του το θαλερό.
Ο Αύγουστος είχε φύγει για τα καλά,
κίτρινο, χρυσό, πορτοκαλί θα απλωνόταν σε όλη τη γη και μακριά,
οι πέτρες θα κροτάλιζαν από την βροχή
και οι σταγόνες αχόρταγα θα έπεφταν στο χώμα από το πρωί.
Έλαμψε το άστρο από τον Βοριά
και ο αγέρας γαμπρός ήρθε με περισσή χαρά,
φώναξε, βούιξε δυνατά,
έκανε να φύγουν τα ταξιδιάρικα πουλιά.
Πήρε όλα τα φύλλα,
τα στροβίλισε στο χώμα,
άρπαξε και μια ομπρέλα,
την έκανε να πετάει,
κόκκινη πεταλούδα στο γιόμα.
Μια με τα σύννεφα κονταροχτυπιόταν,
μια με τους κορμούς των δέντρων ξεσηκωνόταν.
Ήθελε να γίνει και πιο δυνατός,
να τα πάρει όλα μαζί του,
να τα κάνει δικό του βιος.
"Τραμουντάνα μας βρήκε στην θάλασσα για τα καλά,
το καράβι τσόφλι στην κάθε του αγέρα πενιά.
Μια στα σύννεφα, μια στο βυθό,
κάλεσα τον Αίολο με παράπονο πικρό."
"Τι στα αμπάρια τα αγαθά,
τι εμείς στης θάλασσας τα άγρια βάθη,
μια χαψιά.
Ούτε ανάσα δεν μπορείς να πάρεις,
ένα με τον αφέντη του κάτω κόσμου, τον κιμπάρη".
Ήθελε να την γδύσει την φύση,
γυμνή γυναίκα χωρίς στολίδια να την αφήσει.
Αλλά έλα που το νερό της χάιδευε την σάρκα,
την έκανε να λάμπει, κόρη όμορφη γεμάτη νιάτα.
Και αυτά τα φύλλα την στόλιζαν με χαρά
και τα κλαδιά έγερναν να της δώσουν γλυκά φιλιά,
η θάλασσα αντάρτευε να πιάσει στεριά
και το χιόνι περίμενε με την σειρά του να την πάρει αγκαλιά.
Τα σύννεφα την στόλιζαν με πετράδια,
κεραυνοί και αστραπές της φώτιζαν τα βράδια,
ακόμα και η Καλλιόπη είχε σταματήσει,
αλλά έγραφε ως το πρωί για τον Αίολο και για την φύση.
Κάθε στίχος και ένας σκοπός,
από τις φρυκτωρίες βγήκε καπνός.
Έφτασε μέχρι και τα κάστρα του Άργους,
λέξεις και εικόνες μιας εκστρατείας του πάθους.
Και αυτή η ομπρέλα είχε χαθεί,
την παράσερνε ο αγέρας,
μέχρι την πλατεία είχε συρθεί.
Φύσηξε, φύσηξε όλο και πιο πολύ,
τα σπουργίτια τιτίβιζαν για την επέλαση στην νύμφη την γυμνή.
Ο γερό χειμώνας ετοιμαζότανε να βγει.
Οι αγέρηδες συνομωτούν,
μέσα στα στενά της Πλάκας να τα πουν,
αλλά ο βοριάς εκεί,
άντρας, εραστής, γαμπρός της γης.
Μέσα στο ασκί αυτοί φωνασκούν.
"Έλα, έλα, θέλουν και οι άλλοι να βγουν".
Νύμφη γυμνή με του αγέρα την ριπή.
Φύλλο χρυσό στην σάρκα τη ροδαλή.
Έχει χορό
και ο μαέστρος δίνει όλο το μένος για σκοπό.
Βουυυυυυυυ, φύσηξε βοριάς δυνατός.
Έψαξε να βρει ξανά τον Ιλισσό,
αλλά βρήκε τσιμέντο
και ούτε σταγόνα νερό...
Και όσο για χώμα,
εξαφανισμένο και αυτό.
Έδωσε μια ριπή σε ένα δέντρο ψηλό,
χτύπησε το μπαλκόνι της πολυκατοικίας το παλιό.
Βουυυυυυυυ...
Φύλλο χρυσό....
Κόκκινη ομπρέλα στο δρομάκι το μικρό...
27-9-2019

Πίνακας : Βιργιννια Μπακογιωργου

Ο βοριάς (β)
Δύστοκη η γέννα τέτοια εποχή.
Ο βοριάς είναι ακόμα έμβρυο στην μήτρα και μυσταγωγεί.
Μνησίκακος και εγωιστής,
θέλει με όλη του την ενέργεια,
άγριο θεριό να ξεχυθεί.
Κατάφωρος από πίεση μέσα στον ασκό,
κατηφής και προκλητικός.
Θωπεύει με σκληρότητα τις κορυφές,
οργιάζει πάνω στα σπαρτά και τις αμμουδιές.
Βουυυυυυυυ.... Επιρρεπής σε σκανταλιές και καταστροφές.
Μια κυρία που της παρέσυρε την ομπρέλα απορεί.
"Τέτοιο καιρό και έχει τόση δύναμη για καταστροφή??
Που είναι ο απηλειώτης ο γλυκός,
με τους καρπούς στα χέρια, ο ανατολικός??!!"
Δημοκόπος και βερμπαλιστής,
αδειάλειπτος και κατηφής,
σαρώνει ότι βρει μπροστά,
κοκκινίζει μύτες, βάζει κόκκινα σκουφιά.
Βουυυυυυυυ...." Έχω μένος με τα φύλλα στα κλαδιά... "
Κόπασε λιγάκι...
Και μετά ταξίδεψε σαν φτερό,
σαν φύλλο από το δέντρο σε ταξίδι μακρινό.
Η φύση είχε φορέσει στολίδια φθινοπωρινά.
Φραγκόσυκα, μήλα και αχλάδια, ρόδια και όλα τα καλούδια τα θρεπτικά.
Και ξαφνικά έκανε την εμφάνισή του ο λεβάντες από τα ανατολικά.
Κανέλλα, γαρύφαλλο, μπαχαρικά, μυστηριακά ψιθυρίσματα, γλυκά.
Καμήλες και άνθη της ερήμου,
μαχλέπι και εδέσματα καυτερά.
Πιπεράτα αρώματα και όνειρα της πανσελήνου.
Καμπυλωτά παράθυρα και φωνές,
αραβικές χίλιες και μια νύχτες, αστροφεγγιές.
Περίλουστος από μυστήριο και αρχοντικός,
ελαφροστόλιστος και ερωτικά σαγηνευτικός.
Από φωνές ιμάμηδων ζωγραφιστός.
Ελεύθερος σαν φτερό του Ερμή,
να σεργιανίζει σε κάθε εκατοστό,
να δίνει χρυσοστόλιστη ζωή.
Σαν κύμβαλα οι καρποί να τον καλοσωρίζουν,
ζεστά χρώματα και με αγκαλιές να τον ορίζουν.
Χάιδεψε την Μεσόγειο,
της έδωσε φιλί,
έπαιξε με τα λευκά τα σπίτια της,
στα καμπαναριά έδωσε φωνή.
Αγκάλιασε τα καράβια της με αγάπη και προσμονή.
Φύσηξε ο λεβάντες στο ανοιχτό πανί.
Κάτι κορμιά μόνο στον πάτο του βυθού,
αντάρτευαν και φώναζαν για λυτρωμό.
Άσπρα κρινάκια προσφορά ενός καϋμού,
έκλαιγαν και πόναγαν με ορυμαγδό.
Γιατί ο άνθρωπος ρέπει στο κακό?!
Είναι ελαφροΐσκιωτος ο άνεμος ο ανατολικός,
ρέει με πόνο, με σιωπηλή φωνή,
είναι αγαστός και φιλικός,
δίνει στολίδι στην ψυχή, την ηρεμεί.
Τα καμπανάκια θροΐζουν στην αγκαλιά,
λένε για αγάπη, για αληθινά φιλιά.
Μόνο μια πίκρα αφήνει στην γλώσσα και μια προσευχή,
να είναι ήρεμα τα πελάγη και χαρωπά.
Μόνο βαρκούλες να πλέουν, χωρίς δυνατό βοριά.
27-9-2019

Πίνακας : Odysseas Anninos


Πορτοκαλί ανεμώνη...
Οι γραμμές από τα κτήρια γινόντουσαν θολές.
Γέλιο μαργαριτάρι στο λαιμό,
μαύρα μαλλιά,
πορτοκαλί παλτό
και εγώ να θέλω σαν τρελός να σε δω.
Γραβάτα, κοστούμι και μια καρδιά να ωρύεται για του έρωτα τα χτυποκάρδια.
Κόσμος, φωνές και του έρωτα σημάδια.
Ένα παραπονιάρικο σιγομουρμουρητό.
Πολύβουη η πόλη χαμένη σε μύριους σκοπούς,
γιατροί, επενδυτές, οικονομολόγοι, φάκελοι γεμάτοι με πολλούς αριθμούς...
Ένας λαχειοπώλης φώναζε για το πότε κληρώνει το χαρτί
και εγώ να θέλω να σε φιλήσω γλυκά,
με χρυσάνθεμα και με πορτοκαλί ανεμώνη,
μια συννεφιασμένη φθινοπωρινή στιγμή.
Γιατί να με συννεφιάζεις,
να μου δίνεις βροντές, καταιγίδες,
σε τυφώνες δυνατούς να με δοκιμάζεις??!!
Ένα νεύμα σου, μια ματιά, ένα παράπονο,
φωτιά μαζί και πυρκαγιά...
Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά...
Μου έλειψες πραγματικά.
Άκουγα τον κάθε χτύπο σαν ποινή,
δεν θέλω να μαλώνω μαζί σου,
γλυκιά ανακωχή.
Ο χρόνος στο γραφείο δεν πέρναγε ούτε στιγμή
και εγώ να κοιτάω το ρολόι σαν την τελευταία ελπίδα για ζωή.
Ήθελα να σε δω, να σου πω πως σε αγαπώ...
Δεν θέλω να μαλώνω μαζί σου,
θέλω ουρανούς και φιλιά,
βλέμματα με ουσία,
καρδιά που να μιλάει αληθινά.
Εκεί στην μεγάλη πλατεία που σε είχα πρωτοδεί,
έλα γλυκιά μου να σου δώσω ένα φιλί.
Λιακάδα μου μέσα στην συννεφιά,
χρώμα μου και φωτεινή σταλαγματιά.
2-11-2019

Πίνακας : Anna Giaourta Filiou

 Κάθε φύλλο και μια ευχή...

Είχε πονέσει αυτή η ψυχή.
Είχε προδοθεί, είχε πιει ξίδι και χολή.
Είχε τρέξει αίμα,
είχε σε χίλια κομμάτια κοπεί,
είχε γίνει ένα με το χώμα σε ένα παράπονο χωρίς τέλος και αρχή.
Το χαμόγελο δεν ήθελε να το χάσει,
ψηλά το κεφάλι και όπου ο Θεός είχε κατασταλάξει...
Για κάθε φύλλο και μια ευχή,
να έχει το θάρρος του λόγου μέχρι να φύγει από αυτή τη γη.
Είχε κλείσει τα μάτια σε ένα βογγητό
και είπε :" Θεέ μου την ζωή μου την έχεις στα δικά σου χέρια, σε καλώ..."
Είχε μυρίσει το χώμα μετά την βροχή,
είχε γευτεί την καταιγίδα και την βροντή,
είχε αναζητήσει το δίκαιο με υπομονή...
Αλλά ήξερε, ήξερε ότι είχε ένα χέρι που την προστάτευε την κάθε στιγμή.
Το αεράκι της φύσαγε γλυκά
όταν είχε βαριά και πληγωμένη την καρδιά.
Και μια αγκαλιά ήταν εκεί,
υπομονετικά στην κάθε κακή μομφή.
Ένα δάκρυ, μια δροσοσταλιά,
σταγόνα στα φύλλα του φθινοπώρου,
ανάμνηση από παλιά.
Πόσο μικρή είναι αυτή η ζωή
και η ψυχή καθόταν και κοντολογούσε το κάθε νεογέννητο πρωί.
Μια ήλιος, μια συννεφιά,
χιόνι και αγέρας,
ομίχλη και καταχνιά...
Μόνο ότι ήταν αληθινό,
από την ψυχή βγαλμένο, αυθεντικό,
αυτό παρέμενε εκεί,
να γίνεται εικόνα,
εικόνα και προσευχή.
Τι να πω??
Τι να πει??
Τι είναι ο άνθρωπος??
Πόσο υπάρχει αυτή η φλόγα πάνω στη γη?? ...
Και μετά σιγή...
Ο θάνατος...
Η λήθη...
Και μετά τι???
Αυτά αναλογιόταν η ψυχή...
Κάθε φύλλο και μια ευχή.
Ειρήνη, αγάπη, αλήθεια....
Λέξεις με ουσία ή παραμύθια.
Και μετά...
Και μετά πέταγε πολύ ψηλά.
Αυτή η φαντασία έχει τα πιο δυνατά φτερά.
Έβλεπε το άδικο, τον πόνο, τον κατατρεγμό...
Και έλεγε...
Που πάω??
Τι γίνεται???
Τι θέλω εγώ??
Ίσως... Ίσως πολλά είναι έννοιες χωρίς ουσία,
μόνο για τα θύματα και κοροϊδία....
Αλλά όλοι είναι εν δυνάμει σκληρά θηρία,
θύματα, θύτες, ένοχοι και αθώοι,
των ιδανικών η τέλεια ληστεία.
Είχε πονέσει αυτή η ψυχή...
Αλλά εκεί, σκληρή και δυνατή.
Ευαίσθητη σαν μικρό παιδί,
με πάθος και πόθο για την ζωή.
Για κάθε φύλλο και μια ευχή,
να αγαπήσει ο άνθρωπος τον άνθρωπο
χωρίς υστεροβουλία και υπεκφυγή...
Υπεκφυγή..??
Ένα θεατρικό σανίδι μόνο με τον χρόνο πρωταγωνιστή...
Κάθε φύλλο και μια ευχή...
Να αγαπήσω εμένα, εσένα και κάθε ελεύθερη, ψυχή.
Φύσηξε ο αγέρας δυνατά,
έπεσαν φύλλα πολλά και χρυσαφιά,
κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί,
φθινοπωρινό αντάρεμα στην καρδιά...
Μια προσευχή.
Έγιναν ευχές πολλές,
πέταξαν όλο και πιο ψηλά,
στο δρόμο, στον κήπο και τις σκεπές.
Κάποιες χάθηκαν πολύ ψηλά,
έφτασαν μέχρι τα σύννεφα
και πιο μακριά.
Έγιναν αστέρια που έλαμπαν στον νυχτερινό ουρανό,
που έπεφταν απαλά κατά καιρούς,
να θυμίζουν το κάθε απλό σκοπό.
4-11-2019
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου